Πώς προέκυψε η ιδέα του Hypnos Project; Όπως μας έχουν προκύψει περίπου 350 ιδέες τα τελευταία πέντε χρόνια! Πίστεψέ με,το πρόβλημα δεν είναι οι ιδέες. Αυτές υπάρχουν. Ούτε κι ο ύπνος είναι καινούρια ιδέα. Όπως δεν είναι ο θάνατος, ο έρωτας… Το θέμα ήταν ποιος θα είναι ο δικός μας Ύπνος. Ο ύπνος είναι κάτι που συζητάμε έτσι κι αλλιως. Έτσι κάναμε κι εμείς στη δουλειά, συζητούσαμε για τον προσωπικό μας ύπνο. Κι είπαμε πως ναι, τώρα είναι η στιγμή να κάνουμε κάτι σχετικό. Όταν μετά ζήσαμε όλη αυτή τη διαδικασία της αγρύπνιας το περασμένο καλοκαίρι που συνοδευόταν από την αγωνία για την πολιτική κι όλοι μιλούσαν για τους Αθηναίους που περπατούσαν στη Βασιλίσσης Σοφίας στις 3 το πρωί γιατί είχαν χάσει τον ύπνο τους, κι όλοι μιλούσαν για τη Μέρκελ και τον πρωθυπουργό και την εικόνα τους μετά από δεκαεπτά ώρες αϋπνίας, κι ενώ η συζήτησή μας για τον Ύπνο είχε ούτως ή άλλως προχωρήσει αρκετά, εκεί πλέον υπεγράφη το εσωτερικό μας συμβόλαιο. Ότι θα κάνουμε κάτι ως Ωδή στον Ύπνο – όχι κάτι για την αϋπνία. Και μάλιστα ότι θα είχε μια εικαστική καρδιά. Γιατί στη Στέγη κάνουμε πολύ θέατρο, πολύ χορό, έχουμε περάσει σε αυτό που λέγεται ψηφιακές τέχνες, αλλά τώρα θέλαμε εικαστική καρδιά κι άλλο ένα ζωτικό οργανο που θα είχε τη μορφή έκδοσης που θα είχε ως θέμα τον ύπνο, ως αδελφό του θανάτου, αλλά και ως κάτι πάρα πολύ καθημερινό και δεδομένο – μέχρι να σταματήσει να είναι. Γιατί όλα τα πράγματα είναι δεδομένα, μέχρι να προκύψει και το ενδεχόμενο ακόμα της απώλειας.
Ο βασικός κλονισμός στη ζωή του καθενός μας προκύπτει όταν κλονίζονται οι βεβαιότητες. Ο ύπνος σε μια ζωή θεωρείται βεβαιότητα. Μέχρι να συναντήσεις κάποιον που δεν κοιμάται… Ή κάποιον που κοιμάται άσχημα. Ή μέχρι να κοιμηθείς εσύ ένα βράδυ άσχημα. Ούτως ή άλλως το θέμα της τέχνης είναι η ζωή – απλώς λέει τις ιστορίες αλλιώς. Άρα, όπως μιλήσαμε για τον ύπνο, μπορεί κάποια στιγμή να μιλήσουμε για κάτι άλλο που ζούμε σαν να είναι κάτι απλό. Ας πούμε, εγώ θα ήθελα να κάνουμε κάτι για το νερό. Εύκολα μπορούμε να πούμε ότι ο επόμενος πόλεμος θα είναι για το νερό, αλλά εγώ δεν θα έλεγα αυτό, το έχουν πει άλλοι. Θα μιλήσουμε λοιπόν για το δικό μας νερό.
Ήδη με το που μίλησες για νερό είχα την πρώτη εικόνα: Ταρκόφσκι. Να, βλέπεις; Εσύ είπες Ταρκόφσκι. Εγώ επειδή το έχω πολύ πιο πρόσφατο, σκέφτομαι τον Simon McBurney, που μιλούσε για το νερό ως μονάδα μέτρησης του χρόνου. Όποια λέξη και να αναφέρεις, είναι ένα θέμα. Στη Στέγη μας αρέσουν οι απλές λέξεις που γίνονται μεγαλειώδεις όταν τις δεις μέσα από την οπτική της σκέψης και της τέχνης ή όταν τις βάλεις σε ένα άλλο περιβάλλον. Ο ύπνος στο κρεβάτι σου είναι μια συνηθισμένη εμπειρία. Αν είχε κάποια αξία η εμπειρία εκείνων που έτρεξαν να πάρουν μέρος στη δράση που κάναμε βάζοντας τη Στέγη στο airbnb, είναι αυτής της εμπειρίας, ότι κοιμήθηκαν μέσα στη Στέγη, επί σκηνής!
