Για την Αμαλία Μουτούση δε χρειάζεται να γραφτεί καμία εισαγωγή· αντ’ αυτής ένα κινέζικο παραμύθι, μια ιστορία που συνέβη πριν από πολλά χρόνια στο Μέσο Βασίλειο της Ανατολής, πίσω από τα βουνά του Σμαραγδένιου Αλόγου:
Μια φορά ήταν μια βασίλισσα τόσο καλή, που όταν περπατούσε στον αγαπημένο της κήπο και κοίταζε τις ανθισμένες παιώνιες εκείνες της χαμογελούσαν. Μια μέρα πρόσεξε ότι τα αγαπημένα της λουλούδια δεν της χαμογελούσαν πια και σε λίγο άρχισαν να μαραίνονται. Την έπιασε μεγάλη στενοχώρια. Ένα καθημερινό «γιατί» τη βασάνιζε. Συμβουλεύτηκε πολλούς, εκείνοι ρώτησαν άλλους, και τότε της έφεραν σιδηροδέσμιο τον υπαίτιο. Έναν που άδικα κακολόγησε την ίδια, τους γονείς και τον κήπο της. Εκείνος δικαιολογήθηκε πως δε φανταζόταν ότι θα έκαναν τόσο κακό τα απερίσκεπτα λόγια του· γονάτισε και ζήτησε συγγνώμη. «Σε ζηλεύει, να τον τιμωρήσεις, μπορεί να σου προξενήσει μεγαλύτερα δεινά», ψιθύρισαν οι μυστικοσύμβουλοι. «Εγώ είμαι η βασίλισσα Γκουάν Γιου της δυναστείας των Γιν και μόνο βασιλικά μπορώ να φερθώ, δεν ξέρω άλλο τρόπο» ήταν η απάντησή της. Διέταξε τότε να του βγάλουν τις αλυσίδες και να τον αφήσουν ελεύθερο. Όταν αργότερα βγήκε στον κήπο για να κάνει τον καθημερινό της περίπατο, οι παιώνιες πήραν να ζωηρεύουν και να της χαμογελούν ξανά.
Όταν έχω τη σπάνια τύχη να παρακολουθήσω το πέταγμα μιας λιμπελούλας δεν ξέρω αν θαυμάζω περισσότερο το σχήμα και το μεταλλικό γαλαζωπό χρώμα της ή την κίνησή της. Μου θυμίζει ένα λιλιπούτειο ελικοπτεράκι που ενώ πλησιάζει στο στόχο του και είναι έτοιμο να προσγειωθεί πάνω του, μετανιώνει προς στιγμήν, κάνοντας ελαφρές προς τα πίσω κινήσεις. Δείχνει να διστάζει, σαν να μη θέλει ν’ ακουμπήσει σε κάτι σταθερό, κι απότομα σηκώνεται προς τα πάνω. Σ’ αυτόν το μετεωρισμό νομίζω οφείλεται η χάρη της. Τώρα που σκέφτομαι ξανά αυτήν την εικόνα μου έρχεται στο νου πως κάπως έτσι θα είναι η στιγμή που για πρώτη φορά ο ηθοποιός ετοιμάζεται να συναντήσει τον ήρωα που πρόκειται να υποδυθεί. Η λιμπελούλα κι ο ηθοποιός μπορεί να έχουν πολλά κοινά, αν έχουν μία κοινή πηγή: Το «για πρώτη φορά». Για τον ηθοποιό δεν υπάρχει τίποτα, καμία στιγμή πάνω στη σκηνή, που να μην είναι «για πρώτη φορά». Όλα είναι «για πρώτη φορά», επειδή όλα γεννιούνται εκείνη τη στιγμή, και για να είναι αιώνια ερωτευμένος με τον ήρωα που πρόκειται να υποδυθεί, καλύτερα ποτέ να μην τον υποδυθεί σαν να τον ξέρει, ποτέ να μην τον συνηθίσει, ώστε να μπορεί να τον συναντάει κάθε στιγμή «για πρώτη φορά». Αυτός είναι ο μετεωρισμός του ηθοποιού, αυτή είναι η πηγή του και μόνον από εκεί έχει νόημα να πηγάζει η χάρη του. (Για τη λιμπελούλα εννοείται ότι όλα αυτά είναι τόσο απλά…)
