Ηθοποιός, παρουσιαστής (στην υπέροχη «Κουζίνα των Μεταναστών» της ΕΡΤ, πριν λίγα χρόνια), η φωνή πίσω από τις μισές διαφημίσεις που βλέπεις στην τηλεόραση (στα παλιά χρόνια ήταν και η αντρική φωνή του Alter), dj στα bar του κέντρου της πόλης μέχρι που η ζωή κλειδώθηκε λόγω πανδημίας πίσω από τις πόρτες (αποφεύγει να επανέλθει για την ώρα) και φυσικά ένα πρόσωπο που ξέρει πώς να χαμογελά και πώς να χορεύει με τον πιο άμεσο τρόπο (η αθηναϊκή νύχτα του χρωστά πολλές από τις ωραιότερες ιστορίες της). Φέτος τον συναντήσαμε στο «Συμφορά από το πολύ μυαλό», σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού, στο ιστορικό θέατρο Οδού Κυκλάδων-Λευτέρης Βογιατζής. Σε μια παράσταση όπου διέπρεψε στον ρόλο ενός πονηρού αριστοκράτη παλιάς κοπής, από τα βαθιά ρωσικά 1823, που δεν αγαπά τις αλλαγές και το καινούργιο στις ζωές των ανθρώπων (η παράσταση τελειώνει αυτό το Σαββατοκύριακο, προλαβαίνεις έστω και τελευταία στιγμή).
Μπορεί, θα έπρεπε δηλαδή, να τον θυμάσαι από την ζωώδη και ανατριχιαστική ερμηνεία του στους Ανθρωποφύλακες του Περικλή Κοροβέση, σε σκηνοθεσία Μάνου Βαβαδάκη, δύο χρόνια πριν στο Θέατρο Τέχνης. Ζει ακόμη στην περιοχή που μεγάλωσε (πλατεία Αμερικής), έχει την πιο υπέροχη βεράντα με φυτά που μπορείς να δεις εκεί γύρω («περνάνε και χαζεύουν, καμία φορά τους φωνάζω για καφέ και ανεβαίνουν»), φτιάχνει φωτιστικά («ούτε που θυμάμαι πόσες φορές με έχει τινάξει το ρεύμα»), αλλάζει συνέχεια τη θέση των επίπλων («για να ξεχνιέμαι»), φτιάχνει clips αγαπημένων του κομματιών και μετά τα ανεβάζει στο YouTube, συνεχίζει να πίνει μαρτίνι με δύο ελιές, να γεμίζει τις ντουλάπες του με πουκάμισα, να ανοίγει το σπίτι του και να φιλοξενεί κόσμο που μόλις γνώρισε, να ξεχνά, παύλα, χάνει το κινητό του («πρέπει να έχω φτάσει στο 8ο iPhone») αλλά και τα κλειδιά του («ούτε που θυμάμαι πόσες φορές, η κυρία δίπλα ίσως ξέρει καλύτερα, γιατί μου δανείζει κάθε φορά μια σκάλα για να πάω στον πρώτο ακάλυπτο και μετά στον δεύτερο και μετά να βρω ένα παράθυρο που ελπίζω να έχω ξεχάσει ανοιχτό, για να μπω»).
* (Γλυκιά υποσημείωση: Με τον Νέστορα, βρεθήκαμε πριν τις γιορτές, μετά εγώ όμως έσπασα το χέρι μου και έμειναν έτσι αυτές οι λέξεις, γεμάτες γέλια και κρυφά νοήματα, στην άκρη, να παραπονιούνται για φως και βόλτες εδώ μέσα. Κάπως αργήσαμε, αλλά εντάξει, τα καταφέραμε).
Μια εκ νέου συνάντηση; Η πρώτη μου επίσημη δουλειά μετά τη σχολή ήταν το 1997 με το Καζανόβα: Η περιπέτεια – Μαρία Τσβετάγεβα. Σε σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού.
Το «Συμφορά από το πολύ μυαλό» είναι μια κωμωδία, σταθμός της Ρωσικής δραματουργίας, του Αλεξάντρ Γκριμπογέντοφ. Όλοι οι Ρώσοι το ξέρουν πολύ καλά αυτό το έργο. Από αυτό βγήκαν εκφράσεις που χρησιμοποιούνται ακόμη και τώρα στην καθημερινότητά τους. Σαν γνωμικά, σαν λαϊκές ατάκες. Είναι σπουδαίο θεατρολογικό κείμενο, σε έμμετρο ύφος. Είναι η μήτρα για πολλούς χαρακτήρες που βλέπουμε σήμερα σε πολλές κωμωδίες. Από τα κείμενα, τις παραστάσεις, που ο ηθοποιός πρέπει να ξέρει από τεχνική, αντίληψη και ρυθμό, αφού υπάρχει πάντα ο κίνδυνος το τελικό αποτέλεσμα να ακούγεται σαν ποίημα.
