Όταν ήρθα να μείνω στην οδό Αραχώβης, έμελλε να με υποδεχτεί στην πολυκατοικία μια από τις πιο χαρακτηριστικές προσωπικότητες του ελληνικού τραγουδιού, η Μαριώ, μια γυναίκα που, εδώ και ένα χρόνο, τη βλέπω σαν γιαγιά μου. Τα πρωινά την ακούω συχνά να χαιρετά και να ταΐζει το σκυλάκι του ισογείου και, όσες φορές έχει τύχει να την επισκεφθώ, την πετυχαίνω να πλέκει και να χαζεύει τηλεόραση. Ξέρω πως αρκετά από τα πλεκτά της τα χαρίζει σε αυτούς που της το ζητούν, αλλά και σε αυτούς που το έχουν ανάγκη. Ζει λιτά και μποέμικα, καπνίζει αρκετά χαϊδεύοντας την κομπολόγα της και μιλά ανοιχτά, με χιούμορ, βρισιές και πειράγματα. Μιλά δυνατά, θαρραλέα και υπερασπίζεται τις ιδέες της μέχρι ανάστασης. Γεννήθηκε το 1945 στην Θεσσαλονίκη και τράβηξε μακρά μουσική πορεία, πλάι σε μεγάλους ερμηνευτές και μουσικούς, την οποία συνεχίζει αγόγγυστα μέχρι σήμερα, κλείνοντας με καμάρι 54 χρόνια στα πάλκα και τα θέατρα. Την έχουν παρομοιάσει με την Εντίθ Πιάφ και την Τίνα Τάρνερ, αλλά η Μαριώ είναι οπωσδήποτε μια καλλιτέχνιδα sui generis, η οποία δε φυλά κανένα παράπονο για το παρελθόν της μες στην ψυχή, χωρίς, φυσικά, να παύει να οραματίζεται το μέλλον. Όσο τα τσιγάρα συνθλίβονται στο τασάκι, η ενδιαφέρουσα διήγησή της πλαταίνει και βαθαίνει, δίνοντας την εντύπωση πως θα μπορούσε, ιδανικά, να μην έχει τέλος, παρά μέχρι τη στιγμή που θ’ αρχίσουμε να τραγουδάμε παρέα.
Ένα βράδυ, όταν ήμουν κοριτσάκι μικρό, παίζαμε με τα παιδιά κρυφτό στη γειτονιά μου. Σε μια αυλή παίζαμε, δίπλα σε μια ταβέρνα κακόφημη, την ταβέρνα της Βασίλως. Σούρουπο ήταν και πήγα να κρυφτώ κι άκουσα μια γυναίκα που έκανε αμανέ, μέσα από την ταβέρνα. Ένα νανούρισμα έλεγε, ύπνε που παίρνεις τα παιδιά, έλα πάρε και τούτο και τα λοιπά. Λέει, λοιπόν, εκείνη την ώρα ένας άντρας «θα το κάνεις, ρε γυναίκα, το παιδί να σταματήσει ή θα το πάρω και θα το πετάξω απ’ το παράθυρο;» Εγώ το πίστεψα αυτό που άκουσα κι άρχισα να κλαίω και να φωνάζω. Αργότερα έμαθα πως το τραγούδι αυτό που με πλάνεψε το έλεγε η Ρόζα η Εσκενάζυ. Τη θυμάμαι αυτή τη μέρα, έτσι έμελλε να με αγγίξει το ρεμπέτικο.
Δεκατριών χρονών ξεκίνησα με το ακορντεόν μου, πλάι στον πατέρα μου, τον τζαζμπανίστα, που έπαιζε ντραμς δηλαδή, στα καφενεία και τα πανηγύρια. Ήμασταν κοντοχωριανοί με τον Χρήστο Νικολόπουλο, που έτυχε να με ακούσει κι έτσι, ξεκινήσαμε επαγγελματική συνεργασία από τότε. Άφησα όμως το ακορντεόν, έπεσα μες στο ρεμπέτικο τραγούδι, την μεγάλη μου αδυναμία. Ο μπαμπάς μου δεν με άφηνε, είχε φόβο, αλλά εγώ είχα ξεκαθαρίσει στην οικογένειά μου πως θα κάνω αυτό που μου λέει η καρδιά. Ε, κάποια στιγμή σταμάτησα να τραγουδάω μαζί του.