Είναι σύνηθες πλέον στο εξωτερικό – εδώ είναι πιο σπάνιο – η έκθεση να μην έχει ένα μονοσήμαντο τρόπο αφήγησης, τον οποίο και ακολουθείς «υποχρεωτικά», αλλά να σε αφήνει να φτιάξεις κι εσύ τη δική σου. Υπάρχει αυτό. Δεν είμαι επιμελήτρια εκθέσεων και δεν μιλάω ως ειδικός, μιλάω όμως με βάση την εμπειρία που ήθελα να αναπτύξουμε όταν αρχίσαμε να μιλάμε με τους επιμελητές, το Γιώργο Τζιρτζιλάκη και το Θεόφιλο Τραμπούλη. Ήθελα να καταφέρουμε να δημιουργήσουμε μια κατάσταση. Όχι ένα χώρο. Γι’ αυτό και είχα κατά νου την παρουσία ενός ανθρώπου που είχε δουλέψει στο θέατρο. Γι’ αυτό πρότεινα την Εύα Μανιδάκη που θαυμάζω, εκτιμώ και έχουμε συνεργαστεί. Γιατί ξέρεις, αυτές οι ιστορίες εμπεριέχουν και μια καθημερινότητα πολύ φορτισμένη, και το εννοώ από πλευράς έντασης εγκεφαλικής δραστηριότητας και συναισθηματικής εμπλοκής. Οπότε πρέπει να αποφασίσεις και με ποιους θέλεις να περνάς τις μέρες σου για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα! Έτσι έγινε και με το Γιώργο, το Θεόφιλο και την Εύα. Το κομμάτι της θεατρικότητας είχε, λοιπόν, μεγάλη σημασία για να δημιουργηθεί αυτή η αίσθηση της κατάστασης, της παρουσίας. Ότι είσαι εκεί.
Και στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, βλέπουμε καλές και κακές εκθέσεις. Έχω δει πάρα πολλές κακές εκθέσεις σε μεγάλα μουσεία, όπως και πολύ καλές εκθέσεις σε μικρά μουσεία. Το ίδιο ισχύει και για την Ελλάδα, όπου έχω δει πάρα πολύ ωραίες εκθέσεις . Η Αμετρία ήταν μια από αυτές, και με αυτή είχαν να κάνουν ο Γιώργος Τζιρτζιλάκης και ο Θεόφιλος Τραμπούλης – και το λέω γιατί πρέπει να θυμόμαστε! Και τις αναφορές μας να τις λέμε κιόλας. Μπορεί λοιπόν να ισχύει αυτό που λες, αλλά επί της ουσίας υπάρχει η ιστορία. Το πιστεύω και το λέω πως τελικά αυτό που θέλουμε να κάνουμε είναι να πούμε μια ιστορία. Το πώς την ακούς, είναι μια άλλη… ιστορία. Είναι ένας ύπνος που συνδέεται με την ελληνική διαδρομή της τέχνης, με μεγάλους Έλληνες δημιουργούς, με σύγχρονους Έλληνες δημιουργούς, που συνδέει τη λαϊκή παράδοση με την πολύ τωρινή ματιά. Δεν θέλαμε να πούμε μια ιστορία που θα βασιζόταν στη λογική «Όνειρο και Ψυχανάλυση». Θέλαμε να πούμε αυτή την ιστορία. Και ακολουθήσαμε τη διαδρομή της μη διαδρομής. Λες στον κόσμο «αυτός είναι ο τόπος, διάλεξε εσύ το δρόμο σου». Η Εύα Μανιδάκη το είπε πολύ ωραία: μπορεί να έχεις βγει και να μην έχεις δει όλα τα έργα! Και να το συνειδητοποιήσεις όταν θα το κουβεντιάσεις με κάποιον άλλο. Ή αυτό που λένε: «Πω πω! Χάθηκα εκεί μέσα! Μα έχουμε μπει σε αυτό το χώρο εκατό φορές». Τι ωραία, ευτυχώς που χάθηκες! Άρα τα καταφέραμε! Και στον ύπνο χάνεσαι.
