Ήμουνα ξυπόλητη από την τρέλα μου να τους προφτάσω για να τους πω “Welcome to Greece”

Όπως δεν γνώριζα ότι υπήρχε στη Χίο κάποιος που καλωσόριζε καθημερινά τους πρόσφυγες με τη φράση “Welcome to Greece“, έτσι αγνοούσα ότι στις χαμένες, στην κυριολεξία, γειτονιές του Βύρωνα υπάρχει παράρτημα του Αιγινητείου. Είναι μάλιστα το πρώτο στην Ελλάδα Κέντρο Ψυχικής Υγιεινής. Σήμερα πλήττεται απ΄τη διάλυση της δημόσιας υγείας. Σε ένα μικρό γραφείο του, με παιδικές ζωγραφιές, συναντηθήκαμε με τη γνωστή λογοθεραπεύτρια παιδιών προσχολικής ηλικίας Μαρία Βλασσοπούλου, που πέρασε το καλοκαίρι προσφέροντας στους Αφγανούς, Σύρους και Κούρδους πρόσφυγες νερό, σάντουιτς, ένα μπάνιο, πετσέτες και ψυχολογική υποστήριξη.

Λίγες μέρες λοιπόν προτού ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης (ΔΟΜ) διαπιστώσει τη «ραγδαία αύξηση του αριθμού των προσφύγων» που φτάνουν στα ελληνικά νησιά, καθώς οι 4.500 καθημερινές αποβάσεις που είχαμε στα τέλη του Σεπτέμβρη έχουν πια ανέλθει στις 7.000, και  λίγο προτού ο Αλέξης Τσίπρας μεταβεί με τον αυστριακό καγκελάριο στη Λέσβο, η Βλασσοπούλου αφηγήθηκε αποκλειστικά στην Popaganda τις περιπέτειες που έζησε στο «φεμινιστικό» σπίτι που έχει συγκληρονομήσει με 10 γυναίκες της οικογένειάς της (!), ζητώντας μας να οργανωθούμε και να πάρουμε από μια οικογένεια προσφύγων σπίτι μας.

Από τις 20 Ιουλίου, οπότε έφτασε στη Χίο, και για ένα δεκαήμερο, υποδεχόταν στις δυο παραλίες του Γιάσωνα που βρίσκονται κάτω ακριβώς από το εξοχικό της, τη μια βάρκα με πρόσφυγες μετά την άλλη. Το σπίτι είναι σκαρφαλωμένο στο βράχο σαν παρατηρητήριο. «Βλέπουμε δηλαδή την Τουρκία και φυσικά βλέπαμε και τις βάρκες που έρχονταν καρφωτές προς τα πάνω μας. Παρακολουθούσα την άφιξή τους κι έτρεχα γρήγορα κάτω. Δηλαδή, στην πρώτη βάρκα δεν ξέρω πώς βρέθηκα στην παραλία! Ήμουνα ξυπόλητη από την τρέλα μου να τους προφτάσω για να τους πω «Welcome to Greece”. Μετά μού λέγαν «μα τρελάθηκες;» Βγαίνοντας απ΄το φουσκωτό κάποιοι απ΄τους πρόσφυγες την αγκάλιαζαν και ρωτούσαν «πού είμαστε, σε ποια χώρα;». «Oι άνθρωποι δεν ξέρανε πού ακριβώς πηγαίναν και πού τελικά φτάσανε».

Στο πρώτο φουσκωτό που προσέγγισε το Γιόσωνα η Βλασσοπούλου θυμάται ότι επικράτησε το χάος. «Οι άνθρωποι περίμεναν στην αυλή μας μέχρι να έρθει το λιμεναρχείο για να τους καταγράψει και να τους πάρει. Τους δίναμε ένα νερό, ό,τι είχαμε». Εως και τη δεύτερη βάρκα δεν είχε ακόμα προλάβει να οργανωθεί.  Από την τρίτη βάρκα και μετά «οργανωθήκαμε  κι αγοράσαμε αυτά που θεωρήσαμε πως χρειάζονται. Pampers, μωρομάντηλα, νερά, μπισκότα. Τους φτιάχναμε επίσης σάντουιτς, τους παίρναμε στην αυλή, πηγαίναν στην τουαλέτα μας, γιατί πού θα πάνε για τουαλέτα; Προσπαθούσαμε να ηρεμήσουμε τις μαμάδες». Οι μανάδες ήταν σε κακό χάλι. «Δεν είχαν ξαναδεί θάλασσα και ξαφνικά βρίσκονταν μεσοπέλαγα με τα μωρά τους. Εγώ βρέθηκα να κρατάω αγκαλιά όλα τα μωρά! Μου τα δίνανε αυτομάτως μόλις πατούσαν το ποδι τους στην παραλία».

