Αν η μορφή ενός ιπτάμενου παππού με άσπρα μαλλιά είναι χαραγμένη στο μυαλό σας, τότε είστε κάπου γύρω στα 35, ανήκετε δηλαδή στη γενιά που μεγάλωσε με τον Νίκο Πιλάβιο και τις ιστορίες του. Ο Παραμυθάς υποδέχεται την Popaganda στο γραφείο του στην πλατεία Μαβίλη και μιλάει για τη ζωή του, από τα Εξάρχεια της Κατοχής μέχρι την ΕΡΤ και…τον Κρισναμούρτι.
Έχω γεννηθεί στα Εξάρχεια, το 1943, δηλαδή μέσα στον πόλεμο. Υπάρχει ακόμη η πολυκατοικία, Ζαΐμη 9. Και το σχολείο μου, το 35ο δημοτικό στην Κωλέττη υπάρχει ακόμη. Ο νονός μου, ο Κώστας Θεοδωρίδης, ήταν ο δεύτερος άντρας της Κυβέλης και ο πατέρας μου δούλευε ως ταμίας στο θέατρο της, στην πλατεία Συντάγματος ενώ η μητέρα μου ήταν μοδίστρα. Ο Θεοδωρίδης είχε έναν κινηματογράφο, την UFA, που ανήκε στην γερμανική εταιρεία και κατά τα Δεκεμβριανά έκανε το λάθος κι έδωσε τον χώρο στους Άγγλους που από μέσα εκεί πυροβολούσαν και σκότωναν τον κόσμο κι έτσι μετά οι αντάρτες τον έκαψαν. Όταν το ξανάφτιαξε έγινε πια το θέατρο Κυβέλη. Το εγκαινίασε το 1951 η κυρία Κατερίνα που ήθελε, για πρώτη φορά, στην Ελλάδα να παρουσιάσει παιδικό θέατρο. Θα ανέβαζαν τη «Βασίλισσα του χιονιού», το γνωστό παραμύθι του Άντερσεν. Αναζητούσαν ένα αγοράκι να παίξει, το κοριτσάκι είχε βρεθεί και ήταν η Λήδα Πρωτοψάλτη, και κάποια στιγμή με πρότεινε ο νονός μου, μου έκαναν δοκιμαστικό και με πήραν.
Ως παιδί άκουγα πολύ ραδιόφωνο, τη «Ραδιοφωνική Βιβλιοθήκη», το «Θέατρο της Τετάρτης» και όποια άλλη θεατρική εκπομπή μεταδιδόταν. Μου άρεσε, υπήρχε το μικρόβιο κι έτσι εξελίχθηκα σε αυτό που ονομάζουν παιδί-θαύμα. Στα 17 μου έδωσα εξετάσεις και πέρασα στη δραματική σχολή του Εθνικού και το πρώτο έτος φοίτησα ενώ παράλληλα ήμουν μαθητής της ογδόης τάξης του γυμνασίου. Τελείωσα το Εθνικό 1963, ως αριστούχος.
Στο θέατρο δούλεψα μέχρι το 1974. Είχα κάνει σπουδαίες συνεργασίες με τη Λαμπέτη, τον Αλεξανδράκη, ξανά με την κυρία Κατερίνα, τον Κατράκη, με πάρα πολλούς. Το 1974 είπα «δεν πάει, άλλο βαρέθηκα». Την έκανα από 8 χρονών αυτή τη δουλειά και τα χρήματα, δυστυχώς, ήταν πολύ λίγα. Είχα ήδη παντρευτεί, είχα κάνει κόρη και έπρεπε να δω πώς θα ζήσω. Τότε μου ήρθε η ιδέα να κάνω την «Παιδική Ραδιοφωνική Βιβλιοθήκη», δηλαδή αυτό που άκουγα ως μικρός ενώ απευθυνόταν σε μεγάλους να το κάνω ως μεγάλος αλλά να είναι για παιδιά. Κλείσαμε ραντεβού με τον Χατζιδάκι, που τότε ήταν διευθυντής της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, του έδωσα ένα tape με την εκπομπή, του άρεσε κι έτσι ξεκίνησα τρεις φορές την εβδομάδα.
Ξεκίνησα καθημερινό, παιδικό ραδιοφωνικό πρόγραμμα μετά που ο Χατζιδάκις ανέλαβε μόνο το Γ’ Πρόγραμμα. Το πρωί έκανα για τα μικρά και το απόγευμα για τα πιο μεγάλα παιδιά. Όλο αυτό πήγαινε εξαιρετικά κι έτσι το 1978 με φώναξαν από την τηλεόραση και μου πρότειναν να κάνω κάτι εκεί.
