Categories: ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Η Μαίρη του Ρόδον

Έχουμε γνωριστεί στο Ρόδον; Σε ξέρω;» με ρώτησε στα γρήγορα όταν μετά από προσπάθειες μηνών, κατάφερα να την εντοπίσω στην Κρήτη, όπου ζει μόνιμα εδώ και χρόνια, κι εγώ της είπα με ασάφεια που έβγαζε μάτι «δεν νομίζω να με θυμάσαι», ενώ ήμουν σίγουρος ότι δεν υπήρχε καμία περίπτωση να με θυμάται, γιατί δεν είχαμε προλάβει να γνωριστούμε, όπως γνωρίζονται συνήθως δύο άνθρωποι σε ένα live, λέγοντας δυο-τρία τυπικά λόγια για όσους είναι πάνω στη σκηνή, άντε, το πολύ άλλα τόσα και για όσους είναι από κάτω, έως ότου ο καθένας αφήσει τον άλλο να παρασυρθεί στην προσωπική του, συναυλιακή περιδίνηση.

Ήμουν σίγουρος ότι η Μαίρη δεν θα με θυμόταν, γιατί για εκείνη δεν ήμουν τίποτα παραπάνω από απλώς ένας ανάμεσα σε όσους τα βράδια στη Μάρνη την παρατηρούσαν, χωρίς πλάκα, με ένα σχετικό δέος, στριμωγμένη στο μικρό «κουβούκλιο» με τα εισιτήρια του Ρόδον (με τα ηλεκτρισμένα μαύρα μαλλιά της πάντα εν εξάλλω και το βλέμμα της να πηγάζει από δυο gazers μαύρου ρίμελ, να ορίζουν μία «εξωγήινη» φυσιογνωμία που έμοιαζε βγαλμένη από πίνακα του Schiele – αν ο Schiele, σε ένα φανταστικό κόσμο που ο χρόνος και ο τόπος δεν θα έπαιζαν κανένα ρόλο, είχε ζωγραφίσει τους New York Dolls κάπου στο Bowery) και αρκετές φορές την «παρακαλούσαν» για μια πρόσκληση – μπορεί και να ήμουν ο μόνος, που δεν κατάφερε να την πείσει ούτε μια φορά, γαμώ το.

«Έχουμε γνωριστεί στο Ρόδον; Σε ξέρω;» με ρώτησε ξανά, όταν τελικά, μετά από 4 ολόκληρα χρόνια, επέστρεψε για λίγες ημέρες στην Αθήνα για να με συναντήσει σε μία παλιά μονοκατοικία ανάμεσα σε ταλαιπωρημένες πολυκατοικίες, με τον Πύργο Αθηνών στο background να φαντάζει πολύ πιο ψηλός απ’ όσο είναι στην πραγματικότητα – κάπως σαν ένας από τους ουρανοξύστες της σειράς που υψώνονται στη Νότια Ανατολική Πλευρά, εκεί που… έχει ο Varvatos τη μπουτίκ του. «Ε, τώρα πια μ’ έχεις μάθει», της είπα και γέλασα πριν ολοκληρώσω την πρότασή μου: «Κι αφού μ’ έχεις μάθει λοιπόν, θέλω να μου πεις τα πάντα». Και η Μαίρη μου διηγήθηκε πως είναι να έχεις δουλέψει για 18 χρόνια (από την πρώτη μέχρι την τελευταία μέρα!) στο ταμείο ενός συναυλιακού ναού που χαράχτηκε ανεπανόρθωτα στη συλλογική μνήμη μιας ολόκληρης πόλης (ή έστω, της «δικιάς μας» πόλης), και ακόμη και σήμερα, δέκα χρόνια μετά το κλείσιμό του, να πετυχαίνεις στα πιο off road σημεία της Ελλάδας κόσμο που σε θυμάται, ανθρώπους που σε αναγνωρίζουν και σου μιλάνε με άδολη αγάπη για τότε που τους έβαλες τσάμπα στη συναυλία των Ramones. 

Στο Ρόδον ήμουν από την πρώτη στιγμή. Πριν καν ανοίξει. Δεν γνώριζα τα υπόλοιπα παιδιά πέρα από τον Γιώργο Σταυράκη που ήταν φίλος του Φώτη Μπόμπολα, και γενικά πολύ μέσα στη μουσική. Πήγαιναν μαζί συνέχεια στον Πήγασο, όπου γίνονταν τα πρώτα καλά live στην Αθήνα. Ξέρεις, το μαγαζί που είχε ο Ντάνυ με τον Κουτσούμπα. 

