Τον Λευτέρη Χαρίτο, τον γνωρίσαμε κάπου στο 2018 για περίπου 80’. Ήταν τότε που μας έκανε τη χάρη να δημιουργήσει μια ταινία βασισμένη στη ζωή του Jacques Mayol, ένα αφηγηματικά υποδειγματικό βιογραφικό χρονικό για τον άνθρωπο-δελφίνι. Ο πρωτοεμφανιζόμενος τότε σκηνοθέτης διακρίθηκε στα Βραβεία ΙΡΙΣ, και το Dolphin Man έβαλε το δικό του μικρό λιθαράκι στην ιστορία των σπουδαίων ταινιών που φέρουν ελληνική υπογραφή. Τα τελευταία τρία χρόνια, ο Λευτέρης Χαρίτος μπαίνει καθημερινά στα σπίτια μας σκηνοθετώντας τις Άγριες Μέλισσες, μια σειρά που τόλμησε να μιλήσει για την ενδοοικογενειακή βία και τη σεξουαλική κακοποίηση, φτάνοντας στον τρίτο και τελευταίο κύκλο να αναβιώνει την τυραννική περίοδο της επταετίας, αναδεικνύοντας παράλληλα ζητήματα φύλου και σύγκρουσης των καταπιεστικών στερεοτύπων.
Συναντηθήκαμε στο κέντρο της Αθήνας, με την κουβέντα μας να ξεκινά κάπως αυτονόητα από τον πρόσφατο χαμό του πατέρα του, Δημήτρη Χαρίτου. «Έχω την αίσθηση ότι η σχέση μεταξύ πατέρα και γιου δεν μπορεί εύκολα να χαρακτηριστεί είτε ως καλή, είτε ως κακή, μιας κι εμπεριέχει χιλιάδες στιγμές και συναισθήματα. Ο πατέρας μου ήταν άνθρωπος πολυπράγμων, με πολλαπλές πτυχές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι υπήρξε συνδικαλιστής στη δουλειά του, κάτι το οποίο γνώριζαν μόνο οι συνδικαλιστές, οι οποίοι όμως δεν είχαν ιδέα ότι ασχολούνταν με τον κινηματογράφο κι ας είχε αρχίσει από σχετικά νωρίς στη ζωή του να γράφει κριτικές. Όταν λοιπόν συνταξιοδοτήθηκε από την Εθνική Τράπεζα, έγινε αντιπρόεδρος στο Κέντρο Κινηματογράφου.
Ο πατέρας μου αγαπούσε πολύ το σινεμά, είχε δει άπειρες ταινίες, δεν μπορώ να πω όμως ότι με επηρέασε, μιας και δεν ήθελε καθόλου να γίνω κινηματογραφιστής. Διατηρούσε την πεποίθηση ότι θα στραφώ στην πληροφορική ή τα μαθηματικά, γιατί ήμουν καλός στις θετικές επιστήμες. Όταν έμαθε ότι τελικά θα ασχοληθώ με τον κινηματογράφο δεν του άρεσε καθόλου, προσπάθησε μάλιστα στην αρχή να με αποτρέψει, έχοντας το κλασικό βιοποριστικό επιχείρημα. Άργησε αρκετά να το συνηθίσει, επέμενε να δώσω εξετάσεις και να μπω στην τράπεζα, όμως εγώ μέχρι και σήμερα δεν έχω καμία σχέση με οποιαδήποτε δουλειά γραφείου. Όταν γύρισα από το εξωτερικό όπου και είχα πάει να σπουδάσω, είδε την πρώτη μου δουλειά και με τη διορατικότητα που διέθετε διαπίστωσε ότι δεν είμαι αιθεροβάμων, ότι η επιλογή μου είναι εντελώς συνειδητή. Πλέον, δεν μπορώ να πω ότι δεν τον καταλαβαίνω, μιας κι έχω ακριβώς το ίδιο άγχος με τον δικό μου γιο, και το ενδεχόμενο να ασχοληθεί με αυτόν τον τόσο δύσκολο και περίπλοκο χώρο».
Μιλάμε για τα χρόνια που ο κινηματογράφος έσπερνε τους σπόρους που άνθισαν μετέπειτα. «Υπήρξα κοινωνός των μεγάλων κινηματογραφιστών από πολύ τρυφερή ηλικία, από τότε που δεν ήταν καθόλου εύκολο να βρεις και να δεις τις ταινίες που θέλεις. Με τρελαίνει που σήμερα τα παιδιά μπορούν να βρουν οποιαδήποτε ταινία, σε ελάχιστο χρόνο, και δεν το κάνουν. Έρχονται στη σχολή και τρία χρόνια μετά δεν έχουν δει τίποτα. Δεν έχω αποκρυπτογραφήσει ακόμη τον λόγο που συμβαίνει αυτό. Ίσως πιστεύουν ότι αυτομάτως και χωρίς να κοπιάσουν θα γίνουν σπουδαίοι, πράγμα που φυσικά δεν ισχύει αν θες πραγματικά να ασχοληθείς με αυτό. To σινεμά είναι σαν το σκάκι. Είναι πολύ εύκολο να μάθεις τους κανόνες για να γυρίσεις μια ταινία, αλλά πολύ δύσκολο να μάθεις να κάνεις μια καλή ταινία».
