Διάβασα την αυτοβιογραφία σου, και πρέπει να πω ότι ειλικρινά την απόλαυσα! Ω! Σ’ευχαριστώ πολύ!
Η πρώτη σκέψη που μου ήρθε στο μυαλό διαβάζοντας είναι πως δεν ξέρω ακριβώς τι συγγένεια έχεις με τον Χέρμαν Μέλβιλ, αλλά πάντως κάτι κληρονόμησες από αυτόν. Για να είμαι ειλικρινής μαζί σου, στ΄αλήθεια ούτε κι εγώ ξέρω ποια είναι η συγγένεια. Όταν μεγάλωνα, οι γονείς μου μού είπαν ότι ο Χέρμαν Μέλβιλ ήταν μακρινός μου συγγενής. Ίσως και να μου έλεγαν ψέματα – μου είχαν πει ψέματα και για άλλα πράγματα, οπότε ίσως και να μην είναι αλήθεια. Πάντως είναι κάτι που η οικογένειά μου μού το έλεγε όλη μου τη ζωή.
Όπως και να έχει, σου έδωσε το όνομα, με το οποίο έγινες πολύ αγαπητός στον κόσμο. Ναι. Αν συζητάμε για συγγένειες, σίγουρα προτιμώ να έχω συγγένεια με τον Χέρμαν Μέλβιλ παρά με τον Στήβεν Κινγκ! Κι αν μιλάμε για λογοτεχνικούς ήρωες από τους οποίους ίσως να προέκυψε το όνομά σου – γιατί οι γονείς μου μού έδωσαν το όνομα Moby όταν είχα ηλικία δέκα λεπτών! – παρόλο που ήταν ένα αστείο, προτιμώ που μου έχουν δώσει το όνομα του Μόμπυ Ντικ παρά να με είχαν βαφτίσει Άχαμπ. Μπορώ να σκεφτώ λογοτεχνικούς χαρακτήρες, των οποίων το όνομα θα μπορούσαν να μου έχουν, δώσει πολύ χειρότερους από μια γιγάντια καταστροφική φάλαινα!
Αυτό που μου έκανε μεγάλη εντύπωση στο βιβλίο είναι η επώδυνη ειλικρίνεια με την οποία το έγραψες. Υπήρξες σκληρός με τον εαυτό σου μέσα σε αυτό. Στην πραγματικότητα, πολλή από αυτή τη σκληρότητα κόπηκε στην επιμέλεια. Αν είχες διαβάσει την αρχική εκδοχή, ήταν αληθινά πολύ πιο σκληρή! Δεν ξέρω, ίσως απλά αυτή να είναι η ψυχολογία μου. Εμένα μου φαίνεται πολύ ακριβές και όχι περιττά σκληρό. Ίσως πάλι να έχω χαμηλή αυτοεκτίμηση. Δεν ξέρω.
Σε μια συνέντυξη που μου είχε δώσει κάποτε η Laurie Anderson, μου μιλούσε για τη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του ’70, και μου την περιέγραφε ως μια πολύ επικίνδυνη πόλη με μια μικρή καλλιτεχνική κοινότητα όπου όλοι γνωρίζονταν. Εσύ στο βιβλίο σου μιλάς για μια άλλη Νέα Υόρκη, εξίσου μυθική για εμάς, σε μια άλλη εποχή. Και πάλι όμως μου δόθηκε η εντύπωση πως ήταν ένα επικίνδυνο μέρος για να ζει κανείς. Ναι. Θυμάμαι τη Νέα Υόρκη τη δεκαετία του ’70, ήταν επικίνδυνη και βρώμικη. Όμως στα τέλη της δεκαετίας του 80 είχε γίνει πολύ χειρότερη εξ αιτίας του κρακ. Από το ’87 έως το ’91, εκείνα τα 4-5 χρόνια, η Νέα Υόρκη βρισκόταν στη μέγγενη της επιδημίας του κρακ. Ήταν πραγματικά ένα απίστευτα επικίνδυνο μέρος. Δεν ξέρω αν εσείς στην Ελλάδα είχατε εμπειρία ποτέ εμπειρία του τι σημαίνει κρακ, όμως στη Νέα Υόρκη ήταν σχεδόν σαν μια ανεξέλεγκτη πυρκαγιά. Εντελώς ξαφνικά, η πόλη άλλαξε κι έγινε επικίνδυνη και βρώμικη, άνθρωποι πέθαιναν παντού. Ήταν πολύ σκοτεινή εποχή. Όμως ένα από τα πράγματα που θέλησα να αποτυπώσω στο βιβλίο, ήταν ο τρόπος που οι κάτοικοι της Νέας Υόρκης αντέδρασαν σε αυτό. Θα ήταν υπερβολικά εύκολο να γράψει απλά κανείς ένα σκοτεινό βιβλίο για τις επιδημίες του κρακ και του AIDS. Προτίμησα να γράψω πως απέναντι στο πρόσωπο της βίας και του θανάτου, οι άνθρωποι έβγαιναν, έκαναν δίσκους, χόρευαν, δημιουργούσαν σχέσεις, ερωτεύονταν κι έμεναν όλη νύχτα έξω.