Βγαίνοντας από τα φουσκωτά οι πρόσφυγες τις περισσότερες φορές ήταν βρεγμένοι. Τους έφερνε πετσέτες να σκουπιστούν: «Η βάρκα είναι για 18 άτομα, κάτι που αναγράφεται κιόλας, αλλά μεταφέρει 50! Εχει βυθιστεί σημαντικά κι αν κάνει λίγη θάλασσα μπαίνει μέσα πολύ νερό. Οι γυναίκες και τα παιδιά που κάθονται στο εσωτερικό σε κεντρική θέση, περικυκλωμένες από τους άνδρες, φωνάζουν και στριγκλάνε από την ώρα που ξεκινάνε μέχρι την ώρα που φτάνουν. Κάποιοι μου είπαν πώς είχαν τρελαθεί από τις στριγκλιές τους».  

 Βγαίνοντας απ΄το φουσκωτό κάποιοι απ΄τους πρόσφυγες την αγκαλιάζανε και ρωτούσαν «πού είμαστε, σε ποια χώρα;». «Oι άνθρωποι δεν ξέρανε πού ακριβώς πηγαίναν και πού τελικά φτάσανε».

   
Τα φουσκωτά έφταναν στο Γιόσωνα είτε τα ξημερώματα είτε στη μέση της νύχτας. «Αυτό ήταν κι ένα συνεχές άγχος. Μια βάρκα ήρθε στις 4 το πρωί κι, επειδή δεν ήταν ανοιχτά τα φώτα του σπιτιού μας, παραλίγο να πέσει στα βράχια. Τους άκουσε ο άνδρας μου που φώναζαν κι ανοίξαμε αμέσως τα φώτα κάνοντάς τους σήματα για να κατευθυνθούν προς την παραλία. Δηλαδή, θα μπορούσαν να τσακιστούν! Ποιος άνθρωπος θα έβαζε σε κίνδυνο την οικογένειά του με μια βάρκα χωρίς να ξέρει καν κολύμπι; Αλλά για σκέψου: είναι πιο ασφαλής η βάρκα από το σπίτι τους!».

Μια φωτογραφία που δημοσίευσε ο χρήστης cinloufa (@cinloufa) στο instagram

 Η Ζένα, Αφγανή, ζούσε στο Ιράν και δραπέτευσε για να βρει μια καλύτερη τύχη στην κεντρική Ευρώπη.

Οι μισοί από τους πρόσφυγες που προσέγγιζαν τις παραλίες του Γιόσωνα ήταν νεαροί. «Οταν τους βλέπεις από μακριά νομίζεις ότι είναι ελληνόπουλα που πάνε εκδρομούλα. Είναι τα παιδάκια, φαίνεται, εύπορων οικογενειών που τα στέλνουν στην Ευρώπη για να γλιτώσουν. Είναι λίγο «χαχαχουχα», γελάνε, τραβάνε selfie και φοράνε τα ακριβά καπελάκια. Το βλέπουν σαν μια περιπέτεια κι αυτό, παρόλη την επικινδυνότητα. Εγώ τους θαύμαζα. Οι άλλοι μισοί είναι οι οικογένειες με τα μωρά».

Οι γυναίκες ήταν συνήθως σε πολύ κακή κατάσταση. «Ηταν χάλια. Κλαίγανε κι έπρεπε να τις στηρίξεις. Και οι άνδρες ήταν ευσυγκίνητοι. Δεν είναι αρκετό το ότι φτάσαν στην ελευθερία. Φτάνοντας τους λέγαμε:«Μην ανησυχείτε, έχετε έρθει στη Δημοκρατία, στην Ευρώπη, δεν διατρέχετε κίνδυνο πια…». Από μέσα μου γέλαγα με το «Δημοκρατία». Βλέπετε τι έγινε  στην Ουγγαρία! Και η Μέρκελ τελικά τους έκλεισε απ’έξω. Αλλά αυτό δεν είναι η Ευρώπη πια;».

