(Ημερομηνία πρώτης δημοσίευσης: 28/10/2017)
Δεν συνειδητοποιούμε πόσα τραγούδια που έχουν στοιχειώσει πάνω στα χείλια μας είναι δικά του. Η Μαρκίζα. Η Δίκοπη ζωή. Τα Λόγια και τα Χρόνια. Το Τραίνο Φεύγει στις Οκτώ. Του Κάτω Κόσμου τα Πουλιά. Η Ατέλειωτη Εκδρομή. Και τόσα, μα τόσα άλλα. Ο ίδιος το αντιμετωπίζει με σεμνότητα εξωπραγματική, αλλά απολύτως γνήσια. Με θεατρική αφορμή αυτή τη φορά, το ανέβασμα του έργου του Ο Πατέρας του Άμλετ, έγινε αυτή η συνομιλία με το Μάνο Ελευθερίου.
Χαίρομαι πολύ που επιτέλους κάνουμε αυτή την κουβέντα! Μην περιμένεις ότι θα σου πω τίποτα σπουδαία πράγματα. Διαβάζω συνεντεύξεις καλλιτεχνών, συγγραφέων κλπ και τρομάζω με αυτά τα ωραία πράγματα που λένε. Ακόμα και νέες ηθοποιές (έτσι θα τις πω!), λένε πάρα πολύ ωραία πράγματα. Και οι ηθοποιοί, η νεώτερη γενεά, έχουν αλλάξει τελείως, αυτό μου κάνει εντύπωση. Και οι σκηνοθέτες βέβαια, και φυσικά και οι συγγραφείς. Μαζεύω από χρόνια αποκόμματα εφημερίδων, συνεντεύξεις και τέτοια. Αλλά πού να τα βάλεις; Είναι εκατοντάδες, είναι εξοντωτικό.
Τελικώς το πρόβλημα δεν είναι μόνο χρόνου, αλλά και χώρου. Ναι. Τώρα που θα μετακομίσω κιόλας, πού θα πάνε αυτά τα πράγματα; Πολλά θα φύγουν βέβαια. Στέλνω βιβλία στην πατρίδα μου, τη Σύρο, στη Δημοτική Βιβλιοθήκη. Να φύγουν τουλάχιστον τα βιβλία όλα. Είμαι και σε μια ηλικία που δεν θα μου χρειαστούν. Γιατί στους οίκους ευγηρίας επιτρέπεται να πάρεις πολλά πράγματα. Αλλά δεν μπορείς να πάρεις έπιπλα – πολλοί παίρνουν και έπιπλα τα οποία μετά το θάνατό τους μένουν στον οίκο ευγηρίας. Έχω πάει σε πολλούς για φίλους μου, που τώρα πια δεν ζούνε, και τα έχουν εκτεθειμένα στις μεγάλες αίθουσες του εστιατορίου και λένε: Δωρεά της κυρίας Τάδε, Εις Μνήμην του κυρίου Τάδε. Έλεγα λοιπόν πως όταν πάω στον οίκο ευγηρίας, πέντε-δέκα βιβλία θα τα πάρω οπωσδήποτε μαζί μου. Τον Παπαδιαμάντη οπωσδήποτε. Τελικά έστειλα και τους πέντε τόμους των απάντων του στην οριστική έκδοση του Τριανταφυλλόπουλου κάτω στη Σύρο. Τους έχω δώσει καμιά σαρανταριά χιλιάδες βιβλία – παραπάνω, σαράντα τρεις πρέπει νά’ ναι. Κι έχω κι ένα χώρο που στέλνω στην Αστυπάλαια, όπου με έχουν ανακηρύξει και επίτιμο δημότη. Αποφάσισα λοιπόν ως αντίδωρο να τους χαρίσω βιβλία. Τώρα βρήκα κι ένα άλλο αποκούμπι, το Ίδρυμα Λασκαρίδη στον Πειραιά. Τους χάρισα τους δίσκους που είχαν τραγούδια δικά μου, από ένα έως δώδεκα. Διακόσιοι τριάντα δίσκοι, και καμιά τριανταριά σαράντα πέντε στροφών. Μερικά τα έχω σε cd. Τα άλλα λέω τέρμα, δεν με ενδιαφέρουν καθόλου. Δεν έχει κανένα νόημα να τα κρατάω. Αν τύχει να τα ακούσω κάποια μέρα στο ραδιόφωνο, έχει καλώς. Να τα έχω να τα δείχνω πού; Σε ποιον; Θα περιμένω κάποιον που ενδιαφέρεται σε δέκα χρόνια; Σε δέκα χρόνια δεν θα ζω. Κινδυνεύω από στιγμή σε στιγμή, γιατί σε ένα δύο χρόνια θα πατήσω τα ογδόντα. Τους έδωσα και τη βιβλιογραφία μου, καμιά εικοσαριά κουτιά.
