Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα μόλις έφτασε στα χέρια μου η συλλογή διηγημάτων της Μαρίας Γαρζώνη-Μαυρικίου «Ποτάμια» («Κέδρος») είναι ότι αυτή τη γυναίκα πρέπει οπωσδήποτε να τη γνωρίσω. Δια ζώσης. Δεν με εντυπωσίασε μόνο το γεγονός ότι αποφάσισε να εκδώσει στα 93 της χρόνια το πρώτο βιβλίο της –μυθοπλασίας, με μαγιά από αληθινές εμπειρίες της σε έξι ποτάμια του κόσμου, το Νείλο, τον Ινδό, τον Τίγρη, τον Τίβερη, τον Πηνειό και τον Σηκουάνα. Πέρα από την ισχυρή προσωπικότητά της και την πυγμή (μαθήτρια ακόμα έδωσε μάχη για να πετάξουν τα μαύρα του πένθους που πνίγαν την οικογένεια και 18 ετών αναχώρησε ολομόναχη για να εργαστεί στο Πορτ Σαίντ), η καθεαυτή βιογραφία της, της οποίας έμμεσο καρπό αποτελεί και η συλλογή διηγημάτων, είναι συναρπαστική. Εχοντας άθελά της ραντεβού με τα μεγάλα γεγονότα του 20ου αιώνα ( τον Πόλεμο του Σουέζ, τον ινδοπακιστανικό πόλεμο του ‘65, τον πόλεμο των «Εξι Ημερών» στη Λιβύη, το Μάη του ’68), η κοσμοπολίτισσα, φιλομαθής Αιγυπτιώτισσα ξεριζώθηκε από πολλούς τόπους, αλλά δεν έχασε ποτέ το ηθικό της. Στα 50 της ξεκίνησε σπουδές Ιστορίας της Τέχνης στη Σχολή Λούβρου! Σήμερα ζει στα ανήσυχα Εξάρχεια που λατρεύει, και παρ’ότι την συγκλονίζει το προσφυγικό («γιατί υπήρξα κι εγώ πρόσφυγας , και ξέρω», όπως λέει), διατηρεί την αισιοδοξία της. Αν γυριζόταν ποτέ ταινία ο βίος της δεν θα μπορούσε παρά να είναι υπερπαραγωγή. Ο σκηνοθέτης πάντως υπάρχει: είναι ο γιος της Δημήτρης Μαυρίκιος.
«Γράφω από παιδί. Δεν σταμάτησα να γράφω. Και με την περιπετειώδη ζωή μου, πότε τα έσκιζα, πότε τα έκρυβα τα γραπτά. Ε, και τα τελευταία τα έγραψα όταν ο άνδρας μου μου χάρισε ένα κομπιούτερ και είδα τη μαγική λειτουργία του. Πέταξα τη γραφομηχανή μου και κάθισα και έγραψα απνευστί οκτώ βιβλία, τα τέσσερα από τα οποία δεν θα τα εκδώσω, είναι τελείως προσωπικά. Σε ένα τρίπτυχο περιγράφω όλες τις περιπέτειες μας και τις διαφυγές, λόγω πολέμων.
Η σχέση μου με τα ποτάμια είναι βιωματική. Πάντα το ποτάμι με γοήτευε, ίσως λόγω του Νείλου. Κατέληξα όμως να ζω σε μια πόλη χωρίς ποτάμι.
Για να φύγουμε από την Αίγυπτο, με την αγγλογαλλική επέμβαση το ’56, έπρεπε να παρουσιάσουμε όσα γραπτά είχαμε για να περάσουν από λογοκρισία. Εγώ αρνήθηκα και έσκισα τα νεανικά γραπτά μου. Ο άντρας μου δεν μου το συγχώρεσε ποτέ.