Ο Φώτης είπε κάποια στιγμή ότι ήθελε να φτιάξει ένα μεγάλο κλαμπ. Ο Ντάνυ βρήκε το χώρο. Παλιά ήταν κινηματογράφος, από τους καλούς της εποχής, έδειχνε καλτ ταινίες. Όταν η τηλεόραση άρχισε να πνίγει το σινεμά, ενώ πολλές αίθουσες άρχισαν να δείχνουν πορνό για να επιβιώσουν, εκεί αντιστάθηκαν. Τελικά έμεινε ο χώρος σιωπηλός, αργότερα το χρησιμοποιούσε η Sanyo σαν αποθήκη, μέχρι που το νοίκιασαν τα παιδιά. Ο κινηματογράφος λεγόταν Ρόδον και μιας και δεν είχαν προλάβει να σκεφτούν όνομα, τους καλάρεσε αυτό και το κράτησαν. Είναι γνωστή πια η ιστορία…

Τότε έμενα στη Γλυφάδα, δεν πολυκατέβαινα στο κέντρο, στον Πήγασο δεν πήγαινα καν. Είχα ένα μικρό κοριτσάκι, δεν περίσσευε χρόνος. Όταν ο Σταυράκης μου είπε ότι ετοίμαζαν το Ρόδον, ενθουσιάστηκα. Είχα μόλις έρθει από Αγγλία, όπου είχα πάει και στο Isle of Wight για να δω Doors και Jimi Hendrix, νομίζω στην τελευταία του εμφάνιση λίγο πριν πεθάνει, και το είχα μαράζι που δεν έβλεπα πολλές συναυλίες εδώ. Οπότε είπα «θα είμαι εκεί», χωρίς να ξέρω τι θέλω να κάνω.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Το πρώτο τριήμερο που ήταν δωρεάν, με τους Yeah! και άλλα συγκροτήματα για να γνωρίσει ο κόσμος το χώρο, δεν υπήρχε ταμείο, δεν είχαν σκεφτεί καν τι θα κάνουν – γιατί αυτό ήταν το ωραίο με το Ρόδον, όλα πήγαιναν όπως πήγαιναν, χωρίς προγραμματισμό – οπότε δούλεψα στο μπαρ, γιατί γινόταν χαμός. Για τη συναυλία των Triffids με ρώτησαν «θες να μείνεις στο μπαρ ή να πάρεις το ταμείο;» Κόλλησα. Σκεφτόμουν ότι άμα ήμουν στο ταμείο, δεν θα έβλεπα τις συναυλίες. Αλλά φέρθηκα έξυπνα γιατί είπα από μέσα μου «στο μπαρ πόσο καιρό θα μείνω; Θα πάρουν νέες κοπέλες». Διάλεξα το ταμείο. Ήμουν ήδη 40 χρονών όταν έγιναν όλα αυτά. 

Ήταν ανεπανάληπτη φάση να δουλεύεις σε ένα χώρο και να νιώθεις σαν να είσαι με την οικογένειά σου. Δεν υπήρχαν αντιζηλίες, παρεξηγήσεις, τίποτα τέτοιο. Μόνο ομαδικότητα, αγάπη και φιλία. Ήμασταν πολύ δεμένοι γιατί αγαπούσαμε τη μουσική. Και ο χώρος, όμως, είχε από μόνος του μία απερίγραπτη ενέργεια.

Πιστεύω στην ενέργεια που αφήνουν οι άνθρωποι στους χώρους. Τον πρώτο χρόνο δούλευα στο ταμείο αλλά από την επόμενη σεζόν δούλευα και το πρωί. Μια μέρα που ήμουνα στο πόστο μου, σήκωνα τηλέφωνα, προπώληση και τέτοια, πλησίασε ένας ηλικιωμένος κύριος. «Θα μπορούσα να ρίξω μια ματιά μέσα;», με ρώτησε. Του εξήγησα ότι δεν γινόταν, γιατί έκαναν γυρίσματα για το Mega. Εκείνος μου είπε ότι ήταν ο υπεύθυνος προβολών του παλιού σινεμά, ότι ο κύριος που το είχε, το αγαπούσε πάρα πολύ, και τον βάφτισε Ρόδον γιατί έτσι φώναζε τη γυναίκα του. Ήταν δηλαδή ένας χώρος που από πολύ παλιά, πριν από εμάς, είχε ξεκινήσει με αγάπη. 