Να σου πω, όμως και για τη μητέρα μου μια κουβέντα… Η μάνα μου η Μακρίνα, μικρό κοριτσάκι, έχασε τη δική της μάνα μες στο καΐκι, ερχόμενες Πειραιά, από τη Μικρασία. Έτσι πέθανε η γιαγιά μου, από επιλόχειο πυρετό, στη μέση της θάλασσας. Γύρισε μόνη της η μαμά μου, μαζί με τα δυο της αδέλφια, το Νίκο και την Ανατολή. Αυτό το τραγικό γεγονός τη συντάραξε. Πάντα τη θυμάμαι με μια θλίψη στα μάτια, σπάνια χαμογελούσε. Ο Δημήτρης ο Λίβανος έγραψε στη μνήμη της τραγούδι και τον ευχαριστώ πάρα πολύ γι’ αυτό. Το μαράζι της Μακρίνας, έτσι λέγεται το τραγούδι, να το ακούσετε. Η μητέρα μου ήταν πρώτη εξαδέλφη με τον Πατέρα Παϊσιο, οι μητέρες τους , δηλαδή η γιαγιά μου και η μάνα του Γέροντα, αδελφές ήτανε. Καμιά φορά, όταν το λέω αυτό, με ρωτάνε γιατί το επισημαίνω: είμαι ευτυχής που ένας συγγενής μου αγίασε, το θεωρώ πολύ καλή τύχη.
Τελείωσα, που λες, δημοτικό και τρεις τάξεις από το Γυμνάσιο και, μετά, πήγα στην οικοκυρική σχολή στην Αλεξανδρούπολη και ειδικεύτηκα στην ταπητουργία. Το 1963 ήρθα στην Αθήνα και δίδασκα κιόλας νεαρές ταπητουργούς. Υπήρξα καλή σε αυτό, ακόμα κι αν δεν το τράβηξα επαγγελματικά. Γύρισα πάλι πίσω Θεσσαλονίκη, στα τραγούδια μου, δεν την άντεξα τότε την πρωτεύουσα. Ε, βέβαια, το 1999 επέστρεψα, δεν γινόταν αλλιώς. Μου αρέσουν τα Εξάρχεια, με βολεύει που μένω εδώ και συζητάω έξω καρδιά με όλο τον κόσμο της γειτονιάς, ακόμα και με αυτά τα τσογλάνια που τα σπάνε. Πάντα, όμως, το σπίτι μου και η καρδιά μου θα βρίσκονται στη Θεσσαλονίκη. Και στο τραγούδι!
Πέρα από την κουλτούρα, πέρα από τα βιώματα των ρεμπέτηδων που δημιούργησαν αυτά τα τραγούδια, τα πάντα, τα πάντα με τραβάνε στο ρεμπέτικο. Τότε δεν ξέραμε για στιχουργούς και τέτοια. Ξέραμε ότι ο Μάρκος γράφει, τέλος. Εννοείται όλο το κομμάτι, μουσική, στίχους. Και το λέει κιόλας. Τα ίδια για τον Παγιουμτζή, για τόσους άλλους.
Αγαπούσα ιδιαίτερα τον Γιάννη Παπαϊωάννου. Πέρα από τα συγκλονιστικά του τραγούδια, ήταν ένας σεμνός άνθρωπος, ένας πολύ καλός χαρακτήρας. Από τις γυναικείες φωνές, ξεχωρίζω-αν μπορώ να το κάνω αυτό- την Μαρίκα την Πολίτισσα τη Σωτηρία Μπέλλου, τη Μαρίκα Νίνου και τη Μαρίκα Νίνου. Αγαπάω και τη Στέλλα τη Χασκήλ, τη Σαλονικιά Εβραία…
Αλλά, γενικώς σέβομαι και εκτιμώ το καλό, ελληνικό τραγούδι. Η Αλεξίου, η Γαλάνη, ας πούμε είναι κι αυτές ιστορία, πια! Κι όχι μόνο αυτές… Θυμάμαι στη Χαρούλα είχα δώσει και βραβείο Αρίων στο Πλανητάριο, τότε που συνέβαιναν ακόμα τέτοια πράγματα τηλεοπτικά και κοσμικά. Αλλά πώς μπορώ, όταν μιλώ για το τραγούδι, να μη σκεφτώ τον Χρόνη Αηδονίδη, ας πούμε, που για την Ελλάδα είναι ταυτότητα και σταθμός; Και πόσοι ακόμα που τώρα δεν αναφέρουμε για λόγους οικονομίας χρόνου!