Δεν έγραφα μόνο μυθοπλασία. Εγραφα και για τη ζωή μου. Γιατί η ζωή μου μέχρι τα 12 ήτανε συγκλονιστική. Είμαστε πέντε παιδιά. Χάσαμε τη μητέρα μας νωρίς. Εγώ ήμουνα η τρίτη. Η πρώτη ήταν 16 ετών και η τελευταία 6 χρονώ. Επεσε ένα βαρύ πένθος στο σπίτι που μας πλήγωσε όλους. Ο πατέρας μου ήταν πολύ λυπημένος. Ηταν ένα ζευγάρι ερωτευμένων με τη μητέρα μου. Την αλληλογραφία του μαζί της τη συνέχισε και μετά το θάνατό της. Αυτά τα γράμματα τα έχω φυλαγμένα.
Είχα έναν υπέροχο πατέρα. Μιλούσε 7 γλώσσες και εργαζόταν στο δικαστικό σώμα στα μικτά δικαστήρια της Αιγύπτου που δίκαζαν μόνο τους ξένους. Πάντα μάς έφερνε στο σπίτι πάρα πολλά βιβλία. Ολους τους Ρώσους λογοτέχνες και όλους τους Γάλλους. Περάσαν όλοι από τα παιδικά μας χέρια. Μας έβαζε γύρω γύρω, διάβαζε καθένας τρεις σελίδες και το περνούσε το βιβλίο στον επόμενο. Ο ίδιος μας απήγγειλε ποίηση και έπαιζε και όμποε. Ηταν Κερκυραίος, με ιταλική καταγωγή, και αγαπούσε πολύ την ποίηση. Μας διάβαζε Dante στα ιταλικά. Αφού τρώγαμε καθόμασταν και μας μιλούσε για ποίηση, για φιλοσοφία, για τα πάντα. Ηταν δεκαετία του ‘30 αλλά είχε φωνόγραφο και όλα τα μεγάλα έργα σε δίσκους 78 στροφών. Τους έβαζε και ακούγαμε όπερα και κλασική μουσική. Εκανε και μεταφράσεις. Μετέφρασε από τα ρωσικά Πούσκιν. Πολλές μεταφράσεις του τις έκαψε όμως γιατί θεωρούσε ότι δεν είναι καλές. Λάθος μεγάλο, γιατί, από τα αποσπάσματα που έχουμε στα χέρια μας, φαίνεται ότι ήταν πολύ καλός στη λογοτεχνική έκφραση.
Εδωσα μάχη για να βγάλουμε το μαύρο ρούχο που φορέσαμε με το θάνατο της μητέρας μου. Εγώ, η μεσαία, το πάλεψα και το κατόρθωσα. Δεν έσκυβα το κεφάλι μου εύκολα.
Κοινωνική ζωή δεν είχαμε. Ημασταν σε μια επαρχιακή πόλη στην Αίγυπτο, τη Μανσούρα, όπου τελειώσαμε τα περίφημα Ελληνικά Εκπαιδευτήρια Μανσούρας, που στεγάζονταν σε ένα τεράστιο νεοκλασικό κτήριο. Πηγαίναμε το πρωί στις 8 και φεύγαμε το βράδυ στις 6. Στο σχολείο, επειδή φορούσαμε μαύρα, δεν συμμετείχαμε στις γυμναστικές επιδείξεις, ούτε στην ωδική, στις γιορτές. Ηταν μεγάλη αδικία. Εδωσα αγώνα για τα μαύρα.
Μόλις έγινα 18 ετών είχα έτοιμες τις βαλίτσες για να έρθω στην Ελλάδα για σπουδές. Θα σπούδαζα Γαλλική Φιλολογία και Αρχαιολογία, που ήταν το πάθος μου. Και τελικά έγινε ο πόλεμος του ‘40. Και βυθίζομαι στη μελέτη. Με οδηγό τον πατέρα μου, μελετάω γαλλική φιλολογία, μελετάω φιλοσοφία, μάλιστα έχω ακόμα το βιβλίο του Θεοδωρίδη, μελετάω λογοτεχνία και γενικώς τα πάντα.
