Ο Έλληνας που ζει στην Κριστιάνια μιλάει στην Popaganda

Περνάω κάτω από την πινακίδα που με πληροφορεί ότι μόλις άφησα πίσω μου την Ευρωπαϊκή Ένωση και το πρώτο πράγμα που συναντάω είναι κάποιοι έφηβοι σκεϊτάδες επάνω σε μια πλατφόρμα που θυμίζει «άγριο κύμα στον Ατλαντικό». Ρολάρουν ακούγοντας αυθεντικό, δανέζικο ραπ. Λίγο πιο κάτω, καμιά σαρανταριά άτομα συζητούν για πόστα εργασιών: ξυλουργείο, ποδηλατάδικο, στάβλοι, μίνι μάρκετ, χορτοφαγικό εστιατόριο, βιολογικό παντοπωλείο. Προχωράω και βρίσκομαι μέσα σε ένα δάσος. Μέσα στην περιπλάνησή μου, πέφτω επάνω σε κάποιους αλαφιασμένους τύπους με κολάν που κάνουν τζόκινγκ, σε παρέες που αράζουν στο γρασίδι και χειμερινούς κολυμβητές που τσαλαβουτούν γυμνοί αδιαφορώντας για το κρύο και τον -1C.Την ίδια στιγμή, παραδίπλα, εκατοντάδες τουρίστες αγοράζουν αναμνηστικά από μια ινδή, αυστηρή γιαγιά και προσπαθούν να βγάλουν φωτογραφίες στη ζούλα μιας και οι κανονισμοί το απαγορεύουν ρητά. Ανάμεσά τους βολτάρουν μπλαζέ χίπστερς με υπερμεγέθη γυαλιά μυωπίας (ακόμα;) και μικροσκοπικά σκουφάκια α λα Μάντσεστερ εν έτει 1978, χίπιδες κάθε ηλικίας και εθνικότητας, μεταλάδες, πανκιά και μεθυσμένοι πενηντάρηδες Γροιλανδοί που χορεύουν Bananarama, στο θρυλικό μπαρ «Woodstock». Το σκηνικό συμπληρώνουν ομάδες κοντοκουρεμένων δανών σε μέγεθος (τρίφυλλης) ντουλάπας, οι οποίοι παρέα με τα πίτμπουλ τους πουλάνε κάθε είδους ελαφρύ ναρκωτικό και επιδεικνύουν την πραμάτεια τους επάνω σε τραπεζάκια ολόιδια με αυτά που βρίσκονται στο Μοναστηράκι γεμάτα με μπιχλιμπίδια.

Όνειρο ανδαλουσιανού σκύλου; Μπα, πρόκειται απλώς για μία συνηθισμένη μέρα στην Κριστιάνια, ένα από τα νησάκια που απαρτίζουν την Κοπεγχάγη. Μία πόλη μέσα στην πόλη, πρώην στρατιωτική βάση, νυν παράδεισος αλληλεγγύης, αυτό-οργάνωσης και τουρισμού. Μία «ελεύθερη πολιτεία» η οποία φιλοξενεί περίπου 1000 μόνιμους κατοίκους και εκατοντάδες τουρίστες. Πολλοί χαρακτηρίζουν την Κριστιάνια «κοινωνικό πείραμα». Οι κακές γλώσσες θα έλεγαν ότι αυτό γίνεται για να ερευνηθούν οι τρόποι εκτόνωσης κάθε κοινωνικοπολιτικής ανησυχίας μιας ασυμβίβαστης γενιάς (name it ‘70s). Οι πιο κακές, ότι κάποιοι μελετούν πώς ακριβώς ελέγχεται το εμπόριο ναρκωτικών (ελαφρών πάντα) αλλά και πώς μια κατά τ’ άλλα τυπική σκανδιναβική πόλη καταφέρνει και εντάσσεται στη λίστα με τους πιο hot τουριστικούς προορισμούς του Βορρά.

Τι λέει όμως για την φημισμένη Κριστιάνια ένας Έλληνας που ζει εκεί τα τελευταία 20 χρόνια; Πώς από Λεωνίδας και απλός τουρίστας, έγινε ο μόνιμος κάτοικος-φίρμα που ακούει στο όνομα «Greco»; Ο ίδιος πάντως ισχυρίζεται ότι ο πραγματικός σταρ της υπόθεσης είναι ο σκύλος του, ο Έκτορας.