Οι από πάνω δεν έχουν κουλτούρα, δεν έχουν επίπεδο. Κάποτε οι πλούσιοι πριμοδοτούσαν όπερες, τώρα σκυλάδικα.
Λέξεις, φράσεις για ένα κόσμο που αλλάζει… Είναι η ιστορία ενός ερωτευμένου νέου που έχει το προνόμιο, τη δυνατότητα και την επιθυμία, να φύγει από τη Μόσχα για τρία χρόνια. Ανήκει στην αριστοκρατία του 1823, εποχή που γράφτηκε το κείμενο. Σε αυτά τα τρία χρόνια της απουσίας του έχει δουλέψει με τον εαυτό του, έχει αλλάξει και όταν γυρίζει βρίσκει την κοπέλα που αγαπά, τη Σοφία κι αυτή αλλαγμένη αλλά με άλλο τρόπο. Αυτός έχει πλέον διαφορετική νοοτροπία, έχει απομυθοποιήσει όλο τον κύκλο της αριστοκρατίας της Ρωσίας και έρχεται με άλλο αέρα («έχω πια μυαλό»), για να βρει μια πληγωμένη αλλά απορροφημένη από το σαθρό σύστημα της χώρας, κοπέλα. Εγώ, ως πατέρας της, είμαι τελείως χωμένος μέσα στο σύστημα και φυσικά εκπρόσωπος του συντηρητισμού και αρνητής σε κάθε διάθεση για γνώση!
Είναι δύσκολο να κατανοήσεις αυτά τα πρόσωπα μέσα από μια σημερινή ματιά; Κοίτα, είναι πολύ μακριά μας. Οι άνθρωποι αυτοί δεν χειρονομούν όπως τώρα, δεν τολμούν να αισθάνονται, επίσης όπως τώρα. Παρ’ όλα αυτά, ναι, είναι χαρακτήρες, οικείοι. Είναι αρκετά αυτά που δεν έχουν αλλάξει. Το κούφιο που έχουν οι έχοντες, που δεν ασχολούνται με την πνευματική τους καλλιέργεια και όλα είναι μια φούσκα στη ζωή τους. Κάτι δηλαδή που το βλέπεις και σήμερα. Και δυστυχώς πλέον σε όλες τις τάξεις. Γιατί αυτοί που θα έπρεπε να αγανακτούν, δεν αγανακτούν και γίνονται χειρότεροι. Δανείζονται συμπεριφορές από τους πάνω, μόνο που οι από πάνω δεν έχουν κουλτούρα, δεν έχουν επίπεδο. Κάποτε οι πλούσιοι πριμοδοτούσαν όπερες, τώρα σκυλάδικα.
Ο χώρος του Βογιατζή πόσο «βαρύς» είναι; Κουβαλάει μια ιστορία που δεν μπορείς να την ξεχάσεις και δεν πρέπει. Και ήταν ωραίο που ξεκινά η νέα εποχή του θεάτρου με αυτό το έργο. Γιατί ήταν και μία από τις πρώτες παραστάσεις της πρώτης περιόδου του.
Δεν έχεις ζήσει το να σε σταματάνε στο δρόμο επειδή κάνεις καθημερινό στην τηλεόραση; Δεν θέλω. Προτιμώ να κάνω τη ζωή που κάνω, ελεύθερος. Διαλέγεις λίγο έως πολύ αυτό που κάνεις, δεν είμαστε όλοι «άτυχοι», μερικοί το επιλέγουμε!
Κι αυτό που λέμε, αχ θα μπορούσα να είμαι κάτι άλλο από αυτό που είμαι, κάτι φοβερό, σπουδαίο… Ας είμαστε λίγο πιο έξυπνοι από αυτό! Είναι σαθρό. Αν, αν… τι αν; Δεν! Τελεία! Δες πού είσαι και προχώρα.
Την κάμερα την φοβήθηκες; Βαριέμαι τα γυρίσματα. Εν αντιθέσει με τις πρόβες.