«Ηταν χάλια. Κλαίγανε κι έπρεπε να τις στηρίξεις. Και οι άνδρες ήταν ευσυγκίνητοι. Δεν είναι αρκετό το ότι φτάσαν στην ελευθερία.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Η Βλασσοπούλου έχει μεγαλώσει στην Αγγλία και γνωρίζει ότι  «οι Αγγλοι μπορεί είναι πιο επιφυλακτικοί, αλλά τελικά το «δουλεύουν» το ζήτημα  καλύτερα». Με παροτρύνει να το επαληθεύσω ανατρέχοντας στα site τους: «Ανοίξανε τα σπίτια τους και παίρνουν οικογένειες προσφύγων. Μπορούμε να το κάνουμε κι εμείς αυτό; Να ανοίξουμε τα σπίτια μας. Δεν γίνεται αυτοί οι άνθρωποι τώρα που μπαίνει ο χειμώνας να είναι μεσ’ τα χώματα. Δεν είναι δυνατό! Εγώ μπορώ για δυο βδομάδες να  φιλοξενήσω μια οικογένεια ώστε να πάρει μια ανάσα, να δει τι θα κάνει, να μην έχει το καθημερινό «πού θα πάω τουλέτα, τι θα φάω». Μπορείς να ζητήσεις να ανοίξει το σπίτι της μια κοινωνία “γονατισμένη”; «Ολοι έχουμε πρόβλημα», με γειώνει η Βλασσοπούλου, «αλλά μπορούμε να το κάνουμε σαν τους Αγγλους. Κάν’το, θα νιώσεις καλύτερα. Θα πάρεις κι εσύ κάτι από αυτό. Και δεν χρειάζεται να τους πάρουμε στην κυριολεξία μέσα στο σπίτι μας. Υπάρχουν τόσα άδεια διαμερίσματα. Ολοι έχουν ένα διαμέρισμα στην Ελλάδα. Άνοιξέ το, φίλε, βάλε μέσα μια οικογένεια. Τι σου είναι; Ο παππούς μου κατά τη διάρκεια του πολέμου πέρασε με τις τρεις  κόρες του με μια βαρκούλα στην Τουρκία. Το έχουμε κάνει όλοι οι Ελληνες αυτό που κάνουν σήμερα οι άνθρωποι αυτοί. Γιατί τα ξεχνάμε; Βεβαίως, χρειάζεται οργάνωση». Το τελευταίο το επισημαίνει γιατί οι κινήσεις αλληλεγγύης προς τους πρόσφυγες που προέκυψαν το τελευταίο διάστημα με θέμα «Ας τους πάρουμε σπίτι μας» είναι «εντελώς ανοργάνωτα πράγματα, που τελικά αυτοακυρώνονται».

  

Απόβαση στην παραλία.

 

Επανέρχεται στην «πρώτη μας βάρκα –γιατί σαν τα παιδιά μου είναι όλοι τους»: Η πρώτη φουρνιά στο Γιόσωνα ήτανε Αφγανοί, οι οποίοι «είχαν βιώσει πολύ άσχημες καταστάσεις με τους Ταλιμπάν και ήταν πολύ τρομαγμένοι». Οι γυναίκες τους φορούσαν παραδοσιακές φορεσιές. Στις βάρκες που ακολούθησαν ήταν Κούρδοι απ΄το Κομπάνι και Σύριοι. «Οι Σύριοι είναι να ήμασταν εγώ κι εσύ με το παιδί μας. Είναι εμείς. Γνώρισα φυσιοθεραπευτές, γνώρισα δικηγόρους. Γνώρισα ανθρώπους που θα μπορούσε να είναι εμείς που βρεθήκαμε με ένα μωρό στο χέρι να τρέχουμε. Τώρα, πώς φτάνουν εκεί πέρα; Δυο και τρεις εβδομάδες ταλαιπωρία overland, δεν ξέρω με ποια μέσα. Περπάτημα… Οταν τους πιάνουν οι Τούρκοι τους στέλνουν πίσω. Μια οικογένεια από το Αφγανιστάν προσπάθησε τρεις φορές να κάνει αυτό το ταξίδι. Η γυναίκα είναι μοδίστρα, ο άνδρας της ξυλουργός και από τα τρία παιδιά τους, ο ένας είναι έφηβος, τα  άλλα δυο  είναι μικρότερα».

Μια φωτογραφία που δημοσίευσε ο χρήστης cinloufa (@cinloufa) στο instagram

 «Αυτή εδώ είναι η ελληνική καταγραφή. Ενας αριθμός  που τον γράφουν  οι λιμενικοί με μαρκαδόρο στο χέρι τους. Οπως στο Αουσβιτς. Κοίταξε όμως τόσο χαρούμενη  είναι γι’ αυτόν τον αριθμό.»