Αυτό το «καλύτερα ποτέ να μην τον υποδυθεί» μοιάζει σαν ο ηθοποιός να φοβάται ν’ αγγίξει το κρυφό αντικείμενο του πόθου του, ίσως συνειδητοποιεί πως δεν μπορεί να ανταποκριθεί σ’ αυτό τον έρωτα ή ότι ο σκηνοθέτης του ζητάει έναν τρόπο ερμηνείας που είναι κατώτερος των προσδοκιών του. Θα μπορούσα επίσης να ερμηνεύσω το μετεωρισμό και το «για πρώτη φορά» του ηθοποιού ως ανασφάλεια και ως το αίσθημα του ανικανοποίητου που χαρακτηρίζει τους σπουδαίους ερμηνευτές. Όχι, όχι, καθόλου. Αυτό το «καλύτερα ποτέ να μην τον υποδυθεί» δεν έχει να κάνει με ανασφάλεια και ανικανοποίητο, έχει να κάνει με την αναζήτηση. Όταν είσαι αβέβαιος απέναντι στον άλλον (το ρόλο σου), τότε ο τρόπος που τον πλησιάζεις είναι πολύ ζωντανός, είναι συνεσταλμένος και ζωντανός επειδή υπάρχει αληθινή δράση: ψάχνεις. Από τη στιγμή που νομίζουμε ότι «ξέρουμε» τον άλλον αρχίζει όλο να στραβώνει. Χάνουμε τελείως την ομοιότητά μας με τη… λιμπελούλα. Όταν υποδύομαι το ρόλο μου σαν να τον ξέρω, δεν υπάρχει παρά μόνο κάτι μηχανικό που μου στερεί τη ζωντανή αναζήτηση. Το όνειρό μου στο θέατρο είναι να μπορώ να υποδύομαι με τέτοια λεπτότητα, έτσι ώστε η αναζήτηση του άλλου να μην πεθαίνει ποτέ. Αυτό μ’ αρέσει. Να προχωράω προς το ρόλο μου ζητώντας του να μου αποκαλύψει το μυστικό του. Όσο για το ανικανοποίητο και την ανασφάλεια, θα μπορούσαν κι αυτά να βοηθήσουν σ’ αυτή την αναζήτηση, φτάνει να τα αποδεχτούμε..
Όταν έρθει εκείνη η σπάνια αλλά πάντως μαγική στιγμή στο θέατρο έχω την εντύπωση ότι ο ηθοποιός δεν πατάει στη σκηνή, γίνεται ανάλαφρος και μεταμορφώνεται όσο κρατάει αυτή η μαγεία σε αερικό. Σύμφωνα δε με την αρχαιοελληνική παράδοση, τα αερικά ήταν πνεύματα που μπορούσαν να δουν και να συνομιλήσουν με ζωντανά και νεκρά σώματα. Αναρωτιέμαι τι συμβαίνει όταν μιλάς ως Γερτρούδη, Ηλέκτρα, Αντιγόνη ή Υζέ… και οι λέξεις βγαίνουν από τα χείλη σου χαμογελώντας. Αυτό που περιγράφεις είναι στιγμές «χάριτος» και πράγματι όταν συμβαίνει οι κινήσεις περιβάλλονται από μία ελαφρότητα. Συμβαίνει σπάνια φυσικά. Και δεν έχω ιδέα πώς συμβαίνει. Κι έχω ευτυχώς προ πολλού καταλάβει ότι δεν είναι στο χέρι μας. Πάντως η πηγή απ’ όπου αντλώ κουράγιο και δύναμη είναι η πεποίθηση ότι αυτό όντως γίνεται να συμβεί. Ο πιο αγαπημένος μου φίλος και δάσκαλός μου έλεγε: «Εσύ κοίτα να στρώσεις καλά το τραπέζι κι αν το πουλί (της