Ρε μπαγάσα Λευτέρη, πες μας κάτι ωραίο που έφαγες τελευταία. Πάρε και φόρα σαλιάρα καθώς θα σε υπνωτίζει η φωτογραφία: Λιωμένη scamorza, pancakes γλυκοπατάτας, εξωπραγματική πανσέτα και σιρόπι σφενδάμου για να «γλιστράει»! Κυριακάτικες ρούχλες παρέα με περιοδικά στο brunch του Odori, downtown Athens (εξ’ ορισμού πια τοπικιστής). Ξεκινάς με ενάμιση πιάτο pancakes (το ένα δεν είναι ποτέ αρκετό) και καθώς μεσημεριάζει επικίνδυνα παραγγέλνεις και το μάγκικο Negroni τους για να αλλάξεις τη γεύση του καφέ. Γύρω στις έξι το απόγευμα φεύγεις αεροπλάνο και κάπως έτσι ξεχνάς και τα sunday blues και τις απλήρωτες δόσεις της εφορίας.
Πέτρος Κωστόπουλος, Λευτέρης Κεφαλάς, Θεοδόσης Μίχος, Αχιλλέας Μπέος. Τι έχει το νερό σε αυτή τη γωνιά της Μαγνησίας; Καταρχάς το νερό βρύσης πίσω στην πατρίδα είναι από τα αθλιότερα νερό που μπορείς να πιεις, το λέω με το χέρι στην καρδιά, παρότι δεν σηκώνω πολλά-πολλά για τη Βολάρα. Όπως λέει και η μάνα μου, “το νιώθεις τόσο «βαρύ» που όταν το πίνεις μοιάζει σαν να παίρνεις 1,5 κιλό το ποτήρι». Από γεύση, λες και πίνεις σιδερόβεργες. Γι’ αυτό όταν ήμουν πιτσιρικάς θυμάμαι να κάνουμε Κυριακάτικα ουρά στις Σταγιάτες στον Άνω Βόλο με 80 μπιτόνια, για νερό κατευθείαν από την πηγή. Κατά τ’ άλλα, όπως λέει και ο Θεοδόσης Μίχος, «#VolosRockCity». Όσο για το line-up που αράδιασες στην ερώτηση, όλα δείχνουν ότι τελικά υπάρχει «βολιώτικο λόμπι» σε αυτή τη ζωή.
Με τα περιοδικά πως έμπλεξες, διάβαζες πολύ Ραδιοτηλεόραση; Νομίζω ότι για όλα φταίει το ότι κάπου στην πρώτη λυκείου, μέσα σε ένα καλοκαίρι, πήρα 23 πόντους ύψος. Αυτό, εντός σχολικής τάξης, με έριξε γαλαρία και τελευταίο θρανίο για πάντα, γιατί, για τα ηλικιακά δεδομένα, ένα ντερέκι 1.83μ. που έφτασα, που αλλού να το βολέψεις; Η γαλαρία ήταν το point-of-no-return. Βαθμοί κατηφόρισαν, χαβαλές ανηφόρισε και στην καβάτζα από κάτω εν ώρα μαθήματος ΚΛΙΚ, MAX και 01 μονίμως στο ξεφύλλισμα. Και στα διαλείμματα, πίσω από τις τουαλέτες που ήταν το καπνιστήριο, παρέα με τους καπνιστές του σχολείου και μελέτη τα περιοδικά μέχρι τελευταία λεζάντα. Δεν κάπνιζα, αλλά τώρα που το σκέφτομαι μάλλον ήμουν εκ πεποιθήσεως ντουμανάκιας. Μπορείς να μας πεις τη μεγαλύτερη γκάφα που έχεις κάνει ποτέ στη ζωή σου; 20 χρόνια μετά και ακόμη γρατζουνάει μέσα μου. Το ότι το καλοκαίρι πριν κατέβω μόνιμα Αθήνα για σπουδές, εκεί στα 19, κώλωσα τελευταία στιγμή να πάρω back-pack και να ταξιδέψω με τρένα σε όλη την Ευρώπη, όπως το είχα αρχικά πλανάρει στο μυαλό μου. Είχα μαζέψει λεφτά, είχα χαρτογραφήσει τις διαδρομές μου ψηλά μέχρι Δανία και τελευταία στιγμή μάγκωσα. Άνευ λόγου. Μούτζα. Αυτό που κάνεις και τον dj, τι είναι πάλι; Έχεις κάποιο σχετικό πτυχίο; Αν υπήρχε πτυχίο