«Σχετικά με το έτοιμο υπόβαθρο που βρήκα απ’ τα παιδικά μου χρόνια, θα αναφερθώ, όπως έχω κάνει ξανά, στη γιαγιά μου, τη μητέρα του πατέρα μου, η οποία στον πόλεμο ήταν καθαρίστρια στα στούντιο του Φίνου -του πατέρα του Φίνου που ξέρουμε όλοι. Επίσης, ήταν καθαρίστρια και στον κινηματογράφο Αττικόν. Κάπως έτσι νιώθω ότι το σινεμά κι εγώ πηγαίναμε μαζί από πάντα, δεν χρειάστηκε να το σπουδάσω για να το γνωρίσω. Όταν πήγα στη σχολή, είχα ήδη την αίσθηση».
Καθόλη τη διάρκεια της κουβέντας μας για εκείνα τα χρόνια, ο Λευτέρης μιλάει για τον πατέρα σου σε χρόνο ενεστώτα, κάτι που μοιάζει από μόνο του πολύ συγκινητικό. «Είναι ο πρώτος τόσο κοντινός μου άνθρωπος που φεύγει απ’ τη ζωή, δεν είχα ανάλογη εμπειρία πιο πριν. Ζούμε σε μια εποχή πένθους, προσωπικά όμως θέλω να πιστεύω ότι η ζωή είναι ακόμη εκεί έξω, κι οφείλουμε όσο μπορούμε να βρίσκουμε τρόπους να τη ζούμε. Ο πατέρας μου έφυγε στα 91 του χρόνια και συνειδητοποιώ ότι η απώλεια τόσο δικών σου ανθρώπων, δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο πέρα από μια πολύ προσωπική ιστορία».
Τον ρωτάω για τις Άγριες Μέλισσες, τη σειρά-φαινόμενο όπως έχει χαρακτηριστεί από πολλούς, αναρωτιέμαι τι ήταν αυτό που έκανε τελικά έναν κινηματογραφιστή να πει το μεγάλο «ναι» σε ένα καθημερινό σήριαλ. «Προφανώς το σενάριο έπαιξε τον πιο σπουδαίο ρόλο, μιας κι από εκεί ξεκινάς πάντα. Επίσης, μόλις έβγαινα από μια πολύ πετυχημένη ταινία, οπότε ήταν τεράστια πρόκληση για ‘μένα. Προσωπικά, οραματίστηκα να κάνω μια καθημερινή σειρά που να μη μοιάζει με καθημερινό, κι αυτό από μόνο του κρύβει έναν παραλογισμό. Ουσιαστικά πλατσούριζα σε αχαρτογράφητα νερά. Οι άνθρωποι που με εμπιστεύτηκαν τότε, το έκαναν για την κινηματογραφική μου ματιά, όμως αυτό από μόνο του δεν λέει πολλά αν το σκεφτείς. Αν δηλαδή ήμουν εγώ αρχηγός σε ένα τέτοιο project δεν ξέρω αν θα εμπιστευόμουν εύκολα έναν κινηματογραφιστή, γιατί ξέρω πόσο δύσκολο είναι να βάλεις νερό στο κρασί σου, βγάζοντας παράλληλα αυτό το αποτέλεσμα. Το πείραμα πέτυχε μέσα από άπειρους συμβιβασμούς. Είναι γνωστό ότι στην τηλεόραση δεν υπάρχει χρόνος, είναι μια μηχανή που πρέπει να τρέχεις συνέχεια. Αυτό ακριβώς είναι το θαυμαστό των Μελισσών, ότι καταφέραμε δηλαδή να φέρουμε αυτό το αποτέλεσμα, σε αυτούς τους χρόνους. Από εκεί και πέρα, καθημερινή σειρά δεν πρόκειται να ξανακάνω. Είναι κάτι πολύ κουραστικό και επειδή κατά πάσα πιθανότητα δεν θα μπορώ να το κάνω με τον ίδιο τρόπο, δεν θα το κάνω.
