ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Νικολάκης Ζεγκίνογλου: «Όλοι οι άνθρωποι είμαστε δυνάμει τα πάντα»

Ένας κατεξοχήν κινηματογραφικός ηθοποιός. Ένα (σταθερό) κομμάτι από το παζλ του μικρόκοσμου του Βασίλη Κεκάτου. Ένας από τους πιο αγαπημένους ερμηνευτές των Ελλήνων μικρομηκάδων των τελευταίων χρόνων – δίπλα στους Μάκη Παπαδημητριου, Σταύρο Τσουμάνη και Ανττώνη Τσιτσιόπουλο. Ένας γατοπατέρας, και σκυλοπατέρας. Μια φάτσα που δεν ξεχνάς, γιατί απλά δεν μπορείς διαφορετικά. Ένας συνομιλητής που όταν βγάζει τα γυαλιά του ηλίου -στη μέση της συζήτησης- αποκαλύπτει ένα ζεστό και καθαρό βλέμμα από αυτά που σπανίως συναντάς. Ένας τύπος ιδανικός για να βγεις για καφέ και να του συστήσεις τη γειτονιά σου που out of the blue μόλις έχει γίνει και δική του.

Και εξηγώ. Όταν αρχίσαμε να λέμε που και πως θα γίνει η συνάντηση και η φωτογράφηση, ανακαλύψαμε πως ήμασταν σχεδόν γείτονες. Αυτός μόλις είχε μετακομίσει, εγώ το είχα κάνει ήδη πριν λίγα χρόνια. Κοινός παρονομαστής, τα Κάτω Πατήσια. «Στην αρχή, όταν πρωτοήρθα από την Κρήτη», μου λέει, «έμενα Γκύζη. Έχω γεννηθεί στην Αθήνα αλλά έχω μεγαλώσει στην Κρήτη. Μετά πήγα Νέο Κόσμο, μετά Κάντζα, μετά κατέβηκα Εξάρχεια, μετά Κυψέλη, τελευταία στάση Ιλίσια και τώρα Κάτω Πατήσια». Μου ψιθυρίζει πως δεν μπορεί καθόλου το Παγκράτι έτσι όπως έχει γίνει: «Σαν να την έχουν ακούσει, πάνε όλοι εκεί και παστώνονται. Προς τα εδώ η περιοχή έχει μια ανοιχτωσιά». Συζητάμε στον δρόμο μέχρι να βρούμε μια (κρυφή) πλατεία που του υποσχέθηκα. Ως ο παλιός της γειτονιάς.

Μου λέει για το νέο του σπίτι: «Μου αρέσει εδώ, βρήκα και ένα σπίτι όπως το ήθελα, ένα τριάρι, να έχει χώρο για τις μουσικές και τον μοντελισμό μου. Στην Κυψέλη, που ήθελα αρχικά, θα ήθελα τα διπλάσια λεφτά. Ο γατούλης (όνομα Φλέξ, ηλικία: 2 και κάτι) και η σκυλίτσα μου (όνομα: Μάργκο, ηλικία: 8 ετών), έχουν τρελαθεί με τα μεγάλα μπαλκόνια. Ο γατούλης έχει γνωρίσει ήδη όλους τους γείτονες. Βγάζει ωραίο vibe η περιοχή». Του εξηγώ πως μετά την εκτίναξη των ενοικίων, η Κυψέλη έχει γίνει το νέο  Κουκάκι/τα νέα Πετράλωνα/ το νέο Παγκράτι, όλοι κατεβαίνουν προς τα κάτω, ανακαλύπτουν τα Πατήσια, την Αχαρνών, φτάνουν Λιοσίων και εκεί ξεσπάνε σε κέφι και χορό. «Ανακάλυψα ένα καφέ», λέει γεμάτος ενθουσιασμό, «εντελώς λούμπεν, σαν να βλέπω μέσα τον Τσορτέκη και τον Μπισμπίκη να παίζουν σε ταινία του Οικονομίδη και πραγματικά αναρωτιέμαι γιατί δεν το έχουν ανακαλύψει για σκηνικό σε ταινίες». Του θυμίζω πως λίγο πιο κάτω είναι τα Σεπόλια, εκεί που το Ρόδα, Τσάντα και Κοπάνα έριξε άγκυρα και γέμισε τον τόπο γυρίσματα και εφηβική 80s ανεμελιά.