 Κάθε βάρκα είχε τα δικά της χαρακτηριστικά. Υπήρχαν βάρκες που εντυπωσίασαν τη Βλασσοπούλου για τη συλλογικότητά τους, παρ’όλο που «δεν ήξεραν ο ένας τον άλλο. Τους έδινες όμως κάτι να φάνε και το πρόσφεραν αμέσως στον διπλανό τους. Το ίδιο κάνανε και με το νερό. Οι Αφγανοί είναι περισσότερο αλληλέγγυοι και δοτικοί από τους Σύριους που είναι πιο Ευρωπαίοι, πιο ατομικιστές». Οταν προσέγγιζαν τις παραλίες σκάγανε τα φουσκωτά, «με το φόβο μην τυχόν τους διώξουν». Οταν δεν το έκαναν «μαζεύαμε εμείς τις βάρκες από τη θάλασσα και τις κόβαμε μικρά κομματάκια που οι άνδρες τα ανέβαζαν από τα σκαλοπάτια επάνω». Δεν έχει σταματήσει η πρακτική  της επαναπροώθησης που εφάρμοζε η συγκυβέρνηση Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ; «Εγώ είδα ότι τις βάρκες που είχε χαλάσει η μηχανή τους το λιμενικό τις ρυμουλκούσε στο λιμάνι. Δεν τους επαναπροωθούσαν. Νομίζω πως γενικά στη Χίο δεν γινόντουσαν τα «τέρατα» που είδαμε στην Κω».

Η Μαρία Βλασσοπούλου στο σπίτι της στην Αττική.

Πιάνοντας την κουβέντα με τους πρόσφυγες οι περισσότεροι ανέφεραν έναν προορισμό. «Είχαν στόχο. Η οικογένεια από το Αφγανιστάν ήθελε να πάει στη Δανία, που ήταν η αδελφή της γυναίκας. Αλλοι θέλανε να φτάσουν στη Γερμανία, άλλοι στη Σουηδία. Κανένας δεν μου ανέφερε τη Γαλλία ή την Αγγλία. Ολοι ήταν εχθρικοί προς την Αμερική. Είχα φιλοξενούμενους Αμερικανούς και τους ρωτούσαν «Πώς νιώθετε για τη στάση της Αμερικής;». Οταν όμως τους ρωτούσαμε εμείς ποια θα ήταν η ιδανική χώρα για να πάνε, αν μπορούσαν, απαντούσαν «η Αμερική». Δηλαδή, παρόλο που τη θεωρούν υπεύθυνη για τα δεινά τους, η Αμερική τους τραβάει. Είναι το όνειρο κι η φαντασίωση του μετανάστη». 

Για τι άλλο συζήτησε με τους πρόσφυγες; «Για όλα όσα τραβούσανε ξεκινώντας το ταξίδι. Ητανε πάρα πολύ θυμωμένοι με τους Τούρκους. Οι δουλέμποροι τούς φερόντουσαν πάρα πολύ άσχημα -η ταρίφα σήμερα  είναι 1300 ευρώ. Πήγαιναν, τους έπαιρναν και τους στοίβαζαν παιδιά, άνδρες, γυναίκες, όλους μαζί, σε ένα κλειστό βαν, ένα φορτηγό, χωρίς νερό, χωρίς τίποτα. Φαντάζομαι κάπως έτσι πρέπει να ήταν όταν τους στοιβάζανε στα βαγόνια για τα κρεματόρια. Ούτε να καθίσουν δεν μπορούσαν οι άνθρωποι. Τους είχαν όλο το βράδυ κλεισμένους εκεί, μέχρις ότου τους μεταφέρουν στη βάρκα. Ηταν τόσο ταλαιπωρημένοι που πέφταν κυριολεκτικά στα γόνατα φτάνοντας στην Ελλάδα».  

