Όταν βλέπεις τον Κώστα Φέρρη, σκέφτεσαι κατευθείαν τον κινηματογράφο. Τον θυμόμαστε ως Εξόριστο Στην Κεντρική Λεωφόρο, στο φιλμ του Νίκου Ζερβού και, πολύ περισσότερο, τον συνδέουμε με το δικό του συγκλονιστικό Ρεμπέτικο που κέρδισε την Αργυρή Άρκτο στο Βερολίνο το 1984. Ή περνώντας στην τηλεόραση ξεκινάμε από τα 52 επεισόδια της σειράς Έμποροι των Εθνών που γύρισε το 1973-74.
Ο Κώστας Φέρρης όμως υπήρξε ακόμα σεναριογράφος, κριτικός κινηματογράφου/ θεάτρου/ πολυμέσων και άλλων θεαμάτων, θεωρητικός του οπτικοακουστικού, παραγωγός ταινιών και μουσικών έργων, μοντέρ (κι ενίοτε ηθοποιός ή τραγουδιστής), εκδότης, τηλεοπτικός παρουσιαστής και δάσκαλος σκηνοθεσίας. Ίσως πολλοί να μη γνωρίζουν ότι έχει γράψει στίχους για τον Γιώργο Ζαμπέτα και τον Νίκο Ξυλούρη ή για την Αποκάλυψη των Aphrodite’s Child, ίσως να περνάνε σε δεύτερη μοίρα δουλειές όπως το Oh Babylon που επιβεβαίωσαν την πολυσχιδή καλλιτεχνική του προσωπικότητα.
Σήμερα, λίγο πριν κλείσει τα 80 του, μίλησε στην Popaganda αποκαλύπτοντας πέρα από τα καλλιτεχνικά ότι έχει υπάρξει κι εκείνος δημοσιογράφος τόσο στο ξεκίνημά του, στην Αίγυπτο, όσο και στην Ελλάδα, στην εφημερίδα Μεσημβρινή υπό την διεύθυνση του Τάκη Λαμπρία που του έδωσε τον τίτλο «δημοσιογράφος-πασπαρτού» όταν τον κάλεσε να συνεργαστούν το 1980….
Όταν ξανάνοιξε η Μεσημβρινή, το 1980 μετά την αναστολή της λειτουργίας της από το 1967, με φώναξε ο Λαμπρίας λέγοντας ότι ήθελε δημοσιογράφο-πασπαρτού, όπως «εσείς οι παλιότεροι» είπε χαρακτηριστικά, έχοντας μάθει από τον παλιό αρχισυντάκτη μου, Σοφιανό Χρυσοστομίδη, ότι δούλευα τρία χρόνια σε αιγυπτιακή εφημερίδα, στο ξεκίνημά μου. Θυμάμαι, κάποτε, ο Χρυσοστομίδης ζήτησε να πάρω συνέντευξη από τον ηθοποιό Γουίλιαμ Χόλντεν που βρισκόταν στην πόλη μας. Πώς θα τον έβρισκα; «Δεν με ενδιαφέρει. Κόψε τον λαιμό σου», μου είχε απαντήσει. Έτσι έμαθα ότι δημοσιογραφία σημαίνει «κόψε τον λαιμό σου»! Μα κι αργότερα, στη Μεσημβρινή με έπαιρνε ο Λαμπρίας ξημερώματα για διάφορα. Μια μέρα μου λέει:
-Πάλι μας τα ‘κανε θάλασσα η Κίτσα Μπόντζου. Μου ‘φερε ρεπορτάζ από την Επίδαυρο όπου έπαιζε η Μελίνα στην Ορέστεια και κατάλαβα ότι το έγραψε από το σπίτι της. Πήρε όμως, το μάτι μου εσάς, εκεί. Σας παρακαλώ γράψτε μου κάτι.
– Δεν μπαίνω στα χωράφια κριτικών συναδέλφων.
