ΠΡΟΣΩΠΑ

Κωστής Μουδάτσος: «Προτιμώ τη βία της ανυπακοής από την υποταγή στη βία της πειθαρχίας»

Είναι παιδί της Κρήτης, από τα αυθεντικά. Των ψηλών βουνών και της καζαντζακικής χαρμολύπης. Ο Κωστής Μουδάτσος συνεχίζει τη μακραίωνη ποιητική και μουσική κρητική παράδοση σκαρώνοντας δεκαπεντασύλλαβους καημούς σε ποιήματα και μαντινάδες. Ελεγειακούς αναστεναγμούς για τον έρωτα και την ανάσταση της σάρκας, εξορκισμούς για τη φύση που παραβιάζεται και εκδικείται, επαναστατικά σκιρτήματα του αδιάκοπου αγώνα να κρατηθούμε ελεύθεροι και ακέραιοι.

Με ορεσίβια κρητική ευγένεια, που είναι πάντα βελούδινη και κάπως μετέωρη, μιλάει για το έργο του χαμηλόφωνα. Για τα έμμετρα και τα πεζά του, για τις ραδιοφωνικές εκπομπές, τα άρθρα, τα μουσικά σχήματα και τις συναυλίες, τις επιμέλειες και παραγωγές δίσκων, που περιέχουν σπάνια δείγματα κρητικής μουσικής από μεγαθήρια όπως ο Κώστας Μουντάκης ο Θανάσης Σκορδαλός, ο Νίκος Ξυλούρης. Και όσο σου μιλάει, συνειδητοποιείς ότι το έργο του δεν είναι μόνο ποίηση και μουσική. Ούτε μόνο η αφοσίωση σε μια λαμπρή παράδοση. Είναι η ανάγκη του να αφυπνίσει τη μισοκοιμισμένη Κρήτη, που έχει πέσει σε μια ιδιότυπη νάρκη για να γλιτώσει από τις ορδές των “βαρβάρων” που ποδοπατούν την άγρια, μυστικιστική ομορφιά της. Είναι μια δική του, εσωτερική τελετή, μια συνάντηση της Κρήτης με τον εαυτό της.

«Προτιμώ τη βία της ανυπακοής από την υποταγή στη βία της πειθαρχίας», θα πει σε μια στιγμή της συνομιλίας μας, όταν μιλάμε για τους Χαΐνηδες προγόνους του, «μεγάλους παιγνιάτορες της ζωής, όπως ο Ζορμπάς, που αντιστάθηκαν σε κάθε λογής εισβολείς και καταπατητές επειδή αγαπούσαν με πάθος, προστάτευαν τον τόπο τους, την ελευθερία τους, το δικαίωμά τους να ζήσουν με τον δικό τους τρόπο».

Από τον Ερωτόκριτο στον Καρυωτάκη

Σαν ένα παιδί που έχουν δει πολλά τα μάτια του, λέει ιστορίες για τον προπάππο του, ο οποίος ήξερε όλο τον Ερωτόκριτο απέξω, έπαιζε θιαμπόλι και ασκομαδούρα και χόρευε στην πλάτη της καρέκλας. Και όταν δεν τον βαστούσαν πια τα πόδια του, τραγουδούσε μοιρολόγια στο μπαλκόνι, ξεπροβοδίζοντας τους συγχωριανούς που έφευγαν για το μεγάλο ταξίδι, αφήνοντας για πάντα το Οροπέδιο. Εκεί που ανδρώθηκε και ο Κωστής, στο Μέσα Λασίθι, γη γόνιμη, ελεύθερη και απότομη, με καλά κρυμμένα μυστικά και με δέντρα που σηκώνουν το βράχο για να απλωθούν.

«Πέρασα παιδικά χρόνια δίπλα σε ανθρώπους με τσαγανό και όνειρα, χρόνια ωραία και δύσκολα, με σκληρή δουλειά στα χωράφια και στα ζώα, με πετροπόλεμο, καντάδες και ανεμόμυλους, με χαστούκια απ’ τους δασκάλους και με αίμα που έβραζε». Θα πάει γυμνάσιο στο Τζερμιάδο και μετά στα Χανιά, θα γευτεί την αστική μεταδικτατορική ελευθερία και θα φτιάξει την πρώτη του βιβλιοθήκη, αγορασμένη με δόσεις από πλανόδιο πλασιέ. Πρώτη επαφή με Παλαμά, Βάρναλη, Σεφέρη, Ρίτσο, τον οποίο θα γνωρίσει στην Αθήνα, λίγο πριν φύγει για σπουδές οικονομικών στη Ρουμανία. «Θυμάμαι τον Ρίτσο να μας λέει να διαβάζουμε Ελύτη και πώς να χρησιμοποιούμε τα ρήματα ώστε να έχουν κίνηση».

