Categories: ΠΡΟΣΩΠΑ

Μίκης Θεοδωράκης, ο άνθρωπος που έφερε την ποίηση «στα χείλη ολονών»

Έκανε να μοιάζει αυτονόητο, αυτό που ήταν αδιανόητο: Ποιος τραγουδάει ποίηση και μάλιστα τόσο απαιτητική; Ο Μίκης Θεοδωράκης επιφύλασσε μία απάντηση απολύτως πειστική. Και δεν είναι άλλη από το πλέον σημαντικό του κατόρθωμα: τη σύνθεση λαϊκής μουσικής χρησιμοποιώντας ως στίχους ποιήματα βραβευμένων Ελλήνων και ξένων ποιητών. Δημιουργοί, όπως οι Γιώργος Σεφέρης, Γιάννης Ρίτσος, Πάμπλο Νερούδα και Οδυσσέας Ελύτης, αλλά και έργα όπως ο «Επιτάφιος», το «Αξιον Εστί», η «Ρωμιοσύνη», το «Canto General» που χάρη σε εκείνον έμελλε να πάνε στα χείλη όλων. Έτσι, ένα πλήθος ανθρώπων έμαθε να ακούει μελοποιημένη ποίηση – έφερε, δηλαδή, ο συνθέτης την ποίηση στην καθημερινότητα. Αυτή από μόνη της είναι μία ανεκτίμητη προσφορά του στον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό. Αξίζει, όμως, να δούμε πώς προέκυψαν όλα αυτά τα μεγάλα επιτεύγματα, το θαυμαστό συνταίριασμα της ποίησης με τη μουσική.

Ήταν το 1958 στο Παρίσι που ο Μίκης Θεοδωράκης και η σύζυγός του Μυρτώ -παντρεμένοι ήδη πέντε χρόνια- είχαν νοικιάσει ένα διαμέρισμα. Η ζωή τους, εξαιρετικά λιτή. Ενα βράδυ περίμεναν τους φίλους τους και έπρεπε να βγουν για τα αναγκαία ψώνια. Λίγες μέρες νωρίτερα, ο Γιάννης Ρίτσος του έστειλε τον «Επιτάφιο» με την αφιέρωση: «Το βιβλίο τούτο κάηκε από τον Μεταξά στα 1938 κάτω από τους στύλους του Ολυμπίου Διός». Με το μικρό μεταχειρισμένο Opel, που είχε αγοράσει από το πρώτο φιλμ «Η απαγωγή του στρατηγού Κράιπε» για το οποίο έγραψε τη μουσική, έφτασαν στο ελληνικό μπακάλικο. Η σύζυγός του έφυγε για τις προμήθειες και εκείνος άρχισε να ξεφυλλίζει το βιβλίο του Ρίτσου, το οποίο συμπτωματικά είχε πάρει μαζί του. Ένα σπαρακτικό ποίημα γραμμένο σε ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο, με επιρροές από μανιάτικο μοιρολόι και στοιχεία Κρητικής Αναγέννησης. Ξαφνικά, ο συνθέτης αισθάνθηκε μια βαθιά επιθυμία για μελοποίηση, σημειώνοντας τις νότες στο βιβλίο που του είχε στείλει ο ποιητής. Σε εκείνο το μικρό αυτοκίνητο συνελήφθησαν τα τραγούδια του «Επιταφίου». Ο γοητευμένος Ρίτσος, από τη δουλειά που είχε γίνει, θα πει κάποτε στον Θεοδωράκη: «Μου έκανε τρομερή εντύπωση, μα είναι δυνατόν η ποίηση να βρει μια πλήρη αντιστοιχία με την μουσική; Μέχρι τίνος έλεγα ότι η κάθε τέχνη είναι αυτάρκης και δεν έχει ανάγκη από την βοήθεια της άλλης. Αλλά όταν έγραψες τον Επιτάφιο και αργότερα φυσικά την Ρωμιοσύνη που ήταν η μεγάλη δόξα σου, είπα πραγματικά ότι εδώ πέρα είναι ένας δρόμος για να πλησιάσει η ποίηση μέσω της μουσικής εκείνους τους ανθρώπους που δεν θα τους πλησίαζε ίσως ποτέ». Και αυτή δεν ήταν παρά μόνο η αρχή.