Ας μιλήσουμε και για το θέατρο. Περάσατε κι από δραματική σχολή. Από πολλές. Κατ’ αρχήν ήμουνα ενάμιση χρόνο στο Εθνικό Θέατρο, κι έκανα και σπουδαίες φιλίες από κει. Παρακολούθησα μαθήματα από μεγάλους δασκάλους. Από το Μινωτή, που ήταν σπουδαίος δάσκαλος. Εμένα το μυαλό μου ήταν στο πώς γράφεται ένα θεατρικό έργο. Βεβαίως έμαθα πολλά. Το σημαντικό είναι πως ήταν η αφορμή για να αγοράζω βιβλία θεατρικά και να τα διαβάζω, να δω πολλές παραστάσεις, την κίνηση, πώς γίνεται το κόλπο των ερωταποκρίσεων, τι προηγείται, πώς κορυφώνεται, και κλείνει η αυλαία και βγαίνει έξω ο κόσμος και λέει: Τι αριστούργημα! Ήθελα να δω αυτή τη διαδικασία, πώς γίνεται. Αλλά αυτό το πράγμα δεν το διδάσκουν βεβαίως. Απλά μαθαίνεις 2-3 πραγματάκια. Ε, μετά σπούδασα θέατρο, στη σχολή Σταυράκου, ως κανονικός μαθητής, αλλά ούτε εκεί βρήκα αυτό που έψαχνα. Είχε σπουδαίους δασκάλους τότε όμως, στον κινηματογράφο είχαμε το Ροβήρο Μανθούλη. Και στο θέατρο είχαμε το Χρήστο Βαχλιώτη, τον οποίο πια δεν τον ξέρει κανένας, αλλά υπήρξε μια τεράστια μορφή. Διάβαζα πολύ θεατρικά έργα, ως κείμενα. Ε, από εκεί κάτι έμαθα. Έτσι βγήκε κι αυτός ο μονόλογος
Ο Πατέρας του Άμλετ. Ναι. Εγώ δεν ήθελα να βάλω τη λέξη Άμλετ, το σκεφτόμουνα αν έπρεπε. Βέβαια κατά τη διάρκεια του έργου αναφέρεται σε μια στιγμή. Τέλος πάντων, μια φορά μέσα στη μιάμιση ώρα λέω: ας ακουστεί ένα όνομα για να εντοπίσω ακριβώς ποιος μιλάει σε ποιον. Κι ο Θοδωρής Γκόνης αποφάσισε να ονομαστεί το έργο Ο Πατέρας του Άμλετ. θα εκδοθεί και σε βιβλίο σε λίγες μέρες.
Γιατί σας απασχόλησε αυτό το θέμα; Από χρόνια έχω μια ψύχωση με τον Άμλετ σαν έργο και σαν προσωπικότητα. Είναι ένα από τα μεγάλα αριστουργήματα των αιώνων. Αλλά δεν είναι το μοναδικό έργο που με έχει τινάξει στον αέρα. Οι αρχαίοι τραγικοί πρώτα-πρώτα, οι Οιδίποδες του Σοφοκλή. Εκει τα πράγματα είναι πολύ άγρια. Βεβαίως ο Σαίξπηρ είναι ισάξιος με τους αρχαίους τραγικούς μας.
Και για το Γιώργο Χειμωνά είχατε γράψει το Ο Άμλετ της Σελήνης. Ναι. Επειδή τον είχε μεταφράσει ο Γιώργος. Ως αναφορά.