Με αυτά και με αυτά φτάσαμε στην πλατεία, κάτσαμε στο καφέ, βρήκαμε τη Νατάσα, η οποία και τον έκλεψε για καμιά ώρα δια την φωτογράφηση (και έξοχα έκανε, εκ του έξοχου αποτελέσματος) και, με ηχητική υπόκρουση έναν κηπουρό του Δήμου που κούρευε το γκαζόν εκεί παρά δίπλα, είπαμε μερικές κουβέντες από αυτές που εξηγούν τη ιστορία του ανθρώπου και δίνουν όμορφες πληροφορίες για μια ζωή που ξέρει ποια είναι, ξέρει τι θέλει και ακόμη καλύτερα πως να το διεκδικήσει. Σκέφτομαι που να ρίξω την πρώτη ζαριά. Στο σήριαλ του Mega, στην αγάπη για τον κινηματογράφο ή στη μάνα Κρητική γη; Να ανοίξει η κουρτίνα τρία παρακαλώ, αλλά πριν, ας μας πει και γιατί Νικολάκης;

«Μου το βγάλανε οι κολλητοί μου στο Ρέθυμνο. Στα ΤΕΙ είχαμε πάρα πολλούς Νικολήδες οπότε ο καθένας αποκτούσε ένα παρατσούκλι για να ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους. Εμένα μου βγάλανε αυτό γιατί ήμουν πιο μικροκαμωμένος – είχαμε και άλλον ένα, τον Νίκο, τον Χούλιγκαν. Στην Κρήτη, πιτσιρικάς, ήμουν λίγο στην απέξω. Ήμουν το φλωράκι. Ο Αθηναίος που θα έπρεπε να αποδείξει την αξία του. Και τα παιδάκια, να υπενθυμίσω, είναι πολύ πιο σκληρά από τους μεγάλους. Θυμάμαι την πρώτη βδομάδα, θα ήμουν στην έκτη δημοτικού, η χρονιά που με γνώριζαν τα άλλα αγοράκια και εγώ νόμιζα πως πάνε όλα φίνα, όλα καλά και κάνω νέους φίλους και με ρώταγαν ποια μου αρέσει κι εγώ που δεν το έχω δύσκολο το γούστο, έλεγα αυτή κι αυτή κι αυτή και μετά από δύο μέρες έπαιζα ξύλο στα διαλείμματα, γιατί η μια ήταν η αδερφή κάποιου, η ξαδέρφη κάποιου άλλου και το «κορίτσι» του άλλου. Ήταν σαν να παίζω σε arcade game, σαν να περνάω πίστες για να αποκτήσω μια αξία. Η κοινωνία εκεί, βλέπεις, εκφράζεται πολύ μέσω της βίας, ακόμη και μέσα στην αγάπη».

Και τώρα η κουρτίνα ένα. Χρόνος υπάρχει. Θα επανέλθουμε σε όλα αυτά που τον «δημιούργησαν». Που τον διαμόρφωσαν. Και που τον οδήγησαν με μια μαντική «καρμική» ώθηση στην πρωτεύουσα. Βουτάμε στο τηλεοπτικό/κινηματογραφικό περιβάλλον του Κεκάτου και του Milky Way και ζητάμε τις πρώτες ιστορίες. «Μια κοπέλα στην επαρχία που μένει έγκυος και προσπαθεί να φύγει», μου λέει ο Νικολάκης, για την κεντρική ιστορία, με δύο λέξεις, δίνοντας έτσι το στίγμα μιας σειράς που τα πρώτα της δύο επεισόδια προκάλεσαν ρίγη και υστερία σε όσους απόλαυσαν μια secret προβολή τους. «Εγώ είμαι αυτός που την αφήνει έγκυο και προσπαθεί να την κρατήσει κοντά του – η μία από τις χαρές της στην επαρχία που γίνεται ένα βασικό της πρόβλημα. Δεν είναι βεβαίως πως θέλει να της το κάνει αυτό, είναι κι αυτός παιδί της περιοχής, φαντάζεται κάποια πράγματα, έχει μεγαλώσει μόνος, του λείπει η οικογένεια, οπότε από τη στιγμή που του δίνεται η ευκαιρία να κάνει μια τέτοια, είναι σε φάση “θα τα κάνω όλα τέλεια, όλα αυτά που δεν μου έκαναν οι δικοί μου. Όλα αυτά που δεν είχα εγώ”. Και έτσι ξεχνάει τα θέλω της κοπέλας. Είναι και λίγο πρώτο επίπεδο σαν χαρακτήρας ο Τάσος, σαν να λέμε δεν είναι και το πιο έξυπνο παιδί στον κόσμο».