Εννοείται ότι δεν περίμενα τόσο μεγάλη επιτυχία, κανείς δεν μπορεί ποτέ να προβλέψει κάτι τέτοιο, ενώ παράλληλα πάρθηκαν και πολλά ρίσκα. Εκτός του ότι εμπιστεύτηκαν έναν άνθρωπο που δεν το έχει ξανακάνει, επιλέχθηκαν και πολλοί άγνωστοι ηθοποιοί πάνω στους οποίους στηρίχθηκε μια καθημερινή σειρά που μπαίνει στα σπίτια των ανθρώπων. Αυτό που μπορώ να πω ότι ήξερα από τότε, είναι ότι ο κόσμος ταυτίζεται πολύ πιο εύκολα με κάποιον που δεν γνωρίζει, παρά με κάποιον που γνωρίζει. Όταν μπαίνεις στο σπίτι κάποιου κάθε μέρα και σε ξέρει ήδη, είναι άλλη η σχέση που αναπτύσσεται. Εδώ, ξεκινήσαμε απ’ το μηδέν με τρία ολόφρεσκα κορίτσια, τα οποία κλήθηκαν να αφηγηθούν μια ολόκληρη ιστορία. Γενικά, αυτό που αργότερα έγινε πολύ συνειδητά στις Μέλισσες σε επίπεδο casting, είναι ότι, είτε πρόκειται για νέους είτε για πιο μεγάλους σε ηλικία ηθοποιούς, εξακολουθούμε να βγάζουμε ανθρώπους από την αφάνεια, παίρνοντας τεράστια ικανοποίηση όταν μας ρωτάνε «καλά, που τον/την βρήκατε;». Από τη σειρά, έχουν περάσει μέχρι τώρα 400 ηθοποιοί, ενώ έχω υπολογίσει ότι μέχρι το τέλος θα έχουμε ξεπεράσει τους 450».
Όπως λέει ο Λευτέρης, πολλοί απ’ τους ηθοποιούς της σειράς ήταν άγνωστοι ή καλύτερα περισσότερο γνωστοί σε ένα θεατρόφιλο κοινό. «Ένα πράγμα που μου την έδινε πολύ στην Ελλάδα όλα αυτά τα χρόνια, ήταν η διαφορά του να είσαι στην Επίδαυρο, με το να είσαι στον ANT1. Οι Άγριες Μέλισσες έσπασαν τον σνομπισμό αυτό. Εγώ έβλεπα απλά ηθοποιούς και φανταζόμουν πάνω τους ρόλους, χωρίς να νιώθω ότι έπρεπε να γεφυρωθεί με κάποιον τρόπο το θέατρο με την τηλεόραση».
«Έχω την πεποίθηση ότι οι Άγριες Μέλισσες θα μείνουν στην ιστορία και δεν θα επαναληφθούν ποτέ ξανά. Ο κόσμος κατάφερε να ταυτιστεί και να επηρεαστεί απ’ την Ελένη όταν εκείνη κατέδωσε τον βιαστή της, πολλές γυναίκες μάθαμε ότι πήραν κουράγιο και μίλησαν με αφορμή εκείνα τα επεισόδια. Δεν μπορεί παρά να είναι αδιαπραγμάτευτα συγκινητικό, το γεγονός ότι μια γυναίκα βρήκε δύναμη και κουράγιο από την ηρωίδα μιας σειράς, ότι βρήκε κοινά μαζί της. Είναι σπουδαία η τόλμη των σεναριογράφων να μιλήσουν για πολλά ζητούμενα, τοποθετώντας τα στο τότε, έχοντας παράλληλα άμεση σχέση με το σήμερα. Φέτος ας πούμε, ο τρόπος που η Ζωή αγκαλιάζει και προστατεύει τον ομοφυλόφιλο γιο της στη σειρά, ταρακούνησε πολύ κόσμο, σπάζοντας ένα ταμπού, το 2021, που κανονικά θα έπρεπε να έχουμε πάει στον διπλανό πλανήτη».
Τον ρωτάω ποιες σκηνές έχουν ξεχωρίσει μέσα του, αυτά τα τρία χρόνια. «Νομίζω ότι το πρώτο επεισόδιο είναι κάτι που δεν θα ξεχάσω. Ακόμη κι αν δεν ήταν τέλειο, οι πρώτες αυτές σκηνές έχουν πάντα κάτι που αγαπάς. Το οξύμωρο της υπόθεσης είναι πως εκείνο το πρώτο βράδυ, αμέσως δηλαδή μετά τη σκηνή του φόνου, η Τρίγγου έπρεπε να γυρίσει και μια σκηνή που ερωτοτροπούσε στα σκαλιά του σπιτιού τους. Έβγαλε δηλαδή τα «αίματα» και φλέρταρε στο καπάκι. Τώρα που τα λέμε και τα σκέφτομαι όλα αυτά, συνειδητοποιώ ότι με γοήτευσε πάρα πολύ όλο αυτό για να το παρατήσω. Άλλη μια σκηνή που με συγκινούσε και με συγκινεί ακόμη πολύ, είναι ο θάνατος της Θεοδοσίας, καθώς και τα δύο τελευταία επεισόδια της δεύτερης σεζόν, που είχαν πολύ δυνατές στιγμές. Πέρα όμως απ’ αυτές τις grande σκηνές, με συγκινούν και κάποιες άλλες πολύ πιο απλές, όπως για παράδειγμα ένα βράδυ που μιλάνε οι αδερφές στο σπίτι τους ή όταν τα δύο ξαδέρφια έχουν ξεμείνει στο καφενείο μιλώντας για την αριστερά και τα ματαιωμένα όνειρα τους. Αν το σκεφτείς, έτσι χτίστηκαν οι Μέλισσες, με τις σκηνές των ανθρώπων που μας μοιάζουν».