Επειδή ο αδελφός μου σπούδαζε χημικός, ο πατέρας μου για να τον ενθαρρύνει κάθισε και μελέτησε χημεία ο ίδιος και έκανε ένα μικρό εργαστήριο σπίτι για να πραγματοποιεί τα πειράματα που ήταν στα βιβλία. Τότε γνώρισε τον Γιαννη Μαυρίκιο, μετέπειτα σύζυγό μου, που ήταν φίλος του αδελφού μου στην Αθήνα. Ο γάμος μας έγινε 4-5 χρόνια μετά. Ο έρωτάς μας κράτησε 70 χρόνια. Δεν υψώσαμε ποτέ ο ένας τον τόνο της φωνής του στον άλλο.
Τελικά, επειδή δεν μπορούσα να πάω να σπουδάσω στην Ελλάδα, όπως είχα προγραμματίσει, εργάστηκα στην Εταιρεία της Διώρυγας με τους Αγγλους. Ολοι οι Αιγυπτιώτες ήμασταν γλωσσομαθείς και όταν ήρθαν οι Αγγλοι τον καιρό του πολέμου δεν καθίσαμε με σταυρωμένα χέρια, πήγαμε και δουλέψαμε γι αυτούς. Επειδή ήμουνα αντάρτισσα, με λέγανε «Μαρία η αντάρτισσα», ζήτησα από τον πατέρα μου να εργαστώ στο Κάιρο ή στο Πορτ Σάιντ. Ηξερα γλώσσες, γραφομηχανή, στενογραφία, τα κάναμε όλα στο σχολείο με διπλώματα. «Παιδί μου, να πας όπου νομίζεις ό,τι μπορείς να πας», ήταν η απάντηση του πατέρα μο. Δεν μου έφερε κανένα εμπόδιο. Δεν είχα γίνει ακόμα δεκαεννιά και με εμπιστεύτηκε.
Η κοσμοπολίτικη αιγυπτιακή κοινωνία δεν είχε ταμπού για μια γυναίκα που εργάζεται μόνη της , όπως ενδεχομένως γινόταν στις κοινωνίες της Ευρώπης και της Ελλάδας. Οταν πέρασα εξετάσεις στο Πορτ Σάιντ και μού δώσαν μια ωραία θέση με πολλά λεφτά ήμουνα σαν τόσες άλλες κοπέλες που δουλεύανε. Νοίκιασα ένα δωμάτιο, ζούσα μόνη μου.
Εφυγα και πήγα μόνη μου στο Πορτ Σάιντ. Η κοινωνία μέσα στην οποία ζούσα και κινιόμουν στην Αίγυπτο απαρτιζόταν από ξένους κοσμοπολίτες. Ολες οι νέες τότε δουλεύανε.
Με τους Αιγύπτιους, κακώς, αλλά δεν είχαμε πολλά πολλά. Οι ξένοι ήτανε κράτος εν κράτει. Κι ενώ τους αγάπησα τους Αιγύπτιους από τον άνδρα μου, που ήταν τόσο δημοκρατικός κι αγαπούσε και τον φελάχο ακόμα, σχέσεις δεν είχαμε. Η κοσμοπολίτικη αιγυπτιακή κοινωνία δεν είχε ταμπού για μια γυναίκα που εργάζεται μόνη της , όπως ενδεχομένως γινόταν στις κοινωνίες της Ευρώπης και της Ελλάδας. Οταν πέρασα εξετάσεις στο Πορτ Σάιντ και μού δώσαν μια ωραία θέση με πολλά λεφτά ήμουνα σαν τόσες άλλες κοπέλες που δουλεύανε. Νοίκιασα ένα δωματιο, ζούσα μόνη μου.
Ο Γιάννης, ο μετέπειτα άνδρας μου, είχε επιστρατευτεί και πήγε στην Παλαιστίνη. Ευτυχώς, είχε πλατυποδία και δεν τον πήρανε στο μέτωπο. Αλλά παρέμεινε τρία χρόνια στα μετόπισθεν της Παλαιστίνης.