Ο μικρόκοσμος του Τάσου, της κοπέλας του, των φίλων και των γνωστών τους, είναι ο γνώριμος μικρόκοσμος και μιας δικής μας κλασικής επαρχίας. Με μια οικογένεια που αφουγκράζεται περισσότερο τους άλλους από τα ίδια της τα μέλη, φίλους που αγωνίζονται να βρουν ένα τρόπο για να αγκαλιάσουν και να αγκαλιαστούν, μια διαφορετικότητα που αγκαλιάζει τον συντηρητισμό, μια συλλογή από πιθανές περιπέτειες έτοιμες να διαμορφώσουν τη νέα πραγματικότητα, και τέλος η αγχωμένη προσπάθεια για την (ατελείωτη;) ενηλικίωση. «Εγώ ξέρω το σενάριο και πάλι είμαι μέσα στην αγωνία για το επόμενο επεισόδιο. Είναι μια πολύ δυνατή σειρά».

Τον ρωτάω: Πόσο τον αγάπησες τον Τάσο; «Παρά πολύ», απαντά χωρίς δεύτερη σκέψη. «Τον λατρεύω γιατί ξέρω πολλά τέτοια άτομα στην Κρήτη που μεγάλωσα». Και να, κάπως έτσι, επανερχόμαστε στο νησί, γιατί τελικά σε αυτή τη ζωή όλα ξεκινούν από εκεί που ξεκινάς. «Γνώριμος ρόλος; Ως παιδί της επαρχίας, αυτό βοήθησε πολύ στην προσέγγιση του Τάσου. Στην Κρήτη υπήρξαν κάποια άτομα που με βοήθησαν κάποια στιγμή να ξεφύγω από μια κατάσταση σκοτεινή. Θα μπορούσα ακόμη να δουλεύω σερβιτόρος, να είμαι σε μια φάση εντελώς άλλη από αυτή που είμαι τώρα».

Αναρωτιέμαι πως προσεγγίζει τους χαρακτήρες του. Πόσος Νικολάκης υπάρχει μέσα στον Τάσο; «Πάντα παίρνω στοιχεία από τον εαυτό μου. Όλοι οι άνθρωποι είμαστε δυνάμει τα πάντα. Ανάλογα της πορείας μου, ναι, θα μπορούσα να έχω γίνει το οτιδήποτε, η ζωή θα μπορούσε να με έχει οδηγήσει παντού, σε άγρια πράγματα και σκέψεις. Αναδρομικά μπορείς να σκέφτεσαι για πράγματα που πίστευες ή έλεγες στο παρελθόν και τώρα να μην ισχύουν, πράγματα που τώρα θα μπορούσες να ντρέπεσαι – αυτά είναι στοιχεία που τα παίρνεις και τα βάζεις στους ρόλους σου. Εγώ δεν μπορώ να φτιάξω έναν χαρακτήρα από την αρχή, αν δεν ακουμπήσω σε κάτι δικό μου. Ο χαρακτήρας είμαι εγώ, δεν είναι κάποιος άλλος».