Video still από την εκπομπή «Τα Στέκια» της ΝΕΡΙΤ

Ο άνθρωπος που μας έφερε όλους εκεί ήταν ο Φώτης ο Μπόμπολας. Έκανε πράγματα χωρίς να σκέφτεται το κόστος. Δε νομίζω, ας πούμε, ότι υπήρχε άλλος χώρος που μπορούσες να κεράσεις όλους τους φίλους σου χωρίς να υπάρχει θέμα. Επικρατούσε μια τρομερή ανοιχτοχεριά και χαρά.

Ούτε κι εγώ ξέρω πόσοι μουσικοί μου έλεγαν τα καλύτερα για το Ρόδον. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τον Alvin Lee, ένα απόγευμα που η μπάντα του έκανε soundcheck και τους χάζευα από το μπαρ. «Πολύ ωραίος χόρος», μου είπε. «Είναι ο καλύτερος της Ελλάδας» του είπα εγώ. «Ο καλύτερος της Ευρώπης θες να πεις, για να μη σου πω και του κόσμου», μου απάντησε. Συγκινήθηκα, ένιωσα περηφάνια και χαρά που είχαμε ένα χώρο με ψυχή, άξιο για τη ροκ μουσική. Γιατί δεν είναι μόδα το ροκ. Ψυχή είναι. 

Μη φανταστείς ότι μιλούσα σε όλους τους μουσικούς, μόνο σ’ αυτούς που με ενδιέφεραν. Συνήθως στο soundcheck, που ήμουν πιο χαλαρή, και πήγαινα στο ταμείο μόνο αν χτυπούσε το τηλέφωνο. Τριγυρνάγαμε όλοι στο χώρο και τα λέγαμε. Με τον Eric Burdon για παράδειγμα ένα απόγευμα είχαμε κάνει μεγάλη κουβέντα, για το πως ήταν ο Hendrix στα τελευταία του κι άλλα τέτοια. 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Κάνει, που λες, soundcheck ο Tricky και μου λέει ο μάνατζερ του: «Έχετε πρόβλημα με ώρες κοινής ησυχίας;». «Όχι, γιατί ρωτάς;», του λέω. Και μου απαντάει «γιατί ο Tricky άμα γουστάρει θα παίξει 5 ώρες, άμα δεν γουστάρει θα κατέβει στο τέταρτο». Τελικά έπαιξε πάνω από 4 ώρες. Δεν είναι εύκολο να παίξεις τόσο πολύ με φώτα σβηστά και να κρατήσεις τον κόσμο. Όσοι έμειναν έχουν να το λένε. Ήταν η απόλυτη μουσική εμπειρία. Δεν χρειαζόταν να βλέπεις τίποτα μέσα στη μαυρίλα, μόνο να ακούς αυτό το φανταστικό συγκρότημα. Ούτε εκείνοι μας έβλεπαν. Φαντάζομαι ότι αυτό βοήθησε το «χάσιμό» τους. Η μουσική μας πήγε όλους αλλού εκείνο το βράδυ… 

Ο Iggy;! Χα χα χα χα χα… Από τη στιγμή που έβγαινε στη σκηνή ένιωθες τους κραδασμούς στους τοίχους του Ρόδον. Αλήθεια, έβλεπες τους τοίχους να κουνιούνται. Δεν υπήρχε άνθρωπος που να μην κοπανιόταν. Και μέσα σε αυτόν τον πανζουρλισμό έκανε κι ο Iggy ό,τι του κατέβαινε. Τι να πρωτοθυμηθώ…

Μια φορά που ήταν sold out, πήγα να τον δω μπροστά από τη μπαριέρα, εκεί που οι σεκιουριτάδες προσπαθούν να κρατήσουν τον κόσμο. Έρχεται λοιπόν ο Iggy κάποια στιγμή και μ’ αρπάζει και με φιλάει – ποιος ξέρει, μπορεί να με πέρασε για καμιά φανατικιά θαυμάστρια που κάπως τρύπωσε εκεί. Δεν λέω, είμαι fan, αλλά όχι σε τέτοιο βαθμό, αγαπάω άλλους περισσότερο απ’ τον Iggy. Τέλος πάντων, είχε πλάκα γιατί οι φίλες μου που ήταν έξω από τη μπαριέρα, έκαναν σαν τρελές. Πέθαινα στο γέλιο.