Η επιλογή των υλικών που έκανε η Μανιδάκη, αυτό το μαλακό, η θεατρικότητα, όλα αυτά νομίζω ότι συμβάλλουν ακριβώς σε αυτή τη λίγο πιο αργή ταχύτητα. Γιατί κι η βραδύτητα χρειάζεται, ξέρεις, για να μπορέσεις να δεις. Αν δεχτούμε ότι ο χρόνος είναι μια μονάδα μέτρησης της μεταβολής, θέλαμε το περιβάλλον να μεταβάλλεται έτσι, ώστε να κλονιστεί η αντικειμενικότητα της μονάδας μέτρησης. Σε μένα λειτουργεί πολύ. Και πώς γίνεται να βλέπω κάτι άλλο κάθε φορά; Το λέω με υπερηφάνεια: ενθουσιάστηκα όταν είδα το Υπερμέγεθες Μωρό της Εύας Στεφανή, κι είδα τον κόσμο να μην πηγαίνει να καθίσει μπροστά-μπροστά στους πάγκους που έχουμε βάλει γιατί δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει το τεράστιο μωρό μπροστά του… Αν και το μωρό είναι πάντα τεράστιο! Το δέος που σου προκαλεί ένα μωρό μέσα στη θερμοκοιτίδα είναι τέτοιο, ώστε πραγματικά το μωρό στην απόδοσή του καλείται να είναι τεράστιο. Όπως δέος προκαλεί και η εικόνα αυτών των μικροσκοπικών φωτογραφιών με τα νεκρά μωρά. Η ανατροπή και η εναλλαγή της κλίμακας νομίζω πως είναι από τις μεγάλες επιτυχίες του Τζιρτζιλάκη και του Τραμπούλη, και όλων όσων συνεργάστηκαν. Δεν γίνεται αλλιώς, πρέπει να είσαι σε ένα roller coaster. Ακριβώς την ίδια έκπληξη αντιμετωπίζεις και στο χώρο του Ιδρύματος Ωνάση και στην Ωνάσειο Βιβλιοθήκη, όπου δεν έχουμε πειράξει τίποτα. Ούτως ή άλλως είναι κάτι καινούριο, γιατί το κοινό δεν είχε πρόσβαση στο χώρο.
Σε ένα χώρο τόσο φορτισμένο, με την εκδοτική παραγωγή που αφορά μια από τις πιο ενδιαφέρουσες περιόδους της ελληνικής ιστορίας – και μου αρέσει να λέω πως αφορά την αφύπνιση του Γένους μέσα από την παιδεία – σε μια εποχή που η εύπορη οικονομικά τάξη ήταν εκείνη που μπορούσε να αντιληφθεί την πνευματική αναγκαιότητα για να μπορέσοουμε να γίνουμε έθνος-κράτος. Ξέρω πως θα πω κάτι βαρύγδουπο τώρα, αλλά η διαθήκη του Ωνάση, ενός άλλου εύπορου, είναι πολύ συγκεκριμένη, και λέει ότι αφήνει το 40% της περιουσίας του για να δημιουργηθεί ένα Ίδρυμα για την υποστήριξη της Ελλάδας. Αυτό σε μένα προκαλεί μια συγκίνηση, γιατί ήθελε να βοηθήσει στην απελευθέρωση των δυνάμεων των Ελλήνων και της Ελλάδας στον τομέα της παιδείας, του πολιτισμού, του περιβάλλοντος, της υγείας, της κοινωνικής αλληλεγγύης. Θεωρούσαμε λοιπόν ότι έπρεπε να ανοίξει αυτό το σπάνιο αθηναϊκό σπίτι – υπόδειγμα αστικής αρχιτεκτονικής.
Οι ουρές που είδαμε τα μεσάνυχτα της Δευτέρας έξω από το Ίδρυμα, στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, ήταν ένα στοιχείο συγκίνησης. Το Ίδρυμα Ωνάση είναι όντως ανοιχτό, κι αυτή η θέση και η δήλωση κάπως πήρε μια πρακτική διάσταση! Μου αρέσει πολύ και η εγκατάσταση με τη σκηνή από την ταινία του Θανάση Βέγγου. Το λέω γιατί έχουμε δει πολύ από αυτό που λέγεται performance ή όπως αλλιώς θέλεις. Στη συγκεκριμένη σκηνή ο Θανάσης Βέγγος κοιμάται στη βιτρίνα του επιπλοποιείου, αλλάζει και πλευρό, κι ο κόσμος είναι συγκεντρωμένος έξω από τη βιτρίνα και τον κοιτάζει. Θυμόμαστε τουλάχιστον 30 καλλιτέχνες ο καθένας μας που να έχουν κάνει κάτι αντίστοιχο σε βιτρίνες μαγαζιών, έτσι; Με αυτή την έννοια, ο Θανάσης Βέγγος είναι ένας πολύ μεγάλος καλλιτέχνης – που ούτως ή άλλως είναι – αλλά προφανώς ήταν και στο χώρο της performance.