Στο βιβλίο φαίνεται πως υπήρξαν δύο ρεύματα στη dance σκηνή εκείνης της εποχής. Στην πρώτη υπήρχε περισσότερο φως και στη δεύτερη περισσότερο σκοτάδι. Εν μέρει και λόγω των διαφορετικών ουσιών… Ο κόσμος της house και η πρώιμη κουλτούρα της rave και της techno πυροδοτήθηκε πολύ από το ecstasy. Και το ecstasy, αν έχεις πάρει ποτέ, είναι ένα πολύ χαρωπό ναρκωτικό. Κάνει τους ανθρώπους να χαμογελάνε, να χορεύουν, να αγκαλιάζουν ο ένας τον άλλο. Γύρω στα 1992, ο κόσμος της dance στη Νέα Υόρκη πέρασε από το ecstasy στο special K, δηλαδή στην κεταμίνη, που είναι ηρεμιστικό για ζώα. Όταν οι άνθρωποι παίρνουν ecstasy, τρέχουν γύρω-γύρω κι αγκαλιάζονται. Όταν παίρνουν κεταμίνη, κάθονται στο πάτωμα και καρφώνουν το βλέμμα στα χέρια τους! Όταν λοιπόν η κεταμίνη έγινε το αγαπημένο ναρκωτικό της dance κουλτούρας, η ίδια η σκηνή έγινε πολύ λιγότερο φιλική, ανοιχτή και χαρούμενη.
Πέρα από τα ναρκωτικά, το μεγαλύτερο μέρος της σκηνής της οποίας υπήρξες μέρος, υπήρξε αληθινά DIY. Εσύ είχες τον εξοπλισμό σου στο σπίτι, και τα έκανες όλα εν πολλοίς μόνος σου. Αυτό πρέπει να υπήρξε τεράστια καλλιτεχνική ελευθερία, συγκρινόμενη με την εποχή όπου χρειαζόταν κανείς ένα πλήρως εξοπλισμένο στούντιο και μια δισκογραφική εταιρία ώστε να μπορέσει να ηχογραφήσει κανείς κάποια πράγματα. Πράγματι. Θυμάμαι πως το πρώτο επιτυχημένο single που είχα ποτέ λεγόταν “Go” και μπήκε στο top ten της Αγγλίας. Νομίζω πως αυτό υπάρχει και στο βιβλίο: θυμάμαι να κοιτάζω τo singles chart και το κομμάτι μου ήταν μεταξύ του Phil Collins και του Michael Jackson. Ένας φίλος μου που δούλευε στη μουσική βιομηχανία, το βρήκε αληθινά αστείο, γιατί το “Go” κόστισε περίπου δέκα δολλάρια για να φτιαχτεί, το πολύ, απλώς άνοιξα τα μηχανήματά μου και το ηχογράφησα. Ο φίλος μου που δούλευε στη δισκογραφική εταιρία Epic μού έλεγε ότι ήξερε ότι το τραγούδι του Michael Jackson κόστισε τουλάχιστον μισό εκατομμύριο δολάρια για να γίνει! Το έβρισκε πολύ αστείο. Και τα δύο διαρκούν τρεισήμισυ λεπτά, και τα δύο μπήκαν στα βρετανικά τσαρτς, μόνο που το ένα κόστισε δέκα δολάρια και το άλλο κόστισε μισό εκατομμύριο!