– Δεν θα κάνετε κριτική, αλλά περιγραφή της κατάστασης. Δεν βγήκε η Μελίνα με ένα μακρύ κόκκινο φόρεμα (ήταν το γνωστό φόρεμα του Διονύση Φωτόπουλου) κι έγινε σούσουρο; Δεν έκανε τρεις εισόδους χωρίς να χειροκροτήσει κανείς, με αποτέλεσμα να στείλει δικούς της ανθρώπους για να ξεκινήσουν χειροκρότημα; Αυτά περιγράψτε.
Η Μελίνα ήταν φίλη μου. Τρελάρα και δεσμευμένη με διάφορα συμφέροντα. Δεν ήταν στο επίπεδο της Παξινού, αλλά σαν καλλιτέχνης ήταν πολύ καλή, καθιερώνοντας ένα συγκεκριμένο στυλ.
Μεγαλώνοντας, είχα πολλά ακούσματα τόσο από το ραδιόφωνο-όπου υπήρχε ελληνική εκπομπή που έπαιζε και ρεμπέτικα μιας και δεν υπήρχε λογοκρισία- όσο και από τον πατέρα και τον αδελφό μου που έπαιζαν μαντολίνο και φυσαρμόνικα, αντίστοιχα. Έτσι γεννήθηκε η καλλιτεχνική μου έφεση που καλλιεργήθηκε έντονα στην Αμπέτειο όπου φοίτησα και την αποκαλούμε «Μεγάλη του Γένους Σχολή». Οι δάσκαλοι μάς προέτρεπαν και σε εξωσχολικές δραστηριότητες, όπως το σινεμά. Είδαμε την Ζαν Ντ’ Αρκ με την Ίνγκριντ Μπέργκμαν και ο καθηγητής μάς έκανε ανάλυση για το μάθημα! Από την άλλη, στους προσκόπους η παρέα μας έβαζε φουστανέλες για να παίξει θέατρο, αντί να κάνει κόμπους. Έγινε σκάνδαλο και επενέβη ο αρχηγός: «αφήστε τα παιδιά ήσυχα, κάνουν πολύ καλό θέατρο».
Στο γυμνάσιο δεν γνώριζα αν είχα ταλέντο στο γράψιμο γιατί ο καθηγητής των ελληνικών έβαζε πάντα στις εκθέσεις μου 12-13, χωρίς να τις διαβάζει. Στην τρίτη γυμνασίου έρχεται ένας καινούργιος καθηγητής ζητώντας να γράψουμε έκθεση. Περίμενα ξανά 12-13. Την ημέρα της ανάγνωσης διαβάσαμε τις δέκα καλύτερες με αντίστροφη μέτρηση. Όταν φτάσαμε στην πρώτη είπε «εδώ έχουμε μια αριστουργηματική έκθεση από άνθρωπο που ξέρει να γράφει και γνωρίζει την γλώσσα – έλα Φέρρη να διαβάσεις την έκθεσή σου!». Κόκκαλο εγώ. Πρώτη φορά πήρα 19!
Ήρθαν οι πρώτοι έρωτες κι άρχισα να γράφω ερωτικά ποιήματα. Αδυναμία μου ο Λορέντζος Μαβίλης. Έγραφα σονέτα, με το ψευδώνυμο «Τάκης Ψαρρός» για να μην με πάρει χαμπάρι ο γυμνασιάρχης, και τα έστελνα στα Ημερήσια Νέα όπου διατηρούσε λογοτεχνική σελίδα ο Γλαύκος Αλιθέρσης. Τα δημοσίευσε όλα! Αργότερα, κάνοντας απολογισμό ο Αλιθέρσης γράφει «Τόσα χρόνια, ότι καλύτερο φιλοξένησε η σελίδα μου στην ποίηση ήταν οι μεταφράσεις του Κ. Βινέλλη και τα ποιήματα του Τάκη Ψαρρού», δίνοντάς μου θάρρος να δημοσιεύσω ποιήματα με το όνομά μου στο Φως του Καΐρου.