Ζητώ την άποψη του για το cancel culture. Και την αδυναμία που τρέφουν τα σόσιαλ σε αυτό. «Αυτά είναι μια βιτρίνα που μπορείς να παρουσιάσεις το εμπόρευμα σου. Και να φανείς στον κόσμο έτσι ώστε να το χάψει χωρίς δεύτερη σκέψη. Ποτέ δεν είναι ξεκάθαρος ένας χαρακτήρας, ποιος ήταν και ποιος έγινε. Για έναν άνθρωπο που ποστάρει για τις γυναικοκτονίες και λέει “να πεθάνει ο καριόλης που άπλωσε το χέρι του”, εσύ πόσο σίγουρος είσαι πως δεν έχει χτυπήσει ποτέ την κοπέλα του; Για μένα είναι να ‘χαμε να λέγαμε. Το μόνο εύκολο είναι να πλασάρεις τον εαυτό σου ως τον τέλειο, μέσα σε μια βιτρίνα που κανείς δεν έχει δει. Μέσα στις κουβέντες όμως διαμορφώνονται οι απόψεις για τους ανθρώπους, στο τετ α τετ. Μπορώ να καταλάβω πώς ένας άνθρωπος έχει αλλάξει, αλλά σίγουρα δεν θα μπορέσω να το καταλάβω μέσα από τα σόσιαλ. Κάθε μέρα είμαστε άλλοι άνθρωποι, αλλάζουμε απόψεις, αντιλήψεις. Είμαστε μεταβλητά όντα, δεν είμαστε κάτι σταθερό και όποιος είναι σταθερός, για μένα, έχει πεθάνει.  Αυτό που ακούω, “αυτός είμαι κι άμα σ’ αρέσει”, με τρελαίνει. Αφού εσύ είσαι αυτός, τότε κοίτα κι εμένα, είμαι αυτός που φεύγει μακριά σου».

Πηγαίνουμε πέρα δώθε ανάμεσα στις «κουρτίνες» με τις θεματικές, χωρίς να δίνουμε σημασία. Τον ρωτώ πώς έδεσε στην ομάδα Κεκάτου. Μου λέει, γελώντας, «είμαι ο μούσος του». Και εξηγεί: «Κάναμε το (βραβευμένο στις Κάννες το 2019, με Χρυσό Φοίνικα) Η Απόσταση Ανάμεσα στον Ουρανό κι Εμάς, κάποια βιντεάκια για το φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ένα βίντεο της Vogue, το βίντεο του Παυλίδη, το Milky Way, είμαι και στη νέα του ταινία τώρα! Δεν είμαι αυτός που θα δέσει με κάθε σκηνοθέτη, αλλά με τον Βασίλη δέσαμε εξαρχής. Είχα πάει στην Δράμα όπου είχε παίξει μια ταινία του, «Η σιγή των ψαριών όταν πεθαίνουν». Την άκουγα συνέχεια, δεν την είχα προλάβει και τον βρήκα στο Φίκα, εκεί στο μπαρ που μαζεύονται οι μικρομηκάδες μετά τις προβολές και τα λένε, και του ζήτησα να τη δω. Με προσκάλεσε στις Νύχτες Πρεμιέρας και την είδα. Είμαστε και οι δύο επαρχιώτες. Όπως και με τον Γιώργη Βαλσαμή, τον διευθυντή φωτογραφίας του. Έχουμε κοινές αναφορές. Κάτι που βοηθά όχι μόνο στη συνεργασία αλλά και στο να κάνεις και παρέα εκτός. Ας πούμε, την ξέρω την κάμερα του Γιώργη, πως τη λειτουργεί, σαν να χορεύεις ένα ταγκό χωρίς μουσική».

Έχει δηλώσει ξανά και ξανά την αγάπη του για τον κινηματογράφο. Και την «αδιαφορία» του για το θέατρο. Εύλογα σκέφτομαι, αν ο «ομαδάρχης» έδινε σφύριγμα, τι θα έκανε; «Αν μου ζητούσε ο Κεκάτος να κάνουμε θέατρο, ίσως να το τολμούσα με αυτόν. Είναι κι η διαδικασία του θεάτρου που με κουράζει, η επανάληψη κάθε μέρα, μου αρέσει κάτι να γεννιέται και να πεθαίνει και να το αφήνεις εκεί. Στο θέατρο πρέπει να βρεις κάτι και να το κρατήσεις επί δύο ώρες πάνω στην σκηνή και την επόμενη να το ξαναβρείς, να μην πέσεις στην παγίδα να ξανακάνεις το ίδιο. Το σινεμά, νιώθω, έχει περισσότερα όρια, τουλάχιστον για μένα».

