Καθίσαμε ένα βράδυ με κρύο σε ένα από τα εξωτερικά τραπεζάκια του Pink Freud, στο Παγκράτι. Ήπιαμε ζεστό κρασί (αρκετό), προσπαθώντας να ακούσουμε ο ένας τον άλλον μέσα από μάσκες (τις καλές). Τα καταφέραμε. Βοήθησαν και τα γέλια. Από αυτά που διακόπτουν τις λέξεις και σκορπούν τις φράσεις στον αέρα. Η πρώτη μου επαφή με τη μουσική του, ήρθε με ένα κομμάτι που θεώρησα αμέσως το καλύτερο ελληνικό αγγλόφωνο indie όλων των εποχών (ναι οκ ενθουσιάζομαι εύκολα).
Το Beautiful Mistake που ηχογράφησε με την τότε μπάντα του, τους Dropeners, έκανε την πρώτη μεγαλειώδη εμφάνιση του, στην συλλογή του Δημήτρη Παπασπυρόπουλου, Long Missed Heroes, το 2010. Εγώ όμως θα το πρόσεχα σχεδόν δέκα χρόνια αργότερα. Ντροπή μου και αίσχος μου. Ας είναι. Ο One of Vas (δηλαδή ο Βασίλης Τσαβδαρίδης) έχει περάσει πια στην dreamy ηλεκτρονική του φάση κι αυτό για μένα, σκορπίζει στην μυστηριώδη παρουσία του ακόμη περισσότερη χρυσόσκονη.
Έντεκα χρόνια μετά και η «συνεργασία» του με τον παραγωγό του Best 92.6 Δημήτρη Παπασπυρόπουλο επαναλαμβάνεται με κάπως διαφορετικό τρόπο. Ένα από τα καλύτερα singles της χρονιάς, το The Child I Never Was, έχει την υπογραφή τους. «Η ευγένεια και η ζεστασιά του Δημήτρη» λέει, «δημιούργησαν αμέσως ένα οικείο περιβάλλον στο στούντιο. Ήταν σαν να βγήκαμε για φαγητό για να πούμε τα νέα μας. Και ευτυχώς, τελικά μίλησε η μουσική και όχι τα πιρούνια». Η χρονιά αυτή, η δύσκολη, η κλειστοφοβική για όλους μας, δισκογραφικά του έφερε και άλλα καλούδια. Για παράδειγμα το Escape (EP) μέσα από την Underyourskin Records με το κλασσικό πια Agony. Ή κάπου εκεί στο τελείωμα της χρονιάς το Piano Tales. Το EP που γράφτηκε στο πιάνο μπροστά στον πάγκο του φαρμακείου του, κάπου εκεί στον Βύρωνα (όσοι ξέρουν, ξέρουν).
«Είσαι αυτό που λέμε διπλή προσωπικότητα; Το πρωί φαρμακοποιός και το βράδυ συναυλίες» του λέω και χαμογελάμε. Τουλάχιστον πριν η ορμή του κορονοϊού έρθει και τα σαρώσει όλα. «Συνειδητοποίησα ότι δεν έχω χρόνο και ότι περνάω το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας εκεί. Ήθελα λοιπόν ανά πάσα στιγμή να μπορώ να γράψω. Όταν κάτι μου «σκάει», έστω και μια φράση, το πιάνο βρίσκεται εκεί, απέναντι μου. Μια μέρα, προ πανδημίας -γιατί τώρα είναι στενά τα πράγματα- ένας 80χρονος, περνώντας έξω από το φαρμακείο, βλέπει το πιάνο και σκαλώνει. Μπαίνει μέσα, «ξέρω και ‘γω να παίζω» μου λέει, «κάτσε του λέω», ε καταλήξαμε 2-3 άτομα να τραγουδάμε Θεοδωράκη και Χατζιδάκι στις 11 το πρωί…. Πριν την πανδημία να ξαναπώ».