Δεν μετάνιωσες που την αρνήθηκες; Υπάρχουν φορές που το έχω μετανιώσει αλλά όχι για τον λόγο που ίσως φαντάζεσαι. Κυρίως γιατί τα τελευταία χρόνια ακόμη και οι ψαγμένοι, υποτίθεται, σκηνοθέτες έχουν την ανάγκη να συνοδεύεσαι από μια κάποια τηλεοπτική αναγνωρισιμότητα. Και έτσι οι πιο ταγμένοι στο θέατρο μένουν εκτός.
Ποιες ήταν οι πιο αγαπημένες σου στιγμές στο θέατρο; Το «Φωτιά στο Πρόσωπο» της Ελευθερίας Σαπουντζή, το Ανθρωποφύλακες του Μάνου Βαβαδάκη και Οι έμποροι των Εθνών του Θοδωρή Αμπατζή.
Θεωρώ πως οι Ανθρωποφύλακες πρέπει να ανέβουν ξανά. Κι εγώ. Υποκριτικά ήταν μια από τις πιο ξεχωριστές μου εμπειρίες. Να είναι καλά ο Μάνος Βαβαδάκης. Ήταν μια τέλεια συνεργασία, ειδικά αν σκεφτείς πόσο δύσκολο ήταν το θέμα. Κάτι έγινε όμως και συνεννοηθήκαμε αμέσως σε όλα. Ήταν ένα στοίχημα πολύ ωραίο, που νομίζω πως κερδήθηκε.
Πώς ήταν να παίζεις μπροστά σε κόσμο που έχει βιώσει στο πετσί του τα βασανιστήρια που το έργο περιγράφει; Αλλόκοτο. Με τον Μάνο όμως είχαμε αποφασίσει να αποφύγουμε τον τυπικό, κλισέ, συναισθηματικό μονόλογο. Έχω βαρεθεί τους μονολόγους οντισιόν, ‘κάτσε να σου δείξω τη γκάμα μου ως ηθοποιός και δες με πως κλαίω και χορεύω και τραγουδάω’! Αυτό ήταν ξεκάθαρο και για τους δύο. Θέλαμε το ίδιο πράμα. Δεν ήταν εύκολος δρόμος. Είμαι πολύ νευρικός και η «γείωση» που έπρεπε να κάνω ήταν δυσβάσταχτη. Εδώ σε βοηθά η τεχνική, να μη παρασύρεσαι σε μια έντονα συναισθηματική στιγμή και να την «αποθηκεύεις» για μια άλλη. Έβλεπα συνεντεύξεις των ανθρώπων που έχουν υποστεί βασανιστήρια και κανείς δεν χτυπιόταν στην κάμερα όταν τα έλεγε. Όπως βλέπουμε δηλαδή στο θέατρο. Κάποια στιγμή είχα ρωτήσει τον Περικλή (Κοροβέση), αν τον ενοχλεί κάτι στον τρόπο που το προσέγγισα και μου είπε πως όταν μιλούσε γι’ αυτά κι αυτός, απέφευγε να βάλει συναίσθημα. Υπήρχαν σημεία μέσα στην παράσταση που δεν ήξερα αν ακούγομαι στο κοινό, σχεδόν ψιθύριζα και μετά σκεφτόμουν, ‘οκέι, τι καλύτερο από το να προσπαθεί κάποιος να σε ακούσει’, σαν να μοιράζεστε ένα μυστικό.
Τι νοιώθεις πως σε δίδαξε, ίσως πρώτο από όλα; Μου έμαθε να μη έχω στο μυαλό μου τίποτα δεδομένο. Πως πρέπει να υπακούω στον σκηνοθέτη. Πως η δουλειά μας είναι να τον ακούμε. Ακόμη κι αν κάνει λάθος. Άφησε τον άλλο να είναι αρχηγός, να το πάρει πάνω του, ακόμη κι αν αυτό είναι αποτυχία. Αυτό που πρέπει να κάνεις εσύ, όσο καλύτερα μπορείς, είναι αυτό που έχεις συμφωνήσει από την αρχή και αυτό που σου ζητάει.
Κι αν δεν συμφωνείς; Αν αλλιώς ξεκινάς και άλλα συναντάς; Αν ο αρχηγός δεν μπορεί να είναι ο ρόλος του, τότε ή σήκω φύγε εγκαίρως αν δεν αντέχεις ή αν αντέχεις και επειδή είναι δουλειά σου και δεν μπορείς να κάνεις πάντα πράγματα που σου αρέσουν, μείνε και προσπάθησε κάπως να συντονιστείς. Επειδή βεβαίως είναι και θέματα ψυχολογίας και νευρικού συστήματος και δεν παίζουμε με αυτά, αλήθεια, σήκω και φύγε.