Αισθάνομαι πως δεν το περίμενε κανείς πως αυτές οι φωνές χαράχτηκαν για πάντα με αυτόν τον τρόπο. Συνεχίζουν να ζουν και να υπάρχουν! Και πιστεύω πως θα συνεχίσουν, παιδιά. Είχα την μεγάλη τύχη το 1963 να συνεργαστώ με τον Μάρκο, όπως είναι ευλογία και η συνεργασία μου με τον Τάκη Μπίνη, αλλά και τον καλό μου τον Χοντρονάκο τον Θεσσαλονικιό και πρωτοξάδερφο του μεγάλου Παπαϊωάννου… (ο οποίος έγραψε τα τραγούδια που ο κόσμος έκανε γνωστά: Ο Μάγκας ξεχωρίζει και Χασίσι ήπιε κι ο Θεός) Θεωρώ μεγάλο και σπουδαίο γεγονός ότι η νεολαία σήμερα έρχεται και ακούει ρεμπέτικα. Η Ελλάδα έχει μεγάλο φυτώριο-στην κρίση πάντα θα βρεθούν άνθρωποι να γράψουνε για όλο αυτό που περνάμε. Ο Έλληνας είναι φιλότιμος και τον πόνο του άλλου, και τον δικό του σαφώς, τον κάνει τραγούδι. Αμέσως αυτό ο κόσμος το εισπράττει. Δεν θα σταματήσει ποτέ το ρεμπέτικο τραγούδι. Δεν το φοβάμαι αυτό. Όσο υπάρχουν αυτά τα νέα παιδιά που δεν το βάζουν κάτω και γράφουν όμορφα πράγματα, δεν το φοβάμαι.
Τα τραγούδια που θα μείνουν και θα χαραχτούν είναι αυτά που γράφονται για τους λαϊκούς τραγουδιστές. Η λαϊκή μουσική δεν ξεχνιέται. Μπορεί τα καλά κομμάτια του σήμερα να μην είναι τα πλέον εμπορικά, αλλά να μην ξεχνάμε πως τα πράγματα έχουν σφίξει: δεν υπάρχουν κι εταιρείες, δε βγαίνουν δίσκοι, στο διαδίκτυο κυκλοφορούν, όλα χύμα στο κύμα. Με το οποίο διαδίκτυο εγώ δεν θέλω να έχω σχέση. Ούτε κομπιούτερ έχω, ούτε από αυτά τα κινητά τα δικά σας, τα τεράστια που βλέπω τα παιδάκια στα μαγαζιά να μην ξεκολλάνε όλη νύχτα από πάνω τους. Το ίντερνετ μπορεί να είναι βολικό κι εξυπηρετικό, αλλά τα παιδιά μας έχουν ξεκουτιάνει. Εγώ τους το λέω: είναι δυνατό να μην απολαμβάνετε λίγο τη βραδιά και την παρέα και να χάνεστε μες στο διάολο αυτό;
Η αλήθεια είναι πως δεν βγαίνω και πολύ έξω, ούτε έχω υπόψη να σου πω, ας πούμε, αυτός ο καλλιτέχνης μ’ αρέσει, ο άλλος όχι. Δεν θέλω να ασχολούμαι τόσο πολύ πια, δε βρίσκω και νόημα. Όταν με καλέσουν κοντά τους θα πάω για μια συμμετοχή, να βοηθήσω αυτούς τους ίδιους που τραγουδάνε, αλλά και το μαγαζί που τους φιλοξενεί.