Η Μαρία Βλασσοπούλου κινήθηκε αυτόνομα αλλά προσπάθησε και να δικτυωθεί, προκειμένου να δει ποιοι είναι οι φορείς που δουλεύουν στη Χίο με τους πρόσφυγες. Ανακάλυψε ότι ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός «τουλάχιστον προσπαθεί να αγοράσει σκηνές και να τους βοηθήσει λιγάκι. Υπάρχει και η Περιφέρεια Χίου, που κάνει κάποια πράγματα και είναι πολύ καλή η κοινωνική λειτουργός που έχει και οι Γιατροί του Κόσμου, που έχουν στήσει ένα περίπτερο στη Χώρα».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Το λιμεναρχείο στην ξηρά πώς τους αντιμετωπίζει; «Είναι ευγενικοί οι λιμενικοί στη Χίο. Στο Γιόσωνα ερχόταν πάντα ένας νεαρός λιμενικός. Ενώ στην αρχή ήτανε λιγάκι αποστασιοποιημένος και μου έλεγε «μην τους πλησιάζετε πολύ», για να μην κολλήσω κάτι, επειδή, όπως ανέφερε, υπήρξαν περιστατικά με ηπατίτιδα και φυματίωση, άλλαξε στάση σιγά σιγά. «Κατ’αρχάς –του είπα- δεν φοβάμαι. Θα κάτσουμε να μετράμε τι θα πάθουμε και τι δεν θα πάθουμε; Εδώ μιλάμε για ανθρώπινα πλάσματα. Για τα στοιχειώδη. Να δώσουμε λίγο νερό, μια πάνα και ένα σάντουιτς». Αυτή η στάση διαμόρφωσε ένα κλίμα». Ο νεαρός λιμενικός στην άφιξη της  7ης βάρκας  έφτασε στο σημείο να της πει: ««Κυρία μου, θα βγάλω την μπλούζα μου και θα σας τη δώσω. Εσείς κάνετε καλύτερα τη δουλειά μου». Μαλάκωσε σιγά σιγά». Το ίδιο είδε να συμβαίνει συνολικότερα στη χιώτικη κοινωνία, που πάντως φάνηκε αρκετά ανεκτική. Στο πρώτο κύμα πρσφύγων οι ντόπιοι αναρωτιώτουσαν: «Μα γιατί δεν κάθονται σπίτι τους να πολεμήσουν για την πατρίδα τους;». Αυτό άλλαξε.  

Μια φωτογραφία που δημοσίευσε ο χρήστης cinloufa (@cinloufa) στο instagram

 

Η Αμερικανίδα φίλη που φιλοξενούσε το καλοκαίρι στη Χίο έβγαζε με καταιγιστικούς ρυθμούς φωτογραφίες από τις «αφίξεις», τις οποίες ανέβαζε στο instagram. Η Βλασσοπούλου μού τις δείχνει μία-μία και μου μιλάει για τους πρόσφυγες, με τα μικρά τους ονόματα, σα να είναι άνθρωποι δικοί της ή παλιοί γνωστοί: «Η Ζένα  είναι η μοδίστρα που σου έλεγα από το Αφγανιστάν. Μια απίστευτη γυναίκα. Βγήκε από τη βάρκα με αυτό το χαμόγελο το τεράστιο, με ένα δέρμα πανέμορφο, πεντακάθαρη. Ο 17χρονος Αζιζ ήταν ασυνόδευτος. Τον έδιωξαν οι γονείς του να γλιτώσει. Είναι  γενναίος! Πόσο γενναίος πρέπει να είσαι να περπατάς τρεις βδομάδες για να φτασεις στα παράλια; Τον ρώτησα αν θέλει να τηλεφωνήσει στην οικογένειά του, αλλά δεν ήθελε. Πήραμε πολλά τηλεφωνήματα γι’ αυτούς τους ανθρώπους».

http://popaganda.gr/wp-content/uploads/2015/10/24.jpg

 «Κοίταξε πώς κοιμίζαν οι μανάδες το παιδί τους. Το βάζουν πάνω στο κορμί τους αλλά ξαπλωμένο ανάποδα, με το κεφαλάκι στα  δικά τους ακροδάχτυλα…Και ισορροπεί ».

Για ένα πράγμα έχει μετανιώσει σήμερα η Μαρία Βλασσοπούλου, που χαρακτηρίζει την εμπειρία που έζησε στο Γιώσονα ως «τη δεύτερη πιο συγκλονιστική» στη ζωή της και με αποχαιρετά  επαναλαμβάνοντας «πρέπει να τους πάρουμε στα σπίτια μας»:«Που δεν κράτησα τα τηλέφωνα όλων αυτών των ανθρώπων, με όλα αυτά που συμβαίνουν, όλη αυτή την τρέλα, ώστε να ξέρω πού βρίσκονται σήμερα και αν είναι καλά».

Ιωάννα Κλεφτόγιαννη