Επιπλέον, αφού θέλω να συνομιλήσω και με αυτόν που δεν τον ενδιαφέρει η τέχνη, πρέπει να του κινήσω την περιέργεια. Γιατί ξέρω ότι αν πετύχω αυτό το πρώτο στάδιο, το να πάει αυτή η Σωκρατική μύγα και να τον ξυπνήσει, μπορεί να τον γοητεύσω και να εισχωρήσει στη ζωή του κάτι που δεν υπήρχε πριν. Το βράδυ των εγκαινίων, δύο νέα παιδιά στέκονταν μπροστά σε ένα έργο του Χαλεπά και ήταν φανερό ότι τότε έμαθαν το όνομά του. Αυτό ακριβώς θέλουμε! Να έρθει κοινό που δεν ξέρει το Χαλεπά. Κι όποιος μου πει «μα πώς είναι δυνατόν να μην ξέρει κάποιος το Χαλεπά», θα πώ ότι αυτό είναι το λάθος: όσοι τον ξέρουμε, θεωρούμε δεδομένο ότι τον ξέρουν όλοι! Ενδεχομένως αν στο λύκειο αυτά τα παιδιά τα είχαν πάει μια σοβαρή περιήγηση στο Πρώτο Νεκροταφείο, και δεν το αντιμετώπιζαν μόνο ως τον ιερό χώρο όπου αναπαύονται οι νεκροί, θα ήξεραν τον Χαλεπά.
Νομίζω πως μια άλλη ενδιαφέρουσα παράμετρος της έκθεσης είναι η συνύπαρξη. Τη συνύπαρξη βεβαίως την έχουμε δει πολύ. Αν βγω και πω ότι το να έχουμε έργα παλαιότερα με έργα σύγχρονα είναι μια καινοτόμος ιδέα, θα ήμουν εκτός πραγματικότητας. Αλλά νομίζω ότι έτσι όπως έγινε, ο Τότσικας με τον Ράλλη, κι ο Απόστολος Γεωργίου… Να, επειδή λέμε για το Τίποτα που γίνεται Κάτι: ο Γεωργίου το κάνει πολύ συχνά. Το βγάλσιμο του ρολογιού που το ακουμπάς στο κομοδίνο γίνεται ένα συγκλονιστικό έργο – ένα από τα αγαπημένα μου στην έκθεση. Είναι αυτό που έκανε ο Henri Cartier-Bresson: ο άλλος πήδαγε μια λακούβα στο δρόμο, κι όλοι θυμόμαστε αυτή τη φωτογραφία! Έχει πολλά τέτοια η στιγμή του Τίποτα, αλλά έχει κι αυτή την ηδονική ραστώνη. Κι επειδή μιλήσαμε για ωδή, υπάρχει και μια ηδονή σε αυτή. Βλέπεις τα σώματα που απολαμβάνουν τη στιγμή του «λίγο πριν πέσω για ύπνο» ή του «μόλις ξύπνησα», ή του κάτι ανάμεσα. Είναι αυτό που λέει ο Παπανικολάου στο βιβλίο για το ποίημά του Καβάφη: Ο ύπνος εκείνου που βλέπω να κοιμάται. Τον ύπνο μου δεν τον βλέπω. Τον άλλο βλέπω να κοιμάται. Βέβαια θα δούμε μια μορφή του ύπνου μας με την Κλινική Ύπνου, όπου αυτοί που θα συμμετάσχουν και θα κοιμηθούν καλωδιωμένοι και παρακολουθούμενοι από την ειδική γιατρό, θα δουν το εγκεφαλογράφημα του ύπνου τους να γίνεται κάτι άλλο στα χέρια της Μαρίνας Γιώτη με τους ήχους του Coti K.: να γίνεται τέχνη!
Βρίσκω πολύ ενδιαφέρουσα την επιλογή ότι και στα αγγλικά είναι Hypnos Project. Κι επειδή μια από τις εμμονές μου είναι το Feuillets d’Hypnos του René Char, ήθελα να τη συζητήσουμε. Μα έχει πολύ μεγάλη σημασία. Η λέξη Hypnos δεν έχει σχέση με το Sleep. Είναι κάτι άλλο. Μπορείς να το καταλάβεις, την ξέρουμε τη λέξη sleep. Είναι ο αδελφός του θανάτου. Ο ύπνος είναι πρόβα θανάτου. Και κάθε φορά που ξυπνάμε, είναι μια ανάσταση. Αλλά όπως λέει κι ο Simon Critchley στο κείμενό του που αναφέρεται στην Κοίμηση του Bowie και της μητέρας του: «τον ρώτησε κανένας τον Λάζαρο αν ήθελε να αναστηθεί;»
Μα δεν νομίζω πως υπάρχει πουθενά αναπαράσταση του Λάζαρου όπου να είναι χαρούμενος. Εγώ πάντως δεν έχω δει ποτέ. Μα είχε δει το θάνατο με τα μάτια του!