Αποφοιτώντας από την δραματική σχολή μπήκα στον θίασο του Γιώργου Ιορδανίδη σαν βοηθός του, ηθοποιός και υποβολέας. Παράλληλα, ανακάλυψα το σινεμά πηγαίνοντας στην κινηματογραφική λέσχη ενός καθολικού ιερέα που μας έκανε εκπληκτικές αναλύσεις. Μια μέρα είπε: «Θα δείτε μια ταινία ενός άγνωστου σκηνοθέτη που σας διαβεβαιώνω ότι θα γίνει μεγάλο όνομα! Αυτήν είναι η δεύτερή του ταινία και είναι χτισμένη επάνω στην ιδέα του time puzzle. Είναι το The Killing του Στάνλευ Κιούμπρικ». Έμεινα άναυδος. Αυτά μπορεί να κάνει το σινεμά; Παράλληλα, ο καθηγητής των γαλλικών μου σύστησε ένα βιβλιαράκι που λεγόταν «Technique du cinema». Έτσι, ανακάλυψα πώς γράφεται ένα σενάριο, πώς ένα ντεκουπάζ και πώς η ταινία κόβεται σε κομμάτια.
Στο Κάιρο συνδέομαι με τους Λαμπέτη και Χορν που ήταν στους πρώτους τους έρωτες κι έρχονταν για μήνες. Τα βράδια που ο Γιώργος Παππάς χαρτόπαιζε, το ζευγάρι ήθελε να ξενυχτάμε παρέα μιλώντας για θέατρο, για τον Ράινχαρτ, για τον Γκορντόν Κρεγκ κ.ά. Ήμουν μόλις 19 χρόνων και ο Χορν απορούσε πώς τα γνώριζα όλα αυτά. Έλεγε ότι στην Ελλάδα κανείς δεν δίδασκε ιστορία της σκηνοθεσίας. Εγώ, όμως, τα είχα διδαχθεί στην σχολή. Δούλεψα και σαν κομπάρσος τόσο στον αιγυπτιακό κινηματογράφο όσο και σε ελληνικές ταινίες όπως το Κυριακάτικο Ξύπνημα όπου λέω και την λέξη «Λορεντζάτος».
Οι Έλληνες άρχισαν να φεύγουν από την Αίγυπτο του Νάσερ. Μεγάλη μας επιθυμία δεν ήταν τόσο να δούμε την Ακρόπολη. Θέλαμε να ζήσουμε κάπου που να ακούμε γύρω μας ελληνικά. Θυμάμαι να βάζουμε το ραδιόφωνο στα βραχέα για να ακούσουμε από Αθήνα «Το θέατρο στο μικρόφωνο» του Αχιλλέα Μαμάκη με τις φωνές των Παξινού, Μινωτή κ.ά. Η μητέρα μου, παρόλο που ήμαστε φτωχοί, με άφησε να επιλέξω ανάμεσα σε Γαλλία και Ελλάδα λέγοντας ότι όπου και αν πήγαινα, θα μου έστελνε χρήματα. Εκείνη ήθελε να δουλέψω στην Ολυμπιακή θεωρώντας ότι, με τις πέντε γλώσσες που γνώριζα, θα γινόμουν σύντομα διευθυντής.
Ήρθα στην Αθήνα και στην Ανωτάτη Σχολή Κινηματογράφου, αντίπαλη της σχολής Σταυράκου, γνώρισα τους Κώστα Βρεττάκο και Ιάσωνα Γερουλάκη με τους οποίους προτείναμε να αλλάξουμε τον ελληνικό κινηματογράφο και από κινηματογραφημένες θεατρικές παραστάσεις να κάνουμε σινεμά. Αργότερα η παρέα μας άρχισε να μεγαλώνει με διάφορα ονόματα όπως οι Παναγιωτόπουλος, Τέμπος, Κωνστανταράκος, Μαρκετάκη και το ’63 έρχεται από το Παρίσι ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος. Στις συνεδριάσεις μας για τον νέο ελληνικό κινηματογράφο, ήμουν ένας από τους δύο ιδεολογικούς ηγέτες. Ο άλλος ήταν ο Αγγελόπουλος που πίστευε στον διεθνισμό του κινηματογράφου, ενώ εγώ στην ελληνικότητα γιατί στο μεταξύ είχα επηρεαστεί από την γνωριμία μου με τους Χατζιδάκι, Αποστολίδη, Τσαρούχη. Ο τελευταίος όταν είδε το Ρεμπέτικο έκλαιγε και μας χάρισε το εξώφυλλο του δίσκου. Το αποτέλεσμα είναι περίεργο γιατί όταν αργότερα κάναμε κινηματογράφο, ο διεθνιστής Αγγελόπουλος έκανε ταινίες με τσαρουχικά ναυτάκια κι εγώ έκανα την Φόνισσα με ψυχεδελικά χρώματα.
