Categories: ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Ο Μάρκος Μέσκος έβρισκε πάντα να πει δύο κουβέντες παραπάνω

Ο Μάρκος Μέσκος γεννήθηκε στην Έδεσσα της Μακεδονίας το 1935.  Εκεί οι εγκύκλιες και οι γυμνασιακές του σπουδές. Κατ’ αρχάς στο εμπορικό κατάστημα του πατρός του και κατόπιν, 1965-1980, στην Αθήνα. Απεφοίτησε από το Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Σχολής Δοξιάδη Αθηνών το 1968. Εργάστηκε, μεταξύ άλλων εργασιών του ποδαριού, ως γραφίστας σε αρκετά διαφημιστικά γραφεία αλλά και επιμελητής εκδόσεων. Πολύ πριν, από το 1957, είχε συνδεθεί με τη συντακτική ομάδα του περιοδικού “Μαρτυρίες”. Γράφει ποιήματα από το 1952. Συνεργάστηκε με ποιήματα, μελέτες και πεζογραφήματα σε πολλά περιοδικά. Ποιήματά του μεταφράστηκαν σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες. Από το 1981 είναι εγκατεστημένος στη Θεσσαλονίκη.

Φίλος και συνιδρυτής της εκδοτικής ομάδας των “Χειρογράφων” ενώ από το 1987-1993 εργάστηκε ως υπεύθυνος των εκδόσεων της Α.Σ.Ε. Έχει τιμηθεί με το βραβείο ποίησης του περιοδικού “Διαβάζω” για τους “Χαιρετισμούς”, 1995, και με το βραβείο του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών, το 2006, για το σύνολο του ποιητικού του έργου. Απεβίωσε την Πρωτοχρονιά του 2019 στη Θεσσαλονίκη. Η συνέντευξη αυτή δόθηκε στα πλαίσια της έκθεσης με έργα ζωγραφικής του που έγινε στο βιβλιοπωλείο Φωταγωγός τον Σεπτέμβρη του 2017.

Με τη Ζυράνα Ζατέλη.

Τα τελευταία χρόνια έχετε ευρεία αναγνώριση. Μου λένε και για κάποιες κριτικές που γράφτηκαν. Εμένα δεν με ενδιαφέρουν και πολύ αυτά, γιατί πιστεύω ότι το σοβαρό παιχνίδι της ποίησης παίζεται αλλού, όχι σε αυτά τα φληναφήματα που σήμερα κατά κόρον προσφέρονται ως ποίηση. Εγώ είμαι λίγο παραδοσιακός. Γιατί γνωρίζω την προϊστορία της ποίησης από τον Όμηρο και τον Ησίοδο, την ευρωπαϊκή ποίηση του μεσαίωνα, τους δικούς μας τους Κρητικούς, της Αφρικής, τους Ιάπωνες, τους Ρώσους, τους Αμερικάνους… Υπάρχουν σπουδαία πράγματα. Και πολλές φορές λέω: πού πάμε εμείς ξυπόλυτοι στ’ αγκάθια;

Πάντως έχουμε αρκετούς ωραίους ποιητές. Συμφωνώ. Άμα δεις το βιβλίο μου  Στον Ενικό και Πληθυντικό Ψίθυρο, εκεί λέω και ποιους αγαπάω. Αυτό το τελευταίο βιβλίο μου που κυκλοφόρησε έχει σαν υπότιτλο ή κεντρικό μότο την έκφραση «στην όχθη του Παραδείσου», εκεί που αντάμωνα συχνά την Ελένη, τη Βεατρίκη, την Ιουλία και τη θανατωμένη Μίρκα. Η Μίρκα είναι μια πατριώτισσα του φίλου μας του μουσικού Κώστα Θεοδώρου. Είναι μια εθνική ηρωίδα, δασκάλα, που εκτελέστηκε το ’46-’47 στα Γιαννιτσά. Σπουδαίο πρόσωπο. Η Ρίτα Μπούμη-Παππά, γυναίκα του Νίκου Παππά, το ’52-‘53 έβγαλε μια συλλογή: Τα Χίλια Σκοτωμένα Κορίτσια. Ήταν γυναίκες που εκτελέστηκαν από τους «αντιπάλους», όπως τους λέει εκείνη. Αυτό βέβαια βγήκε στην Ελβετία, με εξώφυλλο ενός χαράκτη Ελβετού. Και ο τόμος αυτός ξεκινάει με την Ειρήνη – αυτή είναι η Μίρκα. Η Ελένη είναι ο Όμηρος, η Βεατρίκη είναι ο Ντάντε και η Ιουλία είναι ο Σαίξπηρ. Είχε δίκιο ο Αναγνωστάκης όταν έλεγε: η ποίηση είναι ο καλύτερος τρόπος να κρύβουμε το πρόσωπό μας. Ταπεινά και μέσα στα πράγματα. Από κει και πέρα, βρε Γιώργο, μπήκα σε αυτό το λούκι και κοντεύω εξήντα τόσα χρόνια. Ελάχιστα υποψιασμένος – δεν ήξερα πού μπαίνω, σε ποιο δρόμο πάω. Τα πράγματα ξεκίνησαν από μια νοσταλγία του χωριού, κι από τον παππού μου, για τον οποίο συχνά μιλάω, και που αυτός μου είπε, με τη φωνή του και τη γλώσσα του, όσα ιστορικά θέματα εγώ αναφέρω εδώ κι εκεί. Έτσι βγήκε η πρώτη συλλογή, εδώ στη Θεσσαλονίκη το Σεπτέμβρη του  ’58. Φαίνεται πως κάτι έγινε. Είχα επιστολές από το Σινόπουλο, από τον Ελύτη, τον Κύρου, τον Αναγνωστάκη, τον Γκάτσο, το Φραγκόπουλο, κάποιους απ’ έξω… Κάθε μέρα ερχόταν ο ταχυδρόμος στο μαγαζί του πατέρα μου κι έλεγε: Μαρκούλη, ετέρα επιστολή! Εγώ αναρωτήθηκα: είναι δυνατόν τόσο εύκολα να κατακτάται η κορυφή του Παρνασσού, του Ελικώνα; Δεν καταλαβαίνω… Αλλά όταν τα πήρε ο Σινόπουλος αυτά, τα πήγε σε κάποιους στην Αθήνα και τα είδαν. Είναι αλήθεια ότι ακόμα κι ο Ρίτσος έλεγε: υπάρχει ένας κάπου στην Έδεσσα, στη Μακεδονία, που ξέρει πολύ καλά τι κάνει. Μάλιστα μετά ανακάλυψα ότι από κάποιο ποίημα είχε πάρει κάποιους στίχους δικούς μου. Μετά ήρθε η δεύτερη συλλογή, το Μαυροβούνι. Είχα μια επαφή με τον Όμηρο Πέλλα, δηλαδή τον Οδυσσέα Γιαννόπουλο από την Πελοπόννησο, έξω από το χωριό του Μιχάλη Κατσαρού, την Κυπαρισσία. Το χωριό του λεγόταν τότε Καημένη Γυναίκα, Πρόδρομος λέγεται σήμερα. Με τον Πέλλα επιβεβαιωνόμαστε, εγώ σαν μαθητής κι εκείνος σαν δάσκαλος. Μακάρι να ζούσε και τώρα – πέθανε ούτε σαράντα πέντε χρονών. Συνάδελφος της Ειρήνης, της Μίρκας που λέω εγώ, και μαζί της στο κίνημα του ΕΑΜ.