Και πάλι για το Χειμωνά είχατε γράψει το Είσαι η Πρέβεζα και το Κιλκίς. Α, ναι. Πού το θυμάσαι… Μου έλεγε κάτι για το Κιλκίς ο Γιώργος, γι αυτό το έγραψα…
Τι σας έλεγε; Διάφορα πράγματα. Είχε πάει στο Κιλκίς και του άρεσε, και το πέρασα μέσα εκεί.. Δεν μπορώ να θυμηθώ ύστερα από τόσα χρόνια, 30-40 περίπου. Ήμουνα πολύ δεμένος με αυτή την οικογένεια. Κι η Λούλα πεθαίνοντας ήθελε να την ξεπροβοδίσουμε με το Το Τραίνο Φεύγει στις Οκτώ.
Οι κήρυκες που λέγατε σε αυτό το τραγούδι, είναι αυτοί για τους οποίους μιλούσε ο Χειμωνάς στους Χτίστες; Ναι. Αυτοί είναι. Αλλά οι κήρυκες του Χειμωνά ήρθανε μετά. Το συγκεκριμένο υπήρχε σε μια συλλογή, τα Ξόρκια, που είχαν κυκλοφορήσει σε ιδιωτική έκδοση το 1973.
Πολλές φορές έχω αναρωτηθεί για διάφορες αναφορές σε τραγούδια σας. Ο Κώστας Μίχος, ας πούμε, ποιος ήταν; Ήταν ένας φίλος μου, Κώστας Μιχαλόπουλος λεγόταν, ο οποίος τον Αύγουστο του ’74 αυτοκτόνησε σε ηλικία 36 χρόνων. Ήταν ποιητής. Είχε σπουδάσει πολιτικές επιστήμες στο Παρίσι αφού τελείωσε νομικά στη Θεσσαλονίκη. Ήταν από τους σπουδαίους φίλους μου. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές, κι η Μαριέττα Ριάλδη είχε παίξει στο θέατρό της τρία δικά του μονόπρακτα. Δυστυχώς έχω ελάχιστα γραπτά του, τα δύο βιβλία που έβγαλε όσο ζούσε, και δεν έχω τα θεατρικά, δεν τα ξέρουμε. Και όλο μου έλεγε η Μαριέττα ότι θα ψάξει στο αρχείο της να τα βρει, αλλά δεν έγινε γιατί πέθανε ξαφνικά. Αν κάποτε μου δοθεί η χάρη να δω τον αδελφό της, θα τον ρωτήσω αν μπορώ να αγγίξω το αρχείο της, ή αν το χαρίσει κάπου, να ψάξω να τα βρω.
Τη ζωή σας έχετε σκεφτεί να τη γράψετε ποτέ; Πού; Δεν ενδιαφέρουν αυτά τα πράγματα.
«Οι ζωές των ανθρώπων που ασχολούνται με τα γράμματα και τις τέχνες έχουν ενδιαφέρον όταν είσαι σπουδαίος. Να διαβάσει κανείς τη ζωή του Μαρσέλ Προυστ ή του Μπαλζάκ το καταλαβαίνω. Τη ζωή τη δική μου θα διαβάσει, τρελός είναι;»
Το πιστεύετε πως δεν ενδιαφέρει κανέναν; Οι ζωές των ανθρώπων που ασχολούνται με τα γράμματα και τις τέχνες έχουν ενδιαφέρον όταν είσαι σπουδαίος. Να διαβάσει κανείς τη ζωή του Μαρσέλ Προυστ ή του Μπαλζάκ το καταλαβαίνω. Τη ζωή τη δική μου θα διαβάσει, τρελός είναι;
Σεβόμενος τη μετριοφροσύνη σας δεν θα μπω στη διαδικασία να μιλήσω για την αξία σας. Όμως για αυτά που έχετε ζήσει και τους ανθρώπους που έχετε γνωρίσει, εγώ θα ήθελα πολύ να τα διάβαζα. Για να πω δυο-τρία ονόματα, τις σχέσεις μου με το Γκάτσο ας πούμε; Ή τον Ελύτη; Δε βαριέσαι… Αφού υπάρχουν σπουδαίοι άνθρωποι που γράφουνε γι αυτά. Ας τα γράψουν εκείνοι. Αν υπάρχει πουθενά κανένα λάθος καραμπινάτο, θα πάρω όποιον το γράψει τηλέφωνο και θα το πω.