Απίστευτο… Υποθέτω πως είναι ευκολότερο λοιπόν να ηχογραφήσεις ένα τραγούδι με δέκα δολάρια, παρά να πρέπει να ξοδέψεις μισό εκατομμύριο. Είσαι πολύ πιο ελεύθερος έτσι. Αυτό ήταν ένα από τα όμορφα πράγματα στον κόσμο του punk rock και της πρώιμης dance, και μέχρις ενός σημείου και στον κόσμο του hip hop: τα πάντα δημιουργούνταν από νέους ανθρώπους που δούλευαν για τον εαυτό τους. Ήταν αληθινά ξεχωριστό. Πήγαινες σε ένα νάιτ κλαμπ, και συναντούσες τους ανθρώπους που έφτιαχναν τους δίσκους, που άνοιγαν δισκογραφικές εταιρίες, τους μουσικούς δημοσιογράφους και τους graphic designers, και όσους τότε άνοιγαν εταιρίες που έφτιαχναν ρούχα… Ποτέ κανείς μας δεν διανοήθηκε να πάει να δουλέψει για μια μεγάλη εταιρία, απλώς προσπαθούσες να το κάνεις μόνος σου, γιατί οι μεγάλες εταιρίες δεν ενδιαφέρονταν για εμάς, και ήταν πολύ πιο συναρπαστικό και ικανοποιητικό απο δημιουργικής πλευράς το do-it-yourself.
«Μου αρέσει να σκέφτομαι πάνω σε πνευματικά ζητήματα, μου αρέσει να προσπαθώ να ζήσω μια ηθική ζωή, αλλά δεν πιστεύω σε καμιά μεμονωμένη, μοναδική θρησκεία. Όμως ο σκοπός των δικαιωμάτων των ζώων και του veganism, ειλικρινά αυτά είναι το έργο της ζωής μου»
Κάτι που ήδη γνώριζα παρακολουθώντας τη δουλειά σου αλλά αναφέρεσαι σε αυτό και στο βιβλίο, είναι όσα αφορούν το Animal Rights. Έκανες ένα δίσκο προς τον οποίο η δισκογραφική εταιρία ήταν εχθρική, και στον οποίο πολύ λίγοι από τους συνεργάτες σου πίστευαν. Παρ’ όλα αυτά δεν έκανες πίσω κι ας ήξερες ότι υπήρχε το ενδεχόμενο αυτός ο δίσκος να αποτελέσει το τέλος της καριέρας σου. Κι επειδή είναι ένας δίσκος που αγαπώ, το θεωρώ γενναία πράξη. Σ’ ευχαριστώ. Δεν ξέρω αν ήταν γενναιότητα. Νομίζω πως υπάρχει μια λεπτή γραμμή ανάμεσα στο γενναίο και στο ηλίθιο. Υποθέτω πως έχει να κάνει με το γεγονός πως μεγάλωσα πολύ-πολύ φτωχός, κι όλοι οι συγγραφείς και καλλιτέχνες στην οικογένειά μου, αλλά και όλοι οι φίλοι μου που ήταν συγγραφείς, καλλιτέχνες και μουσικοί, όλοι αγωνίζονταν σκληρά να επιβιώσουν. Η ιδέα μου λοιπόν για το τι είναι επιτυχία ήταν κατά βάση πάρα πολύ μικρή. Πίστευα ότι το γεγονός και μόνο πως είχα υπογράψει συμβόλαιο με μια δισκογραφική εταιρία και κατάφερα να κάνω ένα δίσκο, ήταν ήδη αρκετή επιτυχία για μένα. Είχα πολύ χαμηλές προσδοκίες, κι αυτό είναι κάτι που με κάνει να σκέφτομαι εκείνο το κομμάτι του Chris Kristofferson που έλεγε κι η Janis Joplin, το “Me and Bobby McGee”, που έχει το στίχο: «Freedom’s just another word for “nothing left to lose”». Κατά κάποιο τρόπο έτσι ένιωθα,. Ήταν συναρπαστικό να κάνω κάτι διαφορετικό, γιατί υπάρχει κάτι στους καλλιτέχνες καριέρας ή τους μουσικούς καριέρας που απλά μου προκαλεί θλίψη. Η