Έχετε γράψει και γι αυτό. Βεβαίως. Πολλά. Δεν έχει τέλος αυτή η κουβέντα, μπορούμε να μιλάμε όλη μέρα κι όλη νύχτα. Γιατί είναι κάποιοι δρόμοι που τους ξέρω καλά. Κι εγώ ό,τι ξέρω καλά, το λέω και το προσφέρω. Ό, τι δεν ξέρω, μούγκα και ψυχραιμία. Κλείνω το στόμα μου και βλέπω. Στην Αθήνα, λοιπόν, κατέβηκα το ’65, γιατί ο πατέρας μου ήθελε να με κάνει έμπορα, αλλά εγώ δεν ήθελα. Είχα μια συνεργασία με τη Βραδυνή όπου ήταν αρχισυντάκτης ο αδελφός του Βελουχιώτη, ο Μπάμπης Κλάρας. Πήγα στο σπίτι του. Από τότε παραμένουμε φίλοι με το Γεράσιμο Λυκιαρδόπουλο, μια δύναμη της πνευματικής ζωής της χώρας αυτής σύμφωνα με τα δικά μας κριτήρια. Σπουδαίο  πρόσωπο. Κι αυτός, και ο Βύρωνας Λεοντάρης, κι ο Στέφανος Ροζάνης, κι ο Μάριος Μαρκίδης που αναχώρησε, ήσαν πολύ κοντά μου. Κι η Ρένα Κοσσέρη, που δεν την ξέρετε πια. Το κορίτσι της Μεθώνης, που λέγαμε. Κόρη ενός αστυνομικού που δεν είχε δουλέψει ποτέ. Όταν πέθανε ο πατέρας της, έμεινε η αδελφή της η οποία δούλευε σε μια τράπεζα, αυτή κι η μάνα της. Η μάνα της κοκέτα, με το που έπαιρνε τη σύνταξη του ανδρός της τα ξόδευε. Κι έτσι χρειάστηκε να δουλέψει, να κάνει και τη μπέιμπι σίτερ, να κρατάει και χαρτιά σε μια γραμματεία στον ιππόδρομο για να βγάλει το ψωμί της.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Μια πορεία ψυχών. Πολύ φοβάμαι ότι είναι δύσκολο να φτάσεις στο τέρμα των ονείρων σου, των ιδανικών σου, της προσωπικής σου πορείας, όπως ήσουν  ξεκινώντας. Στο δρόμο αλλάζουν πολλά. Σε κρατούν από δω, από το μανίκι, κάτι γίνεται και οι περισσότεροι μένουν πίσω. Δεν σηκώνουν την ασκητική ζωή. Γιατί τίποτα δεν σου παραχωρείται χωρίς κόστος. Αυτή η αφοσίωση στο δικό σου ιδανικό, στον δικό σου τρόπο ζωής, αν θέλεις, κοστίζει. Σε αυτή την ομάδα είχε έρθει κι ένας πρώην στρατιωτικός που πέθανε νωρίς, είχε βγάλει στις εκδόσεις Νεφέλη, μετά πήγε στη Γερμανία, γύρισε, πάλι κοντά στον Αντώνη τον Τρελαντώνη… Θα θυμηθώ το όνομά του. Άρχισαν να βγαίνουν ένα-ένα τα βιβλία, ξεκινώντας από Τα ανώνυμα, ενώ δούλευα σε διαφημιστικά γραφεία ως γραφίστας και ως art director. Αλλά μπορούσα και κρατούσα τις αποστάσεις μου για να αποφύγω την αλλοτρίωση του επαγγέλματος. Πήγαινα στο σπίτι, πετούσα τη σκόνη από πάνω μου, τα εγγόνια του εμπορίου, που λέω κάπου σε ένα στίχο, και περνούσα στα δικά μου. Όταν μάλιστα τελευταία δούλευα εδώ σε έναν εκδοτικό οίκο κι ασχολήθηκα με το παιδικό βιβλίο, ζήτησα να δουλεύω τρεις μέρες. Διεκδικούσα το χρόνο μου από τότε που δούλευα στο μαγαζάκι του πατέρα μου. Ήθελα το χρόνο μου. Τελικά το κατόρθωσα, γιατί βγήκα συνταξιούχος νωρίς, με ελάχιστα χρήματα. Αλλά ο χρόνος είναι δικός μου και τον κάνω ό,τι θέλω. Άρχισαν λοιπόν τότε να βγαίνουν τα βιβλία: το Ιδιωτικό νεκροταφείο, Τα φαντάσματα της ελευθερίας, Στον ίσκιο της γης – σημαδιακοί τίτλοι – οι Χαιρετισμοί, οι Ελεγείες… Ήθελα να είναι δεμένα τα πράγματα, πολύ σφικτά και πολύ κυριολεκτούντα. Γιατί όταν κυριολεκτούν οι λέξεις, αγαπητέ μου Γιώργο, τότε αρχίζει η ποίηση. Δόθηκαν πολλές ερμηνείες και ορισμοί για το τι είναι η ποίηση. Μπορείς να πεις χίλια δυο πράγματα. Και καταλήγεις στο πιο τρυφερό, που είναι η συνήθεια της αγάπης. Λέγανε κάτι πιο φοβερά, λέγανε το τελευταίο σινιάλο της σκέψης που ετοιμάζεται να πεθάνει. Ένα ανθρώπινο γεγονός είναι κι αυτό. Όλα κατά προσέγγιση είναι, οι ορισμοί αυτοί. Δεν μπορείς να πεις επακριβώς. Ευτυχώς, όταν την πλησιάζεις η ποίηση φεύγει ξανά και ξανά, για να την αναζητείς, να την κυνηγήσεις, να την προσεταιριστείς, κι αν είναι δυνατόν να αποσπάσεις μερικά κομμάτια της. Λοιπόν πώς βγήκαν τα βιβλία μπροστά; Και τώρα είναι μια εποχή που φαίνεται ότι έχουμε μια συγκομιδή από κριτικές οι οποίες είναι υπερβολικά θερμές, πολλές κριτικές, ενώ οι περισσότεροι μού είναι άγνωστοι. Δεν τους ξέρω. Άντε να ξέρω δύο τρεις. Ακουστά τους έχω, αλλά προσωπικά δεν έχω επαφή για να εκμαιεύσω την καλή κριτική. Άλλοι θα πετούσαν στα ουράνια με αυτά τα πράγματα. Εγώ πιστεύω ότι το σοβαρό παιχνίδι της ποίησης και της λογοτεχνίας παίζεται αλλού. Στο χαρτί, στο μολύβι και στο όποιο ταλέντο διαθέτει κάθε υποψήφιος λογοτέχνης, ποιητής, θεατρικός συγγραφέας κλπ. Από κει και πέρα, γίνονται διάφορες εκδηλώσεις. Χαίρομαι προς στιγμήν. Την άλλη μέρα κατεβαίνω από το άλογο και συνεχίζω. Αυτά έχω να σου πω γενικώς. Μη μου ζητήσεις να εξηγήσω τα ποιήματά μου. Τα ποιήματα ή έχουν τη δύναμη να σταθούν όρθια, ή δεν την έχουν. Θα το κρίνει ο επαρκής αναγνώστης.