Οι δικές σας μνήμες από το Γκάτσο ποιες είναι; Προσωπικές ήταν κυρίως. Μου έκανε εντύπωση η μνήμη του. Ήξερε τραγούδια αλλονών απέξω. Ήταν φοβερός σε αυτό. Και διάβαζε πάρα πολύ, ήταν ενημερωμένος για όλα, και για δεύτερα πράγματα, όχι μονάχα για τα σπουδαία. Διάβαζε ακόμη και τα λαϊκά περιοδικά.
Μεγαλώσατε στην Ερμούπολη. Πώς ήταν να μεγαλώνει κάποιος εκεί τότε; Όπως όταν μεγαλώνει κάποιος σε μια επαρχία. Και την περίοδο που ήμουν εγώ ακόμη υπήρχε ο τρόμος. Βέβαια ο εμφύλιος δεν ήταν αυτό που συνέβαινε στην Αθήνα ή από τη Λαμία και πάνω όπου γινόταν πόλεμος, αλλά η σκιά του υπήρχε κάτω στη Σύρο. Βεβαίως. Υπήρχαν οι υπεύθυνες δηλώσεις, οι ατιμίες, οι βρωμιές, η υστερική προσήλωση προς την εκκλησία για να δείχνουν στους διοικητές των Αστυνομικών Τμημάτων ότι είναι θρησκόληπτοι. Υπήρχε ένας αριστερός ο οποίος τα έκανε αυτά τα πράματα για να μη δίνει αφορμές, ενώ ήταν οργανωμένος άγρια! Κι έκανε και καλή δουλειά… Έριχνε στάχτη στα μάτια, που λέμε. Κι εκείνο που είχε σημασία στην επαρχία, εκείνη την εποχή τουλάχιστον, ήταν οι ελλείψεις αγαθών. Δεν υπήρχε τίποτα – ή υπήρχαν και ήταν πάρα πολύ ακριβά για να τα πάρει ένας άνθρωπος μισθοσυντήρητος.
Έτσι βρεθήκατε στην Αθήνα; Στην Αθήνα ήρθα δεκατεσσάρων – δεκαπέντε χρονών κι ήταν τελείως διαφορετικά τα πράγματα. Στην επαρχία υπάρχουν ακόμη και σήμερα ορισμένες στέρεες βάσεις που μπορεί να μεγαλώσει κανένας. Βέβαια με όλα τα κακά που μπορεί να έχει μια επαρχία. Η απομόνωση, για παράδειγμα, που είναι πολύ άγριο πράγμα. ….Και το μικρό χωριό μεγάλη κακία, που λένε, ισχύει απόλυτα. Διότι οι άνθρωποι ζηλεύουν με το ελάχιστο που θα κερδίσεις. Μπορεί να σου πέσουν στο λαχείο πενήντα-εκατό ευρώ στο λήγοντα και να σε μισήσουν. Οπότε φαντάσου το μίσος που θα υπάρχει αν κερδίσεις ένα εκατομμύριο ευρώ… Αλλά αυτό συμβαίνει και στην Αθήνα βέβαια, έτσι; Στην επαρχία όμως είναι ανελέητοι. Εκείνα τα χρόνια, έτσι και σε μισούσαν, έπρεπε να σε δούνε πεθαμένο για να σε συγχωρέσουν. Και στην κηδεία σου θα ερχόντουσαν με μισή καρδιά, κατά βάθος ευχαριστημένοι που έφυγες από το χώρο.
Να μιλήσουμε και για τις συνεργασίες σας. Χτες το βράδυ πήγαμε με το Γιώργο Νταλάρα και είδαμε το Μίκη Θεοδωράκη. Ήτανε μια χαρά, είχε ανάγκη να μιλήσει, ίσως είχε μέρες, αν και βλέπω ότι πάει κι έρχεται κόσμος. Έχουμε κάνει πολλά τραγούδια μαζί, μου φέρθηκε πολύ ωραία.