Ο έρωτάς μας άντεξε όχι μόνο τα χρόνια της απουσίας, άντεξε όλα τα χρόνια της ζωής μου. Αντεξε γιατί βασιζόταν σε μια αλληλοεκτίμηση. Δεν ήταν ένας έρωτας τρελός. Θυμάμαι τις συζητήσεις που κάναμε με τον Γιάννη, τα ταξίδια μας. Ητανε ένας άνθρωπος υπέροχος και ήμουνα τυχερή γιατί είχε τη μόρφωση και την καλοσύνη του πατέρα μου. Ηταν κι οι δυο από τους ελάχιστους Αριστερούς της Αιγύπτου.
Σε ένα πράγμα με εμπόδισε μόνο ο πατέρας μου, με καλοσύνη πάντα. Ενώ σχεδιάζαμε να παντρευτούμε είπε «παιδί μου, περίμενε, να τελειώσει ο πόλεμος». Φοβόταν ο καημένος. Και τον ακούσαμε. Περιμέναμε το τέλος του πολέμου. Δεν παντρευτήκαμε παραδοσιακά. Φορούσα αντί για νυφικο ένα κοντό λευκό ταγεράκι, χωρίς καν λουλούδια στα χέρια. Πήραμε στο Πορτ Σάιντ ένα καραβάκι που πήγαινε κατά μήκος της διώρυγας. Εκεί βρισκόταν μια μικρή πόλη, λεγόμενη Καντάρα, με ένα εκκλησάκι μικρό ορθόδοξο με παπά. Προτιμήσαμε να πάμε εκεί, μόνοι μας, με τις αδελφές μου και τον πατέρα μου και κανέναν άλλο, για να παντρευτούμε.
Στον πόλεμο του Σουέζ φύγαμε με τα παιδιά προς το εσωτερικό της Αιγύπτου. Μέσα σε 24 ώρες κλείσαν οι Tράπεζες, δεν είχαμε λεφτά. Ο Γιάννης ήταν ήδη εκεί. Με πήρε τηλέφωνο και μου είπε «μην στείλεις τα παιδιά σχολείο, ελάτε αμέσως, με το τελευταίο τρένο». Μετά από από αυτό το τρένο αποκλείστηκε το Πορτ Σαίντ για μήνες ολόκληρους.
Μετά το γάμο αρχίσαν τα ταξίδια στην Αίγυπτο. Ο Γιάννης είχε πια πάρει το δίπλωμα του πολιτικού μηχανικού και πήρε μια πολύ καλή θέση ως πρώτος μηχανικός στα κεντρικά γραφεία Δημοσίων Εργων στο Κάιρο, που έκαναν τεράστια αρδευτικά έργα και γεφύρια στα χωριά. Με ρωτούσανε «εσύ τι θα κάνεις;». «Θα πάω μαζί του», απαντούσα. «Στα φελαχοχώρια; Τρελάθηκες, που θα σε σφάξουν οι αραπάδες!». Εγώ γέμισα μια βαλίτσα βιβλία, πήρα τα ρούχα μου και ακολούθησα το Γιάννη. Εκεί γνώρισα πρώτη φορά την αιγυπτιακή ύπαιθρο. Και το πρώτο μου διήγημα είναι από την πρώτη μου εμπειρία στα φελαχοχώρια. Με λέγανε τρελή, αλλά ήταν η πολύ ευτυχισμενη περίοδος της ζωής μου. Μιλούσα αραβικά με τον κόσμο. Ο σεβασμός που μου δείχνανε με έκανε και ντρεπόμουνα. Με κοιτάζανε σα να ήμουνα μια αγία. Γονατίζαν μπροστά μου. Τους αγάπησα τους ανθρώπους αυτούς πολύ. Γυρνώντας στο Κάιρο γέννησα τον Δημήτρη. Στο Πορτ Σάιντ, όπου μετακομίσαμε λόγω μιας μεγάλης γαλλικής εταιρείας, που έκανε έργα στη διώρυγα, γεννήθηκε και ο Πέτρος.
