Η Τέχνη κι η ποίηση δεν μας βοηθούν να ζήσουμε:
η τέχνη και η ποίησις μας βοηθούνε
να πεθάνουμε
Έτσι έγραψε ο Νίκος Εγγονόπουλος στο ποίημά του με τίτλο «ΝΕΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΟΥ ΙΣΠΑΝΟΥ ΠΟΙΗΤΟΥ ΦΕΝΤΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ ΣΤΙΣ 19 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ΤΟΥ 1936 ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΧΑΝΤΑΚΙ ΤΟΥ ΚΑΜΙΝΟ ΝΤΕ ΛΑ ΦΟΥΕΝΤΕ» – ναι λοιπόν, σαν σήμερα ήταν.
Μέλος μιας από τις μυθικές παρέες στις οποίες όλοι θα θέλαμε να ανήκουμε, έστω για ένα βράδυ, άντε για ένα και μόνο ποτήρι – Λόρκα, Μπουνιουέλ, Πικάσο, Νταλί, Μιρό και δεν συμμαζεύεται – ο δολοφονηθείς από τους Φαλλαγίτες μέγιστος ισπανός ποιητής αγαπήθηκε όσο λίγοι στη χώρα μας. Όχι μόνο, νομίζω, λόγω ιδιοσυγκρασίας – μεσογειακό ταμπεραμέντο, τοπία γνώριμα, ελιές κι αμπέλια – και λόγω στοιχείων δημοφιλούς φοκλόρ – ταυρομαχίες, ντουέντε, πάθος κλπ. O Λόρκα έχει συλλάβει σε βάθος και αποδώσει συγκλονιστικά μια έννοια γνώριμη περισσότερο σε μας, τους ευρισκόμενους πέριξ της λεκάνης της Μεσογείου, καθώς και σε κάποιους μακρινούς μας συγγενείς στη Νότιο Αμερική: αυτήν του ξαφνικού και πρόωρου θανάτου, αυτού που τελικώς υπήρξε και δική του μοίρα. Όχι πως αυτός δεν υφίσταται και αλλού. Aλίμονο, το ανθρώπινο πεπρωμένο είναι παντού το ίδιο. Όμως κάτω από το κάθετο κίτρινο φως ορισμένων τόπων να του αποστερεί το μυστήριο ή το διφορούμενο που δίνει η ομίχλη το ημίφως ή οι μακρές μεταβάσεις από τα φως στο σκότος, ο θάνατος γίνεται πραγματικότητα ακόμη πιο αναπόδραστη: ούτε φαντάσματα, ούτε στοιχειωμένα κάστρα. Άντε πού και πού κανένας δροσουλίτης.
Ίσως να αργήσουμε να μάθουμε πόσο μέρος του έργου του Λόρκα όπως αυτό έφτασε σε μας και ενεγράφη στο συλλογικό μας ασυνείδητο έρχεται απ’ ευθείας από τον ίδιο και πόσο στους δικούς μας ποιητές που τον απέδωσαν: ως μη ισπανόφωνος, δεν ξέρω πόσο από το Ματωμένο Γάμο που χαράχτηκε μέσα μας οφείλεται στο Νίκο Γκάτσο, πόσο από το Romancero Gitano στον Οδυσσέα Ελύτη ή πόσα από τα πάμπολλα λατρεμένα τραγούδια του στον Λευτέρη Παπαδόπουλο. Άγνωστο, άλλωστε, είναι και σε ποιο βαθμό αυτοί δούλεψαν πάνω στο πρωτότυπο ή κάποια απόδοσή του. Δεν μπορώ όμως να σκεφτώ άλλο ξένο ποιητή που να έχει μελοποιηθεί από τόσους έλληνες συνθέτες: Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, Ξαρχάκος, Μαμαγκάκης, Λεοντής, Γλέζος… κι ο κατάλογος μόνο εξαντλητικός δεν είναι. Και ξέρω και κάτι ακόμα: πως στον Λόρκα οφείλω μερικούς από τους πιο επίμονους παιδικούς μου εφιάλτες. Τον ανακάλυψα υπερβολικά νωρίς – άτιμη δισκογραφία, πόσες ζημιές μού έχεις κάνει! – και με κατατρόμαξε: δεν έχεις από πού να κρατηθείς, δεν υπάρχει σταθερό έδαφος, κάθε τι γνώριμο έχει κι άλλες, άγνωστες και παράξενες διαστάσεις, το φεγγάρι έχει φωνή και μιλάει, η φωνή του Κατράκη ως τελετάρχη, Πέντε η ώρα που βραδιάζει φέρνει ένα αγόρι το νεκροσέντονο, κι εκείνο το άλογο που δεν ήθελε νερό, με το ασημένιο λάζο καρφωμένο μες στα μάτια, και το παιδί στο κρεβάτι που πεθαίνει από αγάπη, αχ…
Τώρα που το ξανασκέφτομαι, στο δικό του θάνατο υπάρχει μια νότα μυστηρίου, ακόμα και σήμερα. Άγνωστο παραμένει το σημείο ταφής του, κι η οικογένειά του δεν ήταν ποτέ πολύ ενθουσιώδης στην ιδέα των ερευνών και της εκταφής. Ίσως να έχει τα δίκια της…