Όπως προφανώς τον είχε δει κι ο Bowie όταν μας αποχαιρετούσε με το Lazarus… Φυσικά! Θυμάσαι και παλιότερα το κομμάτι του Nick Cave, “Dig, Lazarus, Dig!!!”;
Dig yourself back in the grave… Έτσι μπράβο! Μιας και μιλάμε για αναφορές, αυτό συμβαίνει. Πιάνεις κάτι, και το πας κάπου αλλού. Ο ρόλος της Στέγης, ή ο δικός μου, που στη συγκεκριμένη περίπτωση θεωρούμαι ως η αρχηγός της ομάδας αυτής, χωρίς να το λέω ως κάτι μεγαλεπήβολο – η δουλειά αυτή είναι να είσαι ο αρμός. Η συγκολλητική ουσία. Η Στέγη αυτό θέλει να είναι. Η συγκολλητική ουσία μεταξύ οργανισμών, μεταξύ προσώπων, δημιουργών, συντελεστών… Κι επειδή μιλήσαμε αρκετά για τα έργα, ναι, η διαδρομή είναι ελεύθερη. Αλλά ξεκινάει πολύ τρυφερά με όλη την οσφρητική εμπειρία των φυτών και των ανθέων που έχει συγκεντρώσει ο Ορέστης Δαβίας, και είναι σαν να καταλήγει στην εγκατάσταση της Άννας Παπαέτη και του Νεκτάριου Παππά. Εκεί που έχουμε δοξάσει τον ύπνο, κάποιος έρχεται και μας θυμίζει ότι δεν είναι δεδομένος. Αν στον στερήσουν, μπορούν να σε διαλύσουν. Γιατί η στέρηση ύπνου είναι μια ακραία μέθοδος βασανισμού. Και μάλιστα με τη χρήση ενός άλλου εργαλείου που υποτίθεται πως είναι μόνον ευχάριστο: της μουσικής. Νομίζω πως η εναλλαγή και η ανατροπή των διαθέσεων μέσα στην έκθεση βρίσκει την κορύφωσή της στο The dark side of the tune – έτσι λέγεται η εγκατάσταση.
«Είναι προσωπικό θέμα η δουλειά μου. Ευτυχώς στη Στέγη αυτό είναι που έχει πετύχει η διοίκηση του Ιδρύματος: έφερε κοντά ανθρώπους για τους οποίους η δουλειά είναι προσωπική υπόθεση. Γιατί για να δημιουργήσεις ένα σύστημα που λειτουργεί δεν αρκεί το οργανόγραμμα. Πρέπει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά να είναι τέτοια που προφανώς να υπερβαίνουν το gravitas ενός σπουδαίου καλλιτεχνικού διευθυντή. Και μετά τι;»
Σε κάποιους από εμάς, η Στέγη άνοιξε κάποια «παράθυρα». Από κάποιους άλλους πάλι, έχει αντιμετωπιστεί με κάτι που ξεκινά από σκεπτικισμό και φτάνει μέχρι και την εχθρότητα. Εγώ νομίζω πως αυτό έχει να κάνει και με το γεγονός πως, όπως λέγαμε και πριν, στην Ελλάδα δεν υπήρξε ακριβώς αστκή τάξη. Κάποια πράγματα τα έμαθα στη Γαλλία: την ύπαρξη μιας αστικής τάξης με καλλιέργεια και γνώσεις, και κάποια ιδιωτικά ιδρύματα πρόθυμα να μεταδώσουν τη γνώση, όχι αντικαθιστώντας τους κρατικούς φορείς, αλλά συμπληρώνοντάς τους. Στη Γαλλία δεν νομίζει κανείς ότι το Maison Rouge ή η Fondation Cartier θέλουν να πάρουν τη θέση που κατέχει το Orsay ή το Λούβρο. Στη δική μας περίπτωση, αυτό θα λειτουργούσε κανιβαλιστικά για τους ίδιους τους εαυτούς μας. Το Ίδρυμα Ωνάση δεν γεννήθηκε πριν πέντε χρόνια. Γεννήθηκε πριν από 41. Έχει υποστηρίξει γύρω στους 7000 πολιτιστικούς οργανισμούς και φορείς και πρότζεκτ και εκθέσεις. Έχει υποστηρίξει μέχρι στιγμής 6500 υποτρόφους. Έχουν γίνει γύρω στα 1500 residencies καλλιτεχνών. Φέτος το Ίδρυμα Ωνάση ήταν ο μεγάλος χορηγός του Εθνικού Θεάτρου, ενώ τώρα είναι χορηγός του Θεάτρου Τέχνης. Η Στέγη ούτως ή άλλως ήρθε και συμπλήρωσε ένα κενό, γιατί πράγματι ο σύγχρονος πολιτισμός είχε βρει τη θέση του στο Φεστιβάλ του Γιώργου Λούκου, και το ξέρουμε όλοι – ο Γιώργος Λούκος είναι μέλος του Διοικητικού μας Συμβουλίου. Αλλά η Στέγη είναι ένας θεσμός που έχει ως αποστολή και όραμα την υποστήριξη του σύγχρονου πολιτισμού, των Ελλήνων δημιουργών, τις διεθνείς συνεργασίες – γιατί εδώ δεν μιλάμε απλώς για μετακλήσεις, μιλάμε για συμπαραγωγές, μιλάμε για την ελληνική παρουσία στο δίκτυο των μεγάλων πολιτιστικών οργανισμών – και την ανάπτυξη μιας πλατφόρμας στην οποία θα μπορούσαν οι Έλληνες δημιουργοί να λειτουργούν ελεύθερα, να πληρώνονται αξιοπρεπώς, να έχουν ιδανικές συνθήκες εργασίας σαν αυτές που τους αξίζουν.