Και με τους Ramones χόρευαν οι τοίχοι. «One, two, three, four» έλεγε ο Dee Dee και το τραγούδι είχε τελειώσει πριν καν το πάρεις χαμπάρι.

Μια ακόμη συγκινητική στιγμή ήταν με τον Billy Cobham. Δε μ’ άρεσε να τρώω απ’ έξω, πάντα έφερνα από το σπίτι ταπεράκι, το ζέσταινα στην κουζίνα και έτρωγα στο ταμείο, γύρω στις 5 το απόγευμα. Κάποια συγκροτήματα έτρωγαν στο ξενοδοχείο, άλλα έλεγαν να τους παραγγείλουμε στο Ρόδον. Εκείνη την ημέρα ο Billy έμεινε στο μαγαζί και ζήτησε φαγητό απ’ έξω. Έφτασε τελικά ο τύπος, τον πλήρωσα στο ταμείο, και ο Billy κάθισε δίπλα μου. Αρχίσαμε να τρώμε και να μιλάμε σαν παλιόφιλοι. Στο μικρό ταμείο.

Υπήρξαν και μουσικοί που τους απομυθοποίησα. Αλλά είναι σαν το μυαλό μου να μη με αφήνει να τους θυμάμαι, κρατάω μόνο τα καλά. Καλά δεν κάνω;

Όταν έπαιξε ο Johnny Thunders, ήταν ράκος, δεν μπορούσε να τραγουδήσει. Έφευγε από τη σκηνή, οι μουσικοί έπαιζαν μόνοι τους, άντε ξαναρχόταν μετά από λίγο, γενικά σερνόταν. Ξαφνικά του πετάει μία τύπισα ένα παπούτσι και του λέει «Go to the moon man!». Και της απαντάει με δυσκολία «where do you think I am baby?» Ήταν χάλια ο κακομοίρης. Στα παρασκήνια ο tour manager μου έλεγε ότι ήξερε κι ο ίδιος ο Thunders ότι ήταν στα τελευταία του, αλλά χρειαζόταν τα λεφτά κι έκανε τις συναυλίες.

Δεν φοβήθηκα ποτέ στο Ρόδον. Όταν στους Motorhead κάηκε η Μάρνη, μη σου πω ότι το διασκέδασα κιόλας. Είχανε βάλει φωτιά σε δυο αυτοκίνητα και μια τράπεζα. Εντάξει, τι να κάνεις, ήμασταν στην καρδιά – ας μην πω της αναρχίας, γιατί είναι παρεξηγημένη έννοια – της αντίδρασης. Με το ευαγγέλιο θα έρθει η νεολαία σε μια συναυλία;

Ο Iggy;! Χα χα χα χα χα… Από τη στιγμή που έβγαινε στη σκηνή ένιωθες τους κραδασμούς στους τοίχους του Ρόδον. Αλήθεια, έβλεπες τους τοίχους να κουνιούνται. 

Ωραία ήταν τα ντου. Τα χαιρόμουν, παρόλο που οι σεκιουριτάδες ιδροκοπάγανε! Θυμάμαι όταν έφτιαξαν εκείνες τις σιδεριές απ’ έξω και νόμιζαν ότι θα μπορούσαν να ελέγχουν τους πάντες. Βλέπω μια μέρα έναν τύπο να ξεγλιστράει και ν’ ανοίγει τις πόρτες που είχαμε ασφαλισμένες με σύρτες γιατί ήταν οι έξοδοι κινδύνου κι έγινε χαμός, γιούργια! Τέλεια ήταν! Μόλις τελείωνε το ντου, το μόνο που ενδιέφερε τα παιδιά, ήταν να δουν τη συναυλία. Μπούκαραν, ηρεμούσαν και διασκέδαζαν.