στο ντιτζεϊλίκι, τόσα χρόνια «διατριβή» θα είχα φορέσει γαλόνια προφέσορα. Πάντα χομπίστικα και πάντα στο παραπλεύρως των περιοδικών θυμάμαι να υπάρχει μόνιμα ένα κανονισμένο gig, συνήθως μηνιαίως. Ξεκίνησα στα 16 μου παίζοντας ολλανδικό και γερμανικό techno με προσμίξεις βρετανικού breakbeat & acid house εκεί στις αρχές των ‘90s πίσω στον Βόλο (υπερ-προοδευτικός ο Βόλος για την εποχή), λίγο αργότερα φλώρεψα απότομα κατεβαίνοντας Αθήνα προσκυνώντας τα disco-μπολιασμένα βινύλια των Daft Punk και της λοιπής περιβόητης κλίκας του French Fried House της εποχής, το γύρισα προς τα τέλη της ίδιας δεκαετίας σε πιο επικές μελωδίες και πιο αβανταδόρικα bpm ψημένος από τον Sasha, τον Digweed, τον Dave Seaman, τον Nick Warren, τον James Lavelle και τα υπόλοιπα καλόπαιδα της Global Underground, στα ‘00s μπήκαν στον χορό και οι κιθάρες των Franz Ferdinand και κάποια στιγμή όλα τα κλαμπάτα cds μπήκαν στο ράφι και πλέον παίζω καθαρόαιμο indie-alternative-rock/pop. Αυτό που όπως και να ‘χει ξέρεις το ρεφρέν, πίνεις ποτά, συζητάς, φλερτάρεις και δεν σε πολυζαλίζουν με γρατζουνίσματα στις κιθαριές και περιττά distortions. Μάλλον είναι παραξενιές της ηλικίας το να μην πολυσηκώνω πια τη βαβούρα. FYI, κάθε Παρασκευή 6-11 απογευματοβράδυ, στο Passepartout bar στο Κολωνάκι, ακούς τις μουσικές μου στα after-office ποτά σου και έχεις θέα φουλ περατζάδα.
Σε βλέπουμε που πας συχνά στο Λονδίνο. Όντως συμβαίνει αυτό ή απλά έχεις πάει μια φορά και από τότε έχεις κάβα φωτογραφίες; Έχω τόση κάβα φωτογραφιών από Λονδίνο που θα μπορούσα να στήσω φωτογραφική έκθεση κατά μήκος της Κηφησίας (ακούει ο Καμίνης;). Και δεν μιλάμε για τουριστικό Λονδίνο, Regent Street, Covent Garden και βικτωριανές προσόψεις του Mayfair, αλλά Hampstead Heath και Richmond Park και Brixton. 3-4 φορές το χρόνο ανηφορίζω για δουλειά και για νέα εξερεύνηση. Το Λονδίνο είναι η πρέζα μου και δεν μπλοκάρω καν στην πολυσαλιωμένη «καραμέλα» «μουντίλα και βροχή που πας καλοκαιριάτικα, κάτσε εδώ, Κυκλάδες ζωάρα»: Θεατρικά πρώτης γραμμής, εκθέσεις τέχνης των «επόμενων επιδραστικών» ακροβολισμένες σε fast-forward μικρο-γκαλερί, bar-hopping σε μια πόλη που φιλοξενεί τα κορυφαιότερα hotel bars, αυτοσχέδια live με εναλλακτικές και πειραματικές μπάντες που σήμερα τις βλέπεις με είσοδο 5 λίρες και αύριο φιγουράρουν support act στο Glastonbury, ποδηλατάδες σε δρόμους και πάρκα (σχεδόν) χωρίς ανηφόρες που να σου σου βγάζουν τη γλώσσα και την πίστη ταυτόχρονα, street-food από όλες τις φυλές που περνάνε ξυστά από το μυαλό σου, μια πανσπερμία εθνικοτήτων που τρίβουν ώμους μαζί σου και σε κάνει να νιώθεις όντως πολίτης του κόσμου και ένας τολμηρός δήμαρχος, ο Sadiq Khan, που κόντρα στην αναμπουμπούλα