Με πρώτο εκείνο τον περίφημο δίσκο, Τα Λαϊκά… Ναι. Αυτός βγήκε πρώτα στη Γερμανία, μετά στο Παρίσι με τη Μαρία Δημητριάδη και τον Αντώνη Καλογιάννη και ύστερα εδώ έκανε μια δεύτερη εκτέλεση ο Μανώλης Μητσιάς. Ωραία τα είπε, πάρα πολύ ωραία. Είναι μεγάλος τραγουδιστής αυτός. Κι ύστερα δουλέψαμε πάλι μαζί με το Μίκη, και σε άλλα. Περάσαν τα χρόνια…
Σκέφτομαι αυτό που μου είπατε πριν. Είναι χαρακτηριστικό των Ελλήνων ο φθόνος; Όχι, σε όλο τον κόσμο υπάρχει. Τα σύνορα είναι στο μυαλό του καθενός. Όλοι οι άνθρωποι είναι το ίδιο. Σε μια δύσκολη ώρα δεν συμπεριφέρονται σύμφωνα με αυτό που είναι, αλλά με αυτό που δεν είναι. Και τρελαίνεσαι. Λες: πώς αυτός ο άνθρωπος γύρισε ξαφνικά σελίδα στη ζωή του κι έγινε αυτό που δεν έπρεπε να γίνει; Σε μια περίοδο μεγάλων ανακατατάξεων στη χώρα, μια γυναίκα φοβόταν να μιλήσει – κατά τη δικτατορία στην Αλβανία, μου έλεγε μια κυρία πως δεν έλεγε ότι κάτι δεν της αρέσει, μην τύχει και την καταδώσει ο άντρας της! Καταλαβαίνεις λοιπόν πού μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος όταν υπάρχει από πάνω του ένας πέλεκυς. Εμένα ο θάνατος δεν με ενδιαφέρει, εκεί ο πέλεκυς είναι μια και καλή, μια κι έξω, σε κόβει και τελειώνεις. Εκείνο που φοβάται κανείς είναι ο πόνος, τα μαρτύρια, τα βασανιστήρια. Αυτό το θέμα το πιάνει Ο Πατέρας του Άμλετ. Τον διδάσκει τον Άμλετ, του λέει: Έχεις πάει σε ανάκριση; Δεν έχει πάει ο Άμλετ, ο άλλος όμως τα ήξερε αυτά τα πράγματα. Δεν ήτανε μπουμπούκι ο πατέρας του, δεν κατέβηκε από τον Παράδεισο, από την Κόλαση ήλθε… Είχε κάνει τις πουστιές του κάτω στη γη. Πρέπει να ήταν και κρυπτοκαθολικός, γιατί πρέπει να περάσει πρώτα από την Κόλαση, μετά να πάει στο Καθαρτήριο, όπως πολύ σωστά τα λέει ο Δάντης, και μετά να πάει, αιώνια πια, στον Παράδεισο, εκ δεξιών του Πατρός. Για την ώρα είναι στην Κόλαση Γιατί πήγε εκεί; Και στον Σαίξπηρ υπάρχει αυτό. Ετιμωρείτο εκεί. Κι έτσι τιμωρημένος κατέβηκε για να καταγγείλει τον αδελφό του που τον σκότωσε. Είναι άσχημο πράγμα η αδελφοκτονία. Η πρώτη άγρια πράξη που έγινε στο ανθρώπινο γένος. Ξεκινάει η ανθρωπότητα με ένα φόνο αδελφού από αδελφό. Επομένως είμαστε όλοι… Από την πρώτη στιγμή οι άγιοι μας έχουν γράψει στα παλιά τους τα παπούτσια!