Τον Σεπτέμβριο του 1960, στου Λουμίδη, εκεί όπου έπινε τον μοναδικό καφέ εσπρέσο η αθηναϊκή ιντελιγκέντσια, ο Οδυσσέας Ελύτης πλησιάζει τον συνθέτη: «Τελείωσα το «Αξιον Εστί», το έργο της ζωής μου, νομίζω. Θα ‘θελα να σας το έστελνα κάπου, γιατί κάτι μου λέει ότι θα σας εμπνεύσει». Οπως και έγινε. Δεν πέρασε ούτε ένας μήνας και ο Παριζιάνος ταχυδρόμος άφησε στο θυρωρείο το φρεσκοτυπωμένο βιβλίο του Ελύτη – ένα από τα μνημειώδη έργα της νεότερης ελληνικής Γραμματείας. Οι στίχοι «Ένα το χελιδόνι», «Της αγάπης αίματα», «Της δικαιοσύνης» τον μαγνήτισαν, δεν μπορούσε να τους αφήσει ούτε στιγμή και άρχισε αμέσως να τους μελοποιεί. Αλλά για να ολοκληρώσει το έργο, χρειάστηκαν τρία χρόνια. Η πρώτη εκτέλεση στο «Ρεξ» δεν είχε την υποδοχή που ανέμεναν. Η κυκλοφορία του δίσκου, όμως, τους διέψευσε όλους. Έγινε, κυριολεκτικά, ανάρπαστος. Ένα αληθινό «λαϊκό ορατόριο», ορόσημο της ελληνικής μουσικής, θα έβρισκε τεράστια απήχηση.

Εκείνη τη χρονιά, ο Μίκης Θεοδωράκης θα συναντούσε στο Covent Garden, σε μια πρόβα της ορχήστρας για το μπαλέτο «Αντιγόνη», τον Γιώργο Σεφέρη – ο οποίος υπηρετούσε ως πρέσβης στο Λονδίνο. Λίγο μετά, όταν στο μέγαρο της πρεσβείας έπιναν το τσάι τους, ο ποιητής πρότεινε στον συνθέτη «να φτιάξουν ένα μπαλέτο σε ιδέες δικές του». Εκείνος δεν το απέκλεισε, του ζήτησε όμως και κάποια ποιήματα. Επιστρέφοντας στο Παρίσι, στο μικρό διαμέρισμα όπου είχαν προστεθεί πια και δύο μωρά, η Μυρτώ άκουγε επί μέρες την «Αρνηση», το «Κράτησα τη ζωή μου», το «Περιγιάλι». Το καλοκαίρι του 1962 ο Σεφέρης θέλησε να διαπιστώσει «ιδίοις όμμασι» πώς ο κόσμος τραγουδάει την ποίησή του. Πήρε, λοιπόν, τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Γ. Π. Σαββίδη και τριγυρνούσαν στις ταβέρνες της Πλάκας για να ακούσει το «Περιγιάλι το κρυφό». Θυμάται σχετικά ο συνθέτης: «Ποτέ ίσως ένας Σεφέρης δεν είχε γίνει σαν μικρό παιδί. Γελούσε, έλαμπε ολόκληρος από ευτυχία, και νομίζω πως εκείνη τη βραδιά επέτρεψε στην τόσο αυστηρή του καρδιά να με αγαπήσει. Στο μέτρο φυσικά του επιτρεπτού για ένα διπλωμάτη».

Αλλά είναι η «Ρωμιοσύνη», αυτή η σπουδαία ποιητική σύνθεση του Γιάννη Ρίτσου που θα ενέπνεε καθοριστικά τον Μίκη Θεοδωράκη. Ένα έργο που συνδέει με τον προσωπικό τρόπο του ποιητή διάφορα στοιχεία της παράδοσης και με ποικίλα εκφραστικά μέσα δίνει ανάγλυφη τη μορφή της Ελλάδας και των ανθρώπων της στον αδιάκοπο αγώνα τους για ελευθερία, δικαιοσύνη και ανθρωπιά. Όπως σημειώνει ο συνθέτης το αξεπέραστο αυτό έργο γράφτηκε το 1966, στη γιορτή των Φώτων, στη Νέα Σμύρνη. «Τη Ρωμιοσύνη μου την είχαν φέρει στο σπίτι γυναίκες κρατουμένων πολλά χρόνια πριν. Είχαν περάσει πρώτα από τον Ρίτσο, που διάλεξε ο ίδιος τα αποσπάσματα από τη Δοκιμασία για να μου τα εμπιστευθεί. Όμως τα χειρόγραφα σκεπάστηκαν από άλλα. Χάθηκαν. Ξεχάστηκαν. Ώσπου εκείνη ακριβώς τη στιγμή κάποιο χέρι (χωρίς να ξέρει κανείς το πώς και το γιατί) τα ανέσυρε και τα ακούμπησε στο πιάνο. Είχαν προηγηθεί συγκρούσεις στον Πειραιά με την Αστυνομία. Ο άγριος ξυλοδαρμός και η κακοποίησή μου, γεγονότα που με επηρέασαν βαθειά. Τόσο που, μόλις διάβασα τον πρώτο στίχο “Αυτά τα δέντρα δεν βολεύονται με λιγότερο ουρανό…”, κάθισα, όπως ήμουν λερωμένος με λάσπη και αίματα, και συνέθεσα μονορούφι τη Ρωμιοσύνη». Και προσθέτει: «Όταν την άλλη μέρα την άκουσε ο Ρίτσος, έμεινε άφωνος. Ποτέ άλλοτε δεν τον είδα τόσο χαρούμενο, τόσο συγκλονισμένο, όσο τη μέρα που στο Κεντρικό, που ήταν γεμάτο με αντιστασιακούς, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης τραγούδησε τη Ρωμιοσύνη». Μερικά από τα τραγούδια του δίσκου τραγουδήθηκαν από το κοινό και ερμηνεύθηκαν από πολλούς καλλιτέχνες, ενώ έως και σήμερα κάποια παραμένουν από τα πλέον αναγνωρίσιμα κομμάτια του συνθέτη, όπως για παράδειγμα το «Όταν σφίγγουν το χέρι» και το «Θα σημάνουν οι καμπάνες».