«Έφυγα από την Ελλάδα το ‘78. Ήμουν 18 χρονών και δεν άντεχα άλλο την κατάσταση τότε. Όλοι με πίεζαν να οργανωθώ, αναρχικοί, κομμουνιστές ακόμα και δεξιοί. Εγώ δεν ήθελα να ανήκω σε καμιά ομάδα. Ήθελα την ανεξαρτησία μου. Εκείνο το καλοκαίρι το πέρασα ταξιδεύοντας στο Αιγαίο με μία τσάντα στο χέρι. Το σχέδιο ήταν απλό: πηγαίναμε με τους κολλητούς μου σε μία καφετέρια στο λιμάνι του Πειραιά και περιμέναμε να βρούμε καμιά τουρίστρια να μας πάρει μαζί της στα νησιά. Τελικά δε μας έκατσε καμία και ξεκινήσαμε μπακούρια. Όλη μέρα αραχτοί στην παραλία και όταν ξεμέναμε από λεφτά δουλεύαμε σε όποια δουλειά μας λάχαινε. Έτσι γνώρισα και την -δανή- πρώην γυναίκα μου. Δούλευα σε ένα σουβλατζίδικο και ήρθε να φάει γύρο. Το καλοκαίρι τέλειωσε, εγώ γύρισα στο πατρικό μου στη Νίκαια και έπρεπε να αποφασίσω: ή στρατός ή μπάρκο. Φυσικά διάλεξα το μπάρκο. Στην Αθήνα πνιγόμουν. Για να βρεις δουλειά έπρεπε να έχεις γνωστούς, να γλείψεις, να υποσχεθείς ότι θα τους ψηφίσεις. Δεν ήθελα να στείλω τη μάνα μου να παρακαλάει. Έφυγα λοιπόν και το πρώτο λιμάνι που πιάσαμε ήταν στη Δανία. Με το που κατέβηκα από το πλοίο ρώτησα έναν ταξιτζή που να πάω και αυτός με έστειλε στην Κριστιάνια. Μόλις έφτασα, κατάλαβα ότι θα έμενα. Συναυλίες , ροκάδικα, ελευθερία στο φουλ. Ήταν λες και μπήκα σε άλλο σύμπαν».

Ήταν διαφορετικά τότε; Η Κριστιάνια δεν έχει αλλάξει πολύ, αν εξαιρέσεις ότι εδώ που καθόμαστε ήταν κάποτε στάβλος. Η εποχή και ο κόσμος άλλαξαν. Τότε ήταν η περίοδος της ελευθερίας, τώρα της οικονομίας. Να φανταστείς εγώ είχα πολύ μακρύ μαλλί. Στην Αθήνα, τότε, ούτε γι’ αστείο, μια φορά με έπιασαν οι αστυφύλακες και με κούρεψαν με το ζόρι. Άσε που αν μάθαιναν στη γειτονιά ότι έπινα κάνα τσιγάρο, θα με φώναζαν αλήτη και πρεζάκι. Γι’ αυτούς τους λόγους την έκανα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Βέβαια, τα πρόσωπα άλλαξαν λίγο. Πολλοί έφυγαν ή πέθαναν. Η ουσία όμως παραμείνει η ίδια.

Και η Δανή τουρίστρια; Την πήρες τηλέφωνο; Ναι, αμέσως μόλις έφτασα στην Κριστιάνια την πήρα και το σήκωσε η μάνα της. Αν ήμουν στην Ελλάδα θα το είχα κλείσει, σιγά μην τολμούσα να μιλήσω στην «πεθερα». Πήρα όμως το θάρρος και με όσα αγγλικά μιλούσα, είπα «Hi, I am the Greco, I want to talk with your daughter» και έτσι μου έμεινε το παρατσούκλι. Εκείνη μόλις της είπα ότι ήμουν εδώ, έτρεξε και με βρήκε και ζήσαμε μαζί παντρεμένοι για 13 χρόνια. Κάναμε και ένα γιο, τον Σωτήρη, τώρα είναι 20 χρονών, ανεξάρτητος. Έχει τρέλα με την Ελλάδα και πάει κάθε χρόνο.

