Το ραντεβού με τον Μανώλη Οικονόμου είχε δοθεί στον En Lefko 87.7, εκεί που ο μουσικός παραγωγός με τη χαρακτηριστική φωνή κι εκφορά του λόγου κάνει κάθε βράδυ εκπομπή. Η ζώνη είναι 00:00-02:00, αυτή που ταιριάζει απόλυτα τόσο στις μουσικές που αγαπά ο Μανώλης, και εμείς μαζί του, όσο και στην προσωπικότητά του.
Όταν φτάνω στο studio o Γιώργος Μπακαλάκος είναι ακόμη στο μικρόφωνο ενώ ο Ανδρέας έχει ξεκινήσει ήδη να φωτογραφίζει τον Μανώλη. Στο τραπέζι κάποια ανοιχτά μπουκάλια, τα παιδιά με ρωτούν τι θα πιω, ο Μανώλης προσφέρεται να μου φτιάξει τζιν τόνικ με bitters, αυτό που πίνει δηλαδή και ο ίδιος. Μια χαρά. Ο Γιώργος μου λέει ότι πάντα υπάρχουν ποτά στον χώρο γιατί σχεδόν, πάντα, υπάρχουν φίλοι. «Έχω κάνει εκπομπή με άλλα δώδεκα άτομα στο studio, να πίνουν και να χαζολογούν» ενώ όταν πέφτει το σποτάκι για το πάρτι του En Lefko, σήμερα 27/3 στον Σταθμό Πελοποννήσου, ο Γιώργος βρίσκει την ευκαιρία για να μου πει: «Εγώ δίπλα στον Μανώλη έμαθα. Είναι μεγάλο σχολείο. Να, κοίτα τι έμαθα μεταξύ άλλων», λέει και βάζει στην οθόνη του υπολογιστή να παίξει ένα κλιπ της Λιλιάνας Χιώτη. Αυτά είναι.
Καλό κορίτσι η Λιλιάνα αλλά εγώ θέλω να μάθω περισσότερα για τον Μανώλη. Έτσι μέχρι να αρχίσει η εκπομπή του πάμε σε ένα διπλανό δωμάτιο για να μου πει πώς βρέθηκε στον En Lefko 87.7 από την πρώτη ημέρα λειτουργίας του. «Έγραφα από το 1993 στο περιοδικό “Ήχος και HiFi” των τεχνικών εκδόσεων του Κώστα Καββαθά, ο οποίος το 1998 ίδρυσε τον σταθμό. Είχα σπουδάσει κτηνιατρική, είχα ασχοληθεί και λίγο αλλά τότε είχα μια πρωινή δουλειά, εντελώς άσχετη, στο παράρτημα ενός γραφείου που ενοικίαζε stands για εμπορικές εκθέσεις. Είχα κάνει λοιπόν τη συνέντευξη με τον τότε διευθυντή του σταθμού τον Αλέξανδρο Γιώτη, που μου ζήτησε να ετοιμάσω τρεις πιλότους για μια κτηνιατρική εκπομπή. Ήταν Τετάρτη, μου είπε να του τις ετοιμάσω μέχρι το Σαββατοκύριακο, εγώ δεν προλάβαινα λόγω δουλειάς κι έτσι σκέφτηκα ότι πάει, έχασα την ευκαιρία μου. Την επόμενη εβδομάδα λοιπόν ήμουν στο γυμναστήριο, με ζητούν από τη ρεσεψιόν και στο τηλέφωνο ήταν ο Γιώτης που με ρωτούσε γιατί χάθηκα. Την πρώτη εκπομπή την έγραψα σε μπομπίνα, ήταν να παιχτεί Σάββατο αλλά κάτι έγινε, είχαν μεθύσει όλοι εκεί, δεν υπήρχε ηχολήπτης κι έτσι δεν βγήκε. Εγώ επαναπαύτηκα ότι θα παίξει το επόμενο Σάββατο και μέσα στην εβδομάδα με καλούν για να με ρωτήσουν πότε θα ηχογραφήσω τη δεύτερη εκπομπή. Άνετος απαντάω ότι υπάρχει η πρώτη