Το ελληνοχριστιανικό πλήθος, παρά την εικόνα των ρασοφόρων θρησκευτικών μεσολαβητών του, είχε ανέκαθεν χοντρό πρόβλημα με τα μούσια και τα μαλλιά, τις μίνι φούστες, το Ροκ εν Ρολ κι άλλα «διαβολικά» και διεφθαρμένα πράγματα. Γι’ αυτό αντέτεινε ψαλίδι, σαπούνι, νηστεία, προσευχή,πατρίδα και οικογένεια. Ακόμα και στις «ελαφρών ηθών» μέρες μας ένα μεγάλο κομμάτι της δεξιάς και προφανώς σύσσωμη η ακροδεξιά αποκαλούν τους κινηματικούς αριστερούς «άπλυτους». Αυτό το κόλλημα της «Δεξιάς του Κυρίου» με την καθαριότητα ήταν ακριβώς ίδιο με το κόλλημα της με το Ροκ εν Ρολ, κι αν σκεφτούμε τα σπυράκια που έβγαζαν ακούγοντας την λέξη «Κομμουνισμός» τότε ο Jerry Rubin στο μνημειώδες Do It! με μια φράση τα περιπλέκει εξαιρετικά: «Σαν παιδί που βγήκε πρόωρα με μια κλανιά, η Νεα Αριστερά, είναι βγαλμένη απ’ τον κουνιστό κώλο του Έλβις Πρίσλεϋ». Με αυτήν την ατάκα ξεκινά το βιβλίο του Κώστα Κατσάπη, Ήχοι και Απόηχοι (εκδόσεις Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών) που αφορά την κοινωνική ιστορία του ροκ εντ ρολ στην Ελλάδα από την εμφάνισή του το 1956 μέχρι τα χρόνια της δικτατορίας.
Ο Κώστας Κατσάπης, συνεχίζοντας την έρευνά του στις νεανικές κουλτούρες, εξέδωσε πέρυσι κι ένα δεύτερο σχετικό βιβλίο με τίτλο Το «Πρόβλημα Νεολαία» (Απρόβλεπτες Εκδόσεις) που φιλοδοξεί να αποτελέσει μία κοινωνική, πολιτισμική και διανοητική ιστορία της ελληνικής κοινωνίας τα χρόνια της δικτατορίας με αφορμή την πρόσληψη των νέων ως κολοσσιαίο πρόβλημα από τους Απριλιανούς και το μπλοκ εξουσίας που τους στήριζε.
Δεν υπάρχουν πολλές μελέτες, πόσω μάλλον αξιόλογες, σχετικά με την ιστορία της ελληνικής νεολαίας και μέσα στις 600 σελίδες του παραθέτει μια τεράστια γκάμα γεγονότων με ιδιαίτερη έμφαση στην λεπτομέρεια. Όχι τόσο ώστε να το κάνει δύσβατο, ο τρόπος γραφής και παρουσίασης ξεφεύγει απο τον ξερό επιστημονικό λόγο του ακαδημαϊκού και «ρουφιέται» κυριολεκτικά ως εκτενέστατο κοινωνικό/νεανικό ρεπορτάζ της εποχής. Μιλήσαμε με τον συγγραφέα για την τότε νεολαία, αλλά και για τη σύγχρονη νεολαία. Για τα παιδιά, ίσως και για τα εγγόνια των τότε γιεγιέδων, τεντιμπόηδων, χίπηδων, για τους φίλους των «αλητοτουριστών».