Είστε ένας άνθρωπος που έχει πάρει πολιτική θέση στη ζωή του. Πάντοτε. Κι είναι κάτι που πάντα υπάρχει στο μυαλό, την ψυχή, τη συνείδηση και τη συμπεριφορά μου. Και οφείλω να πω ότι μέσα σε όλη αυτή την περιπέτεια των γραφών, ποτέ δεν λησμόνησα την ανάγκη να υπάρχει και το λεγόμενο κοινωνικό – ιστορικό στοιχείο.  Αυτό σημαίνει ότι από την αρχή ως το τέλος όλη αυτή η πορεία είναι κατάστικτη από μπολιάσματα, από αναφορές, ενός τρόπου σκέψης, απόφασης, που λέγεται κοινωνική, ιστορική, πολιτική συνείδηση, και υπάρχει σε όλο μου το βίο. Και σήμερα ακόμη, είμαι ακόμα πιο φανατικός, θα έλεγα, αυτών των απόψεων και των ιδεών. Γιατί σήμερα υπάρχει μια μετατόπιση αξιών. Ο καπιταλισμός θριαμβεύει. Η μοναδική αξία η οποία μετράει είναι το χρήμα. Όπου υπάρχει το χρήμα, όλα είναι εύκολα. Αλλά για μένα, εκεί που δεν υπάρχει το χρήμα είναι ο δρόμος που θα ήθελα να ακολουθούν οι άνθρωποι με κάποιο μέτρο παπαδιαμαντικό, με μείωση όλης αυτής της απόστασης ανάμεσα στον πλούσιο και το φτωχό. Δεν πιστεύω πως θα λείψει ποτέ αυτή η διαφορά. Αλλά εύχομαι, κι είμαι από αυτούς που θέλουν αυτό το πράγμα να σμίξει: από 80% να γίνει 60%, κι από το 60% να γίνει 40%, κι ακόμα πιο κάτω. Όσο είναι δυνατόν. Γιατί δεν είναι φυσικό να βρίσκεται ο πλούτος αυτού του πλανήτη στα χέρια λίγων χιλιάδων ανθρώπων. Είναι τελείως ανήθικο. Και πολύ φοβάμαι πως αν δεν υπάρξει αυτή η διαδικασία, τότε το μπουμ, τα κόκκινα κουμπιά, είναι πολύ κοντά, είναι κοντά ο όλεθρος κι η καταστροφή της ζωής μας. Επομένως αυτή είναι μια κεντρική απόφαση για το τι σημαίνει προοδευτικός, αριστερός. Αυτοί οι άνθρωποι ήρθαν να προσφέρουν στη ζωή κι όχι να αρπάξουν, να πάρουν. Θα πάρουν το ελάχιστο, όσο τρώει ένα πουλάκι, ένα σπόρο και λίγο νεράκι. Φτάνει. Είναι πολύ πιο ευχάριστος τρόπος να τρώμε, να πίνουμε, να υπάρχουμε, να ονειρευόμαστε. Να δικαιώνουμε τις προθέσεις και τους αγώνες μας. Αλλά βλέπεις ότι το κεφάλαιο έχει αυτή την ιδιότητα: έχει πέντε; Θέλει να τα κάνει δέκα. Έχει δέκα; Θέλει να τα κάνει εκατό. Τα εκατό χίλια. Και πάει λέγοντας, εις το διηνεκές. Σήμερα λοιπόν που υπάρχει ξανά αυτό το φαινόμενο, το γύρισμα αυτό της ιστορίας, είναι περισσότερο απαραίτητο τουλάχιστον να ξέρουμε τι μας γίνεται –  και να αντιδρούμε, με τον τρόπο του ο καθένας. Η λογοτεχνία είναι μέρος της κοινωνίας. Δεν είναι δυνατόν να μην έρχεται ένας ήχος, μια σκόνη, από όσα συμβαίνουν στο σώμα μας, στην ψυχή μας. Αποκλείεται. Ενώ η τέχνη έχει τους δικούς της κανόνες, αυτοί οι κανόνες είναι σίγουρο ότι εμποτίζονται από τα γεγονότα που συμβαίνουν έξω από το σπίτι μας, άρα όλα αυτά δικαιολογούν, νομίζω, την άποψη εκείνων που υποστηρίζουν ότι η τέχνη είναι κατεξοχήν πολιτική. Ποσοστιαία βέβαια: σε άλλον 5, σε άλλον 10, σε άλλον 50%. Αρκεί να είναι δικαιωμένο και το αισθητικό αποτέλεσμα.