αλλά ο Γιώτης μου λέει “Μα αυτή παίχτηκε την Κυριακή”. Κάπως έτσι εγώ δεν άκουσα ποτέ την πρώτη μου εκπομπή. Βαρέθηκα να κάνω ξανά ηχογράφηση κι από τη δεύτερη κιόλας εκπομπή και μετά έβγαινα ζωντανά στον αέρα. Ήταν λοιπόν μια φιλοζωική εκπομπή που είχε διάφορα tips όπως πχ. δίαιτες για παπαγάλους ή πώς να ελευθερώσεις ένα πουλί χωρίς να φάει τα μούτρα του στο τζάμι. Όταν ήρθε σαν διευθυντής ο Κωνσταντίνος Σέργης η εκπομπή άλλαξε σε αμιγώς μουσική κάτι που σαφώς προτιμούσα γιατί ήμουν σαν τρελός επιστήμονας μέσα σε όλο αυτό. Βέβαια, η επιστημονική οπτική είναι κάτι που πάντα με γοητεύει, η επιστημονική θεώρηση των πραγμάτων μου αρέσει. Η επιστήμη και η τέχνη είναι οι πιο decent και uplifting τρόποι για να νιώσει η ανθρωπότητα λιγότερο άβολα με τη θέση που κατέχει στο οικοσύστημα. Υπάρχει και η θρησκεία, βέβαια, που δίνει τις εύκολες λύσεις και απαντήσεις. Το πρόβλημα είναι ότι διαχωρίζουμε τον εαυτό μας από τα ζώα. Είμαστε, αναμφισβήτητα, ένα έξυπνο ζώο αλλά η ζωική μας φύση υπάρχει και το γεγονός ότι έχουμε αποξενωθεί από αυτήν μας δημιουργεί θέματα. Κάποια στιγμή η εκπομπή γίνεται καθημερινή, 15:00-16:00 ενώ μας τελείωσε και το day job που πήγε στη Βούλα, εγώ στη Βούλα δεν πάω, εκεί που φάγανε τον Καλαποθαράκο. Ήταν πλέον διευθυντής ο Κανέλλος Τερζής και μετά από εμένα στον αέρα ήταν ο Βαγγέλης Βέκιος, που τον χάσαμε πριν λίγες ημέρες, ο οποίος ήταν ο επόμενος διευθυντής του σταθμού, εκείνος που άνοιξε τη νυχτερινή ζώνη και μου ανέθεσε το 00:00-02:00. Γούσταρα. Γούσταρα επειδή αυτή η ώρα είναι απελευθερωμένη από ένα χρηστικό ύφος, δεν είναι μεσημέρι που πιθανόν να χρειάζεται να δώσεις πληροφορίες για τη κίνηση στους δρόμους. Απλώνομαι καλύτερα και εκφραστικά και μουσικά. Τότε ο En Lefko ήταν στη Δάφνη, απέναντι από την Πυρκάλ και δεν είχα καν ηχολήπτη. Ήμουν μόνος μου και είχα τα κλειδιά του κτιρίου. Στο στούντιο είχα φως μόνο από ένα πορτατίφ. Ένιωθα τον εαυτό μου σαν μια περίεργη νησίδα μέσα στη μοναξιά και το σκοτάδι της νύχτας. Δημιουργήθηκε λοιπόν αυτή η περίεργη περσόνα». Τον ρωτάω αν καμιά φορά παλιότερα ή ακόμη και τώρα ξεχνιέται καθώς μιλάει στον ραδιόφωνο, αν ξεχνάει ότι υπάρχει ένα κοινό που τον ακούει, αν αισθάνεται ποτέ ότι μονολογεί αλλά ο Μανώλης μου απαντά ότι πάντα απευθύνεται κάπου, είναι αληθινός αλλά υπάρχει πάντα το ραδιοφωνικό φίλτρο. «Άλλωστε ένας άνθρωπος είναι πολυσχιδής», συμπληρώνει και ποιος αλήθεια μπορεί να το αντικρούσει αυτό.