Εσύ; Κατεβαίνεις καθόλου; Σπάνια. Την Ελλάδα την έχω δει, την ξέρω. Όταν πάω ταξίδια θέλω να βλέπω μέρη καινούρια. Ινδίες, Αμερική. Χριστούγεννα, όμως, είμαι πάντα Κριστιάνια. Έχουμε παζάρι και την Πρωτοχρονιά κάνουμε ένα τεράστιο πάρτυ στο οποίο έρχονται όλοι. Από άστεγους μέχρι κυριλέ. Τσάμπα φαΐ για όλους και μετά πάρτυ μέχρι το πρωί. Τώρα που έχει μεγαλώσει πολύ η μάνα μου, θέλω να πάω να τη δω. Κάθε πρωί που ξυπνάω, λέω μέσα μου «Λεωνίδα η μάνα σου μπορεί να φύγει, πρέπει να πας». Τόσα χρόνια εδώ, έχω πάει μόνο 10-12 φορές.

Πώς ήταν στην αρχή η ζωή στην Δανία; Στην αρχή έμενα σε μια κολεκτίβα. Με ρώτησαν τι ήξερα να κάνω και τους είπα «μόνο από καράβια ξέρω αλλά δεν θέλω να ταξιδέψω». Με έβαλαν σ’ ένα σχολείο και έμαθα δανέζικα.

Δύσκολη γλώσσα. Είναι λες και μιλάνε από το στομάχι ενώ τους έχει κολλήσει ένα μήλο στο λαιμό. Τα έμαθα όμως, είχα και τη γυναίκα μου για βοήθεια. Αυτή μου μάθαινε δανέζικα κι εγώ της μάθαινα ελληνικά. Μετά ξεκίνησα να δουλεύω στις σκαλωσιές. Το πρωί στην οικοδομή και από το μεσημέρι και μετά εδώ, στην Κριστιάνια. Αμέσως με έμαθαν όλοι. Αν δουλεύεις και πληρώνεις τους φόρους, είσαι καλά.  Δεν είναι σαν την Ελλάδα που ναι μεν πληρώνεις αλλά σε αφήνουν στην πείνα. Σου σπουδάζουν το παιδί, έχεις τσάμπα νοσοκομείο, γιατρούς, σχολεία, επιδόματα, όλα. Πήρα και την υπηκοότητα και ξέγνοιασα από τις γραφειοκρατίες.

Έχουν πάντως αρκετά παρεμβατικό κράτος. Τυπικό θα έλεγα. Δεν ασχολούνται με ό,τι δεν τους αφορά. Ίσα να κάνουν τη δουλειά τους, όπως όλοι εδώ. Μπορεί να σε δουν να κλέβεις αλλά αν δεν είναι στα καθήκοντά τους δεν θα ασχοληθούν.

Τώρα μένεις μόνος σου; Όταν χώρισα μου τη βάρεσε και πήρα ένα άλογο. Αλλά μετά το πούλησα για να αγοράσω το σπίτι. Τώρα μένω με τον Έκτορα. Μην τον βλέπεις έτσι μικρόσωμο, είναι μούρη εδώ. Περνάει από το pushing district (σ.σ. εκεί που πουλάνε τα ναρκωτικά) και τα πίτμπουλ βαράνε προσοχή. Άσε που όλες τον κυνηγάνε να τον καβαλήσουν, μια φορά μου έδιναν 2500 κορόνες για να τον ζευγαρώσω με ένα χάσκυ.

Τελικά το ζευγάρωσες; Ναι και βγήκαν μικρά χάσκυ με μαλλιά. Έχουν κρατήσει ένα οι Γροιλανδοί, αν πας εκεί που πουλάνε τους μπάφους, θα το δεις.

