Από τα “Χάρτινα” του 1997 μέχρι τον πρόσφατο δίσκο του με την Χάρις Αλεξίου ο Νίκος Μωραΐτης έχει υπογράψει ουκ ολίγα τραγούδια, πολλά εκ των οποίων έγιναν επιτυχίες από καλλιτέχνες που εκ των πραγμάτων δεν εκπροσωπούν τους ίδιους χώρους. Από τον Χατζηγιάννη και τον Ρέμο, στον Δημήτρη Μητροπάνο και την Έλλη Πασπαλά. Τραγουδήθηκαν από γεμάτα στάδια και μουσικές σκηνές των διακοσίων ατόμων, μέχρι καπνισμένα νυχτερινά μαγαζιά και κλαμπ της παραλιακής. “Πώς γίνεται;” τον ρωτάω για να μου απαντήσει “είμαι απλά ο εαυτός μου”.
Σε τι φάση σε πετυχαίνουμε; Έχει ήδη κυκλοφορήσει ο δίσκος της Χαρούλας (“Τα όνειρα γίνονται πάλι”) και μαζί έχει βγει αρκετή κούραση. Όχι γιατί όλο αυτό ήταν δύσκολο, θα έλεγα ήταν υπέροχο. Αλλά γιατί εκτός από τη μεγάλη χαρά υπάρχει κι ένα αίσθημα μεγάλης ευθύνης αφού, παράλληλα με την επιμέλεια της παραγωγής, είχα και μια συναισθηματική επιμέλεια πάνω στο υλικό. Όλο αυτό δημιούργησε μοιραία ένα άγχος από το οποίο βγαίνω τώρα, ενάμιση μήνα μετά την κυκλοφορία. Επίσης ήδη κυκλοφορεί o δίσκος “Το μαζί είναι δρόμος” που ετοιμάσαμε με την Ανδριάνα Μπάμπαλη σε μουσική δική της.
Η κλισέ ερώτηση που οφείλω να κάνω είναι “πώς προέκυψε ο δίσκος με την Αλεξίου;” Ουσιαστικά λειτουργώ συχνά ως στιχουργός-παραγωγός για τα δικά μου τραγούδια. Πρέπει να σου εκμυστηρευτώ ότι από τις περισσότερες εταιρίες μου έχει προταθεί στο παρελθόν να δουλέψω και ως παραγωγός, κυρίως λόγω των τραγουδιών μου που πάνε καλά, αλλά η απάντηση ήταν “όχι”. Νιώθω ότι μπορώ να είμαι παραγωγός μόνο στη δική μου δουλειά. Δεν ξέρω αν έχω τη διαύγεια να κρίνω ένα στίχο που ανήκει σε άλλον, φοβάμαι μην μπει μπροστά ο στιχουργός, με τον εγωισμό που δυστυχώς έχουμε όλοι οι άνθρωποι, και κρίνει λάθος τη δουλειά ενός συναδέλφου. Σε δικά μου τραγούδια όμως λειτουργώ ως παραγωγός, έχω άποψη από το πώς θα ενορχηστρωθεί μέχρι πώς θα ερμηνευτεί ένα κομμάτι. Έχει τύχει να βάλω ακόμα και βέτο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, προκειμένου να αλλάξει πχ η ενορχήστρωση.
Παρότι έχεις δηλώσει πως στις συνεργασίες σου είσαι υποχωρητικός… Όχι υποχωρητικός. Συνεργάσιμος. Είμαι από τους στιχουργούς που δέχονται να κάνουν αλλαγές, κάθε φορά όμως εξαρτάται από το τι θα σου ζητήσει ο τραγουδιστής. Αν τον ενοχλεί μια φράση γιατί δεν μπορεί να την φορέσει στο στόμα του και η οποία για μένα είναι δευτερεύουσα, δεν έχω πρόβλημα να την αλλάξουμε. Αν όμως τον ενοχλεί η βασική φράση για την οποία είμαι υπερήφανος, δεν θα την αντικαταστήσω, καλύτερα να μην το τραγουδήσει. Για να επιστρέψω στο θέμα της Αλεξίου, ο δίσκος με τη Χαρούλα ήταν μια δική μου εμμονή γιατί πρόκειται για τη φωνή που με έκανε να ασχοληθώ με το τραγούδι. Θυμάμαι τον εαυτό μου, μικρό παιδί σε ασπρόμαυρη τηλεόραση, να βλέπω την Αλεξίου και να τρελαίνομαι, να ρωτάω τους γονείς μου συνεχώς γι’ αυτήν. Μόλις μεγάλωσα λίγο, πήγαινα και αγόραζα τους δίσκους της. Μέσα από τη φωνή της έμαθα τις άλλες σημαντικές φωνές και μέσα από τους δίσκους της έμαθα τα άλλα σημαντικά ρεπερτόρια.