Οπότε συμφωνείς να φεύγει κάποιος εγκαίρως από μια παράσταση όταν δεν νοιώθει καλά; Φυσικά, κάποια στιγμή λογική όχι δύο μέρες πριν την παράσταση. Δεν έχω θέμα και με το κοινό να αποχωρεί, προτιμώ να φεύγει παρά να κάθεται και να βασανίζεται. Στο σινεμά γιατί να μπορείς δηλαδή; Σε ένα μουσείο γιατί κάθεσαι μπροστά σε ένα έκθεμα μία ώρα και σε ένα άλλο καθόλου; Προτιμώ να φεύγει από το να κάθεται, να τρίζει την καρέκλα του, να ιδρώνει, να ενοχλεί τους δίπλα -είναι και σαν τον βήχα όλο αυτό, αν ξεκινήσει ένας, ξάφνου βήχουν όλοι- να χασμουριέται, να αγχώνεται και να νοιώθω εγώ τον εκνευρισμό του.
Τον αισθάνεσαι; Φυσικά, στο ένα μέτρο παίζουμε.
Υπάρχει ο μύθος πως ο ηθοποιός όταν παίζει στο θέατρο χάνεται, σε βλέπει αλλά δεν σε βλέπει. Όπως το ‘πες, μύθος (γέλια). Κοίτα, αν φύγει και με βρίσει, ναι, θα ενοχληθώ, απλά προτιμώ κάποιον να αποχωρεί παρά να βασανίζεται.
Αν φύγουν δέκα; Αν φύγουν δέκα θα πρέπει να φύγω κι εγώ μαζί (γέλια)… Φύγε, φύγε δυσαρεστημένε θεατή! Τα λέμε μετά στο μπαράκι, εκτός και αν σε ενοχλεί και αυτό (γέλια).
Δεν θα κατηγορήσω κάποιον επειδή πάει στον Σεφερλή, θα τον πω όμως κακό ηθοποιό αν παίζει χάλια στον Σεφερλή
Άλλα που σου έμαθε το θέατρο; Πόσο σημαντική είναι η συνεργασία και πως χωρίς αυτή, τίποτα δεν γίνεται. Με έμαθε να έχω υπομονή.
Είσαι υπέρ της εξειδίκευσης; Το φαινόμενο, ο φωτιστής να μιλάει για το σκηνικό, ο σκηνογράφος για τη μουσική και ο τεχνικός για το κείμενο δεν είναι λογικό. Δυστυχώς είμαστε κάπως ευθυνόφοβοι ή ημιμαθείς. «Το μόνο που θέλω είναι να σε βοηθήσω» σου λένε. Το φιλότιμο όμως καμιά φορά δεν είναι φιλότιμο. Για κάποιο λόγο κάποιος σκηνοθετεί και κάποιος άλλος γράφει τη μουσική και κάποιος άλλος παίζει. Ενοχλούμαι με ηθοποιούς που επιμένουν στα δικά τους θέλω.
Μπορούμε να τα κάνουμε όλα ή όχι; Αν μπορείτε, κάντε τα (γέλια).
Καθορίζουν οι επιλογές σου, το αν είσαι καλός ηθοποιός; Δεν θα κατηγορήσω κάποιον επειδή πάει στον Σεφερλή, θα τον πω όμως κακό ηθοποιό αν παίζει χάλια στον Σεφερλή. Δεν θα κατηγορήσω κάποιον άνθρωπο για τις επιλογές του επειδή θέλει να ζήσει από τη δουλειά του. Καθόλου. Απλά δεν θα πάω να τον δω.
Αν σου έλεγε κάποιος να συμπληρώσεις αυτό: «Το σημαντικότερο που μου έμαθε το θέατρο…» Θα συμπλήρωνα με το: «Να μη παίζω θέατρο στη ζωή μου».
Πόσο εύκολο είναι αυτό; Αυτό είναι το άγχος του μπαμπά μου (γέλια). Κάθε φορά μου λέει, δεν μπορώ να καταλάβω αν δεν είσαι καλά, γιατί ως ηθοποιός μπορείς να μου κάνεις πως είσαι.
Δεν ισχύει; Ισχύει αν είσαι ψυχοπαθής. Κοίτα να δεις, μπορείς να το κάνεις. Υπάρχουν άνθρωποι που τους χαρακτηρίζει το επάγγελμά τους.