Ήταν έντονη η εποχή για το «χώρο», υπήρχαν ακόμη πολλές καταλήψεις και τέτοια. Μου έλεγαν ξέρω γω «οι συναυλίες πρέπει να ‘ναι τσάμπα». Τους έλεγα κι εγώ «ρε παιδιά πως να είναι τσάμπα, ξέρετε πόσο κοστίζουν;» Όχι ότι με άκουγαν, αλλά μου άρεσε που μπορούσα να τους μιλήσω, γιατί συνήθως τους έσπρωχναν και τους έβριζαν. Είναι καλό να μιλάς με ανθρώπινο τρόπο ακόμη και μ’ αυτόν που διαφωνείς.

Ο Φώτης ανησυχούσε μόνο μη γίνει κάποιο ατύχημα λόγω συνωστισμού. Αλλιώς έλεγε στους σεκιούριτι να αφήνουν τον κόσμο να μπαίνει. Ναι, ξέρω, όλοι λέμε σήμερα για τους Μπομπολέους, σε ένα άλλο πλαίσιο. Τότε όμως αυτός ο άνθρωπος ήταν κάτι άλλο. Δηλαδή επειδή ο Φώτης ήταν έτσι, απέκτησε αυτό τον χαρακτήρα το Ρόδον. Αν ήταν φραγκοφονιάς που μετρούσε τα πάντα θα ήταν αλλιώς τα πράγματα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Το Ρόδον ήταν ζημιογόνα επιχείρηση από την πρώτη μέρα. Λέγανε διάφοροι ότι τα κονομούσαμε από τις sold-out συναυλίες. Τι να κονομήσουμε; Ξέρεις τι λειτουργικά έξοδα, νοίκια και τέτοια, είχε αυτό το μαγαζί; Και με κλειστή πόρτα, έχανε λεφτά. Θα έπρεπε να γίνεται κάθε μέρα συναυλία και να μαζεύει κόσμο για να μη μπαίνει μέσα, αλλά κάνοντας κάθε μέρα συναυλία θα έμπαινε ακόμη περισσότερο, γιατί που να βρει ο κόσμος τα λεφτά να πάει σε όλες; Αν δεν ήταν ο Φώτης δε θα υπήρχε ο χώρος, κανένας που θα ήθελε να ζήσει από αυτό, δε θα μπορούσε να το κάνει. Απλά κάποια στιγμή κουράστηκε, ποιος ξέρει; Είχε πάντα και τη γκρίνια του πατέρα του, που ήταν εξαρχής αντίθετος με αυτή την ιστορία. Άρχισε κιόλας να μεγαλώνει, καταλάβαινε ότι έπρεπε να αναλάβει τα ηνία των οικογενειακών επιχειρήσεων… 

Από τον πρώτο καιρό ακούγαμε συνέχεια «το Ρόδον του χρόνου θα κλείσει» και μας έπιανε πανικός. Ώσπου μια μέρα ήρθε ο Φώτης και μας επιβεβαίωσε ότι έκανε συμβόλαιο για πολλά χρόνια, που θα το ανανέωνε, οπότε ησυχάσαμε και άρχισαν να γίνονται οι καλύτερες συναυλίες. Το απόλυτο χάι κράτησε όσο υπήρχε και ο Ρόδον FM. Ήταν φοβερό ρε παιδί μου που έπαιζε τις μπάντες που φέρναμε στο κλαμπ. Όταν έκλεισε ο σταθμός, που και αυτός ήταν πάρα πολύ ζημιογόνος, αισθανθήκαμε την πρώτη πτώση.

Το ωραίο στο Ρόδον ήταν ότι ερχόταν κόσμος που δεν τον ενδιέφερε να δει ποιος παίζει, ήθελε απλά να είναι εκεί. Θυμάμαι έπαιρναν τηλέφωνο: «ποιος παίζει σήμερα; Τι ώρα; Πόσο; Εντάξει ευχαριστώ». Και μετά από λίγο τους έβλεπα στο ταμείο και τους αναγνώριζα, ακόμη κι αν δεν ήξερα τα ονόματά τους. Πως να μη συγκινηθούμε λοιπόν όλοι στις τελευταίες συναυλίες; Ήταν σαν ο καθένας μας, είτε από τον κόσμο είτε από το προσωπικό, να μην το πίστευε.