Ξεκίνησα ως παραγωγός και προϊστάμενος τους παιδικού τμήματος αλλά ήθελα να έχω και μια δική μου εκπομπή, να την σκηνοθετώ και να παίζω κι εγώ. Τότε ο ζωγράφος Αλέξης Κυριτσόπουλος μου είπε ότι είχε μια ιδέα να φτιάξει σκίτσα κι εγώ να εμφανίζομαι μπροστά από αυτά και να λέω ιστορίες. Μου άρεσε όντως, τον βάφτισα «Παραμυθά» και ζήτησα από τον Σταμάτη Σπανουδάκη να μας γράφει μουσική, όπως κι έγινε. Ήταν ασπρόμαυρη τότε η τηλεόραση και γι’ αυτό η εκπομπή δουλευόταν μετά με chroma key και έμπαινε το χρώμα. Αυτός ήταν ο λόγος που στην εκπομπή εμφανιζόμουν ως παππούς, γιατί τότε το chroma key εξαφάνιζε ό,τι ήταν μαύρο κι έτσι τα μαύρα μαλλιά μου καλύφθηκαν από λευκή περούκα.
Από την ΕΡΤ παραιτήθηκα το 1987. Στη συνέχεια συνεργάστηκα σχεδόν με όλα τα ιδιωτικά κανάλια. Ο Παραμυθάς επέστρεψε στην ψηφιακή ΕΡΤ το 2011, με σκηνοθέτη τον γιο μου, διευθύντρια παραγωγής την κόρη μου, σκίτσα της γυναίκας μου και μουσική Μαριέττας Φαφούτη. Ο σύγχρονος Παραμυθάς πέταξε στ’ αλήθεια. Στα παλιά επεισόδια για να φαίνεται ότι πετάω ξάπλωνα σε έναν μαύρο -και μετέπειτα μπλε- κύβο που εξαφανιζόταν με το chroma key. Όταν επέστρεψα, ο γιος μου, που το είχε ψάξει, βρήκε ένα σύστημα. Κρεμάστηκα με αλυσίδα και πέταξα.
Εκείνη την εποχή δεν υπήρχε AGB ή κάτι αντίστοιχο να μετράει τις τηλεθεάσεις. Αλλά βλέπω ότι τώρα έρχονται μεγάλοι άνθρωποι και μου μιλούν συγκινημένοι. Βουρκώνουν τα μάτια τους. Μια φορά, σε μέρα που κυκλοφορούσαν τα μονά μπήκα με ζυγό αυτοκίνητο στην πλατεία Κολωνακίου και σφύριξε ο τροχονόμος να κάνω στην άκρη. Πράγματι σταμάτησα και μόλις με αναγνώρισε, αμέσως δηλαδή, μου είπε «Φύγετε, φύγετε». Τότε σκέφτηκα για πρώτη φορά ότι αυτοί που κάποτε ήταν το κοινό μου είναι πια «στα πράματα» και ότι τα χρόνια έχουν περάσει.
Από το 1985 μεταφράζω τα έργα του Κρισναμούρτι. Όταν τον διάβασα πρώτη φορά, εντυπωσιάστηκα. Ήθελα να τον γνωρίσω και τον γνώρισα, και κάθε φορά με ρωτούσε «πότε θα σε ξαναδώ;» γιατί του εξιστορούσα ιστορίες από τη ζωή μου, του έκανα πλάκες, του έλεγα ανέκδοτα και το διασκέδαζε.
Το 1985, τον τελευταίο χρόνο της ζωής του αφού πέθανε το 1986, τον συνάντησα εφτά φορές. Αυτό που δεν θα ξεχάσω ποτέ είναι η αγάπη που έβλεπα στα μάτια του. Τόση αγάπη δεν έχω δει ούτε στα μάτια της μάνας μου ή του πατέρα ή της πιο ερωτευμένης γυναίκας. Ένιωθες την αγάπη που ανέβλυζαν τα μάτια του σαν ντουζ. Η αγάπη του δεν ήταν ειδικά για εμένα αλλά για όλον τον κόσμο.
Τόσα χρόνια που ασχολούμαι με το έργο του Κρισναμούρτι κάπως θα έχω επηρεαστεί, κάτι θα έχω πάθει, δεν μπορεί. Το πιο εμφανές πάντως είναι ότι έκοψα το τσιγάρο. Βέβαια στην πραγματικότητα δεν κόβεις το τσιγάρο αλλά την επιθυμία του να θέλεις να καπνίσεις.
Kάνω ομοιοπαθητική και ο γιατρός δύο φορές μου έδωσε φάρμακο που όπως μου είπε το δίνουν στις «ευαίσθητες γυναίκες». Ίσως φταίει ότι μεγάλωσα σε ένα σπίτι γεμάτο με γυναίκες, με τη μητέρα μου, τα τρία κορίτσια που τη βοηθούσαν στη δουλειά της ως μοδίστρα και τις δύο αδερφές μου. Παντρεύτηκα δύο φορές, απέκτησα ένα παιδί από τον κάθε γάμο. Όπως είπα και πριν η επιστροφή του Παραμυθά επισφραγίστηκε με τη συνεργασία με τον γιο μου, την κόρη μου και τη γυναίκα μου. Κι αυτό ήταν που ευχαριστήθηκα περισσότερο. Δεν υπάρχει τίποτα πιο ωραίο από το να δουλεύεις με την οικογένεια σου.