Νοιώθεις τυχερός; Είμαστε τυχεροί, πολύ τυχεροί, όσοι από εμάς καταφέραμε να κάνουμε επάγγελμά μας αυτό που θέλαμε από το δημοτικό.
Το ήξερες από τότε; Ναι, από την τρίτη που είχα γράψει και ένα θεατρικό έργο. Το είχαμε ανεβάσει στην αυλή με τα αδέρφια μου και για μουσικό διάλειμμα είχαμε την αδερφή μου που τραγουδούσε.
Πόσα αδέρφια; Σύνολο τρία αγόρια κι ένα κορίτσι.
Άρα έχεις μεγαλώσει σε ομάδα, με κόσμο. Και συνεχίζω να μεγαλώνω με κόσμο (γέλια).
Είσαι «ηθοποιός ομάδας»; Ναι, τώρα που το σκέφτομαι. Με τον Θοδωρη Αμπατζή δουλεύουμε πολλά χρόνια μαζί. Θα μπορούσαμε να πούμε πως είμαι στην ομάδα του.
Υπάρχει ανάγκη να βλέπουμε ομάδες ξανά, όπως παλιά με τον Παπαϊωάννου, τον Κακλέα ή τον Βογιατζή; Κάπως σαν να επανέρχεται αυτό με τα νέα παιδιά. Αλλά κάτσε να δούμε. Μετά τον covid έχω μπερδευτεί. Δεν ξέρω αν ο κόσμος έχει ανάγκη το θέατρο. Είδες κανέναν να ξεσηκωθεί επειδή δεν μπορούσε να δει μια παράσταση;
Εδώ δεν έχουν ξεσηκωθεί γι’ άλλα πράγματα. Αυτό λέω, οι προτεραιότητες έχουν αλλάξει, δεν είμαι πολύ αισιόδ0ξος, μη με βλέπεις έτσι κεφάτο (γέλια). Όταν πέρσι έκλεισαν τα θέατρα και με τεράστια ευκολία άρχισαν να γίνονται live streaming δεν είδα να υπάρχει πρόβλημα που ακυρώνεται έτσι η τέχνη του θεάτρου. Αλλά είμαστε ματαιόδοξοι, μη και δεν δουν τη δουλειά μας. Δείξε καλύτερα ένα τρέιλερ, δείξε μια μελέτη, μια πρόβα. Κάθεσαι και ετοιμάζεις μια παράσταση και του τη σερβίρεις με live streaming. Το θεωρώ επικίνδυνο. Είναι άλλη τέχνη η κάμερα. Το θέατρο έχει κάποιους όρους ξεκάθαρους, είμαι εγώ μπροστά σου και σε φτύνω όταν μιλάω.
Τι άλλο θα μπορούσε να γίνει; Σίγουρα να μη γίνει αυτό. Θα μπορούσε κάθε θέατρο να ανεβάσει αρχειακό υλικό με παλιές παραστάσεις.
Πώς προέκυψε το σπικάζ; Ήταν και είναι ένα υπέροχο δώρο. Άκουγα «κλειστός χώρος» και «κλειστός χώρος», δεν είδα όμως κάτι τέτοιο. Ήρθε μια κοπέλα σε μια παράσταση, παλιά, εκεί στα ’90s και μου λέει, ψάχνουμε για μια νέα φωνή για το telepolis (πρώην telestet), λέω οκέι, πήγα ένα ντέμο κι αυτό ήταν, με πήραν. Το ένα έφερε το άλλο, χωρίς δημόσιες σχέσεις, χωρίς να κάνω τίποτα. Ήταν η χρυσή εποχή που έβγαζες λεφτά, έκανες δώρο έναν καναπέ ή πήγαινες για Σαββατοκύριακο στη Βιέννη αντί να πας Χαλκίδα, όλα τα λεφτά πηγαίναν στα ταξίδια. Μου αρέσει που έχω ζήσει αυτή την άνεση. Κι ας μη την έχω τώρα καθόλου. Γιατί και τότε, πάντα θυμόμουν την αμέσως προηγούμενη περίοδο που είχα μόνο δύο δραχμές στην τσέπη.
Οι νέοι γύρω σου… Είναι καλύτεροι από εμάς. Πιο συνειδητοποιημένοι. Είναι η γενιά των 500, διεκδικούν πιο δυνατά τα δικαιώματά τους και δεν έχουν τα στεγανά που είχαμε εμείς παλιά. Είναι πιο γειωμένοι.