Όταν τον ρωτάω γιατί ασχολήθηκε με το συγκεκριμένο ζήτημα μου δίνει δύο απαντήσεις: μία ακαδημαϊκή και μία προσωπική. Η προσωπική έχει να κάνει με το ότι ως νέος ήταν ροκάς, αγάπησε τη μουσική αυτή και ακόμη και τώρα την θεωρεί ως απόλυτα επιδραστική για τη συγκρότηση της ταυτότητάς του. Με δεδομένο ότι αγαπά εξίσου και τη σύγχρονη ιστορία, επιχείρησε να τα συνδυάσει. Στην πορεία ανακάλυψε με έκπληξη ότι το θέμα δεν είχε ερευνηθεί επιστημονικά (με κάποιες εξαιρέσεις όπως την έξοχη δουλειά του Νικόλα Χρηστάκη για τις Νεανικές Ταυτότητες). Μου επισημαίνει ωστόσο, ότι αν και ανακάλυψε κάπως συμπτωματικά το ερευνητικό αυτό πεδίο, διαπίστωσε ότι στην αμερικανική βιβλιογραφία, η διασύνδεση της νεανικής κουλτούρας με τα κινήματα πολιτικής αμφισβήτησης του ’60 (ως προϋπόθεση μάλιστα της έκρηξής τους), είναι κάτι το απολύτως δεδομένο. Υπό την έννοια αυτή, δεν ανακάλυψε την πυρίτιδα ή για την ακρίβεια, την ανακάλυψε κάπως τυχαία.
Η κουβέντα μας έγινε στις 4.11.14, σημαδιακή ημερομηνία αφού έχει μόνο «ένα-ένα-τέσσερα». Ιστορικός είναι, ζητώ να μου πεί για εκείνο το κίνημα και πως η ελληνική νεολαία «πήρε τον κατήφορο»…
«Όντως σημαδιακή ημερομηνία. Να ξεκαθαρίσουμε καταρχήν ένα πράγμα. Όταν αναφερόμαστε στην ελληνική νεολαία της δεκαετίας του ’60 (και σε οποιαδήποτε εποχή βέβαια) θα πρέπει να έχουμε στο νου μας ότι δεν πρόκειται για μια κοινωνική κατηγορία αδιαφοροποίητη ως προς τη συμπεριφορά της, την κουλτούρα της, τις επιλογές της. Κοντολογίς, κι ο ΕΣΑτζής που έδερνε κόσμο την περίοδο της δικτατορίας, νέος ήταν. Ούτε πάντοτε και με μια γραμμική, κάπως τελεολογική εξέλιξη, η νεολαία υπήρξε “η πρωτοπορία της αμφισβήτησης”. Σε ό,τι αφορά τη δεκαετία του ’60 όντως υπάρχει μια έκρηξη νεανικής αμφισβήτησης, η οποία λαμβάνει πολλές διαστάσεις: άλλοτε είναι πολιτική, άλλοτε έρχεται σε ρήξη με την κοινωνία των ενηλίκων. Στη δεκαετία του ’60 συναντάμε επομένως τόσο τους νέους του δημοκρατικού φοιτητικού κινήματος και το νεαρό μέλος της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη, όσο και το “ρεμάλι της Φωκίωνος Νέγρη”. Θέση μου είναι ότι υπάρχει στενή διασύνδεση ανάμεσα στις δύο αυτές εξελίξεις, τις οποίες περιγράφω στο βιβλίο μου ως “πολιτική αμφισβήτηση” κι “αμφισβήτηση της καθημερινότητας” αντίστοιχα. Βεβαίως, δεν πρόκειται για δύο διακριτές τάσεις που συσπειρώνουν διαφορετικούς νέους, αλλά πολλές φορές στις δύο αυτές «επαναστάσεις» υποκείμενα είναι τα ίδια άτομα. Το ενδιαφέρον είναι ότι η «αμφισβήτηση της καθημερινότητας» φαίνεται τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς να προηγείται κατά τι της αμιγώς πολιτικής. Φαίνεται δηλαδή, πως αυτό που αποκαλούμε κάπως γενικά “Μάης του ’68” αποτελεί την απόληξη εξελίξεων που αφορούν τη νεανική κουλτούρα και οι οποίες τείνουν όλο και περισσότερο προς την ριζοσπαστικοποίησή της. Ο “κατήφορος” είναι ένα μεγάλο χωράφι το οποίο αρδεύεται από πολλά μικρά ρυάκια που εκκινούν από διαφορετικά σημεία: πάρτι, ροκ εν ρολ, αλλά και πολιτική συνείδηση, 1-1-4, τσαντίλα και θυμός».