Πάμε όμως πίσω, πώς ξεκίνησαν όλα; «Σπούδαζα στο Ρέθυμνο ηχοληψία, παράλληλα δούλευα στην εστίαση, είχαμε πελάτη ένα τύπο, ημίτρελο, ερχόταν στο μαγαζί και κρατούσε ένα πακέτο τσιγάρα κι έλεγε “έλα να σου πω το πακέτο, τη μοίρα σου”. Και όποτε δεν είχαμε δουλειά, του λέγαμε “άντε πες το μας το πακέτο μας” και γυρίζει και μου λέει “εσύ θα γίνεις ένας φανταστικός σερβιτόρος στην υπόλοιπη ζωή σου”. Μετά από μια βδομάδα έφυγα, μπήκα στη σχολή, είδα -εκείνη την περίοδο- και τον Βαγγέλη Μουρίκη πρώτη φορά στο Μικρό Ψάρι και σκέφτηκα “τι είναι αυτός ρε συ, αυτό θέλω”. Μου άρεσε το να μην παίζεις, απλά να υπάρχεις». Τόσα χρόνια μετά και παραμένει αμετανόητα απέναντι σε κάθε υποψία θεατρικής συνεργασίας. «Είχα τραυματικές εμπειρίες στη σχολή», μου εξηγεί. «Δεν μου άρεσε πως αντιμετώπιζαν τους μαθητές οι σκηνοθέτες παύλα παιδαγωγοί – οκ δεν τους βάζω όλους σε ένα τσουκάλι, υπήρχαν και φωτεινές εξαιρέσεις. Από αυτό που έχω γνωρίσει εγώ, τουλάχιστον, οι άνθρωποι του σινεμά είναι πιο γειωμένοι, έχουν να αντιμετωπίσουν περισσότερο πράγματα της καθημερινότητας. Εντάξει, υποθέτω ότι θα υπάρχουν και ομάδες θεατρικές που είναι σούπερ». 

Τόσα χρόνια μετά, και ο πρώτος έρωτας παραμένει αλώβητος στη θέση του, στον θρόνο του. «Βαριέμαι πολύ εύκολα. Ενθουσιάζομαι πάρα πολύ στην αρχή και μετά βαριέμαι θανάσιμα. Στο σινεμά όμως θα κάνεις έναν queer χαρακτήρα, μετά έναν φασίστα, μετά έναν πυροσβέστη, μετά έναν γιατρό, μπαίνεις σε διάφορους κόσμους, μαζεύεις πληροφορίες, ψάχνεσαι. Επίσης, προσωπικά, με έχει βοηθήσει πάρα πολύ να γνωρίζω τους φακούς, τα φώτα, το πλάνο. Αν αγαπάς τον κινηματογράφο, πρέπει να ανακατευτείς για να είσαι καλός. Ευτυχώς δεν είμαστε στην παλιά εποχή που ο φωτογράφος δεν σου έλεγε τίποτα, τα καινούργια παιδιά σου λένε “έλα να δεις το κάδρο για να καταλάβεις”. Έχεις διαφορετικό παίξιμο σε ένα 135 και άλλο σε ένα 75, έχεις άλλη αντιμετώπιση, πρέπει να κρατάς το ρακόρ σου που είναι πολύ συγκεκριμένο, πρέπει να γίνεις της αυτοπαρατήρησης – τι έκανα, πως μπήκα, με ποιο πόδι ξεκίνησα, πως κάθισα, πως έπιασα τα χέρια μου και άναψα το τσιγάρο με το αριστερό, μετά τι ακολούθησε – κι αυτό σε βοηθά και σε άλλα πολλά. Πως ελέγχεις το σώμα σου, τα πράγματα τριγύρω σου».

