Δεν είχα πάρει ακόμη δίπλωμα, δεν οδηγούσα καν, οπότε ως συνήθως έπρεπε να περιμένω στο πεζοδρόμιο απέναντι από τη Μαβίλη για να βρω ταξί. Δεν ήταν απλώς Ιούλιος, για να έχει ζέστη, ήταν μεσημέρι Ιουλίου οπότε η ζέστη κόντευε να γίνει αφόρητη και παρόλο που δε χρειάστηκε να περιμένω παραπάνω από λίγα λεπτά μέχρι να βρω τελικά ένα ταξί για να με πάει εκεί που μου είχε πει να πάω για να τον συναντήσω ο Γιώργος Μαρίνος (κάπου στο Μαρούσι, τώρα πια δε θυμάμαι πού ακριβώς), ήταν αρκετά για να μουσκέψουν οι σταγόνες του ιδρώτα το πουκάμισο που φορούσα και αυτό με τη σειρά του ήταν αρκετό για να με κάνει να νιώσω λίγο άβολα κατά τη διάρκεια της διαδρομής, γιατί σκεφτόμουν ότι ένας τύπος σαν τον Γιώργο Μαρίνο (για τον οποίο έτρεφα απλώς μία συγκρατημένη συμπάθεια, περισσότερο γιατί είχα απενοχοποιήσει το φαιδρό κιτς των τηλεοπτικών του περασμάτων, που η γενιά των σημερινών 30φεύγα, η γενιά μου δηλαδή, πρόλαβε στην τρυφερή εφηβική ηλικία, παρά για το ότι «ήταν ο Γιώργος Μαρίνος που είχε τραγουδήσει στην Οδό Ονείρων του Χατζιδάκι» και άλλα τινά) μπορεί και να μην το άφηνε ασχολίαστο – ξέρω, όλο αυτό, τώρα, ακούγεται εντελώς ανόητο.
Ώσπου έφτασα στο σημείο της συνάντησης που τώρα το έχω στο μυαλό μου σαν αλάνα, αλλά δε μπορεί, θα ήταν κάτι άλλο, γιατί εκεί πρόβαραν ο Μαρίνος, ο Μαρκουλάκης, η Γουλιώτη και ο υπόλοιπος θίασος που θα ανέβαζε μετά από λίγες ημέρες στην Επίδαυρο τους Βατράχους του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία Δημήτρη Λιγνάδη (νομίζω ότι οι κριτικοί κατακρεούργησαν την παράσταση, αλλά μπορεί να κάνω και λάθος), και όταν τελικά τον εντόπισα να κάθεται σε ένα καρεκλάκι από αυτά που παίρνουν οι μεγάλοι άνθρωποι στις παραλίες, στη διάτρητη σκιά ενός δέντρου, αφού συστηθήκαμε, εκείνος πιο εγκάρδια απ’ όσο εγώ αλλά λιγότερο εγκάρδια απ’ όσο περίμενα, το πρώτο πράγμα που με ρώτησε ήταν «τι ζώδιο είσαι;». Εγώ του είπα ότι είμαι Λέων και αμέσως μετά του εξήγησα όσο πιο κομψά μπορούσα ότι δεν πιστεύω στα ζώδια και ότι δεν αντέχω τους ανθρώπους που πιστεύουν σε αυτά. Εκείνος γέλασε και απάντησε «Δεν πειράζει. Σημασία έχει ότι είσαι καλά τώρα. Δεν ήσουνα καλά πριν από δυο χρόνια. Ο Κρόνος σε τσάκισε» κι εγώ δεν ήξερα τι να του πω, γιατί όντως δυο χρόνια νωρίτερα από τότε, δεν ήμουνα στα καλά μου. Καθόλου όμως.
Τα θυμήθηκα όλα αυτά τις προάλλες (περίπου τις ίδιες ημέρες που τα ντόπια accounts των social media ζούσαν στον «πυρετό του outing» ) που κάποιος μου είπε ότι κάπου διάβασε πως ο Μαρίνος βγήκε από το νοσοκομείο, στο οποίο μπήκε γιατί είχε πάθει έμφραγμα, και γκουγκλάροντας το όνομά του, βρήκα ένα θολό, παπαρατσικής αισθητικής βίντεο που έπαιξε σε τηλεοπτικές εκπομπές «εκπάγλου κάλλους». Δε μου έκανε εντύπωση ούτε το σκυθρωπό του ύφος, ούτε τα απότομα χαμένα κιλά του – πώς θα έπρεπε να είναι δηλαδή ένας 65χρονος που την έχει βγάλει καθαρή από έμφραγμα; Το βλέμμα μου κόλλησε στη μπαντάνα που φορούσε. Θα έπαιρνα όρκο ότι ήταν η ίδια που φορούσε εκείνο το μεσημέρι του Ιουλίου πριν από έξι σχεδόν χρόνια.
Αυτά που ακολουθούν, λοιπόν, είναι τα αποσπάσματα εκείνης της συνέντευξης που ξεπερνούν χρονικούς περιορισμούς και τα ρέστα.
Δεν έχω την εμπειρία της Επιδαύρου και για να σου πω την αλήθεια δεν πίστευα ότι θα την αποκτούσα ποτέ. Όλοι βέβαια μου έχουν πει ότι κάτι παθαίνεις εκεί. Σε κυριεύει το δέος.
Είναι μεγάλη τιμή για κάθε ηθοποιό να παίξει στην Επίδαυρο. Όπως και σε οποιαδήποτε παράσταση του Εθνικού Θεάτρου. Το πρόβλημα για μένα είναι να το κάνεις αυτό με όρους που σου αρέσουν.