Δεν επιθυμώ να κάνω συνεργασίες με ανθρώπους «έξω από τε νερά» της μουσικής μου, πια, γιατί έχω κάνει πολλές, πάρα πολλές. Εκτός πια κι αν προκύψει! Όχι, αρνητικός άνθρωπος και κλειστόμυαλος δεν είμαι, απλώς δεν θα το κυνηγήσω κιόλας. Έχω τραγουδήσει και στο Μέγαρο και σε ταβέρνες και σε μουσικές σκηνές… Και με την Άννα τη Βίσση ακόμα έχω τραγουδήσει το 2009, αν θυμάσαι, κάτι που είχε τότε χαρακτηριστεί ως πρωτοφανές. Κανείς, δηλαδή, δεν μπορούσε να φανταστεί ότι η Άννα θα μπορούσε να ταυτιστεί με μένα και με τα τραγούδια αυτά τα συγκεκριμένα που ερμηνεύσαμε. Κι όμως, προσαρμόστηκε και έκανε σκληρές πρόβες και στάθηκε μια χαρά.
Από μικρό κορίτσι είχα ένα σκοπό: να τραγουδήσω και να ζήσω καλά. Ποτέ ας πούμε δεν θέλησα να γίνω φίρμα και δεν έγινα, βέβαια, κι άστους να λένε. Τι πάει να πει αυτή η λέξη; Καθόλου δεν μ’ αρέσει. Εγώ είμαι μια εργάτρια, όπως δουλεύουν όλοι και κάνουν ένα μεροκάματο. Ποτέ, δηλαδή, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων και κυρίως παλαιότερα, δεν πήρα χοντρά μεροκάματα στα χέρια μου. Άσε που προτιμούσα λιγότερα λεφτά, αρκεί να βρισκόμουν στο πάλκο: σε τραπέζια δεν κάθισα ποτέ, όπως κάνανε άλλες. Πίνανε κι ένα ποτάκι κερασμένο-τσαγάκι δηλαδή- και ανέβαινε το κασέ. Θυμάμαι μια φορά ήρθε ένας σερβιτόρος και με πήγε σ’ ένα τραπέζι, στα Ξημερώματα, στη Θεσσαλονίκη. Αισθάνομαι, λοιπόν ένα χέρι, να πάει να πιάσει το πόδι μου. Πάντα στο σακάκι μου είχα μια καρφίτσα κι εκείνη τη βραδιά τού κατατρύπησα του μάγκα τα χέρια, χωρίς να πω τίποτε άλλο. Αυτός μετά μαζεύτηκε. Αμέσως, σηκώθηκα, πήγα στο καμαρίνι, πήρα τα ρούχα μου και πήγα σπίτι, χωρίς να πάρω καν το μεροκάματό μου. Την άλλη μέρα με παίρνει ο ιδιοκτήτης και με καλοπιάσματα προσπάθησε να με κάνει να ξαναγυρίσω. Δεν υπήρχε περίπτωση ,όμως, η Μαριώ να επιστρέψει εκεί που ένιωσε ότι την προσέβαλαν. Αρκετά αργότερα, εντάξει, ξαναγύρισα, γιατί είχε κόσμο δικό μου σε αυτό το μαγαζί που με περίμενε και ήθελε να με ακούσει. Να πω και ότι πάντοτε ντυνόμουν απλά, μ’ ένα ταγιέρ και διακριτικό μακιγιάζ. Παντελόνια φόρεσα όταν κατέβηκα στην Αθήνα το 2000, δεν τα ήθελα πολύ…
Το ρεμπέτικο έκλεισε τον κύκλο του, πάντως, να το έχετε υπόψη αυτό. Εμείς οι μεταγενέστεροι απλώς επαναλαμβάνουμε, έχοντας εισπράξει τα τραγούδια των παλιών και βγάζουμε το ψωμί μας. Εγώ δούλεψα πολύ σκληρά και συνεχίζω ακόμα, όμως υπήρχαν και υπάρχουν στιγμές ανεκτίμητες που σε κάνουν να ξεχνάς ότι βρίσκεσαι πάνω στη δουλειά.