Πρώτη κλισέ ερώτηση. Ήταν η μουσική το καταφύγιο σου από παιδί; Ο πατέρας έπαιζε κιθάρα και εγώ την άρπαζα και τη γρατζουνούσα. Έβλεπαν όλοι πως υπήρχε ροπή προς τη μουσική. Μια μέρα επιστρέφοντας στο σπίτι από το φροντιστήριο αγγλικών -ήταν και Χριστούγεννα- είδα μπροστά μου ένα αρμόνιο.
Όχι κιθάρα; Ε, αυτή την είχα (του μπαμπά)!
Τα πρώτα σου τραγούδια, πότε τα έγραψες; Πρέπει να ήμουν δέκα ετών. Εντάξει τα έγραψα μαζί με ένα φίλο μου, τον Δημήτρη. Οι πρώτες σόλο προσπάθειες ήρθαν λίγο αργότερα.
Αν έχεις ταλέντο, δεν γλιτώνεις τελικά, αυτό λένε. Συμφωνείς; Όλοι είμαστε δυνάμει καλλιτέχνες. Σημαντικό είναι να σου δοθεί η ευκαιρία για να το ξεδιπλώσεις. Ok και να έχεις γονείς που το παρατηρούν εγκαίρως (γέλια).
Πρώτη ανάμνηση τραγουδιού που έπαιξες στο πιάνο; Παραδόξως δεν μου έδινε χαρά να παίζω τραγούδια άλλων. Προτιμούσα να σκαρώνω μελωδίες δικές μου. Έχω κασέτες από το ‘99 που το αποδεικνύουν (γέλια). To πρώτο που θυμάμαι, είναι η ανάγκη να απλώνω τα χέρια μου στα πλήκτρα και να αυτοσχεδιάζω. Χωρίς να ξέρω νότες.
Τις θυμάσαι, ακόμη και τώρα, εκείνες τις μελωδίες ; Δυο, τρία τραγουδάκια ναι, σίγουρα. Όταν ήρθε πρώτη φορά δάσκαλος στο σπίτι, το deal ήταν να μου λέει στα τρία τέταρτα της ώρας του μαθήματος τα δικά του και στον υπόλοιπο χρόνο, εγώ τα δικά μου. Είχα δοκιμάσει το ωδείο αλλά δεν μου άρεσε. Ήθελα να ξεφύγω από τα ακαδημαϊκά της μουσικής, της μελέτης, του σολφέζ, ένοιωθα πως με περιόριζαν. Ήθελα να ψάχνω την έκφραση μου στο πιάνο και να δημιουργώ στιγμές. Στο δικό μου τέταρτο μιλούσαμε για αυτά που έφτιαχνα, τις αρμονίες, τις συγχορδίες και το δεξί χέρι «που μπορεί να πάει όπου θέλει».
Ποιο χέρι είναι το πιο ισχυρό; Μοιράζεται ισόποσα η δύναμη. Μια μελωδία μόνη της, αν δεν έχει τις πλάτες, το feeling από το αριστερό χέρι, τα μπάσα που λέμε, δεν θα πάει. Το δεξί είναι η μελωδία. Ο πατέρας μου μού έλεγε από παιδί, πως πετυχημένη μελωδία είναι αυτή που θα μπορείς να τη σφυρίζεις και στο δρόμο. Για αυτό ίσως μου αρέσει να δημιουργώ συνθέσεις που έρχονται εύκολα στο μυαλό.
Κλισέ ερώτηση νούμερο δύο. Θυμάσαι την πρώτη σου φορά μπροστά στο κοινό; Πρώτη πρώτη όχι, αλλά θυμάμαι πολύ καλά τότε που έπαιζα σε εντεχνάδικα. Κιθάρα και πλήκτρα. Και τραγουδούσα. Παρέα με την Αλεξάνδρα Κόνιακ στο μικρόφωνο. Τα έντεχνα και τα ροκ της εποχής, Ξύλινα Σπαθιά, Ορφέα Περίδη, Διάφανα Κρίνα. Είχαμε και όνομα. «Κάπου, Κάπως, Κάποτε»!