χάριτος) έρθει να μας επισκεφθεί έχει καλώς — αν όχι, εσύ μάθε να στρώνεις καλά το τραπέζι και περίμενε… Στο τραπέζι πρέπει να υπάρχει αρχοντιά, τάξη, καθαριότητα, εμμονή στη λεπτομέρεια, ακρίβεια και το κυριότερο: κενός χώρος για το αναπάντεχο!» Όλα αυτά χρειάζομαι να τα έχω μέσα μου, κι εγώ και κάθε ηθοποιός. Όσο για τα πρόσωπα αυτά —τους ρόλους αυτούς— ναι, κι εγώ νιώθω πως είναι ψυχές που ζητάνε από μας να μιλήσουμε γι’ αυτές, να τις αφηγηθούμε. Και το χαμόγελό μου — ποιος ξέρει, ίσως χαμογελάω επειδή νιώθω ότι οι ψυχές αυτές διακατέχονται από μιαν έντονη συστολή και προσέχω να μην τις φέρω σε δύσκολη θέση μπροστά σε τόσο κόσμο…
Αυτή η προετοιμασία με κάνει να βλέπω μπροστά μου παλιούς λαϊκούς αγιογράφους, οι οποίοι πριν ξεκινήσουν την αγιογράφηση είχαν προηγουμένως νηστέψει, και την παραμονή, μετά το πλύσιμο του σώματος, φορούσαν καθαρά εσώρουχα. Βλέπω ακόμα την Αμαλία να στρώνει τραπεζομάντιλα με κρύσταλλα και πορσελάνες, να ανάβει κηροπήγια και να περιμένει. Έρχεται η επόμενη μέρα και η Αμαλία περιμένει. Την τρίτη μέρα γεμίζει τα ποτήρια με δυνατά πιοτά και περιμένει. Τότε, πριν τελειώσει η νύχτα, τραβάει το τραπεζομάντιλο, σπάει πορσελάνες και κρύσταλλα, ορμάει στη σκηνή με το κεφάλι ψηλά τραγουδώντας: Que sera sera, whatever will be, will be… Εμένα η προετοιμασία αυτή μου θυμίζει τους αθλητές και γενικά νιώθω πιο κοντά στους αθλητές. Δουλεύουν συστηματικά ώστε να είναι διαθέσιμοι, ανοιχτοί, να έχουν καλή ψυχολογία, γερό νευρικό σύστημα, αυτοσυγκράτηση, όχι πολλές κοινωνικές δραστηριότητες, συγκέντρωση στο στόχο τους, εμπιστοσύνη στο συμπαίκτη τους, ομαδικό πνεύμα και πολλά άλλα. Γιατί, όπως στα ομαδικά αθλήματα, έτσι και στο θέατρο δεν μπορεί να υπάρξει τίποτα καλό χωρίς συνεργασία. Το θέατρο είναι να έχεις τη διάθεση και την πίστη να προσπαθείς το ακατόρθωτο, να πιστεύεις στο ανέφικτο. Η Νικόλ Κυριακοπούλου (Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Στίβου), όταν τη ρωτήσανε μέχρι πού μπορεί να φτάσει μετά το 4.80 που έκανε, είπε «μέχρι τον ουρανό». Αυτή η νεαρή γυναίκα έχει την ενέργεια, τη διάθεση και την πίστη που χρειάζεται ώστε να «στρώνει το τραπέζι» και να περιμένει αγωνιζόμενη να αγγίξει τον ουρανό — ακόμα κι αν δεν πηδήξει ποτέ πάνω από τα 4.80!!! Όσο για το τραπέζι με τα κηροπήγια, τις πορσελάνες και τα κρύσταλλα, θα μου επιτρέψεις να το ξεστρώσω ήρεμα χωρίς πολλά-πολλά, μιας και η αρχοντιά, στην οποία αναφέρθηκα, δεν έχει να κάνει με την πολυτέλεια αλλά με την ψυχική γενναιοδωρία.