Άπαξ και έχεις σύνδεσμο με έναν άνθρωπο, δεν τον χάνεις, Είναι μια βαλίτσα με την οποία προχωράς. Είναι πραγματικά ελάχιστα αυτά που θα με κάνουν να σβήσω έναν άνθρωπο από τον χάρτη.
Ποια είναι η νέα Αθήνα; Πες μου εσύ. Εγώ δεν την ξέρω πια. Δεν αναπολώ την πόλη δεκαπέντε χρόνια πριν, την αναπολώ τρία χρόνια πριν, το οποίο είναι και περίεργο, όλα σαν να έχουν χαθεί. Έκανα μια βόλτα στο τρίγωνο, εκεί στο κέντρο που βγαίναμε παλιά και πίναμε και είδα κάτι που δεν μπορώ να πω πως ήταν άσχημο, περιποιημένο το βρήκα, ευρωπαϊκό, αλλά δεν είχε σχέση με αυτό που ήταν παλιά. Και δεν ξέρω και αν μου άρεσε. Ήταν σαν να έχεις στήσει ένα σκηνικό Soho από το πουθενά στο κέντρο της πόλης. Προτιμώ τελικά το Au Revoir στα μέρη μου, εκεί θέλω να πηγαίνω κυρίως.
Μήπως φταίει κι η ηλικία; Μεγαλώνουμε… Η μεγάλη μου απορία!
Μήπως γινόμαστε οι γονείς μας; Και εμείς να μη γινόμαστε, γίνονται όλοι οι φίλοι μας και έτσι δεν έχουμε παρέες να βγούμε (γέλια).
Βγαίνεις ακόμη όπως έβγαινες; Εγώ που δεν ήμουν ποτέ του σπιτιού, μετά τον εγκλεισμό, άρχισε να μου αρέσει να είμαι μέσα. Σε όλο αυτό δε, δεν ένιωθα καθόλου σαν σε φυλακή! Φταίει που αρνούμαι να βγω και σε ένα μαγαζί που δεν είμαι όρθιος και πρέπει να κάθομαι. Δεν το καταλαβαίνω, σαν να βγαίνουμε στο δημοτικό και οι γονείς να είναι στη πόρτα και να μας προσέχουν.
Όταν έβγαινες και ξέχναγες να γυρίσεις, φανταζόσουν κάτι τέτοιο όπως το τωρινό; Προφανώς όχι, αλλά οκ οι μισοί φίλοι πεθάνανε, οι άλλοι μισοί τρελάθηκαν, άλλοι παντρεύτηκαν, εμείς είμαστε και λίγο οι γραφικοί που θυμούνται το +Soda και δακρύζουν. Ο καθένας με τη νιότη του και το παρόν του.
Η μεγαλύτερη απορία που έχεις; Οι μεγάλες απορίες είναι πολύ ιερές και γι’ αυτό οφείλουν να μη έχουν σαφή απάντηση. Δεν χρειάζεται να τα εξηγούμε όλα. Κάποια πρέπει να παραμένουν με ερωτηματικά.
Οι φίλοι σου, είναι η μεγάλη σταθερά σου ; Άπαξ και έχεις σύνδεσμο με έναν άνθρωπο, δεν τον χάνεις, Είναι μια βαλίτσα με την οποία προχωράς. Είναι πραγματικά ελάχιστα αυτά που θα με κάνουν να σβήσω έναν άνθρωπο από τον χάρτη. Φυσικά και θα πληγωθείς ή θα απογοητευθείς αλλά συμβόλαιο δεν υπογράφεις. Οι άνθρωποι που έχουν θέση στη ζωή μου, την έχουν. Τελεία. Για να φύγουν από αυτή, θα πρέπει εγώ να αλλάξω θέση. Ο χρόνος αλλάζει πρώτα εσένα. Οπότε δες τι κάνει πρώτα σε εσένα και μετά τρέχα να το χρεώσεις στους άλλους. Δες τι θες, ψάξτο, αν το βρεις το βρήκες, βρες ποιος είσαι και μετά παρουσιάσου στον άλλο.
Μετά από τόσα χρόνια στον πλανήτη, τον έχεις χορτάσει; Δεν έκανα καμία «δίαιτα» στη ζωή μου. Θεωρώ ότι έχω ζήσει ωραία και ας είναι τώρα όλα πιο σκοτεινά.
Τι πιστεύεις πως θα φέρει το αύριο; Βροχή (γέλια)!