Υπάρχει Οιδιπόδειο λοιπόν. Το έθεσες απόλυτα σωστά. Το Οιδιπόδειο είναι απαραίτητο για την ενηλικίωση ενός ανθρώπου κι ελπίζω ότι εδώ έχει λειτουργήσει ομαλά. Όταν αγαπάς πολύ έναν καλλιτέχνη γίνεσαι ταυτόχρονα πολύ απαιτητικός απέναντί του. Αυτό συμβαίνει σε όλους τους φαν, αρχίζει η σχέση με το είδωλό τους να γίνεται κάπως διαστροφική. Αυτό σε εμένα λειτούργησε υπό την εξής έννοια: έλεγα μέσα μου, “ρε συ Χαρούλα θα ήθελα να πεις αυτά τα τραγούδια και δεν τα λες. Άρα θα κάτσω εγώ να σου φτιάξω τα τραγούδια που θα ήθελα να πεις”. Αυτό όμως χωρίς να το ξέρει η Αλεξίου. Έτσι, τηλεφώνησα στον Δρογώση, τον ρώτησα αν θέλει να μπούμε σε αυτή τη διαδικασία, γράψαμε τα πρώτα δέκα τραγούδια και μετά έκλεισα μαζί της ραντεβού για να τα ακούσει. Ο σκοπός αρχικά δεν ήταν να γίνει ένας προσωπικός μου δίσκος με την Αλεξίου. Στην πορεία όμως, επειδή της διοχέτευα συνεχώς τραγούδια κι επειδή έτυχε τις φωνές να τις γράψουμε στην Πάρο -όπου έχουμε και οι δύο σπίτι- εκείνη μου εμπιστεύθηκε την επιμέλεια της παραγωγής. Για μένα, όπως καταλαβαίνεις, αυτό ήταν η εκπλήρωση ενός μεγάλου ονείρου. Υλοποιώντας το όνειρο όμως ήρθε η ευθύνη να νικήσει την ευτυχία. Με τιμάει πολύ το γεγονός ότι στην καριέρα της έχει κάνει ολόκληρο δίσκο μόνο με τέσσερις στιχουργούς: με τον Παπαδόπουλο, με την Νικολακοπούλου, με τον Ρασούλη κι εμένα. Αλλά σημασία δεν έχει αυτό, αλλά το να υπάρξει τελικά ένα καλό αποτέλεσμα, γιατί δεν είναι δύσκολο μια τέτοια ιστορία να σου γυρίσει μπούμερανγκ, αν το υλικό δεν είναι καλό.
Έχεις γράψει τραγούδια προσωπικά, όπως καλή ώρα το “Ένα φιλί”, έχεις γράψει και τραγούδια συλλογικά, όπως “Κάτι Ελλάδες”. Το βάρος της παραγωγής σου ωστόσο φαίνεται να πέφτει περισσότερο στο πρώτο πεδίο. Πού αισθάνεσαι πιο άνετα; Και στα δύο. Σε ολόκληρη τη δισκογραφία αν προσέξεις, η ζυγαριά γέρνει προς το “προσωπικό”. Δεν νομίζω ότι θα βρεις στην παραγωγή κάποιου καλλιτέχνη -πλην ελαχίστων, όπως η Μαρία Φαραντούρη- το “συλλογικό” να υπερισχύει του “προσωπικού”. Ακόμα και σε συνθέτες που έχουν μείνει στη μνήμη μας για την πολιτική τους έκφραση, τα πολιτικά τους τραγούδια είναι λιγότερα από τα υπόλοιπα. Και φυσικά στους στιχουργούς -αν εξαιρέσουμε τους “τρεις πολιτικούς”, Ελευθερίου, Αλκαίο και Τριπολίτη- το ερωτικό τραγούδι κατέχει ένα συντριπτικό ποσοστό. Αυτό δε, φαίνεται ακόμα περισσότερο όταν γράφεις πολύ, όπως γράφω εγώ. Αλλά να σου πω κάτι, δεν έχει σημασία πόσα θα είναι τα πολιτικά τραγούδια που θα γράψεις. Σημασία έχει αν θα φτάσει ένα τέτοιο τραγούδι απέναντι. Προσωπικά με καίει πολύ το θέμα του πολιτικού τραγουδιού και, όπως βλέπεις, είναι παρόν στις δουλειές μου ανά περιόδους. Εκείνο που βλέπω όμως είναι ότι όταν ως λαός πάμε σε κάτι συλλογικό, πάλι τα “Λόγια και τα χρόνια” τραγουδάμε ή σε κάποιες περιπτώσεις κάτι πολύ εναλλακτικό – οργισμένο, όπως τα τραγούδια του Αγγελάκα. Γιατί όμως; Πιστεύω πως ό,τι πιο σημαντικό έχει ειπωθεί στο ελληνικό πολιτικό τραγούδι, το έχουν πει ήδη οι τρεις στιχουργοί που προανέφερα. Αν πας να πέσεις πάνω στη γλώσσα τους, είσαι λιγότερος.