ιδέα κάποιου που επικεντρώνεται στην καριέρα του περισσότερο από ότι στη μουσική του, βρίσκω πως έχει κάτι αληθινά καταθλιπτικό. Βεβαίως αυτό δεν σημαίνει κάτι, πολλές φορές καλλιτέχνες καριέρας κάνουν αληθινά καλή μουσική. Όμως είμαι σίγουρος πως και οι δυο μας είχαμε αυτή την εμπειρία, να ακούς τον καινούριο δίσκο ενός συγκροτήματος που υπάρχει εδώ και πολύ καιρό, κι απλά να ξέρεις ότι βγάζουν το δίσκο ώστε να μπορέσουν να κάνουν περιοδεία, ώστε να πάρουν την προκαταβολή από τη δισκογραφική εταιρία, ώστε να συνεχίσουν την καριέρα τους. Εγώ θα προτιμούσα κατά πολύ να κάνω τέχνη που με συναρπάζει παρά να έχω μια καριέρα. Πράγμα που δεν σημαίνει πως κατακρίνω τους ανθρώπους που επικεντρώνονται στο να κάνουν καριέρα, ίσως να έχουν να πληρώσουν διατροφή, ίσως πρέπει να πληρώσουν το σχολείο των παιδιών τους, δεν θα τους κρίνω γι’ αυτό, αλλά νιώθω απλά πως η ζωή είναι σύντομη, γιατί να μην κάνεις διαφορετικά πράγματα, γιατί να μην αφιερώσεις τη ζωή σου στη χαρά και την ενδιαφέρουσα περιπέτεια του να προσπαθείς να κάνεις κάτι που αγαπάς;
Συμφωνώ απολύτως. Όταν μου μίλησαν πρώτη φορά για το Porcelain, το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο νου, πριν να διαβάσω το βιβλίο, ήταν: Πώς κι ένας νέος ακόμα άνθρωπος, ένας καλλιτέχνης που είναι ενεργός κι έχει πολλά να κάνει ακόμη, αποφασίζει να γράψει μια αυτοβιογραφία; Αυτή είναι μια καλή ερώτηση! Εν μέρει ήταν η πρόκληση του να κάνω κάτι που δεν το έχω ξανακάνει. Υπάρχει και μια θεραπευτική πλευρά σε αυτό. Σκέφτηκα ότι θα ήταν ενδιαφέρον να κερδίσω λίγη αντικειμενικότητα γράφοντας για τον εαυτό μου στο παρελθόν. Ακόμα λοιπόν κι αν δεν εκδιδόταν ποτέ, θα εξακολουθούσε να είναι μια ενδιαφέρουσα διαδικασία αυτοδιάγνωσης. Να γράψεις για τον εαυτό σου στο τρίτο πρόσωπο. Μου έδωσε μια αντίληψη που δεν είχα στο παρελθόν. Επίσης, ένα από τα πράγματα που μου αρέσουν στη δημιουργική διαδικασία είναι ότι είτε είσαι συγγραφέας, είτε μουσικός, είτε σκηνοθέτης, είτε αρχιτέκτονας, φτιάχνεις κάτι και δεν έχεις την παραμικρή ιδέα τι πρόκειται να είναι, και δεν έχεις ιδέα για το πώς θα ανταποκριθούν οι άνθρωποι σε αυτό, και το βγάζεις στον κόσμο και δημιουργείται μια ενδιαφέρουσα διαλεκτική. Βγάζεις αυτό το αυτοβιογραφικό έργο έξω στον κόσμο, οι άνθρωποι ανταποκρίνονται, και δημιουργείται ένας αληθινά ενδιαφέρων διάλογος. Ίσως να είναι εγωιστικό εκ μέρους μου, αλλά βρίσκω πως είναι μια αληθινά ενδιαφέρουσα διαδικασία. Ίσως όχι όταν κάποιος κάνει κάτι απλώς για εμπορικούς σκοπούς, αλλά όταν έχεις φτιάξει κάτι που αγαπάς, που το νιώθεις σαν προέκταση του εαυτού σου, τότε είναι όντως ενδιαφέρον να δημιουργήσεις αυτή τη διαλεκτική με τον κόσμο.