Σε θυμάμαι στην Επίδαυρο Ηλέκτρα, με Κλυταιμνήστρα τη Νόνικα Γαληνέα. Ήταν καλοκαίρι του 1998, ήδη είχε γραφτεί πως η Μουτούση είναι χαρισματική ηθοποιός, η πλέον ταλαντούχα της γενιάς της κ.λπ. Σ’ εκείνη λοιπόν την παράσταση ήταν σαν να βλέπαμε, εμείς οι θεατές, μια μονομαχία όχι μεταξύ Ηλέκτρας- Κλυταιμνήστρας αλλά Μουτούση-Γαληνέα, εντέλει μάνας-κόρης. Κάποτε κέρδιζε η μάνα, άλλοτε η κόρη. Σαν να έλεγε η μία ηθοποιός «Τώρα θα σου δείξω εγώ» και να απαντούσε η άλλη «Μην τα βάζεις με τέτοια νιάτα». Νομίζω πως οι ηθοποιοί, λόγω επαγγέλματος, είναι εγωιστικά πλάσματα και ότι στη σκηνή θέλει ο ένας να κατασπαράξει τον άλλο (αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό) ακόμα και με τέτοιο βαθμό συγγένειας. Παρόλο που εμένα η συγγένεια στη σκηνή με περιορίζει γιατί η οικειότητα δε με βοηθάει στη φαντασία μου, με τη μητέρα μου ήτανε τέλεια. Νόμιζα ότι θα ’ναι πολύ δύσκολο να καταφέρουμε να «αποξενωθούμε» αλλά όταν έγινε αυτό μας πυροδότησε το πάθος μας ακόμα πιο πολύ. Έχουμε κι οι δυο πολύ δυνατό το πάθος της έκφρασης και η σύγκρουση των δυο παθών ήταν πολύ απελευθερωτική. Αλλά το να θέλεις να κατασπαράξεις τον άλλον πάνω στη σκηνή όχι μόνο δε σε ελευθερώνει αλλά σου αφαιρεί όλη την ενέργεια και σε αποδυναμώνει εντελώς. Άσε που είναι τόσο βαρετό… Πώς να παίξεις Ηλέκτρα μετά; Με τι απόθεμα; Αυτοί οι ρόλοι χρειάζονται τρομερή ενέργεια, αλλιώς συνθλίβεσαι κάτω από το βάρος αυτού του υλικού. Το δικό σου αίσθημα δε φτάνει όσο τέρας κι αν είσαι για να αποδοθούν αυτά τα πράγματα. Ούτε ο εγωισμός μας —όσο εγωιστές κι αν είμαστε— πάλι δε φτάνει. Αυτή είναι μια σύγκρουση τεράστιων μυθολογικών διαστάσεων, μια τιτανομαχία. Το υλικό αυτό δεν αστειεύεται, δε σε παίρνει να κάνεις τα δικά σου. Το μεγαλύτερο ποσοστό έκφρασης ανήκει στο ίδιο το υλικό. Πρέπει να κάνεις το υλικό σου να μιλήσει, όχι να μιλήσεις εσύ ο ίδιος.