Θα ζήσει στο Βουκουρέστι κάνοντας φίλους από κάθε γωνιά της Γης, θα τρέξει να σωθεί από τη Σεκιουριτάτε του Τσαουσέσκου, θα φτύσει μεθυσμένος πάνω στη φωτογραφία του περιμένοντας τη σειρά του στη φοιτητική ουρά. Θα γίνει Βαλκάνιος. Και όταν θα του λείπει το χωριό του, θα θυμάται τα νανουρίσματα και τις μαντινάδες των πρωτομαστόρων της Ανατολικής Κρήτης και θα διαβάζει Καρυωτάκη, όπως η μητέρα του, που είχε τα ποιήματά του στο κομοδίνο της.

Οι στίχοι του στο σύνθημα των «Αγανακτισμένων»

Γράφει χωρίς διακοπή, από έφηβος. Διαβάζει τους Έλληνες τραγικούς φωναχτά για να ακούει τη μελωδία των λέξεων, ανατρέχει συνεχώς στους αγαπημένους του Λόρκα, Ναζίμ Χικμέτ, Ελυάρ, Αραγκόν, στην ισπανική λαϊκή ποίηση. Γράφει, αφήνει και επανέρχεται, γράφει και σκίζει. Γράφει στίχους διαμαρτυρίας που γίνονται σύνθημα το 2011 στο Σύνταγμα. “Του γέρου κόσμου η καρδιά καινούργιο αίμα θέλει, γιατί την εκρεμάσανε οι σκύλοι στο τσιγκέλι”.

Και στη φετινή πορεία της  επετείου του Πολυτεχνείου, κάποιοι διάλεξαν πάλι δικούς τους στίχους για σύνθημα. Γράφει κάθε μέρα μετά τη δουλειά του ως υπεύθυνος οικονομικών στη Δημοτική Α.Ε. Πολιτισμού, Τουρισμού και Ανάπτυξης του Δήμου Ηρακλείου, γράφει ανάμεσα στις ακτιβιστικές του δράσεις για την απόδοση των δημόσιων χώρων στους πολίτες. «Τι άλλο να ζητήσει ένας καλλιτέχνης από το ακούγεται η φωνή του μέσα στο ξεσηκωμένο πλήθος; Είμαστε πάντα ενάντια σε ό,τι βιάζει την ψυχή των ανθρώπων, με την ποίηση και τα τραγούδια μας, με το νου και τη δράση μας».

Στο οπισθόφυλλο της τελευταίας ποιητικής συλλογής του διαβάζω: “Αγαπάμε τη γλώσσα που κληρονομήσαμε, τη γλώσσα με το φως του ήλιου, με το φως του βράχου και της θάλασσας”. Έχουν προηγηθεί πολλές άλλες εκδόσεις ποιητικών και πεζών έργων του, όπως “Οι αλήτες στα Βαλκάνια”, “Ο άσωτος που δεν επέστρεψε ποτέ”, “Διογένης ο Μοσκοκούζουλος”, “Τα πουλιά της ψυχής μου”.

«Έχεις ακούσει ποτέ τα άγρια πουλιά να τραγουδούν το ξημέρωμα;», ρωτάει. «Είναι το ωραιότερο ερωτικό τραγούδι της φύσης». Και για τη μουσικότητα της κρητικής ντοπιολαλιάς θα πει: «Σαν το ποτάμι που τρέχει και το νερό λειαίνει την πέτρα, αυτή η τρομερή χρήση των φωνηέντων σε αφήνει να αναπνεύσεις, σε αφήνει ελεύθερο».

Ο Κωστής Μουδάτσος, εκτός από συγγραφέας, είναι περιπλανώμενος λαϊκός αφηγητής, ένας πραματευτής ήχων και στίχων. Ο Ψαραντώνης έχει τραγουδήσει και απαγγείλει δικούς του στίχους. Συνεργάζεται μαζί του και με τον Μιχάλη Ξυδάκη και διοργανώνουν συναυλίες και μουσικές βραδιές σε μπαρ με κρητική μουσική και απαγγελίες, ανεβάζουν θεατρική διασκευή του Ερωτόκριτου, ετοιμάζουν μουσικά φεστιβάλ, εντός και εκτός Κρήτης.