Μιλάμε ενώ γύρω μας υπάρχει ένα μεγάλο κύμα μαθητικών καταλήψεων και πανεπιστημιακών κινητοποιήσεων. Κάποιοι θεωρούν ότι υπάρχει μια προσπάθεια καταστολής από την μεριά του Υπουργείου και της Δικαιοσύνης. Άραγε γιατί πάντα το κράτος θεωρούσε τη νεολαία «πρόβλημα»; «Αυτή είναι μια μεγάλη ιστορία. Για κάθε κράτος, η νεολαία υπήρξε πρόβλημα από τη στιγμή που εμφανίστηκε στο προσκήνιο στα τέλη του 19ου αιώνα. Θα πει κάποιος, μέχρι τότε δεν υπήρχαν νέοι άνθρωποι; Βεβαίως και υπήρχαν, ωστόσο απουσίαζε ο νεανικός ελεύθερος χρόνος, δηλαδή μια περίοδος ανάμεσα στην παιδική ηλικία και την είσοδο στην εργασία. Το κράτος, ιστορικά, στάθηκε αμήχανο απέναντι σε αυτή τη δυνατότητα που δόθηκε στους νέους ανθρώπους και η οποία έγινε γρήγορα αντιληπτή ως μήτρα παραβατικών (ή απλώς μη ελεγχόμενων από το κράτος και τον κόσμο των ενηλίκων) συμπεριφορών. Την επαύριο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τη στιγμή που ανασυγκροτούνται οι κρατικοί μηχανισμοί μετά από μια δεκαετία καταστροφής, η νεολαία αρχίζει να γίνεται αντιληπτή ως “πρόβλημα”. Πρόβλημα διαφορετικό από το τότε μείζον για το Κράτος, αυτό δηλαδή του “κομμουνιστικού κινδύνου”. Πρόκειται για μια εντελώς διαφορετική ποιότητα φόβου που την τροφοδοτούσε η σταδιακή ανάδυση της νεολαίας στο προσκήνιο και η αναγνώριση ότι οι σύγχρονοι νέοι ήταν ανεξέλεγκτοι. Χρησιμοποιώ ως τίτλο ενός εκ των κεφαλαίων του βιβλίου μου μία φράση που μου άρεσε πολύ και την οποία την θεωρώ πολύ χαρακτηριστική του κλίματος απέναντι στη νεολαία: “Τα πάντα παρεξέκλιναν των χειρών μας”. Η αίσθηση αυτή κράτησε τουλάχιστον μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’80 οπότε και η στάση απέναντι στη νεολαία αλλάζει άρδην σε επίπεδο κρατικής πολιτικής, ωστόσο στην κοινωνία δεν ξέρω πόσα πράγματα άλλαξαν. Θυμάμαι ακόμη ως πιτσιρικάς τα επικριτικά σχόλια των ενηλίκων για τους φοβερούς και τρομερούς χεβυμεταλλάδες που κυκλοφορούσαν στο άστυ ως “επαναστάτες των πόλεων”, με τα θεόστενα τζην τους, τις αρβύλες και τα ραφτά των Iron Maiden στην πλάτη».