Οι σπουδαίοι ερμηνευτές ασκείτε ένα από τα πιο ανθυγιεινά επαγγέλματα: αυτό της Τέχνης του ηθοποιού. Έχετε το μοναδικό προνόμιο και την τύχη εσείς, για ένα βράδυ ή για πολλά, να μπαίνετε στις ζωές των άλλων και να μεταμορφώνεστε πότε σε Άμλετ ή Ορέστη κι άλλοτε σε Μπλανς Ντιμπουά ή Αντιγόνη. Αν σκεφτούμε πόσο χρόνο σπαταλάτε στις ατελείωτες πρόβες και στην ατομική σας προσπάθεια εμβάθυνσης του ρόλου, αυτό δεν είναι σχιζοφρενικό; Θέλω να πω, σου μένει χρόνος να ζήσεις τη δική σου πραγματικότητα ή έχεις συλλάβει κάποια φορά το εαυτό σου να παίζει την Αμαλία Μουτούση; Μπα όχι· άμα το δεις με τα μάτια ενός παιδιού είναι ένα παιχνίδι της φαντασίας. Κάνουμε βόλτες από δω κι από κει. Κι αυτό με τις ζωές των άλλων που τρυπώνουμε μέσα τους μου ξυπνάει μνήμες παιδικές που κοίταζα για ώρες το εσωτερικό ενός σπιτιού από ένα φωτισμένο παράθυρο και φανταζόμουνα διάφορα. Αλλά μέχρι εκεί· δε με τροφοδοτεί στ’ αλήθεια, εξαντλείται γρήγορα. Μου δίνει απλώς μια φόρα, σαν τη σβούρα που της δίνεις μια και γυρνάει σαν τρελή και μετά τίποτα. Αυτό που αγαπάω στ’ αλήθεια είναι το πάθος μου για την έκφραση. Όχι όμως μία έκφραση που έχει σαν στόχο να «προσφέρεται» για τα μάτια των άλλων, αλλά μια πάλη με το υλικό μου, που είναι ο εαυτός μου, ώστε να γίνω διαυγής. Διάφανη. Απλώς όλο αυτό γίνεται μπροστά στους άλλους. Πάντως δεν ονειροπολώ μια ζωή πιο ενδιαφέρουσα. Μέσα από το πρόσχημα των προσώπων αυτών λαχταράω να ζω κάτι αυθεντικά δικό μου. Κι όταν είσαι εσύ αυθεντικός, το μεταδίδεις — είναι κολλητικό.
Θα είχε εξαιρετικό ενδιαφέρον να πεις κάτι παραπάνω για την πάλη με τον εαυτό σου ώσπου να γίνεις διαυγής και διάφανη. Και για να γίνω πιο σαφής: Πώς έγινες η Αντιγόνη, εκείνο το κοριτσάκι με το κορδελάκι των μαθητικών μας χρόνων, στην αξέχαστη σκηνοθεσία του Λευτέρη Βογιατζή; Η αλήθεια είναι ότι αυτή η πάλη δύσκολα μπαίνει σε λόγια γιατί είναι κάτι καθαρά πρακτικό, όπως η χειρωνακτική εργασία. Μόνο αν ήσουν στις πρόβες θα έβλεπες αυτό το πιο προσωπικό δικό μου πράγμα. Γιατί αυτό γεννιέται εκείνη τη στιγμή και προκύπτει από την προσπάθεια εκείνης της στιγμής να ισορροπήσεις πάνω σε ακραία αντίθετες δυνάμεις που η μία σε τραβάει από δω κι η άλλη από κει: ο Λευτέρης Βογιατζής που ζητάει αυτό, η Αμαλία που της βγαίνει το άλλο, η Αντιγόνη που αδιαφορεί και για τα δύο και δεν ανταποκρίνεται, οι συνήθειές μου που εκμεταλλεύονται την κατάσταση και κάνουν αυτό που θέλουν αυτές κ.λπ. κ.λπ. Δουλέψαμε εξαντλητικά και πέρασα φόβους, δειλίες και μεγάλα πείσματα μέχρι να γίνω το κορίτσι με το κορδελάκι.
Στην ταινία του Σορεντίνο Η τέλεια ομορφιά υπάρχει η σκηνή με την καλόγρια. Πρόκειται για μια γριά μοναχή, κάτι μεταξύ ξόανου και αγίας, την οποία οι καρδινάλιοι την περιφέρουν ως τρόπαιο σ’ όλη την Ιταλία. Κάποια στιγμή ο επικεφαλής λέει στους δημοσιογράφους ότι η καλόγρια το βράδυ κοιμάται στο πάτωμα του δωματίου του ξενοδοχείου. Ο δημοσιογράφος απορημένος ρωτάει γιατί κι ο καρδινάλιος απαντάει: «Κοιμάται χάμω, αφού προηγουμένως μοίρασε όλα τα υπάρχοντά της στους φτωχούς, γιατί όπως η ίδια ισχυρίζεται δεν μπορεί κανείς να μιλάει για φτώχεια, αν δεν είναι ο ίδιος φτωχός.» Δεν έχω δει την ταινία αλλά μια καλόγρια που κοιμάται στο πάτωμα και που έχει μοιράσει τα υπάρχοντά της μου ακούγεται κανονικό. Κι έχει δίκιο σ’ αυτό που λέει. Το να μιλάς για τη φτώχεια (και για οτιδήποτε) σαν να ξέρεις (ενώ δεν ξέρεις) δείχνει άνθρωπο ανόητο. Αντίθετα, έχω την αίσθηση ότι να μιλήσει κάποιος με ειλικρίνεια για κάτι που δεν ξέρει —χωρίς να κάνει σαν να το ξέρει— αυτό μου φαίνεται θεμιτό.