Κάτι άλλο το οποίο ήδη γνωρίζουμε για σένα και αναλύεται διεξοδικά στο βιβλίο, είναι τo πάθος σου για τα δικαιώματα των ζώων και το veganism. Δεν ξέρω ποιες είναι σήμερα οι σχέσεις σου με τη θρησκεία συγκρινόμενες με αυτές που ήταν κάποτε. Για τα άλλα δύο όμως, ξέρουμε όλοι πως εξακολουθείς να αγωνίζεσαι. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου θρησκευόμενο άτομο. Δεν έχω απαραιτήτως μεγάλη πίστη στα ανθρώπινα θρησκευτικά συστήματα. Τα βρίσκω όλα ενδιαφέροντα, αλλά δεν νομίζω πως υπάρχει απαραιτήτως ένα σωστό. Νιώθω πως όποιο κι αν είναι το Θείο, κι αν υποθέσουμε πως εχει ηλικία δεκαπέντε δισεκατομμυρίων ετών, έχει μια προοπτική και μια ύπαρξη που δεν μπορούν να περιγραφούν ή να κατανοηθούν από το ανθρώπινο είδος. Είμαι λοιπόν πολύ καχύποπτος προς τα μέλη του ανθρώπινου είδους που προσπαθούν να μου πουν πως έχουν ξεκαθαρίσει ποιος είναι το Θείο και πως θα πρέπει να συμφωνήσω μαζί τους. Μου αρέσει να σκέφτομαι πάνω σε πνευματικά ζητήματα, μου αρέσει να προσπαθώ να ζήσω μια ηθική ζωή, αλλά δεν πιστεύω σε καμιά μεμονωμένη, μοναδική θρησκεία. Όμως ο σκοπός των δικαιωμάτων των ζώων και του veganism, ειλικρινά αυτά είναι το έργο της ζωής μου. Μου αρέσει να κάνω μουσική, μου αρέσει να γράφω βιβλία, μου αρέσει να κάνω διαφορετικά δημιουργικά πρότζεκτ, αλλά κυρίως τα κάνω επειδή τα απολαμβάνω. Ενώ τα δικαιώματα των ζώων στην πραγματικότητα είναι περισσότερο η δουλειά μου. Κατά ένα παράξενο τρόπο, δουλεύω πάνω στη μουσική και τη συγγραφή και άλλα πράγματα όταν κάνω διάλειμμα από το να δουλεύω για τα δικαιώματα των ζώων.