Δεν θα σταθώ στο σκεπτικισμό και την εχθρότητα, γιατί πιστεύω ότι είναι πολύ ύποπτο να αρέσεις σε όλους. Δεν θέλαμε ποτέ να αρέσουμε σε όλους, και δεν θα το θελήσουμε ποτέ. Αντιλαμβάνομαι ότι υπάρχει ένα κακό προηγούμενο σε σχέση με το τι ένδυμα έχει φορέσει ο πολιτισμός στην Ελλάδα – όπως και σε άλλες χώρες. Πολύ συχνά ο πολιτισμός έχει αντιμετωπιστεί ως ένα πεδίο στο οποίο περνάς αν έχεις το κατάλληλο βιογραφικό. Δεν είσαι αστός, δεν έχεις πανεπιστημιακή μόρφωση, άρα δεν είναι για σένα ο σύγχρονος πολιτισμός; Φυσικά και είναι! Δε μπορώ παρά να θυμηθώ έναν άνθρωπο που με έχει σημαδέψει στην επαγγελματική μου πορεία, και τον θεωρώ πραγματικά το μεγάλο μου δάσκαλο: τον Στέφανο Λαζαρίδη. Όταν ήμουν δίπλα του στα χρόνια της Λυρικής, μου έλεγε «δουλειά μας είναι να εκπαιδεύσουμε το κοινό. Το κοινό δεν είναι υποχρεωμένο να ξέρει». Ας μην ξέρει, λοιπόν. Θα βρω ένα τρόπο να συνομιλήσουμε. Θα έρθω και θα σου χτυπήσω την πόρτα, και θα σου πω «σε παρακαλώ έλα. Τίμησέ με με το χρόνο, την προτίμησή σου, τα χρήματά σου». Και τα χρήματα που ζητάμε θεωρώ ότι είναι πάντα σε μια τέτοια βάση που το εισιτήριο να είναι το τελευταίο εμπόδιο για να έρθει κάποιος στη Στέγη. Ακόμα κι αν έχει κοστίσει 300.000 € η παραγωγή, το εισιτήριο θα ξεκινάει από τα 4 και τα 7 €, και δεν ξεπερνάει ποτέ τα 28.
Τα μετρήσιμα δεδομένα λένε ότι αυτή η προσπάθεια μάλλον έχει αποτελέσματα πολύ θετικά. Η Στέγη είναι συνεχώς sold out, ξεπερνάει το 90% η πληρότητά μας σε δύσκολες παραγωγές. Το θέμα δεν είναι αν έχεις sold out ακόμα και τον Simon McBurney που συζητάγαμε πριν, το θέμα είναι πως γίνονται sold out και καλλιτέχνες που το κοινό δεν τους έχει ξανακούσει. Μπορεί να έχουν κάνει κάπου μια μικρή παραγωγή. Επειδή είναι στη Στέγη, το κοινό ανταποκρίνεται. Τι εννοείς Καθαρή Πόλη – Θέατρο Ντοκουμέντο; Κι όμως, αυτή η παραγωγή ήταν sold out, πήρε παράταση, κι ήταν αυτό που ήταν.