Όταν τραγούδησα στο Μέγαρο το έκανα με Χατζιδάκι. Τώρα στην Επίδαυρο πάω με Λιγνάδη. Στο Ηρώδειο είμαι με τον Σταμάτη Κραουνάκη. Έχει μεγάλη σημασία τι κάνεις και όχι πού. Οι χώροι έχουν μεγάλη σημασία, αλλά μεγαλύτερη έχουν οι συντελεστές.
Λένε ότι είναι προτιμότερο να μη γνωρίζεις τα είδωλά σου, γιατί ελλοχεύει ο κίνδυνος της απομυθοποίησης. Εμένα δε μου έχει τύχει. Όταν γνώρισα τον Χατζιδάκι ή τον Χορν τους εκτίμησα ακόμη περισσότερο.
Ποτέ μου δε ζήλεψα κανέναν. Αντίθετα εύχομαι να είναι όλοι όσο το δυνατόν καλύτεροι. Για να είναι άψογο το αποτέλεσμα.
Δεν πιστεύω ότι είμαι κωμικός. Τουλάχιστον όχι με την παραδοσιακή έννοια του όρου. Όπως και να χει, το τι είδους ηθοποιός είσαι δεν επηρεάζει την προσωπική σου ζωή. Τα πάντα εξαρτώνται από τον χαρακτήρα. Από το ίδιον κάθε ανθρώπου.
Ναι, μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου «εκτός». Γιατί θέλω να φύγω με κάποια αξιοπρέπεια, δε θέλω να γίνω σούργελο. Μπορώ να θυμηθώ χιλιάδες ανθρώπους που έγιναν σούργελα. Και δυστυχώς μερικοί από αυτούς ήταν από τους μεγαλύτερους ηθοποιούς της Ελλάδας. Και είναι τόσο κρίμα.
Εγώ έχω μία ιδιαιτερότητα. Το επάγγελμα που κάνω το ανακάλυψα. Δεν υπήρχε πριν. Οι συνάδελφοί σας την εποχή εκείνη δεν ήξεραν πού να με κατατάξουν. Ευτυχώς κατετάγην μόνος μου. Είπα ότι είμαι διασκεδαστής, να τελειώνουμε. Διότι κινδύνευες από πολλά πράγματα την εποχή εκείνη.
Μην ξεχνάτε ότι εγώ τόλμησα και είπα κάτι σε μία δύσκολη εποχή και τους ήρθε μία τρέλα. Όταν το 1965 βγαίνεις δημόσια και λες την ιδιαιτερότητά σου, οι πουριτανοί άρχισαν να τρέμουν.
Προσπάθησα για πρώτη φορά να αποχωριστώ το σανίδι και το χειροκρότημα στα 54 μου χρόνια. Αλλά ήταν πολύ νωρίς και μου ήρθε μία τρέλα. Γιατί η δουλειά μου καταλαμβάνει πάνω από το 90% της ζωής μου. Τότε που αποφάσισα, λοιπόν, να φύγω από την πίστα, ήταν πάρα πολύ νωρίς για μένα. Τώρα όμως δε μου έρχεται τρέλα. Και το σκέφτομαι πολύ σοβαρά. Γιατί δε θέλω να διασυρθώ στα μάτια όσων με εκτιμούν.
Στα πρώτα χρόνια της καριέρας μου ήμουν αμφιλεγόμενος. Τώρα, βέβαια είμαι αποδεκτός από τους πάντες και τα πάντα.
Μην ξεχνάτε ότι εγώ τόλμησα και είπα κάτι σε μία δύσκολη εποχή και τους ήρθε μία τρέλα. Όταν το 1965 βγαίνεις δημόσια και λες την ιδιαιτερότητά σου, οι πουριτανοί άρχισαν να τρέμουν.
Επειδή είμαι ειλικρινής πρέπει να σου πω ότι στη ζωή μου έκανα πράγματα που ήθελα. Όλα εκτός από ένα. Το Ciao ANT1. Κάτι που ένας κύκλος ανθρώπων που με αγαπούσε, μου το χρέωσε ακριβά. Και ακόμη μου το μεταφέρουν καμιά φορά. Είναι όμως μερικές στιγμές που δεν ξέρει κανείς την ανάγκη σου. Στην περίπτωσή μου δεν ήταν οικονομική. Αλλά δε μπορούσα να μείνω κι άλλο άπραγος. Θα πέθαινα. Αισθανόμουν ότι κάθε μήνας που πέρναγε, κρατούσε δέκα χρόνια. Οπότε το έκανα για την υγεία μου και προσπάθησα να το κάνω όσο πιο αξιοπρεπώς μπορούσα.
Δε μπορώ να πω ότι μου έχει λείψει κάτι, ότι ονειρεύτηκα να κάνω κάτι και δεν τα κατάφερα. Αντιθέτως. Μου προκαλεί εντύπωση το πόσα πράγματα μου συνέβησαν και με ποιο τρόπο, δεδομένου του πότε και πώς ξεκίνησα. Είχα μία πολύ έντονη επαγγελματική ζωή. Ας μην πούμε για τα άλλα. Αν κλείσεις το κασετόφωνο θα σου πω.
Έχω αρχίσει να γράφω ένα βιβλίο για όλα όσα έχω ζήσει. Δε μου αρέσει ιδιαίτερα. Αλλά το κάνω για τον εξής λόγο. Όταν πεθαίνει ένας διάσημος άνθρωπος μιλάνε γι’ αυτόν άνθρωποι που δεν τον ξέρουν σχεδόν καθόλου και λένε ασυναρτησίες. Εγώ θέλω να γλιτώσω το να γράψουν κάποιοι άλλοι για μένα. Η βιογραφία μου θα ακυρώνει όσους θα προσπαθήσουν να με συλλήσουν μετά το θάνατό μου.