Στο Πορτ Σάιντ είχαμε τρία ποδήλατα με τα παιδιά, πηγαίναμε βόλτες, στην θάλασσα, κάναμε μπάνιο, βλέπαμε τα καβουράκια που βγαίναν. Ολες οι καθωσπρέπει κυρίες είχανε νταντάδες. Εγώ δεν ήθελα. Οσο μπορούσα να μιμηθώ τον μπαμπά στη διαπαιδαγώγηση των παιδιών το έκανα. Ο μπαμπάς μου ήταν παρών βεβαίως στο σπίτι, γιατί ζούσε τότε μαζί μας. Η οικογένεια ήταν δηλαδή πενταμελής.
Στον πόλεμο του Σουέζ φύγαμε με τα παιδιά προς το εσωτερικό της Αιγύπτου. Προς την Μανσούρα. Μέσα σε 24 ώρες κλείσαν οι Tράπεζες, δεν είχαμε λεφτά. Ο Γιάννης ήταν ήδη εκεί. Με πήρε τηλέφωνο και μου είπε «μην στείλεις τα παιδιά σχολείο, ελάτε αμέσως, με το τελευταίο τρένο». Μετά από από αυτό το τρένο αποκλείστηκε το Πορτ Σαίντ για μήνες ολόκληρους. Το σπίτι μας ήταν πάνω στο μέτωπο του πολέμου και βομβαρδίστηκε επειδή είχε γίνει το στρατηγείο των Αγγλων. Το «τελευταίο τρένο» είναι μια νουβέλα που γράφω στο τρίπτυχό μου. Το τρένο δεν ξεκινούσε και, αφού ξεκίνησε, σταματούσε συνέχεια στο δρόμο, κατά μήκος της διώρυγας του Σουέζ, και βλέπαμε στρατό οπλισμένων, γιατί είχαμε και την επίθεση των Ισραηλινών.
Προσπαθούσαμε να κρατάμε την ψυχραιμία μας και να διασκεδάζουμε τα παιδιά, γιατί ήτανε Χριστούγεννα. Λεφτά δεν είχαμε, αφού είχανε κλείσει οι τράπεζες. Παρένθεση: όταν ήμασταν πρόσφυγες στο Ζαγαζίγκ και στο black out βλέπαμε βομβαρδισμούς , επειδή τα παιδιά είχανε τρομάξει με τις λάμψεις, τους έλεγα ότι γυρίζουνε μια ταινία. Τελικά φτάσαμε στη Μανσούρα, τη γενέτειρά μου. Εκεί γράφτηκαν τα παιδιά στο σχολείο.
Στο Πακιστάν ήτανε πάρα πολύ ωραία. Οι Πακιστανοί ήταν γλυκύτατοι άνθρωποι. Ητανε ήπιοι, φιλόξενοι, δεν μας ενοχλούσαν καθόλου. Εγώ ήμουνα πανευτυχής. Γύριζα τα υπέροχα μνημεία, τα τζαμιά.
Πέρασε κι αυτός ο καιρός, έγινε ειρήνη, και γυρίσαμε στο Πόρτ Σάιντ. Αλλά δεν μπορούσαμε να ζήσουμε πια εκεί. Στο γαλλικό σχολείο που πηγαίναν τα παιδιά όλα τα μαθήματα θα γίνονταν πλέον στα αραβικά και θα εισήγαγαν και το Κοράνι. Και μου λέει ο Γιάννης «πρέπει να φύγουμε». «Πού θα πάμε;». «Θα πάμε στην Αθήνα». Οπως ήταν το σπίτι, με τα χαλιά, με τα πάντα, το εγκαταλείψαμε, πήραμε δυο βαλίτσες και πήγαμε στην Αθήνα, όπου ήταν η μητέρα του Γιάννη με τα αδέλφια του. Στην Αθήνα μείναμε μόνο δυο μήνες. Γιατί ο Γιάννης είχε δίπλωμα γαλλικό και τον προσέλαβε η μεγάλη εταιρεία Omnium Lyonnais, η οποία ανέλαβε τα ηλεκτροηλεκτρικά έργα στον Μέγδοβα, τη μετέπειτα λίμνη Πλαστήρα. Τότε αποφασίσαμε να πάμε κι εμείς στην Καρδίτσα.