Θέλω να μάθω πώς είναι η σχέση του με τους ακροατές του, αν υπάρχουν άνθρωποι που τον ακούν σταθερά όλο αυτά τα χρόνια και τι του λένε όταν επιλέγουν να επικοινωνήσουν μαζί του. Ο Μανώλης θυμάται ότι η εποχή των τηλεφώνων ήταν η πιο τρελή. «Ένας ακροατής με το παρατσούκλι ο Κώστας ο Παγκάτος ο Μπιτάτος ο Μπατσολετάτος ο Ταρζάν με έπαιρνε Δευτέρα για να μου δώσει ραπόρτο από τη βόλτα του στους οίκους ανοχής κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου. Μια φορά με είχε πάρει και μου είπε φωνάζοντας μέσα στον ενθουσιασμό “Βεδουίνα στην Ηλιουπόλεως. Σε κλείνω, σε κλείνω, πάω και σήμερα”. Δεν τον γνώριζα προσωπικά αλλά ήξερα τη ρουτίνα του, πήγαινε στα Goody’s της Διοχάρους και έπαιρνε μακαρονάδα καρμπονάρα, κόρταρε τη σερβιτόρα και μετά πήγαινε με το τρανζιστοράκι στο παρκάκι που είναι το άγαλμα του Τρούμαν κι άκουγε την εκπομπή, με έπαιρνε από ένα καρτοτηλέφωνο ζητώντας μου Luther Vandross και Whitney Houston, που φυσικά δεν έπαιζα γιατί ήταν έξω από το πνεύμα της εκπομπής. Με άκουγε λοιπόν, αν και δεν του έκανα τα χατίρια, ίσως επειδή ένιωθε τη διαθεσιμότητά μου, ίσως επειδή καταλάβαινε ότι είμαι αληθινός και συνεπής στον εαυτό μου. Το 2006 εξαφανίστηκε. Δεν ξέρω γιατί».
Τον ρωτάω πώς εκδηλώνονται οι γυναίκες ακροάτριες, με άλλα λόγια αν του την έχουν πέσει ποτέ. «Ήταν κάποτε η Μαρία Ηeavybreather που ονομάστηκε έτσι γιατί βαριανάσαινε στο τηλέφωνο. Ναι, μου την είχαν πέσει κι έτσι έχασα την αθωότητά μου. Ήταν Απρίλιος του 2002, έβγαινα από τον σταθμό, ήταν μια τύπα απέξω, μεταλλάκι, ωραία κοπέλα αλλά τρελή η οποία τελικά με ακολουθούσε παντού και με καλά αισθησιακή φωνή μου έλεγε “Γιατί δεν μπορώ να σε έχω;” Ήταν και η Σεσίλια που με έπαιρνε τηλέφωνο και μου έλεγε να πάρω το Jeronimo Groovy να τους ζητήσω να της αφιερώσουν το “Μη με ξυπνάς από τις 6” με τα στρουμφάκια. Τους έπαιρνα και δεν απαντούσαν, είχαν μόνο το 800 number και δεν μπορούσες να πάρεις από το τηλέφωνο του studio με υπεραστική χρέωση. Της είχα τάξει πως θα βγάλω βόλτα την κόρη της και δεν το έπραξα».
Με την κουβέντα, η ώρα έχει περάσει, έχει πάει ήδη 00:00 και μπαίνουμε λίγο τρεχάτοι στο studio. Η εκπομπή ξεκινάει αλλά φυσικά αυτό δε σημαίνει ότι η συζήτησή μας σταματάει. Ο Μανώλης μου λέει ότι σαν παιδί του άρεσε να βλέπει τους δίσκους να γυρίζουν στο πικάπ «Τα πρώτα μου ακούσματα στο σπίτι ήταν η Nina Simone και η Ella Fitzgerald κι εγώ σκεφτόμουν ως παιδάκι σε τι φάση ήταν αυτές όταν τραγουδούσαν αυτό που άκουγα εγώ. Προσπαθούσα να πιάσω το mood γιατί ακόμη δεν ήξερα αγγλικά, ήμουν μικρός. Ακόμη με ενδιαφέρει αυτό, όπως θέλω κάθε εβδομάδα να ανακαλύπτω καινούριους καλλιτέχνες. Πάντως το mood στη μουσική είναι πάνω από τη γλώσσα. Θυμάμαι ήταν 3 Αυγούστου του 2009 κι ακούω το “Εu amo voce” από τον Τim Μaia και νιώθω ότι ρευστοποιούμαι, ότι απλώνομαι στο πάτωμα. Έπαθα μεγάλη ζημιά χωρίς να καταλαβαίνω, δεν ξέρω πορτογαλικά, δε χρειάζεταιΌταν είσαι ελεύθερος, ανοιχτός να ακούσεις τα πάντα δε χρειάζεται κάτι να το ξέρεις για να το χαρείς. Έχω έναν φίλο στην Ιθάκη, μπετατζή, που δεν έχει αυτό που λέμε μουσική παιδεία αλλά είναι ελεύθερος κι όταν έρχεται να με δει στην Ιθάκη μου λέει “Βάλε μου τα τζιτζίκια” κι εννοεί το “In The Silence Of The Morning Sunrise” των Agitation Free, που είναι γερμανικό progressive jazz rock, ή σηκώνεται να χορέψει με τη Lorez Alexandria και έχει και χαρακτηριστική ατάκα ενώ χορεύει “Αυτά είναι, εδώ είμαστε”.