Η τρίτη και τελευταία σεζόν εκτυλίσσεται την περίοδο της χούντας, καταπιάνεται δηλαδή με γεγονότα που ποτέ μέχρι σήμερα δεν είχαμε δει να αναβιώνουν στην ελληνική τηλεόραση. «Η απόφαση αυτή ήταν των σεναριογράφων, και πρόκειται για μια θαρραλέα απόφαση. Έτσι όπως είχε εξελιχθεί η σειρά, τα μίση και τα πάθη των οικογενειών είχαν πλέον ολοκληρωθεί και δεν μας ενδιέφερε να ξεκινήσουμε καινούργια. Χρονικά, είχαμε φτάσει ήδη στο 1967. Προσωπικά, θεωρώ το ρίσκο της κατεύθυνσης αυτής τεράστιο, μιας και ό,τι κι αν θέλουμε να λέμε και να δείχνουμε, δεν θεωρώ ότι είμαστε πολιτικοποιημένος λαός, αντίθετα είμαστε λίγο της κουβέντας, του καφενείου. Αυτό το είδαμε και στην πράξη, μιας και κάποιος κόσμος έστρεψε το κεφάλι του αλλού σε αυτήν τη σεζόν, ενώ ήρθε ένα διαφορετικό και πολύ πιο ένθερμο σε σχέση με τα άλλα χρόνια κοινό. Οι αλλαγές πάντα εμπεριέχουν το αίσθημα του φόβου, όμως δεν το μετανιώνω. Είμαι υπέρ του να δίνεις μια κλωτσιά στη συνήθεια του άλλου».
Κάτι που δεν γνώριζα κι έμαθα στη συνέντευξη αυτή, είναι η αγάπη του για τα podcast. «Καταρχήν κάνω τα podcast των Άγριων Μελισσών, κι είμαι ιδρυτικό μέλος του Pod.gr. Απ’ όταν έφυγα, ίδρυσα μια δική μου εταιρεία μαζί με την Κατερίνα Μπακογιάννη που λέγεται Melon Media. Είναι μια άλλη μου ασχολία που την ευχαριστιέμαι πολύ. Στο Pog.gr, στην περίοδο της καραντίνας είχα κάνει 38 επεισόδιά, μιλώντας από δέκα λεπτά με όποιον μπορείς να φανταστείς, για το πώς βίωσαν την περίοδο εκείνη του εγκλεισμού».
Ο Λευτέρης μου εξηγεί ότι δεν είναι καθόλου αισιόδοξος για το μέλλον του κινηματογράφου, μετά τα σαρωτικά χρόνια της πανδημίας, που εξακολουθούμε να βιώνουμε. «Ο κινηματογράφος επλήγη περισσότερο απ’ όλους τους τομείς κι αυτό θα φανεί κι αργότερα. Ο κόσμος θέλει να βγει και να διασκεδάσει, δεν θέλει να πάει να δει σινεμά, μοιάζει να σταμάτησε να είναι πλέον ανάγκη μας. Σε συνδυασμό με το Netflix και τις άπειρες επιλογές που δίνει, δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι θα επιβιώσει».
Κάθε που το κινητό του φωτίζει, στην οθόνη εμφανίζεται ο γιός του. «Θα ήθελα να έχω εκατό παιδιά, δεν μπορείς να φανταστείς πόση αδυναμία τους έχω, πώς νιώθω ότι ο χρόνος μου δεν είναι ποτέ χαμένος όταν είμαι με τον γιο μου. Μαθαίνω διαρκώς απ’ αυτόν, νιώθω ότι συνδέομαι με μια γενιά που φέρνει τα πάνω-κάτω σε πολλά ζητήματα, με κυρίαρχο αυτό του φύλου. Η γενιά του ασχολείται πολύ με τα έμφυλα ζητήματα και την κοινωνική αποδοχή πράγμα που μου δίνει ελπίδα για το μέλλον. Το μόνο που θέλω είναι να ξέρει ο γιος μου ότι στη μεταξύ μας σχέση υπάρχει χώρος για να μοιραστεί κάθε του ανάγκη και συναίσθημα και πως θα βρει αποδοχή, μέσω της συζήτησης».