Επειδή όλα τα πουλάκια του κόσμου, οι μεγάλοι συγγραφείς, ήσαν εκτεθειμένοι στις θύελλες και στις καταιγίδες του καιρού τους, δεν κελαηδούσαν εντελώς αυθόρμητα. Ο άλλος γύριζε από τα οδοφράγματα, πήγαινε στο σπίτι του, έβγαζε την επαναστατική σκόνη από πάνω του και έγραφε την καθαρή λογοτεχνία. Επηρεασμένη, βέβαια, από τον απόηχο των γεγονότων. Ο Ντοστογιέφσκι γράφει για τους Ταπεινούς και τους Καταφρονεμένους. Ο Στρατής Δούκας γράφει την Ιστορία ενός Αιχμαλώτου μιλώντας σε μια γλώσσα που περνούσε από την άλλη πλευρά. Το πράγμα έχει πάει κι ακόμα πιο πέρα: ο Αισχύλος με τους Πέρσες υμνεί τον ελληνισμό στην αυλή των Περσών όταν οι Έλληνες κερδίζουν τη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Αλλά θα σου πω και κάτι άλλο: ο μεγάλος θριαμβευτής της ναυμαχίας της Σαλαμίνος είναι, όπως ξέρουμε, ο Θεμιστοκλής. Πέρασαν χρόνια πολλά, Γιώργο, και διαπιστώνεται κάθε τόσο ότι καμία προσφορά σ’ αυτή τη χώρα δεν έμεινε ατιμώρητη! Όλες τιμωρήθηκαν… Ο Θεμιστοκλής πεθαίνει στην αυλή των Περσών! Και πόσοι ακόμα: ο τάδε, ο τάδε, ο τάδε… Λες και υπάρχει μια κατάρα, μια κακή νοοτροπία μάλλον, αυτή η χώρα να έχει τόσες δυνάμεις όταν κινητοποιείται ο λαός της – κι όχι ο κοσμάκης – και να μην μπορεί να βγει από αυτή τη θέση. Αυτή τη χώρα τη χρεοκόπησαν τόσες φορές οι κακοί διαχειριστές της μοίρας της.