Πώς βλέπεις την κατάσταση με τα ναρκωτικά; Εδώ είναι κάτι φυσιολογικό, όλα είναι ανοιχτά και ελεύθερα. Όποιος θέλει αγοράζει, όποιος θέλει απλά πίνει τον καφέ του. Μπορείς να την πίνεις και να είσαι και κύριος. Στην Ελλάδα σε στιγματίζουν. Εδώ ο σεβασμός εξαρτάται από άλλα πράγματα, το θέμα είναι το μέτρο. Βλέπεις γερόντια που πίνουν από το πρωί μέχρι το βράδυ. Εγώ κάνω μόνο χόρτο και οτιδήποτε φυσικό, ούτε χάπια ούτε τίποτα, δεν λιώνω. Μπορεί να με φωνάζουν όλοι να πιούμε μαζί αλλά αν δε θέλω, λέω όχι. Παλιά πουλούσα κι εγώ αλλά είχα το πολύ από πέντε μέχρι δέκα, συγκεκριμένους πελάτες. Ίσα να έβγαζα το χαρτζιλίκι μου. Ό,τι έμενε το έπινα με τους φίλους μου.

Και με το εμπόριο; Πολλοί λένε ότι η κυβέρνηση παίρνει ποσοστά γι’ αυτό κάνει τα στραβά μάτια. Δεν κάνει τα στραβά μάτια. Έχουν γίνει -και ακόμα γίνονται- πολλά ντου αλλά οι κριστιανίτες δεν μασάνε. Σκάνε οι μπάτσοι με τα άλογα κι εμείς με ό,τι έχουμε. Πιτσιρικάς στην Ελλάδα είχα ρίξει μολότοφ, είχα φάει ξύλο αλλά στα κουτουρού. Εδώ είναι αλλιώς, υπερασπίζεσαι την κοινότητά σου και το δικαίωμα να ζεις διαφορετικά.

Νόμιζα ότι ήταν ειρηνιστές εδώ. Υπάρχουν και ειρηνιστές και βουδιστές και απ’ όλα. Αλλά όταν ο άλλος απειλεί το σπίτι σου και την περιοχή σου, τι να κάνεις; Μια φορά που μπήκαν μέσα οι αστυνομικοί, μαζεύτηκε κόσμος από παντού. Ήρθαν χιλιάδες άτομα από χωριά, τη Σουηδία, τη Νορβηγία και τη Γερμανία, για να υπερασπιστούν το μέρος. Μόλις τους διώξαμε, έπεσαν όλοι μέσα στη λίμνη και χόρευαν από τη χαρά τους. Τώρα βέβαια έχουν ηρεμήσει, έγιναν δικαστήρια και μας είπε το κράτος να αγοράσουμε την περιοχή να ξεμπερδεύουμε. Μαζέψαμε 130.000 ευρώ και τέλος, τώρα δε μπορεί να μπει κανείς, θεωρητικά είναι ιδιωτική περιουσία.

Καλά που βρέθηκαν τόσα λεφτά; Κανονικά ήταν πιο πολλά, μιας και μιλάμε για 34τ.χλμ., αλλά υπολόγισαν και αφαίρεσαν όσα χρήματα έριξαν οι κριστιανίτες τα τελευταία 48 χρόνια για να φτιάξουν το μέρος. Μιλάμε για τρελή δουλειά και γι’ αυτό ήταν μεγάλη νίκη για εμάς. Μη βλέπεις ότι φαίνονται λάσκα τα πράγματα, έχουν οργάνωση και κανόνες τους οποίους σέβονται όλοι. Ιεραρχίες δεν υπάρχουν, κανείς δεν είναι αφεντικό κανενός. Εγώ θα φτιάξω τη σκεπή ενός, αυτός θα κάνει κάτι άλλο, εδώ ο καθένας ζει όπως θέλει, σεβόμενος τον διπλανό του. Αυτός είναι ο κανόνας.

Οι τουρίστες τι ρόλο παίζουν; Έρχεται πολύς κόσμος, τώρα τι συμπεράσματα βγάζει ο καθένας, είναι δικό του θέμα. Φυσικά είναι πολύ σημαντικό κομμάτι γιατί τα σκάνε. Είναι η κύρια πηγή εσόδων. Απλά κάποιοι είναι απλά περαστικοί και κάποιοι κολλάνε, σαν εμένα.

Ο Λεωνίδας

Μίκα Κόλλια

Share
Published by
Μίκα Κόλλια