Έχω κάνει πολλά ταξίδια, είμαι πολύ χορτασμένη από αυτό το θέμα. Έχω περάσει καλά, έχω δει τις εξέδρες γεμάτες σε Ρωσία, Βαλκάνια, Ελλάδα, Αμερική. Παλιότερα, βέβαια, έκανα και σεμινάρια πάνω στη μουσική μας. Ας πούμε, σε ένα πανεπιστήμιο στο Λος Άντζελες, μίλησα για το ρεμπέτικο και το σμυρναίικο τραγούδι. Ήταν μια εξαιρετική εμπειρία. Όπως και μια φορά στη Γαλλία, δε θυμάμαι σε ποια πόλη, που είχαν έναν θεσμό από το 1960 με συζητήσεις πάνω στην κλασική μουσική. Κι εγώ τον έσπασα και μίλησα-αλλά και τραγούδησα- για το σμυρναίικο και το ρεμπέτικο τραγούδι. Κι αυτά κλασικά είναι, τους είπα. Η Ελλάδα δεν είναι μόνο ο Θεοδωράκης και ο Χατζιδάκις, υπάρχει και το ρεμπέτικο, που είναι όλη η ιστορία των ψυχών μας και του τόπου μας. Καιρός, τους λέω και με συγχωρείτε να αναφερθείτε στον Τσιτσάνη και στον Μάρκο κάποια στιγμή…
Θυμάμαι το 1999 στη Νορβηγία σε μια σειρά συναυλιών με θέμα τη γυναίκα στο ρεμπέτικο πόσο εντύπωση μου είχε κάνει ο κόσμος εκεί, ο σεβασμός του, η προσήλωσή του σε ένα είδος άσχετο με την κουλτούρα του. Μα πιο πολύ από όλα, δεν θα ξεχάσω μια κυρία παράλυτη, σε αμαξίδιο ήταν η γυναίκα, που ήρθε και με ακολούθησε σε όλες τις συναυλίες που δώσαμε. Με είχε συγκινήσει πολύ. Έβγαλε, μια άλλη φορά, ένας δημοσιογράφος 4 κασέτες με τραγούδια από τις συναυλίες και τις κυκλοφόρησε στους New York Times. Άλλη χαρά και συγκίνηση από κει πέρα. Το πρόβλημα-αν κι εγώ δεν το θεωρώ πρόβλημα- είναι πως δεν μιλάω τα αγγλικά. Κάποτε στη Στοκχόλμη, μετά από μια συναυλία, ήρθαν κατά πάνω μου δημοσιογράφοι και λοιπά και έλεγαν, έλεγαν, ρώταγαν, ντιπ εγώ και είπα στον εκπρόσωπο της Λύρας που ήταν δίπλα μου «πες τους να πάνε να μάθουν ελληνικά και μετά να έρθουν να τα πούμε, εγώ είμαι Ελληνίδα!»
Από πέρσι ξεκίνησα να μη δουλεύω, παρά περιστασιακά. Αποφάσισα να κάνω επιλεκτικές και ξεκούραστες δουλειές, πια, μεγαλώνω κι εγώ, μην κοιτάς που δε βγαίνω στη σύνταξη, γιατί ακόμα στηρίζω την οικογένειά μου… Η αρχή, φέτος, έγινε από την Κύπρο και 9 Μαρτίου θα πάω στον Καναδά, μαζί με τον φίλο μου και σημαντικό τραγουδιστή Ζαχαρία Καρούνη ,τον Δημήτρη Λίβανο και μερικούς πολύ καλούς μουσικούς. Μετά έχω μερικές εμφανίσεις στον Ταύρο και σε άλλες περιοχές της Αθήνας. Το Πάσχα θα πάω προς Αμερική, για πέμπτη φορά στη ζωή μου: Νέα Υόρκη, Σικάγο και μερικές άλλες πόλεις, ίσως. Αργότερα, βλέπουμε. Καμιά φορά, έρχονται μαζί μου και τραγουδιστές, τους οποίους δεν επιλέγω εγώ, αλλά το γραφείο που κλείνει τις συναυλίες.