Και τώρα πάει στο Théâtre de la Ville. Βέβαια. Μέσα σε πέντε χρόνια, έχουμε εξάγει περισσότερες από 28 ελληνικές παραγωγές. Αυτό δεν γίνεται επειδή σηκώνεις ένα τηλέφωνο. Ακριβώς επειδή λέμε ότι έχουμε αναλάβει μια ευθύνη, κι ευτυχώς υπάρχει και μια τεχνογνωσία που πάλι προκύπτει μέσα από το Ίδρυμα, γιατί όπως αντιλαμβάνεσαι αυτούς τους 6500 υποτρόφους δεν τους έχουμε αφήσει εκεί έξω, ξέρουμε ποιοι είναι! Τους παρακολουθούμε, τους υποστηρίζουμε, επανέρχονται, έχουμε σχέση μαζί τους. Γενικά θέλουμε να αναπτύσσουμε σχέσεις. Ένα λοιπόν από τα βασικά μας στοιχήματα ήταν η εξαγωγή του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού. Όχι αποσπασματικά, όχι νοικιάζοντας μια αίθουσα σε μια ωραία γαλλική σκηνή για να έρθουν οι Έλληνες που ζουν στο Παρίσι. Μιλάμε για ισότιμες σχέσεις. Την παραγωγή θα την πληρώσει κι ο ξένος πολιτιστικός οργανισμός, γιατί έτσι θα με εκτιμήσει. Κι αν εγώ αυτή τη στιγμή μπορώ να αξιοποιώ τη δύναμη που μου δίνει, όχι ο προϋπολογισμός, αλλά η αξιοπιστία που παρέχει το όνομα του Ιδρύματος, είναι γιατί ξέρω πως αν στείλω ένα mail ως Onassis Cultural Center θα το διαβάσουν.
Επειδή έρχεται ο Άκραμ Καν και λέει επί σκηνής στην πρεμιέρα ότι είναι από τις καλύτερες εμπειρίες που είχε ποτέ σε θέατρα. Ο Μπογκομόλοφ ανέβασε post στο facebook που έλεγε πως είναι η καλύτερη συνεργασία που είχε ποτέ, κι ότι εξεπλάγη από το επίπεδο του επαγγελματισμού. Κι ο Μπογκομόλοφ πηγαίνει παντού στον κόσμο… Ασκούμε ατύπως πολιτιστική διπλωματία. Γιατί θέλουμε να δείχνουμε την Ελλάδα στα καλύτερά της. Αλλά νομίζω ότι η δουλειά που έχουμε να κάνουμε όλοι οι πολιτιστικοί φορείς – ιδιωτικοί και κρατικοί – είναι τόσο πολλή , που μόνο το «μαζί» μπορεί να πολλαπλασιάσει το αποτέλεσμα. Υπάρχει πολύς χώρος. Αλλά πρέπει να τον καταλάβουμε όλοι μαζί, να συνεργαστούμε . Βλέπω τώρα τι ωραία που συνεργαζόμαστε με τη Μαριάννα Κάλμπαρη στο Θέατρο Τέχνης. Αυτή τη στιγμή ο Δημήτρης Καραντζάς έχει παραγωγή και στη Στέγη και στο Θέατρο Τέχνης. Και χαίρομαι γιατί ο Καραντζάς έκανε την πρώτη του μεγάλη δουλειά με τον Κυκλισμό του Τετραγώνου, στο αφιέρωμα της Στέγης στον Δημητριάδη.
Για μένα η σημερινή συζήτηση ήταν πολύ εύκολη χάρις στο πάθος και τον ενθουσιασμό που έχεις για το αντικείμενο. Θα ήθελα λοιπόν να μου πεις αν θυμάσαι πώς μπήκε η τέχνη στη ζωή σου, και πότε κατάλαβες ότι με αυτήν επρόκειτο να ασχοληθείς. Μεγάλωσα σε ένα σπίτι όπου οι άνθρωποι διάβαζαν, κι όπου δεν προλάβαμε να καταλάβουμε ότι δεν ήταν όλα τα σπίτια σαν το δικό μας, ότι δεν έχουν όλα τόσα πολλά βιβλία. Ή ότι δεν διαβάζουν όλοι οι γονείς τόσο πολ , κι ούτε έχουν όλοι οι γονείς αναφορές στον Ρήγα Βελεστινλή και στον Πλάτωνα, στο Δημήτρη Χατζή και τον Γιωσέφ Ελιγιά. Αλλά πρέπει να βγεις από το σπίτι σου για να το καταλάβεις. Η τύχη λοιπόν ξεκινάει από εκεί. Αλλά το μικρόβιο που είχα από πάρα πολύ μικρή ήταν η μουσική. Θα το πω ακόμα κι αν κάποιος γελάσει. Ένας πολύ καλός ποιητής και καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, ο κύριος Κώστας Στεργιόπουλος, σύμφωνα με την ιστορία που μου έχει πει η μαμά μου, όταν γεννήθηκα μού έφερε ένα παιχνίδι με το Νανούρισμα του Μπραμς (μιας και κάνουμε αφιέρωμα στον Ύπνο!) και είχε πει ως σοφός καθηγητής και ποιητής: «αυτό το παιδί θα ασχοληθεί με τη μουσική». Ήταν ένα από τα ανέκδοτα που λέγαμε στο σπίτι…