Ο Νικολάκης Ζεγκίνογλου είναι από τα αγαπημένα παιδιά των μικρομηκάδων. Τον ζητούν συχνά και τους ανοίγει την αγκαλιά του χωρίς δεύτερη σκέψη. Του λέω πόσο είχα αγαπήσει τη βαθιά εσωτερικότητα με την οποία είχε προσεγγίσει τον ρόλο του στο “Όχι Αύριο” της Αμέρισσας Μπάστα, μιας ταινίας που ακόμη και σήμερα, ένα χρόνο μετά, μαζεύει βραβεία στα φεστιβάλ του πλανήτη. Και πόσο είχα απογοητευτεί που δεν του έδωσαν το βραβείο της αντρικής ερμηνείας στο Φεστιβάλ της Δράμας. «Ποτέ δεν περιμένω πως θα πάρω κάποιο βραβείο, εκτός αν για παράδειγμα συνοδεύεται με 5000 ευρώ. Ε, εκεί θα ξενέρωνα (γέλια). Δεν έχει να κάνει με το βραβείο όμως, αλλά με το πώς δίνεσαι εσύ στα πράγματα. Σίγουρα σου δίνουν κάποιες μικρές ευκαιρίες, αλλά δεν σου τα δίνουν κι όλα. Δηλαδή, όταν γυρίσαμε από τις Κάννες που είχαμε πάρει Χρυσό Φοίνικα, ε, το τηλέφωνο δεν χτυπούσε, οπότε σκασίλα σου κιόλας τι βραβείο πήρες». Του ζητάω να θυμηθεί εκείνες τις στιγμές. «Οι Κάννες ήταν σοκ» λέει. «Ήταν έντονη φάση όμως και εγώ μέσα σε όλο αυτό ήμουν σαν να είχα καταπιεί παλούκι. Χαροπάλευα οικονομικά εκείνη την περίοδο, είχα σταματήσει από μια δουλειά που πληρωνόμουν γιατί δεν πέρναγα καθόλου καλά και ήμουν κι έτοιμος να βγάλω ψυχοσωματικά, ήμουν στο ταμείο ανεργίας, και σκάει ξαφνικά αυτό. Και έπρεπε να φτιαχτούμε, να ραφτούμε, να βρούμε πως θα πάμε. Και πας κι αισθάνεσαι σαν ψάρι έξω από το νερό. Φτάνεις, και ξαφνικά είναι όλα τεράστια. Χαρούμενος δεν ήμουν, δεν θα το έλεγα, γιατί εγώ αγχώνομαι πολύ με αυτά. Δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι ήμουν στο ίδιο δωμάτιο με τον Αντόνιο Μπαντέρας και τη Στέισι Μάρτιν. Ακόμη και τη μέρα της βράβευσης, θυμάμαι μόνο μέχρι τη στιγμή που ανακοινώθηκε ότι πήραμε τον Χρυσό Φοίνικα. Από κει και πέρα δεν θυμάμαι τίποτα άλλο. Μόνο να είμαι κάποια στιγμή στην τουαλέτα και να ρίχνω νερό στα μούτρα μου για να καταλάβω τι μου συμβαίνει. Δεν εκδηλώνομαι κι εύκολα, οπότε όλο αυτό το κρατάω μέσα μου και γίνεται μια τρέλα, μια τρελή θολούρα. Η επαναφορά ήταν ακόμη πιο δύσκολη, γιατί έχεις ζήσει κάτι, ελπίζεις κάτι να αλλάξει στη ζωή σου και εν τελει καταλαβαίνεις ότι αυτό δεν έχει κανέναν αντίκτυπο στη χώρα σου. Απ’ την άλλη βεβαίως αυτή η γείωση είναι για καλό, αν έχεις την ροπή να καβαλήσεις κάποιο καλάμι. Μπορεί εκείνη τη στιγμή να ξενερώνεις, αλλά μετά από έναν χρόνο, δύο, λες ναι, αυτό είναι γαμώ, γιατί τώρα το έχουμε ξεπεράσει, το έχουμε αφήσει πίσω και δεν μας ορίζει τη ζωή».