Μίλησες για το πώς δεν είναι δυνατόν εμείς οι άνθρωποι να γνωρίζουμε ακριβώς ποιο είναι το Θείο. Φαίνεται όμως πως μπαίνουμε σε μια περίοδο όπου οι πόλεμοι κι η τρομοκρατία κι άλλες ωμότητες που ξεκινούν από θρησκευτικά αίτια πληθαίνουν όλο και περισσότερο. Οι θρησκευτικοί πόλεμοι μοιάζουν να επανέρχονται. Έχεις δίκιο. Η προσωπική μου άποψη – και μπορεί να είμαι και εντελώς λάθος – είναι ότι ο κόσμος έχει αλλάξει. Ο παλιός τρόπος να κάνουμε τα πράγματα καταρρέει. Ο παλιός τρόπος ως πατριαρχία, ο παλιός τρόπος ως οργανωμένη θρησκεία, ο παλιός τρόπος ως φυλετική νοοτροπία και πόλεμος και ανταγωνισμός… Αισθάνομαι πως αυτός ο τρόπος ζωής είχε απόλυτο νόημα πριν από 2000 χρόνια. Νιώθω πως κατά κάποιο τρόπο αυτό που βλέπουμε να έρχεται είναι η εκπλήρωση αυτού που εισήγαγαν και για το οποίο μιλούσαν πολλοί αρχαίοι έλληνες φιλόσοφοι. Κινούμαστε προς ένα δημοκρατικό, συνεργατικό, πνευματικό κόσμο. Το πρόβλημα όμως είναι ο παλιός τρόπος για να γίνονται τα πράγματα. Ο παλιός τρόπος της βίας και του ανταγωνισμού και της σύγκρουσης. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που είναι αληθινά δεμένοι με αυτόν. Υπάρχουν και πολλοί άνθρωποι που φοβούνται πολύ την αλλαγή. Αισθάνομαι πως η τρομοκρατία, η ξενοφοβία, η ακροδεξιά, η βία είναι μια αντίδραση ενάντια σε αυτή την αναπόφευκτη αλλαγή. Απλώς ελπίζω ότι ως είδος θα μπορέσουμε να επιζήσουμε αυτής της αλλαγής. Γιατί κοίτα τι γίνεται: εδώ στις ΗΠΑ έχουμε τον Ντόναλντ Τραμπ, στη Μέση Ανατολή έχουμε το ISIS, έχουμε και την άνοδο ξενοφοβικών δεξιών πολιτικών στην Ευρώπη… Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που φοβούνται επειδή ο κόσμος γίνεται ένα διαφορετικό μέρος, και θέλουν να μας σπρώξουν προς τα πίσω. Το βρίσκω πολύ ανησυχητικό.
Εσύ πάντως έχεις δείξει πως δεν φοβάσαι την αλλαγή. Να ρωτήσω λοιπόν ποια θα είναι τα επόμενα βήματά σου; Όπως ήδη σου είπα, η σπουδαιότερη για μένα υπόθεση είναι τα δικαιώματα των ζώων. Σε μεγάλο βαθμό επειδή αγαπώ τα ζώα, αλλά επίσης κι από τον μεγάλο αντίκτυπο που έχουν τα δικαιώματα τους πάνω στην κλιματική αλλαγή, στο περιβάλλον, στην αντίσταση στα αντιβιοτικά, στην ανθρώπινη υγεία, στους λιμούς, στη χρήση του νερού… Στην πραγματικότητα λοιπόν αυτό που προσπαθώ να κάνω είναι να βρω πώς θα προωθήσουμε στρατηγικά την υπόθεση των δικαιωμάτων των ζώων, το πώς θα βάλουμε τέλος στην εξάρτηση του ανθρώπινου είδους απο τη μαζική κτηνοτροφία, η οποία δεν σκοτώνει μόνο τα ζώα, αλλά κι εμάς. Σε αυτό είναι που θα ήθελα να επικεντρωθώ, στο πώς στρατηγικά θα περάσουμε αυτό το μήνυμα στους ανθρώπους.
Κι από μουσικής πλευράς; Απλώς θέλω να εξακολουθήσω να κάνω δίσκους! Ελπίζω πως θα βγάλω ένα καινούριο δίσκο το Σεπτέμβριο. Όμως κατανοώ απολύτως και το γενικότερο πλαίσιο μέσα στο οποίο κυκλοφορώ δίσκους. Ξέρεις, είμαι πενήντα χρονών, είμαστε στο 2016 και μισώ τις περιοδείες! Στην πραγματικότητα λοιπόν οι πιθανότητες να ακούσει κανείς τα άλμπουμ που κάνω είναι πολύ μικρές. Μου αρέσει να κάνω τους δίσκους, κι αν τους ακούσει κανείς, είναι υπέροχο, αλλά σίγουρα δεν περιμένω ότι αυτό θα συμβεί!