Πότε καταλάβατε ότι ο δρόμος της ζωής σας ήταν το γράψιμο; Δεν το καταλαβαίνει κανείς. Χωρίς να το καταλάβει, κάθεται και γράφει. Αντί να πας στον κινηματογράφο, στο θέατρο, στο ποδόσφαιρο, λες: εγώ θα κάτσω να γράψω. Και κάθεσαι και γράφεις και σου γίνεται χούι πια. Δεύτερη φύση. Δεν μπορείς να ξεφύγεις από το γράψιμο. Υπάρχουν άνθρωποι βέβαια που κάποια στιγμή, ύστερα από πολύ γράψιμο, σταματούν να γράφουν. Φαντάζομαι όμως ότι εκείνοι που δεν γράφουν από την αρχή πρέπει να είναι πολύ λίγοι. Οι περισσότεροι όμως ξεκινούν από ποιήματα, τα οποία δεν δημοσιεύουν, τα κρατάνε στο αρχείο τους, για να θυμούνται ότι τα έγραψαν όταν ήταν νέοι. Και ξέρω και περιπτώσεις που τα έσκισαν θεωρώντας τα άθλια και διάλεξαν κάτι άλλο: έγιναν γιατροί, δικηγόροι, κουρείς… «Κι εγώ όταν ήμουνα μικρός έγραφα», λένε. Κι όταν λένε μικρός εννοούν 25-30 χρόνων. Έχουν το θάρρος της γνώμης τους.
Κι εσείς ποιήματα γράψατε πρώτα; Βέβαια. Και πριν γράψω τραγούδια είχα δημοσιεύσει την πρώτη μου ποιητική συλλογή, το ’62, που λεγόταν Συνοικισμός. Πάει αυτό. Δεν ήταν για πέταμα, όπως έλεγε κι ο Καβάφης. Υπάρχουν 2-3 ποιηματάκια εκεί που είναι καλούτσικα. Τα ξαναδιάβασα ύστερα απ΄30 χρόνια. Τώρα έχω χρόνια να τα δω, δεν τα διαβάζω τα δικά μου. Έχω ένα αντίτυπο μόνο.
Βλέποντας την ψυχραιμία με την οποία βλέπετε το έργο σας αναρωτιέμαι από αυτά που έχετε γράψει ποια σας αρέσουν πιο πολύ τώρα πια. Δεν ξέρω. Ξέρω τι δεν μου αρέσει καθόλου! Ξέρω τι θέλει γράψιμο ξανά από την αρχή – αν έχω κέφια, διάθεση και χρόνο. Μια ωραία υπόθεση είναι: ένας άνθρωπος πέφτει σε ένα πηγάδι. Το είχα γράψει, και σκέφτομαι να το ξαναρχίσω. Να τελειώσω όλες αυτές τις εκκρεμότητες που έχω, δεν θα αργήσω. Ένας συγγραφέας λοιπόν πέφτει σε ένα πηγάδι. Είναι σύνηθες περιστατικό. Πριν τρία χρόνια έπεσε σε πηγάδι η κόρη του Μίκη Θεοδωράκη. Υπάρχουν πηγάδια στην επαρχία σε χωράφια που περπατάς αμέριμνος, δεν υπάρχει τοιχίο γύρω τους, τα καλύπτουν τα χόρτα και πέφτεις μέσα χωρίς να το καταλάβεις. Ακόμα και στη Σύρο τα τελευταία χρόνια έχουνε πέσει τρεις! Στο βιβλίο που είχα βγάλει, Άνθρωπος στο Πηγάδι, είχα αναφέρει και τέτοια αληθινά περιστατικά. Μέσα στο πηγάδι, λοιπόν ο συγγραφέας σκέφτεται, για να μην τρελαθεί, να γράψει για τον πατέρα του Άμλετ! Εκεί έβαλα την υπόθεση αυτή. Από εκεί φωτοτύπησα σε μεγέθυνση τις σχετικέ σελίδες, έσβησα ό,τι δεν χρειαζόταν, και μετά πρόσθετα. Αυτό κράτησε καμιά δεκαριά χρόνια. Και βγήκε το τωρινό κείμενο. Έτσι δουλεύεται κάθε τι που κάνω. Αρκεί να έχω κέφι.