Να μια παγίδα. Αν δηλαδή δεν πρόκειται να το αποδεχθεί ο κόσμος, δεν το γράφεις; Δεν συμφωνώ με αυτό. Βλέπεις ότι οι δικές μου προσπάθειες υπάρχουν. Εκείνο που λέω είναι ότι το πολιτικό τραγούδι πρέπει να γραφτεί σε μια άλλη γλώσσα σήμερα. Ποια είναι αυτή η γλώσσα; Αν την είχα βρει, θα έβλεπες να την χρησιμοποιώ εκτεταμένα. Αν με ρωτήσεις πώς τη φαντάζομαι και πότε έχω φτάσει κοντά σε αυτήν, θα ανέφερα το “Σε ποιο θεό να πιστέψω” της Πασπαλά, το “Περιπλανώμενο” της Μπάμπαλη και το “Απόκληρος” της Αλεξίου.
Δεν μπήκες ποτέ στον πειρασμό να γράψεις ένα οργισμένο τραγούδι; Παρόλο που δεν εκφράζεται, υπάρχει μια συσσωρευμένη οργή στην ατμόσφαιρα. Η οργή δεν είναι αυτό που με εκφράζει τόσο πολύ στο τραγούδι. Μάλλον η μελαγχολία είναι. Και τα πολιτικά μου τραγούδια έχουν περισσότερο μια δόση ειρωνείας και απογοήτευσης, παρά θυμό και οργή. Ενώ στη ζωή μου υπάρχει θυμός και οργή, στα τραγούδια μου δεν μου βγαίνουν.
Έτσι, έρχονται λοιπόν οι επικριτές σου και λένε ότι ο Μωραΐτης γράφει ελαφριά τραγούδια. Ασφαλώς κι έχω γράψει και ελαφρά τραγούδια. Το “Χέρια ψηλά” τι είναι, βαρύ; Αλλά εσύ τι θα έδινες στον Χατζηγιάννη να τραγουδήσει στα γεμάτα στάδια; Ακόμα όμως και σε αυτό το τραγούδι, το αίτημα είναι να πας “απ’ την αγάπη πιο πάνω”, όχι απλώς στην αγάπη. Είμαι ένας άνθρωπος ο οποίος δεν προσπαθεί να παραστήσει με τους στίχους του κάτι διαφορετικό από αυτό που είναι. Είμαι πολύ χαρούμενος, πολύ λυπημένος, πολύ ευτυχής, πολύ μελαγχολικός, πολύ καταθλιπτικός, πολύ ενθουσιώδης… είμαι χίλια πράγματα μαζί. Κάθε που γράφω, εκφράζω κι ένα από αυτά τα συναισθήματα, δεν μπορώ να περιοριστώ απλά και μόνο για να αρέσω σε κάποιους κριτικούς, αν και ο δίσκος της Χάρουλας που δεν είναι ένας δίσκος για κριτικούς, μέχρι στιγμής έχει πάρει μόνο θετικές κριτικές.