Για να κλείσουμε την κουβέντα μας, ας επανέλθουμε στο Porcelain. Το βιβλίο που διάβασα δεν είναι αυτό που θα ανέμενε κανείς από έναν εξαιρετικά επιτυχημένο μουσικό που έχει πουλήσει εκατομμύρια άλμπουμ. Είναι το βιβλίο κάποιου που έχει διαρκώς αμφιβολίες για τα επόμενα βήματά του και που στ’ αλήθεια δεν είναι σίγουρος για το αν αυτά θα τον οδηγήσουν κάπου. Είναι κάτι που ισχύει από την αρχή μέχρι το τέλος του βιβλίου. Άλλαξε αυτό για σένα με τα χρόνια; Έχει όντως αλλάξει. Εξακολουθώ να έχω αμφιβολίες, αλλά είναι πολύ πιο ήπιες. Εννοώ με αυτό πως για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου ήμουν πεπεισμένος ότι έπρεπε να κυνηγήσω μια καριέρα ως μουσικός, ότι έπρεπε να προσπαθήσω να είμαι επιτυχημένος, είχα ανάγκη τη νομιμοποίηση που ερχόταν από την προσοχή του κόσμου. Αυτή ερχόταν από το να αρέσω στους ανθρώπους των δισκογραφικών εταιριών, και από το να αρέσω στους fans, γι’ αυτό αγωνιζόμουν. Με την πάροδο του χρόνου, συνειδητοποίησα ότι με απασχολεί πλέον πολύ λιγότερο η ανασφάλεια που το τροφοδοτεί αυτό. Εξακολουθεί να με ενδιαφέρει να φτιάχνω πράγματα, όμως με ενδιαφέρει πολύ λιγότερο το να προσπαθήσω να ελέγξω το πώς οι άνθρωποι θα ανταποκριθούν σε αυτά. Με ενδιαφέρει πολύ λιγότερο το να προσπαθήσω να δημιουργήσω μια σταθερή καριέρα για τον εαυτό μου. Γιατί νομίζω πως ο κόσμος και το σύμπαν είναι πράγματα πολύ ρευστά και ελαστικά, κι όσο περισσότερο προσπαθώ να ελέγξω τα πράγματα, τόσο περισσότερο νιώθω ότι στην πραγματικότητα διαπράττω προσβολή προς το Θεό – όποιος κι αν μπορεί να είναι ο Θεός. Αισθάνομαι λοιπόν πως το να ανησυχώ λιγότερο και να δημιουργώ περισσότερο είναι ένας πολύ πιο ευτυχισμένος τρόπος να υπάρχεις στον κόσμο. Και επανέρχομαι σε αυτά που είχα πει και νωρίτερα σχετικά με την ιδέα της καριέρας και του ελέγχου. Όσο περισσότερο προσπαθώ να έχω μια καριέρα τόσο περισσότερο προσπαθώ να ελέγχω τα πράγματα, τόσο χειρότερη γίνεται η τέχνη μου και τόσο λιγότερο ευτυχισμένος είμαι. Επίσης νιώθω πως κομμάτι της δουλειάς μας ως άνθρωποι είναι, όσο μπορούμε, να προσπαθήσουμε να κάνουμε τον κόσμο ένα καλύτερο μέρος. Για τον εαυτό μας, για τους άλλους ανθρώπους, για τις μελλοντικές γενιές, για τα ζώα, για το περιβάλλον… Όσο πιο εγωιστής είμαι λοιπόν, τόσο λιγότερο πιθανό είναι να κάνω τον κόσμο ένα καλύτερο μέρος. Άρα πρέπει να υπενθυμίζω στον εαυτό μου να αμφισβητώ το φόβο που κρύβεται πίσω από τον εγωισμό, και να προσπαθώ να υπάρχω στον κόσμο με ένα τρόπο που να μην είναι φοβισμένος και εγωιστικός.
Moby, σ’ευχαριστώ για τη συζήτηση, αλλά και για τη συντροφιά που μας έχει κρατήσει η μουσική σου όλα αυτά τα χρόνια. Ω… Εγώ ευχαριστώ, με κάνει χαρούμενο να το ακούω αυτό…