«Είναι ωραία η Καρδίτσα», μου λέγανε, «θα περάσετε ωραία». Φτάσαμε στην Καρδίτσα με τα παιδιά και ήταν πολύ δύσκολα τα πράγματα. Πρώτα απ’όλα, είχε πάρα πολύ κρύο. Εμείς δεν ήμασταν συνηθισμένοι. Περάσαμε κάποια ταλαιπωρία. Τελειώσαν τα έργα, επιστρέψαμε για ένα διάστημα στην Αθήνα και ο Γιάννης, επειδή ξεκίνησε να εργάζεται στο γραφείο του Δοξιάδη, έπρεπε να πάει στη Λαχόρη του Πακιστάν. Τον ακολούθησα μαζί με τον Πέτρο, που πήγε σε αγγλικό σχολείο. Ο Δημήτρης έμεινε πίσω με τις θείες, αλλά ερχόταν και μας έβλεπε τα καλοκαίρια.
Στο Πακιστάν ήτανε πάρα πολύ ωραία. Οι Πακιστανοί ήταν γλυκύτατοι άνθρωποι. Ητανε ήπιοι, φιλόξενοι, δεν μας ενοχλούσαν καθόλου. Εγώ ήμουνα πανευτυχής. Γύριζα τα υπέροχα μνημεία, τα τζαμιά. Το αστείο ήταν ότι πήγαινα με τα βιβλία και τα σπούδαζα κομμάτι κομμάτι. Μια φίλη που βρισκόταν ήδη ένα χρόνο στη Λαχόρη δεν είχε πάει πουθενά και της είπα «έλα να σε ξεναγήσω».
Την πρώτη βραδιά στα Ιμαλάια μάς χτύπησε την πόρτα ένας υπάλληλος του ξενοδοχείου με ένα σημειωματάριο και είπε «θα κάνουμε κυνήγι της τίγρης με τα άλογα. Θα έρθετε;».
Κάναμε ακόμα και διακοπές στα Ιμαλάια. Στη Λαχόρη το καλοκαίρι είχε 47 βαθμούς, υγρασία και μουσώνες. Την πρώτη βραδιά στα Ιμαλάια μάς χτύπησε την πόρτα ένας υπάλληλος του ξενοδοχείου με ένα σημειωματάριο και είπε «θα κάνουμε κυνήγι της τίγρης με τα άλογα. Θα έρθετε;». Πολύ εξωτικά πράγματα! Τελικά, επικράτησε ο φόβος του Δημήτρη και δεν πήγαμε.
Από τη Λαχόρη φύγαμε πάλι κυνηγημένοι. Ο Δημήτρης ήταν στη Γαλλία και ο Πέτρος στην Αγγλία, σε διακοπές και για να βελτιώσουν και τις γλώσσες. Μείναμε μόνοι εγώ κι ο Γιάννης στη Λαχόρη και ξαφνικά κηρύσσεται ο ινδοπακιστανικός πόλεμος. Αμέσως κλείσανε τα πάντα, και οι Tράπεζες, και πέφτανε μπόμπες και ινδοί αλεξιπτωτιστές κοντά στο σπίτι μας.