Έχω αδυναμία να καταλάβω ποιo είναι το σημερινό zeitgeist. Τον ρωτώ αν το έχει «πιάσει» εκείνος. «Ακριβώς την ίδια απορία έχω κι εγώ. Ζούμε σε εποχή μετανεωτερικότητας, και μάλιστα ύστερης, επομένως όλες οι ολιστικές αφηγήσεις που βοηθούσαν τους ανθρώπους να εγγράψουν τη ζωή τους σε έναν “σκοπό” έχουν υποχωρήσει. Άλλες άτακτα και μάλλον οριστικά, άλλες έχουν χάσει την πάλαι ποτέ ισχύ τους. Πλέον ο καθένας από εμάς, όπως πολύ ωραία το έχει διατυπώσει ο Γκίντενς, σκηνοθετεί τον εαυτό του. Αυτή είναι η ευχή, αλλά και η κατάρα της εποχής. Σε συνθήκες πλήρους αποδόμησης κάθε αξιακού κώδικα (και το λέω αυτό χωρίς την ηθικοπλαστική διάσταση που έδιναν οι εκθεσάδες τριάντα χρόνια πριν), είναι δύσκολο να αναδυθεί ένα νέο ρεύμα που να συσπειρώνει τους διάσπαρτους και διάχυτους ατομικισμούς. Τον 19ο αιώνα ο αρμός που συνέδεε τις ζωές τις ανθρώπων υπήρξε ο πατριωτισμός. Θέλετε της Γαλλικής Επανάστασης, θέλετε των εθνικών επαναστάσεων, υπήρξε πάντως. Αργότερα, ήρθαν η ταξική συνείδηση και η ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο. Μεταπολεμικά, ο εκδημοκρατισμός των κοινωνιών, ο αγώνας ενάντια στην αποικιοκρατία, ο εξανθρωπισμός των διαπροσωπικών σχέσεων. Η άρση των όποιων διακρίσεων ενάντια σε κοινωνικές ομάδες όπως οι γυναίκες, οι νέγροι και οι ισπανόφωνοι στις ΗΠΑ, οι ομοφυλόφιλοι κλπ. Κοντολογίς, αυτό που αποκαλούνταν “αγώνας για μια πιο δίκαιη κοινωνία”. Σήμερα, δεν είναι εμφανές εάν υπάρχει ένα ρεύμα ικανό να πείσει τους ανθρώπους να δουν τη ζωή τους μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, ικανό να φέρει τα πάνω – κάτω. Επομένως, ο καθείς ψάχνει την αλήθεια του και συγκροτεί την προσωπική του ταυτότητα κατά το δοκούν με ό,τι καλό και κακό αυτό συνεπάγεται. Θα θυμάστε φαντάζομαι, την καλτ βιντεοταινία των αρχών του ’80, όπου ο νεαρός πρωταγωνιστής πετάει στα μούτρα του ιερέα πατέρα του και της μητέρας του την κλασική ατάκα ότι “η αλήθεια βρίσκεται στους Sex Pistols”. Προσωπικά, την δική μου αλήθεια την ψάχνω εδώ και καιρό στους τιτάνες του ελληνικού πολιτισμού. Στον Ροΐδη, τον Ανδρέα Λασκαράτο, στον Τσιτσάνη, την Μπέλλου και τον Χατζιδάκι. Στο ιερό αυτό τέρας του ευρωπαϊκού πολιτισμού που λέγεται Νίκος Καζαντζάκης. Δεν θα ήθελα να δώσω συμβουλές στους αναγνώστες σας, ωστόσο τους καλώ να πράξουν ό,τι οι νέοι του ’50 και του ’60, οι οποίοι σκάλισαν δημιουργικά τη δική τους παράδοση, τους γίγαντες του λαϊκού τους πολιτισμού, και επικαιροποίησαν έξοχα τα μηνύματά τους. Όταν ο Έρικ Κλάπτον και οι Στόουνς ασχολούνταν (εμμονικά μάλιστα) με τα νέγρικα μπλουζ ή ο Ντύλαν με το φολκ τραγούδι διαμαρτυρίας, τι διαφορετικό έκαναν;».
Ο Κώστας Κατσάπης ως ακαδημαϊκός συγχρωτίζεται ασφαλώς με νέους ανθρώπους. Όταν έρχεται η ώρα να συγκρίνει τους νέους διαφορετικών περιόδων δυσκολεύεται, καθότι οι καιροί είναι εντελώς διαφορετικοί. «Η νεολαία σήμερα ζει ένα τεράστιο δράμα, το οποίο αποτελεί κορύφωση εξελίξεων που άρχισαν πολύ πριν. Οι μαθητές αποτελούν το πιο σκληρά εργαζόμενο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας. Σε σχέση με το τι ίσχυε τη δεκαετία του ’80 η σχολική ύλη είναι πολύ περισσότερη και οι απαιτήσεις από τα παιδιά, ιδίως από τους εφήβους, πολλαπλάσιες. Σε όλα αυτά προσθέστε ένα σύνολο εξωσχολικών δραστηριοτήτων (ήδη από το δημοτικό) και θα καταλάβετε γιατί ένα δεκαοκτάχρονος που μπαίνει στο πανεπιστήμιο, το έχει πληρώσει πολύ ακριβά με ένα κομμάτι της παιδικής του αθωότητας. Ακόμη χειρότερα, ο πολιτισμός της μετανεωτερικότητας, ιδίως όπως καταναλώνεται στη χώρα μας (πρωινάδικα, κουλτούρα του ξέκωλου και της βυζούμπας, infotainment κλπ), είναι ο πλέον εγγυημένος τρόπος για να αποχαυνωθεί και να απονεκρωθεί διανοητικά ο οποιοσδήποτε. Απορώ με τους νέους ανθρώπους, πώς τα βγάζουν πέρα με τόσο σκουπιδαριό γύρω τους. Συναναστρέφομαι πολλούς έξυπνους και συγκροτημένους ανθρώπους στο πανεπιστήμιο και ειλικρινά τους θαυμάζω που επιβίωσαν. Τα χαϊβάνια της γενιάς μου με τίποτε δεν θα τα είχαμε βγάλει πέρα».