Κι έπειτα μου λένε κάποιοι: γιατί ρε Μάρκο είσαι τόσο πολύ μαύρος; Μα δεν είναι χαρούμενα τα πράγματα. Έχουν γίνει πιο κυνικά, πιο ωμά: καθίστε κάτω γιατί θα σας διαλύσω.  Ωστόσο, αν υπάρχει ένα καμένο δάσος εδώ, από κάτω οι παραφυάδες και τα πράσινα φύλλα τακτικά φυτρώνουν. Το καμένο κλαδί μπορεί να γίνει δέντρο και να βγάζει πράσινα φύλλα. Πάντα ελπίζω. Πάντα ό,τι γίνεται είναι κατόρθωμα υπομονής. Μου θυμίζει το τετράστιχο του Ερρίκου Χάινε, κι ας είναι ερωτικό,  που λέει: Απ’ τη στιγμή που μ’ άφησες ένα μεγάλο μυστικό μού έμαθες: να περιμένω. Εγώ το σουρεαλισμό τον ανακάλυψα μέσα από το ελληνικό δημοτικό τραγούδι και από τους ιθαγενείς της Αμερικής. Λέγανε: ο Καθιστός Ταύρος, το Κόκκινο Σύννεφο… Όλες αυτές οι υπερβάσεις ήταν στην καθημερινότητα. Όπως και στο δημοτικό τραγούδι, στις παραλογές.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Πιστεύετε πως το μέλλον θα κινηθεί προς μια κατεύθυνση πιο δίκαιη, ή θα μείνουμε σε αυτά που ζούμε τώρα; Τα φαινόμενα σήμερα δεν δικαιολογούν αυτή την αισιοδοξία. Αλλά, όπως έλεγε ένας συγγραφέας: Αν έτσι έχουν σήμερα τα πράγματα, αυτό δεν σημαίνει και πως θα συνεχίσουν να είναι έτσι. Γι αυτό όμως χρειάζεται πάλη, προσωπικός αγώνας, και ομαδικός αγώνας, για να μπορέσουν να αλλάξουν κάποια πράγματα. Το παιδί πίνει το γάλα της μάνας όταν ζητάει από τη μάνα. Αν δεν ζητάει, όλα μένουν ως έχουν. Και δεν αλλάζουν εύκολα οι συνθήκες αυτές. Σήμερα που κατάφερε το χρήμα να αλλοτριώσει τον κόσμο, από λαό να τον κάνει κοσμάκη. Υπήρχε  μια διάθεση να αντισταθεί σε κάποιες κακότητες που ρήμαζαν τη ζωή του και τον προορισμό του σαν άνθρωπος, και σήμερα η διάθεση αυτή δεν υπάρχει πια. Τον έχουν μάθει στα εύκολα. Τον έχουνε μάθει στις μπίζνες, στις μεσολαβήσεις. Αυτό μου θυμίζει παλαιότερα που όταν πήγαινες να ζητήσεις στην Αμερική το κορίτσι σε ένα σπίτι, ο μελλοντικός πεθερός ρωτούσε αμέσως για τον υποψήφιο μνηστήρα «πόσα χρήματα βγάζει την ημέρα;» Time is money. Αν εγώ έχω όλη τη φροντίδα μου στο να κερδίζω χρήματα, πότε θα προλάβω να μάθω πόσο άνθρωπος είμαι; Όταν ασχολούμαι με το ωραίο, την αισθητική, τις τέχνες, αυτό που καλλιεργεί την ψυχή μου, τότε είμαι άνθρωπος: όταν εξελίσσομαι σαν άνθρωπος. Όχι όταν βουλιάζω τα λασπόνερα και στις συμβάσεις της καθημερινότητας που παράγουνε χρήμα. Ποιο είναι το μέλλον, επομένως; Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει. Μπορεί να αργήσουν οι αλλαγές ή μπορεί ξαφνικά να έρθει ο κατακλυσμός. Δεν το ξέρω. Σήμερα ήδη κάποια μηνύματα των καιρικών μεταλλαγών είναι μια ένδειξη ότι ο άνθρωπος, που έχει τα πολλά και θέλει περισσότερα – να πάρει πετρέλαιο από την Ανταρκτική, να θάψει τα πυρηνικά του απόβλητα σε κάποια πέλαγα – κακοποιεί τη φύση και θα σκοτώσει τη ζωή. Δεν είναι δική μου μεταφυσική άποψη: έχω την εντύπωση ότι η φύση αντιδράει με τον τρόπο της και χτυπάει τον άνθρωπο, του υπενθυμίζει τι πρέπει και τι δεν πρέπει να κάνει. Κάπως έτσι βλέπω εγώ τον κόσμο. Βέβαια οι ερωτήσεις είναι εύκολες, οι απαντήσεις είναι δύσκολες. Δεν είναι εύκολο να είσαι εύστοχος, να πετυχαίνεις τους στόχους ενός ερωτήματος και να επιβεβαιώνεσαι. Ας σκεφτούμε όμως τα γυρίσματα της ιστορίας: ποιοι λαοί υπήρξαν, ποιοι μεγαλούργησαν, ποιοι άφησαν πολιτισμό πίσω και ποιοι όχι, και ούτω καθ’ εξής. Η Σπάρτη είχε ένα πολεμοχαρές κεντρικό πολιτικό σύστημα, κι από την πολιτεία εκείνη δεν έμεινε τίποτα. Η Αθήνα με τον Περικλή και με τους τραγικούς άφησε πολιτισμό. Κι η Αθήνα ήταν μια μεγάλη δύναμη της εποχής, είχε τις αποικίες, τη συμμαχία… Αλλά φρόντισε και τον πολιτισμό. Τέτοια πράγματα γυρίζουν στο μυαλό μου…

Έργο του Μάρκου Μέσκου.

Έργο του Μάρκου Μέσκου.