Εσείς σε ποιο πηγάδι είχατε πέσει κι αποφασίσατε να το κάνετε αυτό; Είμαι συνεχώς σε ένα πηγάδι. Το θέμα είναι ότι ζητάς βοήθεια και δεν υπάρχει κανένας. Ή δεν σε ακούνε, ή δεν μπορείς να φωνάξεις. Εκεί είναι τα δύσκολα… Ή είναι πολύ μακριά οι άνθρωποι. Δεν είναι απαραίτητο ότι σε σνομπάρουν ή ότι κάνουν ότι δεν ακούνε. Πώς να ξέρουν ότι σε απόσταση πενήντα μέτρων υπήρξε κάποτε εκεί ένα πηγάδι; Και τα πηγάδια, από τα αρχαία χρόνια, έχουν κάτι το σκοτεινό. Σε πολλά παιδικά μου παραμύθια που μου έλεγε η γιαγιά μου από εκεί έβγαιναν τη νύχτα δράκοι, πλάσματα… Γι αυτό όταν περνάς από πηγάδι δεν πρέπει να μιλάς, για να μη σου κλέψει τη φωνή ο δράκος. Άγριες ιστορίες για να τρομάζουν τα μικρά παιδιά!
Γιατί να τα τρομάζουν; Για να κοιμηθούν και να έχουν εφιάλτες τη νύχτα! Αυτά τα μυαλά είχαν τότε οι άνθρωποι…
Ούτε αγαπημένα τραγούδια έχετε από τα δικά σας; Έχω πολλά αγαπημένα αλλονών! Εντάξει, μερικά μου αρέσουν ιδιαίτερα. Ήμουνα τυχερός στα τραγούδια γιατί όλους σχεδόν τους συνθέτες τους βρήκα στην καλύτερή τους στιγμή. Ιδίως στις μεγάλες ενότητες που κάναμε. Με τα χρόνια αλλάζουν τα πράγματα. Οι νεώτεροι διαφέρουν. Είναι αλλιώς όταν δουλεύεις με τους νεώτερους. Τώρα τελευταία γνώρισα δυο-τρεις νέους, 23-24 χρονών… Και μια κοπέλα καταπληκτική.
Μεγάλες ενότητες. Ο Άγιος Φεβρουάριος, ας πούμε… Αυτά είναι κάτι τραγούδια για χαμένα πράγματα. Που έχουν χαθεί οριστικά – όπως η Σμύρνη. Ο Μούτσης τότε ήταν στην καλύτερή του περίοδο, η οποία συνεχίστηκε για πάρα πολλά χρόνια. Έβγαζε το ένα αριστούργημα μετά το άλλο, κατά συρροήν. Το Να!, το Φράγμα, το Ενέχυρο, την Τετραλογία – που νομίζω πως είναι το αριστούργημα του. Τώρα βέβαια έχει αποσυρθεί.
Κι η Θητεία με το Μαρκόπουλο ήταν μεγάλη στιγμή. Έπρεπε να έβλεπες όταν παιζόταν στη Λήδρα στην Πλάκα, πριν κυκλοφορήσει σε δίσκο. Ο Μαρκόπουλος είχε την πρόνοια, για να δει και τις αντιδράσεις του κοινού, να διορθώσει ίσως αν ήθελε, κι έπαιζε τα έργα του μπροστά σε κοινό πριν τα ηχογραφήσει. Γινόταν χαμός κάθε βράδυ! Ώσπου μια φορά η Ασφάλεια μυρίστηκε τι γίνεται…
Ήταν μέσα στη χούντα… Ο δίσκος κυκλοφόρησε μετά; Νομίζω μέσα στη χούντα κυκλοφόρησε. Πριν πέσει λίγο, το ’74. Η Θητεία ήταν μια όπερα. Και μετά διαλέξαμε αυτά τα κομμάτια.
Τώρα πώς τη βλέπετε, χωρίς τη φόρτιση της τότε εποχής; Παίζεται ακόμα στα ραδιόφωνα. Τακτικά. Και σε πολλές συναυλίες τραγουδιστές λένε Τα Λόγια και τα Χρόνια τα Χαμένα. Κι έχουν περάσει σαράντα τόσα χρόνια… Και τον Άγιο Φεβρουάριο ακούω συνεχώς στο ραδιόφωνο. Έπαιξαν βέβαια ρόλο κι οι θαυμάσιες ερμηνείες των τραγουδιστών σε όλα αυτά.
Φαίνεται πως έχουμε ακόμα Λόγια και Χρόνια Χαμένα. Γι αυτό; Δεν ξέρω. Μπορεί…