Είχα ξεμείνει από λεφτά και έψαχνα οποιαδήποτε δουλειά. Ενδιάμεσα δούλεψα σε σουβλατζίδικο από όπου με έδιωξαν. Μου είχε πει ο σουβλατζής να βάζω τρία ξύγκια και δύο κρεατάκια, αλλά εγώ έβλεπα τους μεροκαματιάρηδες οικοδόμους που έρχονταν με μια δραχμή να πάρουν το σουβλάκι για μεσημεριανό και έβαζα τέσσερα κρεατάκια γιατί τους λυπόμουν. «Θες να δουλέψεις στον κινηματογράφο;» είπε μια μέρα ο Καζάκος τονίζοντας ότι ήταν για τρίτος βοηθός. Μου δίνει μια διεύθυνση
-Χτύπα το κουδούνι που γράφει Κούνδουρος.
– Ο Νίκος;
– Τον ξέρεις;
– Έχω δει τον Δράκο και θέλω να του σφίξω το χέρι.
-Καλά. Τρίτος βοηθός όμως, εντάξει;
Είπα στον Κούνδουρο ότι ήμουν από την Αίγυπτο και μου έβγαλε δύο παρατσούκλια, «αράπης» και «Σεχραζάτ», ενώ μέσα σε τρεις βδομάδες, κατά σύμπτωση, έγινα πρώτος βοηθός. Ο Σταύρακας που ήταν δεύτερος ερωτεύθηκε την Ντέπυ Μαρτίνη και μόλις τελείωσε τα γυρίσματά της, φύγανε. Την τρίτη βδομάδα, ο Λύκας που ήταν πρώτος ερωτεύθηκε την ποιήτρια Λένα Τσούχλου που ήταν πρώτος έρωτας του Κούνδουρου και έφυγε, αφού έγιναν μπίλιες. Έτσι, βρέθηκα πρώτος βοηθός.
Το ’61 η λογοκρισία και η προκριματική επιτροπή έκοψαν την πρώτη μικρού μήκους ταινία μου Τα Ματόκλαδά Σου Λάμπουν μαζί με αυτές των Παπακυριακόπουλου και Τζίμα. Κάναμε το πρώτο αντιφεστιβάλ ελληνικού κινηματογράφου στη Θεσσαλονίκη. Ο Κούνδουρος έσπασε την πόρτα του σινεμά γιατί ο αιθουσάρχης είχε φύγει. Ο Γρηγόρης Δανάλης μπήκε στη μηχανή προβολής και ο Μίκης Θεοδωράκης ανάμεσα στους θεατές. Στη συνέχεια ένανα την ταινία Ο Ντελικανής με τον Μανώλη Σκουλούδη και πρωταγωνιστή τον Γιαννακά που ήταν δική μας ανακάλυψη, ενώ παράλληλα με τους Πετρόπουλο και Μοσχίδη κάναμε συλλογή και αναλύσεις ρεμπέτικων κομματιών. Τότε φεύγανε οι 78άρηδες και άρχιζαν οι 45άρηδες δίσκοι, με εμάς να αγοράζουμε τους πρώτους 7 δραχμές στο Μοναστηράκι, ενώ στα ταξίδια μας, ρωτούσα στα καφενεία αν είχαν παλιές πλάκες. «Έχω εκεί στην αποθήκη. Πάρε όσες θέλεις», ήταν η συνηθισμένη απάντηση.