Τον ρωτάω τι είναι γι’ αυτόν η μουσική και ο Μανώλης πολύ απλά λέει: «Η καλή μουσική είναι το soundtrack ενός όμορφου κόσμου». Η απάντηση αυτή δίνει αφορμή να παίξουμε ένα παιχνίδι τον ρωτάω λοιπόν να μου ντύσει μουσικά κάποιες στιγμές στη ζωή του. Π.χ. όταν βρίσκεται χαλαρός σε αγαπημένος μέρος, ποιο τραγούδι θα ήταν το ιδανικό soundtrack. «Στο μπαλκόνι του σπιτιού που κάνω διακοπές στην Ιθάκη, το Sun Procession από Sun Ra». Όταν βρίσκεται με ένα κορίτσι σε ρομαντικό mood; «Το Solid των Mandrill του 1975. Το έχω μάλιστα συνδέσει με μια κοπέλα γιατί είχα ζήσει μια ωραία ερωτική στιγμή. Κρατάει επτά λεπτά το κομμάτι».
«Λίγα είναι ρε Μανώλη» τον πειράζω αλλά ετοιμόλογος απαντά: «Ήταν μόνο για τα προκαταρκτικά» και γελάμε. «Πάντα η μουσική αποτελεί συνδετικό κρίκο για να έρθω κοντά σε μια γυναίκα. Θυμάμαι μια φορά που είχε παίξει καμάκι στον δρόμο με δύο όμορφα κορίτσια, ξέρεις μέσα από το αυτοκίνητο. Ε, στο φανάρι λοιπόν που είχαμε σταματήσει λόγω κόκκινου ακούω από το αυτοκίνητό τους δυνατά Χατζηγιάννη. Ξενέρωσα. Τι να κάνω ή τι να πω εγώ με αυτές; δεν έχω σημείο επαφής».
Η ώρα περνάει, κάποια στιγμή ο Μανώλης μονολογεί, «Πολύ εμπορικά έχω βάλει σήμερα» κι εγώ σκέφτομαι ότι ζήτημα είναι αν ξέρω το 1/3 των κομματιών που έχει παίξει. Του λέω ότι πρόσφατα ανακάλυψα το “I’m a Man” των Spencer Davis Group -κομμάτι του 1967 βέβαια- και το ακούω συνέχεια, ενθουσιάζεται και το βάζει να παίξει κατευθείαν μετά από αυτό που ακούμε. Με τούτα και με εκείνα η εκπομπή φτάνει στο τέλος της, μου χαρίζει δύο cd από τη συλλογή του και προσφέρεται ευγενέστατα να με γυρίσει σπίτι μου με το αυτοκίνητο, άλλωστε είναι πια περασμένες 2 τα χαράματα. Καθώς περνάμε έξω από το σημείο που κάποτε βρισκόταν ο Λέντζος, στο Παγκράτι ο Μανώλης ενθουσιάζεται «Εδώ έχουν γυριστεί κάποιες σκηνές από την πιο απίστευτη cult ταινία όλων των εποχών “Χόμπι μου ο βιασμός”. Την έχω δει εκατό φορές» μου λέει γελώντας και μου απαγγέλει παραστατικά ολόκληρους διαλόγους από την όντως πιο κουλή ταινία που υπάρχει. Δεν υπάρχει πια το ραδιοφωνικό φίλτρο, ο Μανώλης Οικονόμου είναι η προσωποποίηση του σουρεαλισμού της νυχτερινής ζω(ν)ης.