Ευφάνταστο! Και το ρεπερτόριο, σοβαρό, ποιοτικό (γέλια)… Αυτή η πρώτη επαγγελματική μου προσέγγιση ήταν στα 15. Φαντάσου, πήγαινα στο στούντιο για τζαμάρισμα, από τα 13.
Σ’ αφήνανε να βγεις έξω, έτσι ελεύθερα; Είχα δουλειές, μεροκάματο (γέλια). Το ήθελα πάρα πολύ και ήμουν συνέχεια στο στούντιο, ξέρανε που βρισκόμουν. Αν δεν ήμουν εκεί, θα ήμουν στο δρόμο για το σπίτι ή κάπου τριγύρω. Βύρωνα, Παγκράτι.
Στο σχολείο; Καλός μαθητής, συνεπής.
Και κάποια στιγμή ήρθε η Ιταλία…. Οι γονείς μου σπουδάσανε στη Μπολόνια και διατηρούν ισχυρούς δεσμούς (έρωτα και βαθιά αγάπη) με την Ιταλία. Μεγάλωσα σε ένα σπίτι με Celentano, Batisti και Lucio Dalla. Το πικάπ και οι Ιταλικές νότες δεν ξεκουράζονταν ποτέ. Άρα η Ιταλία φάνταζε σαν ένα οικείο περιβάλλον και οι σπουδές εκεί ήρθαν σαν κάτι πολύ φυσικό. Τότε ήμουν σίγουρος πως θέλω να ασχοληθώ αποκλειστικά με τη μουσική. Ωστόσο μια φίλη που σπούδαζε φαρμακευτική στη Φεράρα μου έστρεψε το ενδιαφέρον προς αυτή την επιστήμη. Πήγα κι ας μην γνώριζα τη γλώσσα. Εγκαταστάθηκα στη Φεράρα και κάποια στιγμή ξεκίνησα να παίζω μουσική σε φοιτητικές βραδιές. Κάπως έτσι έγινε και η γνωριμία με τα παιδιά της μπάντας. Με τους Dropeners, αρχίσαμε να τζαμάρουμε και να δημιουργούμε και βγάλαμε δύο άλμπουμ, ένα EP και ένα single. Το Beautiful Mistake βγήκε το 2010.
Τι κομμάτι…. Στην Ιταλία άκουγα Best και Δημήτρη Παπασπυρόπουλο με μανία, οπότε τόλμησα και του έστειλα ένα τραγούδι μας, το «182» για να το ακούσει. Του άρεσε και την επόμενη το έπαιξε στην εκπομπή του. Έτσι κλείσαμε να μπει στην συλλογή του. Μεγάλη συγκίνηση. Μέχρι να κυκλοφορήσει όμως και ενώ ετοιμαζόταν, βγάλαμε και το EP «Silent Sound» που περιλάμβανε το Beautiful Mistake. Με το που το άκουσε μας ζήτησε να μπει αυτό στη συλλογή. Και έτσι έγινε. Ήταν η αρχή όλων αυτό το κομμάτι!
Η μπάντα γιατί διαλύθηκε; Στην ουσία δεν διαλύθηκε αλλά η απόσταση δε διευκόλυνε τη συνεργασία. Βέβαια, η φιλία μας παραμένει ακλόνητη και αυτό αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο μιας μελλοντικής κυκλοφορίας.
Χάρηκες για τη νίκη της Ιταλίας στη Eurovision πέρσι; Οι φίλοι μου, οι Ιταλοί μακαρονάδες, σήκωσαν την κούπα (γέλια)!