Από το 2000 και μετά άλλαξαν τα πράγματα απ’ όλες τις απόψεις. Οι συναυλίες αραίωσαν, ο κόσμος αλλοιώθηκε. Για να καταλάβεις, αν και δεν τα πάω καλά με τα τηλέφωνα, παλιά ήταν η χαρά μου να απαντάω. Μιλάγαμε με τον κόσμο με τις ώρες για συναυλίες και μουσική. Είχε αυτή τη σχέση το κοινό με το χώρο. Επειδή ήμουνα αρκετή ώρα εκεί μέσα, δε μπορούσα να μιλάω μόνο με ναι και όχι, έκανα αρκετή πλάκα. Όποτε μαζεύονταν στο μικρό γραφείο μου οι διάφοροι παραγωγοί των συναυλιών για να μιλήσουν, γιατί από τη μουσική δε μπορούσα να συνεννοηθούν πουθενά αλλού, πέθαιναν στο γέλιο ακούγοντας όσα έλεγα στον κόσμο. Ώσπου οι άνθρωποι άρχισαν να χάνουν το χιούμορ τους. Έλεγες ένα αστείο και παρεξηγιόντουσαν…

Δεν φταίει μόνο ο κόσμος, μετά από κάποια στιγμή παρήκμασε και ο ίδιος ο χώρος. Το είχαν ρίξει συνέχεια στο heavy metal, το μόνο σίγουρο χαρτί. Μία από τις ομορφιές του Ρόδον ήταν και η πολυσυλλεκτικότητα του. Είχε jazz συναυλία, έβλεπες ανάλογο κόσμο. Είχε rock έβλεπες άλλο κοινό. Είχε ποπ, έβλεπες άλλο. Ενώ μετά έβλεπες συνέχεια χεβιμεταλάδες, που δεν ήταν ενοχλητικοί βέβαια, μη σου πω ότι ήταν και οι πιο εύκολοι άνθρωποι, αλλά είχε σταματήσει η ποικιλία…

Mε το που άρχισε τον Οκτώβριο η σεζόν 2004-5 μας είπαν ότι θα ήταν η τελευταία. Είχαμε αρχίσει, βέβαια, να το ψυλλιαζόμαστε από την προηγούμενη χρονιά. Δεν «πέσαμε» όμως. Εκεί πέρα δε μπορούσες να είσαι κατηφής. Από τη στιγμή που άρχιζε να παίζει η μουσική, ήσουν «εκεί».

Παρατήρησα πόσο λίγο αρχειακό υλικό είχε στο πολύ ωραίο ντοκιμαντέρ του ο Τριανταφυλλίδης. Γιατί πράγματι δεν υπάρχει υλικό. Κανένας δε νοιαζόταν να τραβήξει φωτογραφίες, να ηχογραφήσει μουσική ή να τραβήξει βίντεο. Τίποτα. Ζούσαμε το κάθε λάιβ. Δεν μας αφορούσε κάτι άλλο. Ήταν πολύ ζωντανό το όλο πράγμα για να σκεφτείς ότι θα θελήσεις κάποια στιγμή στο μέλλον να το δεις σε replay.

Το βράδυ της τελευταίας συναυλίας (σ.σ. 29 Μαϊου 2005, έπαιξαν ο Steve Wynn και οι James Taylor Quartet) έφυγα κατά τις 4 το πρωί, με τους τελευταίους. Την επόμενη μέρα πήγαμε δυο-τρεις άνθρωποι, να μαζέψουμε πράγματα, ξέρεις, εγώ, οι τεχνικοί του ήχου για να λύσουν τα μηχανήματα. Και φύγαμε οριστικά. Πήρε ο καθένας από ένα αναμνηστικό, άλλος μια καρέκλα, άλλος το ρολόι. Εγώ πήρα τις αναμνήσεις μου και ένα μικρό ρολόι που είχαμε στο ταμείο για να βλέπω την ώρα. Ήταν σε σχήμα CD.

Δεν φοβήθηκα ποτέ στο Ρόδον. Όταν στους Motorhead κάηκε η Μάρνη, μη σου πω ότι το διασκέδασα κιόλας. Είχανε βάλει φωτιά σε δυο αυτοκίνητα και μια τράπεζα. Εντάξει, τι να κάνεις, ήμασταν στην καρδιά της αντίδρασης. Με το ευαγγέλιο θα έρθει η νεολαία σε μια συναυλία;