Έχεις δίκιο. Έχουμε ζαλιστεί από τα πολλά λόγια, εντυπωσιακές ρητορείες που αλλοιώνουν την πραγματικότητα. Παρ’ όλα αυτά, η ζωή συνεχίζεται —όπως συνεχίζεται— στην Ελλάδα. Στην Αθήνα δε με υπερπληθώρα παραστάσεων και αιθουσών (άλλο θέμα προς παρατήρηση), με εκδοτικούς οίκους προβληματισμένους καθώς βλέπουν να μειώνεται το αναγνωστικό κοινό, και τις ουρές, τα ράντζα, και τις τρομακτικές ελλείψεις στα νοσοκομεία να αυξάνονται. Υπάρχει μια ζωτικότητα που ζητά διέξοδο, έκφραση, επαφή με τον έξω κόσμο. Αν κι αυτή η εξωστρέφεια με βγάζει νοκ άουτ, μέσα σ’ αυτό το χαμό όλο και κάτι γνήσιο και αληθινό γεννιέται. Αλλά χωρίς παιδεία όλη αυτή η ζωτικότητα δεν καίγεται; Τι νόημα έχει όλο αυτό, αν όχι για να φτιάχνουμε πράγματα και μέσα απ’ αυτά να φτιαχνόμαστε κι εμείς; Εμένα μου χρειάζεται μια παιδεία που να πολλαπλασιάζει τα ερωτήματά μου και να με βγάζει έξω από κάθε σιγουριά και ασφάλεια. Στα νοσοκομεία, στον πόνο, στην αρρώστια στις ουρές και στα ράντζα τι ασφάλεια μπορείς να ’χεις, τι σιγουριά; Εκεί δοκιμάζεται η ανθρώπινη υπόσταση του καθενός μας.
Aς υποθέσουμε ότι στο Εθνικό της οδού Αγ. Κωνσταντίνου παίζεται μια παράσταση με θέμα τους πρόσφυγες με πρωταγωνίστρια εσένα. Εσύ διασχίζεις το δρόμο για να φτάσεις στο θέατρο, το ίδιο κι εμείς, οι θεατές και όλοι συναντάμε τη ζοφερή πραγματικότητα της Ομόνοιας και τότε βαδίζουμε με γρήγορο βήμα, σαν να θέλουμε να αποφύγουμε την πραγματικότητα. Τι ερχόμαστε να δούμε; Τι στο τέλος χειροκροτούμε; Έχει σημασία όχι μόνο τι έρχεστε να δείτε, αλλά πώς έρχεστε. Το ίδιο και για μένα, όχι μόνο τι έχω να διηγηθώ αλλά πώς στέκομαι μέσα σε αυτό. Αν έχουμε μόλις διασχίσει τη ζοφερή πραγματικότητα θέλοντας να την αποφύγουμε και να την προσπεράσουμε, θα προσπεράσουμε και την αλήθεια της παράστασης, η οποία ούτε μπορεί κι ούτε πρέπει να συναγωνιστεί την πραγματική ζωή. Η αλήθεια της θα ’ναι στη δυνατότητά της να μετουσιώσει αυτή την πραγματικότητα, όχι να τη μιμηθεί, ούτε να την αναπαραστήσει, ούτε βέβαια να την αποφύγει, αλλά να τη μετασχηματίσει. Αυτό θα χειροκροτήσετε, αυτό το «άλλο» φως με το οποίο η τέχνη λούζει την πλατεία Ομονοίας και τη βλέπουμε όχι πια έξω από εμάς αλλά επιτέλους μέσα μας.