Υπόψιν: Δεν ασχολήθηκα ποτέ με τους άλλους, τι λένε και πώς αντιδρούν. Ασχολήθηκα με τον εαυτό μου, δεν έχω διαπληκτιστεί με κανέναν, με εξαίρεση το περιστατικό με τον Αγάθωνα. Το περιστατικό έχει ως εξής: με ρωτήσανε κάποια στιγμή για η συμμετοχή του στη Eurovision να πω τη γνώμη μου και λέω πως είναι ιεροσυλία να στέλνουμε τώρα ρεμπέτικη μουσική σε μια διοργάνωση τέτοιου είδους. Μετά αυτός βγήκε κι είπε πως δεν είμαι καλή τραγουδίστρια κι ότι δεν είμαι ρεμπέτισσα. Παράλληλα, «καπέλωσε» και διάφορους άλλους συναδέλφους μας, κάτι που δε βρήκα σωστό: έπρεπε ό, τι είχε να πει, να το πει για μένα που είχε τη διαφωνία. Καλύτερα, όμως, θα ήταν αν σήκωνε το τηλέφωνο και μιλάγαμε άνθρωπος με άνθρωπο κι όχι μέσω των δημοσιογράφων. Δεν έχουμε επαφές πια με τον Αγάθωνα, αλλά ούτε είμαστε κι εχθροί. Έχω σημαντικότερα πράγματα να κάνω από το να δημιουργώ εχθρούς. Ούτε σχολιάζω τη δουλειά συναδέλφων μου κι ας μην είναι του γούστου μου: γιατί ο καθένας, όταν εργάζεται πάνω σε αυτό που κρίνει κι εκτιμά ο ίδιος, δε χωρεί κουβέντα. Όλοι παλεύουμε να κάνουμε πράγματα, κυρίως να ζήσουμε. Και βέβαια, δεν ζήλεψα ποτέ τα μεγάλα κασέ, άλλωστε, τα λεφτά δεν είναι ούτε σπόρια, ούτε στραγάλια, δεν είναι για σκόρπισμα, για να ζούμε τη ζωή μας είναι και για τίποτε άλλο.
Οι συγκυρίες είναι δύσκολες, τα πράγματα δεν πάνε και τόσο καλά, όλοι πολεμάμε. Τώρα ξεκινάω συναυλίες. Ο Έλληνας σήμερα δεν σκέφτεται, ούτε κάνει πολύ σεξ, φοβάται και μαραίνεται. Προβλήματα από παντού… Και βλέπεις πως δύσκολα αντέχουν οι οικογένειες. Δεκαέξι χρόνια έχω να ψηφίσω, με εξαίρεση τις γνωστές εκλογές του 2015. Αυτό που ψήφισα, όπως και πολύς κόσμος φαντάζομαι, το μετάνιωσα. Μου φαίνεται πως ό, τι και να ψηφίζεις, το ίδιο πράγμα είναι. Δυστυχώς.
Δόξα τω Θεό, αξιώθηκα να κάνω οικογένεια, να έχω άντρα καλό, που αποδέχτηκε την δουλειά μου και με στήριξε. Ζει Θεσσαλονίκη, όπως και ο γιος μου. Η κόρη μου είναι Κρήτη. Και τα δυο μου τα παιδιά αγάπησαν το τραγούδι και αγωνίζονται με μεράκι για τη μουσική. Τα μήλα κάτω απ’ τη μηλιά. Ίσως να μην ακούγεται πιστευτό, αλλά εγώ μόνο έναν άντρα αγάπησα, αυτόν που πήρα. Ποτέ δεν έδωσα δικαιώματα για φλερτ και λοιπές ιστορίες. Όταν κανείς μού έδειχνε ενδιαφέρον, εγώ δεν ανταποκρινόμουν, δεν με ενδιέφερε να κάνω κάτι τέτοιο, να χαλάσω το σπίτι μου και να χάσω την αξιοπρέπειά μου. Δεν το θεωρώ συντηρητικό, απλά έτσι είμαι εγώ. Όταν αποφασίζουμε να κάνουμε κάποιον σύντροφό μας, αναλαμβάνουμε μια ευθύνη σοβαρή. Έτσι είμαι μεγαλωμένη… Και θεωρώ πως ο άντρας είναι ο υπ’ αριθμόν ένα μες στο σπίτι, αλλά και η γυναίκα τη δουλειά της δεν πρέπει να την αφήνει ποτέ, για να διατηρεί πάντα την ανεξαρτησία της, σε σχέση με το οικονομικό. Κάθε έξυπνη γυναίκα μπορεί να τα συνδυάζει όλα, αρκεί να το θέλει: δουλειά, σπίτι, οικογένεια.
Είμαι ρεμπέτισσα, κυρίως γιατί πιστεύω στην απλή και καθαρή ζωή. Έτσι έζησα, έτσι ζω: αγαπώντας τους ανθρώπους, τη μουσική, τις ομορφιές. Δεν έβλαψα κανέναν κι ούτε σκοπεύω. Ρεμπέτικο είναι η καλή καρδιά, αυτό είναι!