Τι θα πει “δίσκος για κριτικούς”; Υπάρχουν δίσκοι που θα πάρουν καταπληκτικές κριτικές αλλά δεν θα τους πάρει χαμπάρι ούτε ψυχή, δίσκοι που φτιάχτηκαν για να ανεβάσουν το status των συντελεστών και περισσότερο των τραγουδιστών. Αυτοί οι δίσκοι δεν με αφορούν. Νομίζω ότι κατάλαβα πολύ νωρίς πως τα τραγούδια μου θα κριθούν όχι από τους κριτικούς αλλά από τον κόσμο. Όταν έκανα τον κατά τη γνώμη μου καλύτερό μου δίσκο, με την Πασπαλά, πήρα τις χειρότερες κριτικές που έχω πάρει ποτέ. Αν και πολύ νεότερος, κατάλαβα ότι έκανα έναν δίσκο που απευθυνόταν σε μία ελίτ. Αλλά όταν ακόμα και αυτή η ελίτ αντέδρασε αρνητικά, εγώ από πού έπρεπε να περιμένω δικαίωση; Είναι λοιπόν άλλη η στόφα μου ως στιχουργός. Βέβαια, επειδή ανέφερα ως κριτή των τραγουδιών μου τον κόσμο, θέλω να τονίσω ότι τον κόσμο μπορεί κανείς να τον έχει, αλλά δεν ξέρει αν θα έχει στο πλευρό του το χρόνο, αν τα τραγούδια του θα ακούγονται σε είκοσι χρόνια από τώρα. Ο χρόνος –ο τελικός κριτής όλων μας- έχει το δικό του μέτρημα.
Πάντως η εμπορικότητα είναι ένα ζητούμενο για σένα. Ζητούμενο για μένα είναι να αγαπηθεί το τραγούδι από τον κόσμο. Η εμπορικότητα έχει να κάνει και με το οικονομικό κριτήριο και αυτό δεν με αφορά. Νομίζω ότι όσοι άνθρωποι γνωρίζουν πώς έχω λειτουργήσει οικονομικά μπορούν να το επιβεβαιώσουν. Ας μην ξεχνάμε ότι έχω κάνει διασκευές σε ξένα τραγούδια που έκαναν επιτυχία και γι’ αυτές δεν έχω πάρει ούτε ευρώ.
Σου ζητούν ακόμα τραγούδια με μοναδικό κριτήριο την επιτυχία; Αυτό το είχα αναφέρει κάποτε κυνικά και κυρίως λόγω της μικρής εμπιστοσύνης που έχω απέναντι στους τραγουδιστές. Δεν είναι όλοι, αλλά υπάρχουν αρκετοί που δεν βλέπουν τι έχεις γράψει στην πραγματικότητα, αλλά την απήχηση αυτού που έχεις γράψει. Δεν νομίζω όμως τελικά ότι ένας τραγουδιστής θα πει κάτι που σιχαίνεται μόνο και μόνο επειδή προσβλέπει στην επιτυχία.
Έχεις δηλώσει ότι έχεις θέσει στον εαυτό σου καλλιτεχνικά στεγανά. Αναφέρεσαι σε αυτό επειδή συνεργάζομαι με πολύ κόσμο; Υπάρχουν δύο διαφορετικές λογικές που συναντά κανείς εδώ. Υπάρχουν αυτοί που θα πουν “γιατί ο Μωραΐτης δίνει τραγούδια στο Ρέμο;” και εκείνοι που θα πουν “τι σνομπαρία είναι ο Μωραΐτης που του ζητάμε τραγούδια κι εκείνος δίνει μόνο στο Ρέμο”. Λοιπόν άκου, εγώ έχω βάλει τα δικά μου σύνορα και, άρα, τα προσωπικά μου στεγανά. Αν μου έλεγαν να λειτουργήσω μόνο στον χώρο του έντεχνου, για τον οποίο τρέφω βαθιά πίστη και σεβασμό, δεν θα μπορούσα. Αν πιάσει φωτιά το σπίτι μου -και το σπίτι μου είναι το έντεχνο τραγούδι- ασφαλώς και θα τρέξω να τη σβήσω. Μου αρέσουν όμως και άλλα πράγματα τα οποία βρίσκονται έξω από αυτό, κάποιοι λαϊκοί ή ποπ τραγουδιστές για παράδειγμα που δεν εντάσσονται στο συγκεκριμένο είδος. Βεβαίως και με ενδιαφέρει ο Ρέμος ή η Θεοδωρίδου, οι οποίοι κουβαλούν στη φωνή τους μια “λαϊκή μνήμη” που υπάρχει ερήμην τους. Ο Ρέμος βέβαια έχει το… κακό ότι εξακολουθεί να κάνει μεγάλες επιτυχίες. Αν δεν έκανε πια επιτυχίες, κάποιοι θα τον εκτιμούσαν πολύ περισσότερο. Μόλις τελειώσει η επιτυχία σε αυτή τη χώρα, έρχεται η αναγνώριση.
*Ο δίσκος “Τα όνειρα γίνονται πάλι” της Χάρις Αλεξίου σε στίχους Νίκου Μωραΐτη και μουσικής των Rous, Στάθη Δρογώση, Βασίλη Γαβριηλίδη και Ανδριάνας Μπάμπαλη κυκλοφορεί από τη Heaven.