Από την έρημο Ταλ διαφύγαμε στο Αφγανιστάν. Δεν υπήρχε άλλο δρομος. Αναγκαστήκαμε και περάσαμε από την έρημο που ήταν ο πιο επικίνδυνος δρόμος, χωρίς νερό, αλλά τελικά φτάσαμε στην Πεσάουαρ. Πήραμε ένα λεωφορείο και πήγαμε στο Αφγανιστάν
Από την έρημο Ταλ διαφύγαμε στο Αφγανιστάν. Δεν υπήρχε άλλο δρομος. Αναγκαστήκαμε και περάσαμε από την έρημο που ήταν ο πιο επικίνδυνος δρόμος, χωρίς νερό, αλλά τελικά φτάσαμε στην Πεσάουαρ. Πήραμε ένα λεωφορείο και πήγαμε στο Αφγανιστάν. Η Καμπούλ ήταν πάρα πολύ ωραία, οι Αφγανοί μιλούσαν γαλλικά και μας δεχτήκαν καλά. Μάλιστα, μόλις τους είπαμε ότι είμαστε Ελληνες μας λέγανε “Alexander the great?”.Μερικοί ήταν περήφανοι που είχαν ελληνικά ονόματα, είχανε πάρα πολλούς Αλεξάνδρους. Μείναμε δυο μέρες και μετά πήρα το αεροπλάνο και έφυγα για την Αθήνα.
Το ΄66 το γραφείο Δοξιάδη στέλνει τον Γιάννη στη Βεγγάζη, στη Λιβύη. Η οικογένεια είχε ήδη αρχίσει να σκορπίζει. Ο Δημήτρης μόλις είχε τελειώσει το σχολείο και αναχωρεί για σπουδές στο Παρίσι. Το καλοκαίρι που έρχεται να μας δει στη Βεγγάζη ξεσπά ο πόλεμος των ‘’Εξι Ημερών’’. Ο πόλεμος μάς κυνηγάει παντού. Είχαμε ραντεβού μαζί του. Είχε ανάψει η Βεγγάζη από άκρη σε άκρη. Και πήγαμε στα ενδότερα, στην Κυρήνη. Η δικτατορία στην Ελλάδα μάς αναγκάζει να αναχωρήσουμε κατευθείαν για το Παρίσι. Εκεί ξανασμίγουμε το ‘67 και οι τέσσερίς μας. Και από τη Λιβύη με δυο βαλίτσες φύγαμε. Αφήναμε σπίτια, χώρες, ηπείρους και φεύγαμε.
Ο πόλεμος μάς κυνηγάει παντού. Είχαμε ραντεβού μαζί του. Είχε ανάψει η Βεγγάζη από άκρη σε άκρη. Και πήγαμε στα ενδότερα, στην Κυρήνη. Η δικτατορία στην Ελλάδα μάς αναγκάζει να αναχωρήσουμε κατευθείαν για το Παρίσι. Και από τη Λιβύη με δυο βαλίτσες φύγαμε. Αφήναμε σπίτια, χώρες, ηπείρους και φεύγαμε.
Στο Παρίσι ησυχάσαμε για λίγο. Το ΄68 τα παιδιά ήταν φοιτητές. Διανύαμε χιλιόμετρα με το Γιάννη, δυο ώρες με τα πόδια, τέσσερις μαζί με την επιστροφή, για να δούμε στη Σορβόνη τον ξεσηκωμό. Μας συγκίνησε φοβερά ο Μάης με τις διεκδικήσεις του φοιτητόκοσμου. Ελπίζαμε στο καλύτερο, στο δημοκρατικότερο, τουλάχιστον. Επί ένα μήνα είχανε παραλύσει τα πάντα, δεν υπήρχε συγκοινωνία. Κι εκεί γράφω τον «Σηκουάνα».
Στο Παρίσι σπούδασα Ιστορία της Τέχνης. Δεν έχασα καθόλου τον καιρό μου. Πήγα και γράφτηκα αμέσως στη σχολή του Λούβρου. Ημουνα τότε σχεδόν 50 ετών, αλλά δόθηκα στις σπουδές και δεν άφησα τίποτα να μου ξεφύγει. Μουσεία, εκκλησίες… Ετρεχα απο το πρωί ως το βράδυ και κατάφερνα να είμαι και νοικοκυρά επειδή ήταν πολύ ακριβές οι βοηθοί στο Παρίσι. Οταν ήθελα κατάφερνα τα πάντα. Τα έκανα όλα με μια ταχύτητα καταπληκτική. Εβλεπα το νοικοκυριό, το σπίτι, το φαγητό ως ένα είδος τέχνης. Η κουζίνα στο σπίτι ήταν μόνο γαλλική, γιατί μας συνεπήρε η γαλλική κουζίνα πραγματικά.