Με ακουμπισμένη την πλάτη στην αγαπημένη σου μουριά, σκέφτεσαι διάφορα. Θα μπορούσαν οι παρακάτω στίχοι του Σεφέρη να κάνουν πιο απολαυστικό τον καφέ σου;
ΠΑΙΔΙ
Όταν άρχισα να μεγαλώνω με βασάνιζαν τα δέντρα / γιατί χαμογελάτε; πήγε ο νους σας στην άνοιξη που είναι σκληρή για τα μικρά παιδιά; / μ’ άρεσαν πολύ τα πράσινα φύλλα / νομίζω πως έμαθα λίγα γράμματα γιατί το στουπόχαρτο πάνω στο θρανίο μου ήταν κι εκείνο πράσινο / με βασάνιζαν οι ρίζες των δέντρων όταν μέσα στη ζεστασιά του χειμώνα ερχόντανε να τυλιχτούν γύρω στο κορμί μου / δεν έβλεπα άλλα όνειρα σαν ήμουν παιδί· / έτσι γνώρισα το κορμί μου.
Κοίτα, ο Σεφέρης είναι ένα ολόκληρο σύμπαν· θέλω να πω, δεν είναι απ’ αυτούς που κάνουν πιο απολαυστικό τον καφέ μου — με ταρακουνάει. Κι αυτό το ποίημα επίσης. Θα σου πω για τα δέντρα γιατί μ’ αυτά μεγάλωσα, σ’ ένα χτήμα γεμάτο φιστικιές, ελιές, συκιές και μια κουκουναριά. Σκαρφάλωνα πάνω τους ξυπόλυτη —κι όταν είχα νεύρα γραπωνόμουνα απ’ τον κορμό μιας γριάς ελιάς κι είχα για σκαλοπάτια τα βαθουλώματα και τα εξογκώματά της— και μετά από κλάματα πολλά, μ’ έπαιρνε ο ύπνος στις ρίζες της, που ήτανε πεταγμένες πάνω απ’ το χώμα. Άσε ο ίσκιος της… Θαλπωρή. Όπως το λέει ο Σεφέρης: «ζεστασιά του χειμώνα».
Στο κείμενο της νεκρώσιμης ακολουθίας ακούγονται τα παρακάτω: «καὶ εἶδον τὰ ὀστᾶ τὰ γεγυµνωµένα, καὶ εἶπα· Ἆρα τίς ἐστι; Βασιλεύς, ἢ στρατιώτης, ἢ πλούσιος, ἢ πένης, ἢ δίκαιος, ἢ ἁµαρτωλός;» Πιστεύω πως όλοι μας συμφωνούμε σε τούτο: στη δικαιοσύνη του θανάτου· είμαστε όλοι ίσοι, δεν ξεχωρίζει κανείς. Αναρωτιέμαι αν υπάρχουν άλλες στιγμές —όταν ο άνθρωπος όμως βρίσκεται στη ζωή— που να συμφωνούν τόσοι πολλοί με τη δικαιοσύνη του Θεού. Κι εγώ αναρωτιέμαι. Δεν ξέρω… Το Θεό και τη δικαιοσύνη Του τα καταλαβαίνω πολύ λιγότερο όταν μιλάω παρά όταν σωπαίνω.
Αν ήμουν ζωγράφος και μου ζητούσες να κάνω την προσωπογραφία σου, όταν την αντίκριζες και με απορία ρωτούσες «Γιατί αυτό;» θα σου απαντούσα: «Είναι η Libellula depressa, κι έχεις την ομορφιά και το μετεωρισμό του πετάγματός της πάνω στη σκηνή, τη χάρη του σχήματος, γιατί το ερευνητικό σου βλέμμα μου θυμίζει ότι στο κάθε μάτι της βρίσκονται 30.000 φακοί, γιατί ο μικροσκοπικός της εγκέφαλος, χάριν των φακών, αποκωδικοποιεί τα σήματα που δίνουν, γιατί εντέλει είναι δεινός θηρευτής, κι από το στόχο της δε γλιτώνει σχεδόν κανένας.» Ωραία· αυτό το λιλιπούτειο ελικοπτεράκι θα είναι ο επόμενος ρόλος μου!