Μεγαλώνοντας λίγο, προσπαθούσα να παίξω μουσική με οτιδήποτε έπιανα στα χέρια μου. Όταν ήμουν μικρότερη από πέντε χρονών, πήγα με τη μητέρα μου σε μια συναυλία στην Εταιρία Ηπειρωτικών Μελετών: πιάνο ο Άρης Γαρουφαλής και βιολί ο Τάτσης Αποστολίδης. Όταν τελείωσε η συναυλία, πήγαμε στη σκηνή να χαιρετήσουμε τους μουσικούς, και η μαμά είπε για το κοριτσάκι που δεν μιλούσε κι είχε σκυμμένο το κεφάλι ότι της αρέσει πολύ το πιάνο. Ο Άρης Γαρουφαλής είπε «αν ποτέ μάθει πιάνο το παιδί, να έρθετε να με βρείτε στην Αθήνα». Μετά από λίγο καιρό, ο παππούς μου, που αγαπούσε πάρα πολύ τη μουσική και τραγουδούσε ο ίδιος παίζοντας κάποια όργανα, ήρθε ένα βράδυ στο σπίτι, έβγαλε από την τσέπη του χρήματα και είπε: «αυτά είναι για να αγοράσουμε πιάνο στο παιδί, γιατί αν δεν το κάνομε, θα αρρωστήσει». Έτσι λοιπόν οι γονείς μου ήρθαν στην Αθήνα, συνάντησαν τον Άρη Γαρουφαλή και του θύμισαν την υπόσχεσή του, την οποία και κράτησε. Πήγαν μαζί του στο Νάκα και μου διάλεξε το πρώτο μου πιάνο. Πολύ μεγαλύτερη, το 1992, στο πρώτο έτος στο Πανεπιστήμιο, συνεργαζόμουν σε μια έκθεση με θέμα τους ευεργέτες των Αθηνών – με μεγάλη υπερηφάνεια, γιατί βέβαια οι περισσότεροι ευεργέτες ήταν Γιαννιώτες ή Ηπειρώτες, κι ως τοπικίστρια το διασκέδαζα! Πήγα στο Ωδείο Αθηνών για να ζητήσω στοιχεία, συνάντησα τον Άρη Γαρουφαλή και του θύμισα πότε γνωριστήκαμε.
Αν ακούσεις τον εαυτό σου, αυτό που σε ευχαριστεί, γίνεσαι ευτυχής. Αν το ένα τρίτο της ζωής μας κοιμόμαστε, περισσότερο από το δεύτερο τρίτο δουλεύουμε. Αν μας αρέσει η δουλειά μας, μέσα σε αυτό είναι όλη μας η ζωή και η οικογένειά μας. Είναι προσωπικό θέμα η δουλειά μου. Ευτυχώς στη Στέγη αυτό είναι που έχει πετύχει η διοίκηση του Ιδρύματος: έφερε κοντά ανθρώπους για τους οποίους η δουλειά είναι προσωπική υπόθεση. Γιατί για να δημιουργήσεις ένα σύστημα που λειτουργεί δεν αρκεί το οργανόγραμμα. Πρέπει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά να είναι τέτοια που προφανώς να υπερβαίνουν το gravitas ενός σπουδαίου καλλιτεχνικού διευθυντή. Και μετά τι; Το σύστημα εμπεριέχει πάρα πολλούς ανθρώπους, και νομίζω ότι η Στέγη έχει καταφέρει να γίνει ένας οργανισμός που απαρτίζεται από πρόσωπα που ζουν, εργάζονται, ζουν, εργάζονται, μέχρι που στο τέλος αυτό γίνεται μια λέξη: ζουνεργάζονται!
Σύλληψη: Αφροδίτη Παναγιωτάκου, Ελισάβετ Πανταζή
Επιμέλεια: Πάσκουα Βοργιά, Αφροδίτη Παναγιωτάκου, Ελισάβετ Πανταζή, Κωνσταντίνα Σουλιώτη, Γιώργος Τζιρτζιλάκης, Θεόφιλος Τραμπούλης
Συντονισμός: Πάσκουα Βοργιά, Ελισάβετ Πανταζή, Κωνσταντίνα Σουλιώτη
Αρχιτεκτονικός σχεδιασμός έκθεσης: FLUX – office Εύα Μανιδάκη – Θανάσης Δεμίρης