Σε πολλά βιβλία σας, τα σχέδια κι οι προμετωπίδες είναι επίσης δικά σας. Δούλευα στο μαγαζάκι του πατέρα μου, ένα παπουτσάδικο. Αλλά εγώ το εμπόριο το απεχθανόμουν, δεν μπορούσα. Σηκώθηκα μια μέρα κι έφυγα και πήγα στην Αθήνα. έμενα στην κουζίνα της αδελφής μου. Άρχισα να δουλεύω, να κάνω δουλειές του ποδαριού. Στην Ομόνοια γυάλιζα παπούτσια, μετέφερα δέματα από καπετάνιους σε ναυτιλιακές εταιρίες, δούλευα στο ΠΡΟ-ΠΟ τα Σαββατοκύριακα… Γιατί ο πατέρας μου με είχε αποκληρώσει. Ήμουν μοναχογιός, κι έλεγε: «εγώ για ποιον τα έκανα αυτά, το μαγαζί μου;»  Κι επειδή το χέρι μου έπιανε, δούλεψα για τα Ταχυδρομεία, σχεδίαζα τις σφραγίδες της πρώτης ημέρας κυκλοφορίας. Και μετά πήγα στη Σχολή Δοξιάδη, και σε τρία χρόνια έγινα γραφίστας, με τη βούλα. Δούλευα μετά με το Βακαλόπουλο, το Βακιρτζή, όλους αυτούς… Όταν είχαμε μια καμπάνια, μας δίνανε το προσχέδιο, το κροκί, τη μακέτα… Άρα είχα διαρκή επαφή με τις εικαστικές τέχνες. Και μίλαγα με τους ανθρώπους, με μεγάλα ονόματα.

Ήταν εκεί και ο φίλος μου ο Σωτήρης Σόρογκας. Τώρα έχει περάσει στην αντίθετη πλευρά. Υπάρχει ένα φαινόμενο πρώην αριστερών, πρώην σοσιαλιστών, κομμουνιστών, που περνάνε στην άλλη πλευρά. Δεν έχουν το δικαίωμα; Το έχουν βέβαια. Αν τα βιώματα αυτά είναι τόσο ρηχά… Ο Σόρογκας ήταν μια καλή περίπτωση, ήταν και ταπεινός. Μου έλεγε: μπορεί να πάρω για ένα πίνακα 5000 ευρώ, αλλά ποίηση δεν μπορώ να βγάλω. Εικονογράφησε όλα τα βιβλία μου που βγήκαν στη Νεφέλη. Καταλάβαινα την προβληματική των εικαστικών. Κι ήμουν μπολιασμένος από καλούς καλλιτέχνες. Ο Βακιρτζής είχε μια θέση στη ζωή μου, ο Ηλίας ο Δεκουλάκος, ο Παναγιώτης Γράββαλος, ο Τάσσος ο χαράκτης επίσης ήταν δάσκαλοι… Το ίδιο κι ο Οδυσσέας Γιαννόπουλος – ο Όμηρος Πέλλας: Ήταν δάσκαλος, ζωγράφιζε, έκανε γλυπτά, έγραφε, έφτιαχνε χορωδίες… μια μορφή Τσάρλι Τσάπλιν. Σπουδαίο μυαλό! Είχα την τύχη λοιπόν να ανταμώσω με ωραίους ανθρώπους και να πάρω αυτό που ήθελε η ψυχή μου. Γιατί αν κάποιον άνθρωπο δεν τον συμπαθήσω… Στο διαφημιστικό γραφείο με ονόμαζαν φυσιογνωμιστή. Έλεγα: το πρόσωπο αυτό για τσιγάρα, το πρόσωπο αυτό για βενζίνη, το πρόσωπο αυτό για ρούχα. Έτσι πήρα το δρόμο μου.  Ενδεχομένως να έκανα και λάθη βέβαια. Ο Θανάσης Καρακατσάνης μού έλεγε: Είμαστε τα λάθη που κάναμε, Μάρκο. Συγκαταβατικά το λέει, βέβαια, γιατί κι αυτός ήταν άνθρωπος με αρχές.

Πριν λίγους μήνες γνωρίσαμε και μια άλλη πλευρά σας, μέσω της έκθεσης των πινάκων σας στην αίθουσα Φωταγωγός των εκδόσεων Το Ροδακιό. Έχω καλές σχέσεις με τους εκδοτικούς οίκους. Κάποιοι πήραν γρήγορα χαμπάρι τι συμβαίνει στην ψυχή μου και θέλησαν να βγάλουν τα βιβλία μου. Είχαμε αγαστές συμφωνίες με συγγραφικά δικαιώματα, και όλοι συμμετείχαν στη δική μου αγωνία πριν εκδοθεί το βιβλίο. Τα τελευταία χρόνια νιώθω πως οι εκδοτικοί οίκοι έχουν μετατραπεί σε τυπογραφεία. Αργά ή γρήγορα διολισθαίνουν προς το εμπόριο – να άλλος ένας δρόμος που μας ανοίγεται  από τον μεσουρανούντα καπιταλισμό. Τι μένει επομένως; Λίγοι μικροί εκδοτικοί οίκοι οι οποίοι προσπαθούν να σώσουν την τιμή των όπλων. Δηλαδή, να κρατήσουν ορισμένες  αξίες από την προηγούμενη εποχή και να διευκολύνουν τον κόσμο να έχει το καλό βιβλίο κοντά του, για να μπορεί κάποιες ώρες να καλλιεργεί την ψυχή του. Είχα επισημάνει τους ανθρώπους των εκδόσεων Το Ροδακιό πολύ καιρό πριν, από την εποχή που εξέδιδαν το λογοτεχνικό περιοδικό Εκηβόλος, που ήταν υπόδειγμα καθαρότητας και αναζήτησης, με πολλά ποιοτικά κείμενα στα 10-15 τεύχη που πρόλαβαν να βγάλουν. Και κάποια στιγμή που βρεθήκαμε με τη Τζούλια Τσιακίρη – προτιμώ να τη λέω Ιουλία – με ρώτησε: Μάρκο, εμείς δε θα βγάλουμε ποτέ ένα δικό σου βιβλίο; Και της είπα: Θα έρθει η ώρα. Ύστερα από τρία χρόνια, προέκυψε μια ενότητα ποιημάτων και ήρθα να τη βρω. Μόλις με είδε μου είπε: Δώσε  μου το φάκελο γρήγορα! Έτσι βγάλαμε τη συλλογή Στην όχθη του παραδείσου.