Πολύ αργότερα στα ’80s, ένας πρωθυπουργός είχε κολακεύσει τα ΜΑΤ αποκαλώντας τους «ανθό της ελληνικής νεολαίας», Σε απάντηση οι αναρχικοί της εποχής είχαν σηκώσει το ιστορικό αντίστοιχο πανό «Είμαστε ο ανθός της ελληνικής νεολαίας». Στο ερώτημα αν τελικά η νεολαία είναι πρόβλημα ή ανθός, απαντά με μια ωραία μικρή ιστορία. «Τον Δεκέμβρη του 1969 μια πολύ ενδιαφέρουσα είδηση δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες. Η αμερικανική αστυνομία είχε ανακαλύψει τους δράστες του φρικτού εγκλήματος στην βίλα Πολάνσκι και πολλοί νέοι πίστεψαν τότε ότι αυτό αποτελούσε μία προβοκάτσια ενάντια στο χίπικο κίνημα. Στη Θεσσαλονίκη λοιπόν, τρεις νεαροί φοιτητές, παιδιά καλών οικογενειών, συνελήφθησαν από την Αστυνομία, διότι είχαν κάνει ένα πάρτι στο σπίτι όπου διέμεναν προκειμένου να δηλώσουν τη θλίψη τους για τη σύλληψη της οικογένειας Μάνσον. Έξω από την πόρτα είχαν κολλήσει μία πινακίδα η οποία έγραφε πως εντός του διαμερίσματος “λαμβάνει χώρα πάρτι δακρύων δια τον διωγμόν της ύπαρξης της κοιλάδας της άπειρης απόγνωσης”. Οι γείτονες ταράχτηκαν, κάλεσαν την αστυνομία, οι τρεις νέοι συνελήφθησαν και τελικά αθωωθήκαν στο δικαστήριο. Βρήκα την επιγραφή εκπληκτικά ποιητική και μάλιστα κάποια στιγμή έπαιξε το ενδεχόμενο να τιτλοφορήσω το βιβλίο μου Η Κοιλάδα της Άπειρης Απόγνωσης… Ναι, αυτό είναι ο κόσμος των ενηλίκων, αυτό ήταν πάντα και αυτό θα είναι για τους νέους. Η άπειρη απόγνωση. Στη δεκαετία του ’60 άλλοι παράγοντες γεννούσαν την απόγνωση και άλλα πράγματα την προκαλούν σήμερα σε συνθήκες οικονομικής καταστροφής, ανύπαρκτων προοπτικών και πολιτισμικής φΘήνιας. Για όλα αυτά ωστόσο, δεν δικαιούμαι και πολύ να μιλάω, καθότι ένα από τα βασικά συνθήματα του χιπισμού ήταν το «don’t trust anyone over thirty» και εγώ πια έχω ξεπεράσει αρκετά το όριο αυτό».
Την Τρίτη, 11 Νοεμβρίου το ΚΕΝΙ του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου σε συνεργασία με την ΕΜΙΑΝ διοργανώνει συνέδριο με τίτλο “Νεανικές Κουλτούρες αμφισβήτησης στη μεταπολεμική Ελλάδα”. Οι εργασίες του Συνεδρίου θα πραγματοποιηθούν στην Άιθουσα ΔΕΣΚΟΙ