Και κάποια στιγμή ανέβηκε στο άρμα που ονομάζεται ελληνική τηλεόραση. Αρχικά με το 42 °C της Cosmote TV, μετά με το Μαύρο Ρόδο στο Mega. «Ωραία εμπειρία, γνώρισα ωραίους τύπους. Το φοβόμουν πριν. Το Μαύρο Ρόδο όμως ήταν μια δουλειά που περνούσαμε πολύ ωραία, πολύ easy going, μια δουλειά πολύ καλή που με έκανε να αγοράσω για πρώτη φορά καινούργια βρακιά μόνος μου και να μην μου τα ‘χει πάρει η μάνα μου!». Γελάει ηχηρά. Ο τύπος με τη μηχανή του γκαζόν διακόπτει τις εργασίες του και μας κοιτά. Ο Νικολάκης συνεχίζει. «Είναι ωραίο το αίσθημα στα τριάντα σου να πηγαίνει να αγοράζεις αυτό που θες. Να παίρνεις το καλό, το καλύτερο που θες. Είμαι ξεκάθαρος, η τηλεόραση πληρώνει, έχεις μια καλή επαφή με την κάμερα, γνωρίζεις καινούργιους ανθρώπους. Είχα την τύχη να γνωρίσω πολύ καλά παιδιά. Θα ήθελα να ξανακάνω τηλεόραση με το ίδιο συνεργείο. Λόγω του ότι κάνω συχνά σινεμά, δένομαι περισσότερο με αυτό, μου αρέσει να είμαι μέρος των κινηματογραφιστών».

Ο καφές τελειώνει. Παραγγέλνουμε δεύτερο. Τα παιδιά αρχίζουν και γεμίζουν την πλατεία. Ο κύριος του δήμου έχει «μετακομίσει» στην άλλη πλευρά. Ο ήχος της μηχανής του φτάνει σε μας με μια φασαριόζικη πραότητα. Του πετάω hashtags και μαζεύω φράσεις. #metoo: «Δεν έχουν αλλάξει πολλά πράγματα, αυτό όμως που έχει αλλάξει είναι η δεύτερη σκέψη, άρα βοήθησε, γιατί ο καθένας πια που θα έκανε κάτι βίαιο και δεν θα το σκεφτόταν καθόλου, τώρα το σκέφτεται. Έχει φόβο, κι αυτό είναι πολύ καλό. Δεν τον αλλάζεις, αλλά ο φόβος του θα τον κάνει να μαζεύεται». #πολυτικαλκορεκτισμός: «Είναι ακόμη στα γεννοφάσκια του και ακόμη δεν έχουμε ένα καταστατικό πως λειτουργεί αυτό το πράγμα, μια πεπατημένη. Οπότε δημιουργούνται πράγματα παράλογα, δημιουργείται ως και ένας φασισμός. Γι’ αυτό το καλύτερο είναι να μιλάς με τους φίλους σου και να τελειώνει εκεί η φάση. Επιλέγω να μην παίρνω θέση εύκολα γιατί δεν τα γνωρίζω όλα, ούτε τον χρόνο έχω. Παίρνω θέση μέσα από τους ρόλους». #Κασσελάκης: «Παίζει τρελή μπάλα έτσι όπως παρουσιάζεται. Εκεί που το χάνει όμως ο Σύριζα πραγματικά -και το οποίο πιστεύω πως ο Κασσελάκης το αποδέχεται- είναι πως θεωρεί ότι είναι ένα αριστερό κόμμα, ενώ είναι ένα κεντρώο. Ενώ έχει μαζέψει όλους τους παλιούς πασόκους, θέλει να πουλήσει Αριστερά. Αλλά δεν είναι. Γι’ αυτό και γυρνάνε στον κόσμο τα άντερα όταν ακούνε για κάλυψη προς τα κει. Και για αυτό έχασε τόσο κόσμο».