Το ’65 κάνω την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία με την υπογραφή μου, Μερικές Το Προτιμούν Χακί. Ο παραγωγός εξασφαλίζει τον Ζαμπέτα για το τραγούδι των τίτλων. Είναι όλοι οι μουσικοί εκεί και περιμένουν τους στίχους. Μου φέρνει ο Πιπεράκης κάτι στίχους που λέγανε «Ω σημαία τιμημένη, ω σημαία ελληνική». Του είπα ότι κάναμε κωμωδία και όχι πατριωτική ταινία. «Αν δεν σου κάνει, γράψ’ το μόνος σου», είπε. Κάθομαι στο γραφείο και μου έρχεται στο μυαλό το «Είμαι εγώ το μαναβάκι» του Μπαγιαντέρα. Αντίστοιχα, ξεκίνησα «Είμαι φίνο φανταράκι» και συνέχισα περιγράφοντας την υπόθεση του έργου, τελειώνοντας σε 7 λεπτά. Όπως σηκώνομαι, ο κύριος με την τσάντα που είχε φέρει τους αρχικούς στίχους ζήτησε ευγενικά να το δει.
– Συγχαρητήρια, είναι πολύ ωραίο! Ξέρετε, εγώ αγοράζω στίχους.
– Δηλαδή;
– Ένα πεντακοσάρικο τον στίχο και αν γίνει σουξέ, θα έχετε επιπλέον κέρδη.
– Ναι, αλλά εγώ είμαι σκηνοθέτης και όχι στιχουργός.
– Πάρτε την κάρτα μου και όποτε θέλετε τηλεφωνήστε μου.
– Είσαι ο Μπάμπης ο Τσάντας; του είπα όταν είδα στην κάρτα «Χαράλαμπος Βασιλειάδης».
Όπως ήταν με το καπελάκι του, σήκωσε την τσάντα και μου χαμογέλασε. Ο Ζαμπέτας ξεκίνησει να το προβάρει, αλλά είπε ότι κάτι του έλειπε.
– Εδώ θα λέω «Οοοοο οοοοο, τατατατα»;
– Είναι πολύ απλό. «Μάνα μου γλυκιά….θα ‘ρθω στις 9»
– Καλοοοοό, μπράβο ρε τσόγλανε».
Αυτό μου το ξαναείπε χρόνια αργότερα, όταν είδε το Ρεμπέτικο στο θέατρο.
– Θα στο τραγουδήσω και στο μαγαζί.
– Τιμή μου.
– Μόνο που θα κάνω τους στίχους χασικλίδικους
– Ακόμα μεγαλύτερη τιμή.
Η αλλαγή που έκανε ήταν, «θα μου φέρει το χασίσι ο λοχαγός».
Συναντήθηκα με τον Βαμβακάρη για να του βρω δουλειά στο Κατηγορούμενος Ο Έρως. Ήταν τόσο συγκινημένος που μου αφιέρωσε το «Τι με ωφελούν οι άνοιξες» στο στούντιο. Με αυτή την ταινία βγήκε από την ανεργία και συνέχισε στην Ιερά Οδό με τον Παγιουμτζή. Είχε πει στον μαγαζάτορα να μην με αφήσει ποτέ να πληρώσω. Επίσης, επειδή είχα γυρίσει το Τα ματόκλαδά σου λάμπουν, όποτε πήγαινα στο μαγαζί, άρχιζε αμέσως αυτό το κομμάτι. Μέχρι που στο τέλος ντρεπόμουν.Με τον Καζάκο πήραμε τον Παγιουμτζή για να ψάλλει το «Σήμερον κρεμάται». Έρχεται την άλλη μέρα και μας είπε να πάμε στο καφενείο να τα πούμε. Η φήμη έλεγε ότι όπου βρισκότανε, τραγουδούσε. Μπαίνουμε στο καφενείο και αρχίζει να ψέλνει. Είπαμε να τον ηχογραφήσουμε, αλλά αρνήθηκε. «Δεν κάνει, αυτά είναι των παπάδων πράγματα. Εγώ είμαι χασικλής. Θα μας βάλουν φυλακή».