Μετά το Ρόδον πήρα σύνταξη, κι επειδή δεν άντεχα άλλο την Αθήνα, πήγα στην Κρήτη. Μένω σε μια περιοχή με λίγα σπίτια, κοντά στη θάλασσα. Μια μέρα ένας γείτονας μου λέει ότι η μικρή αδερφή του τύπου από τον οποίο αγόραζα εξαιρετικό μέλι, θέλει να με γνωρίσει γιατί πήγαινε στο Ρόδον. Έρχεται λοιπόν όλο χαρά η κοπέλα και θυμήθηκα τη φατσούλα της, πρέπει να ήταν 16-17 τότε που ερχόταν και της έδινα προσκλήσεις γιατί δεν είχε λεφτά. Όταν ένα πιτσιρίκι ορκίζεται ότι δεν έχει μία, δε μπορεί να λέει ψέματα. Σε τέτοιες περιπτώσεις έδινα πολλές προσκλήσεις. Και σε φαντάρους. Όταν σου λέει ο άλλος «έφυγα από τη μονάδα για να δω τη συναυλία», θα του πεις δεν μπαίνεις; Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. 

Με θυμάται πολύς κόσμος σε άσχετα σημεία της Ελλάδας. Πάλι καλά δηλαδή γιατί μου θυμίζουν αυτοί πράγματα, η δική μου μνήμη πόσα να χωρέσει; Ήμουν εκεί 18 χρόνια. Μέχρι και στον Έβρο μια φορά και μου λεγε κάποιος «α, σε ξέρω είσαι από το Ρόδον». Δηλαδή δεν είναι το θέμα ότι ήξερε εμένα, αλλά το Ρόδον. Αυτό είναι το συγκινητικό.

Έζησε 18 ευτυχισμένα, γεμάτα χρόνια, αυτό το κλαμπ. Έκλεισε μόλις ενηλικιώθηκε. Σαν να το πήρανε φαντάρο και ν’ άρχισε ο πόλεμος, οπότε δε μπόρεσε ποτέ να γυρίσει από το μέτωπο.

Μετά το λουκέτο μόνο συγκυριακά πέρασα κανα δυο-τρεις φορές από τη Μάρνη. Τελευταία φορά ήταν πριν από τέσσερα χρόνια. Τόσα είχα να έρθω Αθήνα. Τώρα που το σκέφτομαι, τον πρώτο καιρό όσοι έγραφαν ότι θα κλείσει το Ρόδον, ήταν σίγουροι ότι θα γίνει σουπερ μαρκετ. Προφήτες ήταν;

Δεν μπορώ να πω κρίμα που έκλεισε, γιατί δε μπορούσε εκ των πραγμάτων να συνεχίσει. Αν συνέβαινε, θα ήταν υπό άλλες συνθήκες, με αυστηρά επαγγελματικό τρόπο, οπότε ίσως είναι καλύτερα που δεν έγινε. Κάτι θα «έλειπε». Άσε που έτσι όπως είχαμε μάθει, θα μας κακοφαινόταν. 

Ήταν μια ωραία περίοδος της ζωής μας. Καμιά φορά που βρισκόμαστε με κόσμο που δούλεψε εκεί, είτε άτομα σαν εσένα που πήγαιναν στο Ρόδον, έχουμε αυτές τις μνήμες που ακόμη κι αν δεν καθόμαστε να τις συζητάμε, μας συνδέουν. 

Όχι, δεν τα είπαμε όλα, αλλά πόσο άλλο να μιλήσουμε πια; Ούτε η μνήμη μου δεν χωράει όλα αυτά τα 18 χρόνια. Υπάρχουν τόσα πολλά στιγμιότυπα. Θα έπρεπε να κρατάω κάθε μέρα ημερολόγιο για να τα θυμάμαι όλα. Αλλά προτιμούσα να τα ζω, καταλαβαίνεις;

Μερικοί άνθρωποι είμαστε πιο ρομαντικοί απ’ όσο αντέχει η εποχή μας. Δεν πειράζει.

Θεοδόσης Μίχος

Ο Θεοδόσης Μίχος γεννήθηκε στον Βόλο το 1979. Ζει στο κέντρο της Αθήνας από το 1998. Εργάζεται ως δημοσιογράφος (είναι συνιδρυτής της Popaganda) και ραδιοφωνικός παραγωγός (καθημερινά 8-10πμ στον Best 92.6). Είναι συγγραφέας των βιβλίων Κράτα το σόου (2016) και Η Αλκμήνη και οι άλλοι (2020).