Θυμάμαι ξάφνου το τρίτο δωμάτιο στο νέο σπίτι. Τους ήχους, τις εικόνες που θα φιλοξενεί. «Έχω ένα λούπερ φωνής και κάνα δύο μίνι συνθεσάιζερ και τζαμάρω» μου λέει. «Από τότε που σπούδαζα μουσική τεχνολογία, ασχολούμαι με την σύνθεση, είχα και μια μπάντα αγγλόφωνη στο Ρέθυμνο, παίζαμε 60ς garage punk, είχαμε γράψει και δικά μας κομμάτια, μας καλούσαν για συναυλίες, η μουσική είναι πολύ μέσα στη ζωή μου, πιο πολύ από το σινεμά». Τον σκέφτομαι μέγιστο περφόρμερ να αλωνίζει στη σκηνή. «Το διαλύσαμε όταν αποφάσισα να πάω φαντάρος και να μπω στη δραματική» τον ακούω να λέει, «μου έλειπε πολύ, είχαν πάρει μια καινούργια τραγουδίστρια, μια φίλη του αδερφού μου, και ζήλευα. Ο ντράμερ και ο μπασίστας είναι τώρα Αθήνα, αλλά θέλουμε και τον κιθαρίστα και αυτός είναι στα Χανιά μόνιμα. The Sushi Killers λεγόμασταν. Τότε δεν άρεσε σε κανέναν μας το σούσι και ψάχναμε κάτι κοινό. Τώρα βέβαια τρελαίνομαι για σούσι, οπότε μάλλον πρέπει να το αλλάξουμε σε Sushi Lovers (γέλια)».

Και η αγάπη για τον μοντελισμό; «Βοηθά τους ψυχαναγκασμούς μου. Και τη διάσπαση προσοχής. Χτες έφτιαξα το γραφείο μου έτσι όπως το φανταζόμουν, πήρα ξύλα κι έφτιαξα έναν πάγκο εργασίας, τον έτριψα, έκανα το σχέδιο, γωνιακό για να βάζω τον 3d εκτυπωτή και τα μοντέλα μου, φτιάχνω μινιατούρες dungeons and dragons. Είμαι συνδρομητής σε ένα σάιτ και μου στέλνουν κάθε μήνα αρχειάκια. Τα εκτυπώνεις και έχεις έτσι μια πολύ όμορφη διαδικασία. Τρελαίνομαι. Και με βοηθά πολύ αυτό το hyperfocus. Μπορώ να είμαι εκεί για ώρες. Αν δεν γινόμουν ηθοποιός, θα ήθελα μια χειρωνακτική εργασία. Να παίρνω κάτι από το μηδέν και να το φτιάχνω».

Τον ρωτάω για τις επιλογές του. Τα μονοπάτια που παίρνει. Αν νιώθει πως τα διαλέγει περισσότερο από ότι τον διαλέγουν. «Μου αρέσει να πηγαίνω με το κύμα», διευκρινίζει. «Όταν μου έρθει, θα μου έρθει. Δεν πιέζομαι. Μου αρέσει να κρατάω μια απόσταση και να βλέπω τα πράγματα λίγο από μακριά. Χτίζω τον δρόμο ανάλογα με αυτά που μου δείχνει. Έτσι επιλέγω πράγματα και έτσι προσπαθώ να κρατάω το μυαλό σόμπερ, να είμαι νηφάλιος, να μην κάνω κινήσεις σπασμωδικές. Και είναι δύσκολο γιατί υπάρχει και η μεγάλη ανασφάλεια του χώρου. Ευτυχώς προς το παρόν έχει πάει πολύ καλά». Αναρωτιέμαι αν κάποιο από αυτά τον οδηγήσει πίσω, στην Κρήτη. «Θα ήθελα κάποια στιγμή να ζω εκτός Αττικής. Θα γύριζα πίσω στο νησί αν είχα την οικονομική άνεση και αν μπορούσα να δουλεύω επιλεκτικά στο σινεμά. Είμαι σπιτόγατος, δεν πολυβγαίνω. Είμαι ήσυχος σαν χαρακτήρας, κι αν με ρωτήσεις, αυτή είναι η άποψη που έχω για τον εαυτό μου».

Ο Νικολάκης Ζεγκίνογλου εμφανίζεται στη σειρά οχτώ επεισοδίων Milky Way του Mega (πρεμιέρα την Πέμπτη 2 Νοεμβρίου 2023). Επίσης πρωταγωνιστεί στην ταινία Medium της Χριστίνας Ιωακειμίδη που θα κάνει την πρώτη της εμφάνιση στο 64ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (2 έως και τις 12 Νοεμβρίου 2023).
Δημήτρης Πάντσος

Share
Published by
Δημήτρης Πάντσος