Και έτσι επιστρέφεις, και κάπου εκεί βλέπεις και πάλι την Ελλάδα μπροστά σου…. Ήρθα να κάνω στρατιωτικό και ξέμεινα. Λίγα χρόνια μετά, έγραψα το That kid. Πολύ σημαδιακό. Μιλάει για το παιδί που έχεις μέσα σου και έχεις χάσει την επαφή μαζί του. Εγώ ήρθα σαν παιδί με μεγάλη ανεμελιά από την Ιταλία και προσγειώθηκα σε δύσκολες καταστάσεις!
Δεν ήταν όμως η μόνη μετάβαση. Σιγά σιγά ή ξαφνικά, αφήνεις τις κιθάρες και πιάνεις τα μπλιμπλίκια…. Όσο μεγαλώνεις, κι αν είσαι ενεργός μουσικός, έχεις ερεθίσματα. Ακολούθησα την εποχή και άρχισα να γοητεύομαι από τους Moderat, τον John Hopkins, τους Royksopp, τον Trentemoller, τον Christian Loffler με την βελούδινη electronica. Μου αρέσει πολύ κι ο Apparat, τον έχω δε σε πολλά live, έχει λογική μπάντας αλλά με ηλεκτρονικούς ήχους. Εκεί με βρήκα! Προσπαθώ να συμβαδίζω με το τώρα. Ίσως δεν παίξω trap, ωστόσο μου αρέσει το groove που δίνει.
Έχεις προσωπικά είδωλα; Ο Damon Albarn και ο Thom York θα μπορούσαν να είναι αυτά. Με έχουν επηρεάσει στον τρόπο σκέψης μου. Τους αγαπώ γιατί είναι πάντα ανήσυχοι.
Κάνεις πολλές συνεργασίες…. Μου λείπει η μπάντα γι’ αυτό και κάνω πολλές. Ευτυχώς υπάρχει το internet κι όλο αυτό που προσφέρει (κι ας μην είμαι υπέρμαχος του). Αυτή τη στιγμή συνεργάζομαι με δύο άτομα από τη Βραζιλία, ένα στο Μόντρεαλ, ένα στη Μόσχα και ένα στη Φλωρεντία. Έχει βεβαίως και την κακή του πλευρά όλο αυτό. Αν δεν υπήρχε, θα τα έβρισκες εκεί έξω αυτά τα άτομα. Στη γειτονιά σου ή στην διπλανή πόλη. Θα σε έβαζε σε διαδικασία τριβής με κάποιον άλλο. Ό,τι και να λέμε έχει μια άλλη δυναμική η φυσική παρουσία!
My space είχες; Είχα, με βρήκε αλλά δεν το έζησα πολύ.
Αν σε ρωτούσε κάποιος, ποιο είναι το σημείο αναφοράς σου; Οι μελωδίες. Δεν μπορώ τα μονότονα, ούτε τις πομπώδεις παραγωγές. Θέλω να ακούγεται καθαρά η κεντρική ιδέα.
Βάλτα μου σε μια σειρά.. Το πρώτο είναι η μελωδία και η μελωδία είναι στίχοι που γεννούν εικόνες. Ευτυχώς ξεπηδούν εύκολα. Η συνεργασία με τον Rapossa, τον Ρώσσο, για παράδειγμα. Μου έστειλε μήνυμα: «γουστάρω τα φωνητικά σου, θες να κάνουμε κάτι μαζί;» Εγώ εκείνη την περίοδο έφτιαχνα ένα στούντιο στο Θησείο, δεν το είχα ολοκληρώσει, έτσι πήγα στον φίλο μου τον Δημήτρη Μητρόπουλο που είχε γράψει κάτι στιχάκια. Τα πήρα, στριμώχτηκα στη ντουλάπα με λίγα μηχανήματα και ένα μπουκάλι κρασί και ηχογράφησα. Κάθισα κάτω και βγήκε η μελωδία.
Αυτή είναι η ιστορία της ντουλάπας. Υπάρχει όμως κι αυτή του φαρμακείου. Μέχρι σήμερα αυτά τα δύο δεν τα είχα μπλέξει στο μυαλό μου. Ίσως γιατί με θεωρώ πιο πολύ μουσικό παρά φαρμακοποιό.