Κατά τη διάρκεια εξορίας του συνθέτη στη Ζάτουνα Αρκαδίας γράφτηκε, το 1969, το «Πνευματικό Εμβατήριο» σε ποίηση Άγγελου Σικελιανού. Είναι το δεύτερο λαϊκό ορατόριο του Μίκη Θεοδωράκη μετά το «Αξιον Εστί» και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Λονδίνο, το 1970, με ερμηνεύτρια τη Μαρία Φαραντούρη και τον Αντώνη Καλογιάννη υπό τη διεύθυνση του συνθέτη. Η επιτυχία ήταν άμεση. Το πατριωτικό μήνυμα του ποιήματος -ιδιαίτερα επίκαιρο την εποχή της δικτατορίας- δεν έπαψε ποτέ να μεταδίδει την ελπίδα, την αισιοδοξία και την πίστη σε κάτι καλύτερο. Το ποίημα είναι γραμμένο το 1945, τότε που η χώρα μόλις είχε βγει από τη δοκιμασία του πολέμου και της Κατοχής. Ο λόγος του ποιητή, εκφράζει την αγωνία του για τη μοίρα του τόπου και του λαού, αποτελώντας ένα πρόσταγμα για την ανόρθωση της Ελλάδας.

Τον καιρό της εξορίας στη Ζάτουνα, ο συνθέτης μελοποίησε και δύο ποιήματα του Μανόλη Αναγνωστάκη, το “Μιλώ” και τον “Χάρη 1944”, που αποτέλεσαν τον κύκλο “Αρκαδία VIII”. Αργότερα, γύρω στο 1972, ο ποιητής του έστειλε έναν νέο κύκλο ποιημάτων, τη “Λερναία Υδρα”. Εγραψε τη μουσική για τα ποιήματα αυτά, που αργότερα κυκλοφόρησαν σε δίσκο, με τον τίτλο «Μπαλάντες». Όπως είχε αναφέρει ο συνθέτης: «Η ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη μου άρεσε πάντα. Ήταν μελαγχολική στην πρώτη ανάγνωση, όμως έκρυβε μεγάλη δύναμη». Το ίδιο θα μπορούσε κανείς να πει ότι συνέβαινε και με τα ποιήματα του Μιχάλη Κατσαρού που τόσο τα αγάπησε ο συνθέτης ώστε να μελοποιήσει, το 1983, την ποιητική συλλογή «Κατά Σαδδουκαίων πάθη».

Όσο για το περίφημο «Canto General» σε ποίηση Πάμπλο Νερούδα, επρόκειτο να δοθεί σε πρώτη εκτέλεση το 1973 στην ελεύθερη, τότε, Χιλή, με τον Σαλβαδόρ Αλλιέντε και τον ίδιο τον Νερούδα να αφιέρωναν -όπως είχε συμφωνηθεί- τη συναυλία στον ελληνικό λαό που υπέφερε από τη στρατιωτική δικτατορία. Η ειρωνεία είναι ότι η εκδήλωση ματαιώθηκε εξαιτίας του πραξικοπήματος του Πινοσέτ και η Χιλή βυθίστηκε στη δική της μαύρη νύχτα. Όταν ο Μίκης Θεοδωράκης επέστρεψε τελικά στην Ελλάδα, έπειτα από την αποκατάσταση της δημοκρατίας, έσπευσε να αφιερώσει την πρώτη εκτέλεση του έργου, το 1975, με ερμηνευτές τη Μαρία Φαραντούρη και τον Πέτρο Πανδή στο στάδιο «Καραϊσκάκη», στη μνήμη του Αλλιέντε, του Νερούδα και στον αγωνιζόμενο λαό της Χιλής. Το «Canto General» αποτελεί ένα δυναμικό εγερτήριο σάλπισμα, ένα αγωνιστικό μήνυμα που απευθύνεται κυρίως στους νέους – για να μην ξεχνούν τη διαχρονική και λυτρωτική σημασία του αγωνίζεσθαι.

Γιώργος Βαϊλάκης

Share
Published by
Γιώργος Βαϊλάκης