Χειρόγραφο του Μάρκου Μέσκου για τη σχέση της ζωγραφικής με την ποίησή του.

Σχετικά με τους πίνακες τώρα, ισχυρίζομαι ότι δεν είμαι ο μαιτρ ζωγράφος, αλλά απλώς ένας υποψιασμένος αισθητικά άνθρωπος, επειδή είχα περάσει κι από το δημιουργικό τμήμα της διαφήμισης και ήξερα τι σημαίνει σχέδιο και χρώμα – είχα και καλούς φίλους οι οποίοι μου άνοιξαν τα μάτια, κι αυτό το λίγο που είχα μέσα μου αναπτύχθηκε. Έτσι όταν θέλω να ξεκουραστώ, κατεβαίνω στο υπόγειο του σπιτιού μου και μπογιατίζω, παίζω με τα χρώματα. Και βγήκαν αυτά. Κάποιοι φίλοι είπαν να τα βγάλω προς τα έξω. Από τους ανθρώπους οι οποίοι ασχολούνται μαζί μου, είτε είναι εκατό, είτε πενήντα, είτε τριάντα, το 1/10 ή το 1/5 είναι γνωστοί μου – οι υπόλοιποι μού είναι άγνωστοι. Κάπου δηλαδή διαρκώς ανακαλύπτομαι. Δεν με πειράζει αυτό. Κι ήθελα να πω ότι κάποιοι που σήμερα λείπουν, όπως ο Αναγνωστάκης, ο Χατζιδάκις, ο Τάκης Σινόπουλος, ο Γκάτσος, είχαν πάρει χαμπάρι τι συνέβαινε στην ψυχή μου. Πιστεύω πως θα χαίρονταν πολύ σήμερα για όλες αυτές τις άλλες δημιουργικές μου δράσεις. Εγώ δεν είμαι άνθρωπος του θορύβου. Πιστεύω ότι το παιχνίδι της τέχνης παίζεται σε κάποια γωνιά με το χαρτί και το μολύβι. Πέραν τούτου… Να ακόμα μια παπαδιαμαντική πλευρά του εαυτού μου. Δεν είναι δυνατόν να συγκριθώ εγώ με τη μεγαλοφυΐα του σπουδαίου αυτού κρουνού που λέγεται Παπαδιαμάντης. Αλλά τον τρόπο της ζωής του, ναι, θα ήθελα να τον μιμηθώ.

Για κάποιες επιλογές σας να ρωτήσω; Ό,τι θες. Αν μπορώ να απαντήσω. Γιατί οι ερωτήσεις είναι πολλές, οι απαντήσεις είναι ελάχιστες. Δεν μπορούμε να απαντάμε σε όλα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ονομάσατε τη συλλογή σας Μαύρο δάσος. Το Μαύρο δάσος δεν είναι τυχαίος τίτλος για τη συλλογή αυτή που περιλαμβάνει σχεδόν το σύνολο των έργων μου – σε ένα δύο χρόνια θα πρέπει να κυκλοφορήσει κι ο τρίτος τόμος, για να μαζέψει το τελευταίο μέρος των ποιημάτων μου. Το Μαύρο Δάσος είναι κάπου στην περιοχή μου: είναι το Βέρμιο, το Καϊμακτσαλάν, του Βόρα που λένε σήμερα, είναι το Πίνοβο, το Μαύρο Δάσος, η Τζένα και το Πάικο. Ένας κύκλος βουνών που χορεύει γύρω-γύρω ενώ εμείς είμαστε λίγο πιο κάτω. Αυτά έχουν από 2000 ως 1600-1700 μέτρα υψόμετρο, και η Έδεσσα, ή μάλλον το χωριό των γονιών μου όπου νομίζω ότι γεννήθηκα, το Κάτω Γραμματικό, είναι στα 890, ψηλά στο Βέρμιο. Το Μαύρο Δάσος είναι ένα πιο χαμηλό βουνό του Καϊμακτσαλάν και  εγώ ανέβηκα εκεί με ένα μικρό αμαξάκι 2CV, με την τότε γυναίκα μου και με ένα φίλο μου, τον ποιητή Θανάση Πάσχο, δικό μου άνθρωπο, που πριν τέσσερα πέντε χρόνια αναχώρησε κι αυτός. Ο Σαββίδης μού έλεγε ότι το καρνέ των τηλεφώνων στα περισσότερα ονόματα έχει σταυρό μπροστά! Βάζω κι εγώ τώρα, έφτασα σε αυτή την ηλικία… Όταν πήγα μέσα του παλάβωσα! Γιατί μου θύμισε τα μυθικά δάση με τις νεράιδες, τα ελάφια, τις σπηλιές, τις πηγές και τα ξωτικά. Κι επειδή το Μαύρο Δάσος δεν κατακτήθηκε από καμιά πολιτική δύναμη – ενώ δίπλα υπήρχε το στρατόπεδο και το νοσοκομείο του Δημοκρατικού Στρατού, ο Εθνικός Στρατός δεν μπόρεσε να μπει ποτέ εκεί, ήταν οχυρωμένοι καλά – είπα πως θα ονομάσω τη συλλογή Μαύρο Δάσος. Ξέρω ότι έχει επηρεάσει πολλούς αυτή η απόφασή μου. Υπάρχουν και κάποια πνευματικά μου τέκνα που φαντάζομαι ότι θα ξεπεράσουν το δάσκαλο, κι ήδη κάποιοι δείχνουν δείγματα μιας προσωπικής γλώσσας μετά από αυτά που είπαμε εμείς οι προηγούμενοι. Αυτή είναι η συνέχεια της ζωής: πώς ο μαθητής θα ξεπεράσει το δάσκαλο – αν μπορεί. Ή μπορεί να κάνει κάτι παραπλήσιο, να μοιάζει αλλά να μην είναι το ίδιο.