Ναι, αλλά στις μέρες μας, περισσότερο είσαι αυτό…. Πάντοτε πίστευα ότι η ιδιότητα του φαρμακοποιού δεν ενδιαφέρει κανέναν, παρά μόνο τον ασθενή που έχω μπροστά μου. Αλλά η αλήθεια είναι ότι μετά από όλο αυτό που περνάω αυτή την περίοδο στο φαρμακείο, μία είναι η διέξοδος, να κάθομαι στο πιάνο και να δημιουργώ. Άρα είναι σαν συγκοινωνούντα δοχεία.
Μοιάζει σαν καλή διέξοδος…. Η δυνατότητα του να γράψεις ένα κομμάτι μέσα σε αυτό το χάος, είναι μια ευκαιρία για μένα, ένα κίνητρο να ξυπνάω το πρωί χαμογελαστός, ανεξαρτήτως αν θα περάσω 10 ώρες μετά στο φαρμακείο. Το να κάτσω σε ένα πιάνο και να γράψω μια μελωδία είναι η κινητήρια δύναμη της ζωής μου. Δεν υπερβάλλω. Αν κατά τη διάρκεια της μέρας νιώσω, αισθανθώ, ότι μετά τη δουλειά θα μπορούσα να γράψω το ωραιότερο κομμάτι μου, αυτό μου δίνει δύναμη να δουλέψω καλύτερα, να αποδώσω καλύτερα. Αν δεν είχα τη μουσική θα ήμουν ένα δυστυχισμένος φαρμακοποιός.
Είναι μια καλή εποχή για τη μουσική; Η ζωή δεν αλλάζει, άρα πάντοτε είναι μια καλή εποχή για να δημιουργείς. Τις ισορροπίες τις βρίσκεις μέσα σου. Τα ερεθίσματα υπάρχουν τριγύρω και τα συναντάς και στα εύκολα και στα δύσκολα. Δεν είμαστε εδώ για να χαμογελάμε κάθε μέρα, ήρθαμε για να παίρνουμε και να δίνουμε. Η διαδικασία αυτή ενεργοποιεί τη ζωή και όχι το αποτέλεσμα
Κι η πανδημία που μας τρομάζει και μας περιορίζει; Μας τρομάζει να δούμε τι βρίσκεται μέσα μας. Η πανδημία μας έφερε αντιμέτωπους με τον ίδιο μας τον εαυτό, με τις επιθυμίες και τις φοβίες μας. Περιόρισε το οπτικό μας πεδίο, ανέπτυξε όμως την αντίληψη μας για τα πράγματα.
Κλισέ ερώτηση για φαρμακοποιούς: Πως καταφέρνετε και διαβάζετε τα ορνιθοσκαλίσματα στις συνταγές; Έχεις μια μπάνκα στον εγκέφαλο σου από προϊόντα που υπάρχουν για κάθε ασθένεια. Έπειτα βοηθά και η κατηγορία του γιατρού. Αν είναι δερματολόγος για παράδειγμα, έχει κλείσει ήδη η ψαλίδα. Αν καταλάβεις τι πρόβλημα έχει ο ασθενής, κλείνει ακόμη περισσότερο. Αν δεν τον ξαναδείς… ε κάτι πήγε λάθος (γέλια).
Στις παρέες σου τελικά, καλύτερο τι θεωρούν; Πως είσαι μουσικός ή φαρμακοποιός; Τίποτα από τα δύο. Πως είμαι το αγόρι της Μιρέλλας Κάππα. Και μάλιστα πολύ περήφανο.
Listen & Follow
https://www.instagram.com/oneofvas/
https://open.spotify.com/artist/0KXtdAnGzxZ3oN7LJslLIo?si=xEcANFHXSX6k2M57-HGXVQ
https://soundcloud.com/oneofvas
https://www.facebook.com/oneofvas/