Στη Γαλλία μπλοκαρίστηκα με την ελληνική γλώσσα. Ηθελα να γράψω στα ελληνικά αλλά δεν μου έβγαινε. Μετά από 18 χρόνια στην Ελλάδα ξεμπλόκαρα και έπεσα χωρίς να το καταλάβω πάλι στη συγγραφή.
Εχω συνεργαστεί με τον Δημήτρη και σε ταινία του. Εκτός από την εμπιστοσύνη που του έχω, παρακολουθούσα από κοντά την δημιουργία του. Εφευγα από το Παρίσι και πήγαινα πολύ συχνά στη Ρώμη για να μετάσχω και να παρακολουθήσω τα γυρίσματα της διπλωματικής ταινίας του, που έγιναν και στην Cinecitta. Η Ρώμη είναι η ωραιότερη πόλη του κόσμου. Η παλιά πόλη είναι κάτι το ασύλληπτο. Αγάπησα και το Παρίσι βεβαίως πολύ.
Εγώ τα αγάπησα τα Εξάρχεια, ό,τι και να κάνανε. Δεν με πειράζει καθόλου να μένω στα Εξάρχεια,ακόμα και αν δυσκολευόμαστε με τα δακρυγόνα, είναι μια ζωντανή γειτονιά.
Στην Αθήνα επιστρέψαμε το ’84. Κάποια πράγματα με δυσκόλεψαν πολύ στην αρχή. Στο Παρίσι ήταν τόσο οργανωμένα όλα και εδώ βρήκα αυτή την ανοργανωσιά. Ε, μετά έγινα κι εγώ Ελληνίδα και τα κατάφερνα. Μέναμε από την αρχή πάντα στα Εξάρχεια.
Εγώ τα αγάπησα τα Εξάρχεια, ό,τι και να κάνανε. Δεν με πειράζει καθόλου να μένω στα Εξάρχεια,ακόμα και αν δυσκολευόμαστε με τα δακρυγόνα, είναι μια ζωντανή γειτονιά. Το μόνο θλιβερό είναι τα παιδιά που παίρνουν ναρκωτικά.
Με την κατάσταση της χώρας θλίβομαι πολύ. Ελπίζαμε ότι θα είναι καλύτερα και δυστυχώς βλέπω τι συμβαίνει και πώς ταλαιπωρούνται οι ηλικιωμένοι στις ουρές. Ποτέ δεν είδα στη Γαλλία ουρά! Αυτά τα πράγματα είναι τριτοκοσμικά. Και ούτε! Επειδή όμως είμαι αισιόδοξη, ελπίζω ότι θα γυρίσει κάποτε η κατάσταση.
Εχω υπάρξει κι εγώ πρόσφυγας και παρακολουθώ τι συμβαίνει σήμερα. Το προσφυγικό με συγκλονίζει. Δεν παύω να τους σκέφτομαι αυτούς τους ανθρώπους, αλλά δεν υπάρχει λύση, φοβάμαι. Ο κόσμος πάντα θα φεύγει από τις εστίες του πολέμου.
Είμαι πολύ ανήσυχη. Αλλά όσο ζω θα ελπίζω! Πιστεύω ότι υπάρχει καλοσύνη, πιστεύω ότι υπάρχει αλληλεγγύη. Οι συνθήκες είναι τέτοιες όμως που δεν αφήνουν να εκδηλωθούν αυτά τα αισθήματα.
Αν ο χρόνος γυρνούσε πίσω δεν θα άλλαζα τίποτα Θα ξαναζούσα την ζωή μου με το ίδιο πάθος και την ίδια αγάπη και ας ξαναζούσα όλες αυτές τις περιπέτειες. Ποτέ μου δεν φοβήθηκα.»