Στην έκθεση Θεσσαλονίκης το Μάιο του 2018 με την Μαρία Πολίτου.

Το Μαύρο Δάσος λοιπόν είναι η δική μου καταφυγή. Όταν θέλω να ηρεμήσω, να σκεφτώ, το μυαλό μου πηγαίνει προς τα κει, και όλα τα γεγονότα, όλα αυτά τα ανταμώματα και οι ωραίοι άνθρωποι, έχω την εντύπωση ότι περάσανε από το Μαύρο Δάσος. Είναι οι δικοί μου ήρωες. Αν και ξέρω πολύ καλά ότι ο Παράδεισος κι η Κόλαση πάνε χέρι-χέρι, από τότε για μένα ο Παράδεισος είναι το Μαύρο Δάσος. Γι αυτό και πολλές φορές επικαλούμαι το Μαύρο Δάσος. Τη χλόη του, τις οξιές… Έχει κάτι οξιές σαν κοριτσόπουλα δεκατριών-δεκατεσσάρων χρονών. Οι ντόπιοι τις λένε μπούκα, η λέξη προέρχεται από το μπουμπουνητό όταν καίνε τα ξύλα στη φωτιά. Η οξιά είναι ένα πανέμορφο κορίτσι. Ο ανθρωπομορφισμός στη φύση είναι ολόκληρο πανεπιστήμιο, είναι κάτι μαγικό, οι ευαίσθητοι άνθρωποι τα πιάνουν αυτά. Γιατί ο κόσμος είναι απέραντος. Κι αν ο κόσμος αυτός κατακτηθεί από τους εμπόρους, που είναι το απευκταίον, εμείς θα πάμε σε άλλο πλανήτη! Ο Άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να πάει σε άλλο αστέρι. Για να ξαναρχίσει τα ίδια πάλι…

Μιας που αναφερθήκαμε στον Εμφύλιο: Γιατί πιστεύετε πως αυτές οι πληγές δεν κλείνουν με τίποτα; Πιστεύω πως ο ελληνικός Εμφύλιος είναι μεγάλη τομή. Γιατί από τη μία πλευρά υπήρχε η εντολή των Συμμάχων να κρατηθεί η χώρα έξω από όλες αυτές τις επιρροές, κι από την άλλη πλευρά υπήρχε η διάθεση αυτή η χώρα να ελευθερωθεί. Τι κάναμε το ΄20 και το ΄30; Προσπαθήσαμε να υπάρξουμε. Από κει και πέρα πια, μείναμε υποχείριοι του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου της εποχής εκείνης. Από τότε έχουμε χρέη, δεν έχουμε τώρα. Λίγες είναι οι κυβερνήσεις οι οποίες προσπάθησαν να φέρουν τα έσοδα και τα έξοδα κοντά. Η άλλη πλευρά λοιπόν προσπαθούσε, με αγαθές για μένα προθέσεις, να μην είναι προτεκτοράτο, να μην είναι μια ακόμα επαρχία της Ευρώπης.  Και δεν μιλώ για τα εγκλήματα, γιατί σε κάθε πόλεμο οι φόνοι γίνονται και από τις δύο πλευρές, και δεν ξέρω πόσο δικαιολογημένος είναι ο φόνος είτε από τη μία είτε από την άλλη. Εγώ καταδικάζω το φόνο από όπου κι αν προέρχεται. Όμως η Ελλάδα έχει τον πολιτισμό, έχει τις δυνάμεις, έχει τα δεδομένα να ευτυχήσει και να τρώει με χρυσά κουτάλια, που λένε. Και εν πάση περιπτώσει, να μην έχουμε αυτό το μπάχαλο που συμβαίνει σήμερα στη χώρα. Αυτή είναι η άποψή μου, και δεν βλέπω να πέφτω μακριά από την αλήθεια. Ένας πίνακάς μου λέγεται «Οι Δρόμοι του Πεσσόα». Αυτός ο αξιόλογος – όχι σπουδαίος για μένα – συγγραφέας έλεγε: Ο δικός μου Θεός δίνει στον άνθρωπο ευθείς δρόμους. Αυτούς να ακολουθήσουν για να φτάσουν σε ποθητά αποτελέσματα. Τώρα, ποιοι είναι γι αυτόν οι ευθείς δρόμοι… Ο πίνακας λοιπόν έχει τη σκάλα των χρωμάτων από το μαύρο στο μπλε, στο μωβ, στο κόκκινο κ.λπ., και πάνω-πάνω τη δική μου άποψη για τους δρόμους του Πεσσόα: ένα καραβάνι. Είναι οι δικοί μου άνθρωποι οι οποίοι ψάχνουν το ακόμα πιο πέρα. Γιατί ποτέ δεν τελειώνει η αναζήτηση.

Πάντα ψάχνουμε το καλύτερο. Όχι στα λόγια, αλλά και στην πράξη. Γιατί οι θεωρίες είναι σπουδαίες, η επανάσταση είναι εύκολο πράγμα όταν το απόγευμα επικρατεί, αλλά το βράδυ, όταν αρχίζουν και συγκεντρώνονται τα προβλήματα της επόμενης μέρας, τότε γίνεται δύσκολη. Άρα η εφαρμογή είναι αυτή που μετράει.

Γιώργος Βουδικλάρης

Share
Published by
Γιώργος Βουδικλάρης