του Brexit έστησε παγκόσμια viral καμπάνια με τίτλο #LondonIsOpen τρίβοντας στα μούτρα όλων ότι η μαγκιά του Λονδίνου είναι ότι βασίζεται σε αυτό το υπερμέγεθες δημιουργικό τουρλουμπούκι για να περιφέρει την ταμπέλα «κορυφαία μητρόπολη του πλανήτη». Ή τουλάχιστο στριμωγμένη ανάμεσα στις 2-3 κορυφαίες. Τι σου λείπει πιο πολύ από την εποχή του χαρτιού; Την εποχή που ασχολούμουν με τα μηνιαία περιοδικά, όταν πέρναμε προδημοσίευση (το περιοδικό 3-4 μέρες πριν κυκλοφορήσει στο περίπτερο), με το που το έπιανα στα χέρια μου το άνοιγα, πλησίαζα τη μύτη μου στις σελίδες και μύριζα τη μυρωδιά του φρεσκοτυπωμένου χαρτιού. Ήταν κάτι τελετουργικό στο μυαλό μου και για την όσφρησή μου, έχοντας μια δόση σημειολογίας: ένας ακόμη μήνας που deadlines και φρίκες, αναποδιές και εξαντλητικά ξενύχτια, υπέροχα θέματα και καταπληκτικές φωτογραφίες έβρισκαν το δρόμο να αποτυπωθούν σε κάτι χειροπιαστό, που αν ήσουν αναγνώστης και σου άρεσε, το κρατούσες πια αρχείο για πάντα και το στρίμωχνες στη βιβλιοθήκη σου. Οι καιροί έχουν αλλάξει, το χαρτί και τα περιοδικά έχουν παγκοσμίως πάρει άλλη ρότα, πιο κατηφορική, βρήκαν χώρο και ευκαιρία να κάνουν φιγούρα τα πιο niche περιοδικά, οι πιο biannual & quarterly εκδόσεις, με εκπληκτικό σχεδιασμό και αισθητική, με εξειδίκευση και τοπ ποιότητα, οπότε, για εμένα που θα ευλογάω για πάντα το χαρτί και τις αρετές του, έχω βρει το υποκατάστατό μου, χωρίς όμως δεινοσαυρισμούς και εμμονές. Μια χαρά το χαρτί, ακόμη μια χαρά και το digital. Θεωρώ ότι εδώ και 5-6 χρόνια τα έχουν χωρίσει μια χαρά τα χωράφια τους. Και τις βολές τους. Θα προτιμούσες να είσαι κουνελάκι του Χιου Χέφνερ ή γκρούπι των Red Hot Chili Pepers; Δεν κατάλαβα ποτέ το σαματά με τον Χιου Χέφνερ, πέραν των ανατροπών που έφερε στον έντυπο τύπο και το ξεγύμνωμα (κυριολεκτικά & μεταφορικά) των αμερικανικών ταμπού πίσω στα ‘60s. ΟΚ, γυμνό και κλειδαρότρυπα βγάλανε κι άλλοι καθοδόν, πολύ πιο τίμιος ήταν ο Larry Flint του Hustler. Κατά τα άλλα, οι Red Hot Chili Peppers δεν με ψήνουν μία, έχουν πολύ φασαρία και οι ίδιοι και τα τραγούδια τους. Νομίζω ότι άμα βγαίναμε για μπύρες θα ένιωθα σαν να ζω σε λούπα την πενταήμερη. Αν έχω οψιόν, θα ήθελα να κάνω μπαρότσαρκες και υπαρξιακές συζητήσεις πάνω από ποτά με τον Alex Turner και τον Miles Kane των Last Shadow Puppets. Μπορείς να μας περιγράψεις το πιο ωραίο ποτό που έχεις πιει ποτέ στη ζωή σου; Χωρίς περικοκλάδες, χωρίς φωτάκια, λαμπάκια, ομπρελίτσες και χρωματιστά σιρόπια. Το whisky old-fashioned του Black Rock bar στο Λονδίνο, κοντά στην Liverpool Street. Με γιαπωνέζικο ουίσκι ως βάση. Μπαίνεις στο γραφείο το πρωί, πες μας τα τρία πράγματα που βαριέσαι πιο πολύ. Τα μέιλ, τα μέιλ και τα μέιλ.