Έχει γράψει και έχει πει:

  • “Μου αρέσει η κόλαση που χαρίζει παραδείσους”
  • “Να γίνει ο ψίθυρος κραυγή να σηκωθούμε πάλι”
  • “Ένα ψιχάλι ελπίδας ας βάλουμε στην καρδιά μας γιατί θα ‘ρθει καιρός που οι ορφανοί θα φάνε και θα πιούνε”
  • “Οι ψευτοκαπεταναίοι δεν έχουν ουδεμία σχέση με την Κρήτη που εμείς λατρεύουμε. Είναι η παρακμή των μετρίων και ανέραστων. Καταδικάζουμε οποιαδήποτε μορφή βίας εναντίον των γυναικών και αγαπάμε το όμορφο, το ωραίο, το αληθινό”
  • “Τα Λασιθιώτικα Βουνά είναι ένα κάστρο της Κρήτης, είναι ο τόπος του κλέφτη, του χαΐνη, του αντάρτη από τους αρχαίους χρόνους”
  • “Ο Κρητικός δεν έμαθε να είναι πειθαρχημένος γιατί υπήρξε πάντα ανυπότακτος και παραβατικός απέναντι στον κατακτητή”
  • “Μοσκοκούζουλος είναι αυτός που περνάει και η ευωδιά του απλώνεται παντού”
  • “Οι λαϊκοί ποιητές της Κρήτης που συνέθεταν εκπληκτικούς δεκαπεντασύλλαβους ήταν αγράμματοι βοσκοί αλλά ήξεραν όλες τις τεχνικές. Απλώς δεν ήξεραν τα ονόματά τους”
  • “Τα ριζίτικα είναι πολύτιμα κειμήλια στο σεντούκι του κρητικού πολιτιστικού θησαυρού. Είναι τα μάτια της ψυχής μας”
  • “Ο καλλιτέχνης είναι ένας φακός που φωτίζει τα περάσματα”
  • “Η απαγγελία των παλιών ένωνε τον κόσμο”
  • “Το γέλιο πάντα κρύβει μια πικρή αλήθεια”
  • “Όση συννεφιά κι αν έχει ο ουρανός, θα βρει ο ήλιος τον τρόπο να φέξει”

Η Υφάντρα που υφαίνει και ξεφαίνει…

Το τελευταίο βιβλίο του Κωστή Μουδάτσου, “Η Υφάντρα που υφαίνει και ξεφαίνει…” εκδόθηκε από τις Εκδόσεις Ταξιδευτής και παρουσιάστηκε στο Κηποθέατρο “Μάνος Χατζιδάκις” του Δήμου Ηρακλείου. Ο κόσμος πολύς, όρθιοι, παλιοί γνώριμοι, συνοδοιπόροι, άγνωστοι, όλοι μια μεγάλη παρέα. «Αυτό που με συγκίνησε δεν είναι ότι γέμισε το θέατρο, αλλά ο κόσμος στη γαλαρία, τα νέα παιδιά. Το ίδιο ένιωσα όταν είδα το βιβλίο μου στο τραπέζι του καφενείου, σε ένα μικρό χωριό της Κρήτης». Ποια είναι όμως η Υφάντρα του Κωστή Μουδάτσου; Η πιστή Πηνελόπη που αντιστέκεται ή μια γενναία γυναίκα που ορίζει τη μοίρα της; «Είναι η μαγική τέχνη της εξαπάτησης για να πετύχεις το στόχο σου, είναι η υπομονή, η πίστη, η προσήλωση στο μεγάλο σκοπό».

Μου δίνει το βιβλίο του, με την αφιέρωση ήδη γραμμένη. Ξεφυλλίζω το εισαγωγικό του σημείωμα: “Ακόμα και οι ατέλειές μας είναι μέρος της προσπάθειας για να βρούμε νέους δρόμους. Σε τούτη την προσπάθεια θέλουμε το αίμα στις φλέβες των λέξεων να κοχλάζει δαιμονισμένα”.

Κατερίνα Αγγελιδάκη

Share
Published by
Κατερίνα Αγγελιδάκη