Οι ρεμπέτες ήταν ρομαντικοί. Δεν είναι όλοι βαρύμαγκες. Εξάλλου, υπήρχαν πολλές κατηγορίες, όπως οι ψευτόμαγκες (κουτσαβάκηδες), αλλά υπήρχαν και οι νταήδες που, σε αντίθεση με ότι νομίζουμε, δεν πέιραζαν μύγα, ήταν άγιοι άνθρωποι, σοφοί. Συνήθως, ήταν πρώην φυλακισμένοι που είχαν αποσυρθεί κι όταν χόρευαν ζεϊμπέκικο όλοι στέκονταν σούζα. Το ρεμπέτικο που ξέρουμε δημιουργήθηκε από ένωση πολλών ειδών. Έχει μάγκικα, μουρμούρικα, καντάδες, ανατολίτικα κλπ. Πριν το ’30 η λέξη «ρεμπέτικο» αφορούσε ελαφρά τραγουδάκια των πλανόδιων.
Κάποια στιγμή έγινε η έκρηξη των ταινιών μικρού μήκους στην Θεσσαλονίκη. Ο Αγγελόπουλος κάνει την πρώτη μικρού μήκους. Εμείς ετοιμαζόμαστε για ταινία σε τέσσερα σκετς, αλλά έρχεται η χούντα και φεύγω για Παρίσι. Εν τω μεταξύ, είχα γνωριστεί με ξένους, ανάμεσά τους με έναν σημαντικό Γάλλο σκηνοθέτη του underground κινηματογράφου, τον Πολέ που βοήθησε να με φυγαδεύσουν όταν με συλλάβανε και με είχαν στην Μπουμπουλίνας. Ευτυχώς, γλίτωσα στο τσακ τα βασανιστήρια.Ο Μπαρμπέ Σρέντερ, παραγωγός της ταινίας που δούλευα τότε και σημερινός διάσημος του Χόλιγουντ, είχε φίλο τον γραμματέα του Γάλλου υπουργού εξωτερικών και τηλεφωνούσε ως γραμματέας του υπουργού στην Μπουμπουλίνας λέγοντας ότι ο κύριος Φέρρης έπρεπε να πάει, έστω για 24 ώρες, στη Γαλλία προκειμένου να σώσει υλικά γυρισμάτων για προπαγάνδα τουρισμού στην Ελλάδα. Οι αστυνομικοί λέγανε: «Ποιος είσαι ρε πούστη, κατάσκοπος;». Επίσης, ένας εξ αγχιστείας συγγενής, άμεσος συγγενής του Παπαδόπουλου, το έμαθε και επειδή ήταν καλός μου φίλος, τηλεφώνησε και ζήτησε να με αφήσουν. Αυτό δεν το ήξερα. Το έμαθα αργά, λίγο πριν πεθάνει. Μετά από όλα αυτά, με φυγαδεύσανε.
Στο Παρίσι, στην αρχή, δούλευα σαν κομπάρσος λόγω γνωριμιών με τους βοηθούς σκηνοθέτες. Γράφω ένα σενάριο για τον Πολέ που γυρίστηκε ταινία και συνεχίζω με λιμπρέτο για την Όπερα των Πουλιών. Αργότερα, ήρθαν και οι Aphrodite’s Child και, επειδή γνωριζόμουν με τον Παπαθανασίου από την Αθήνα, ο Πολέ μου λέει ότι ήθελε να του γράψει την μουσική για την ταινία. Τελικά, αρνήθηκε γιατί δεν εμπιστευόταν τους Γάλλους, αλλά με κάλεσε σπίτι του να μιλήσουμε. Μου είπε ότι το γκρουπ θα διαλυόταν και ήθελε να του βρω ένα θέμα για να κάνουν έναν τελευταίο δίσκο. Σκεφτότανε ότι μόλις διαλύονταν οι Aphrodite’s child, μόνο ο Ρούσσος θα έμενε γνωστός και ήθελε να του γράψω κάτι που θα τον αναδείκνυε σαν συνθέτη. Την επόμενη μέρα πήγα με δύο προτάσεις. Η μία ήταν «Τα Πάθη του Χριστού» σαν να συνέβαιναν στην τότε χίπικη κοινωνία και το άλλο ήταν «Η Αποκάλυψη του Ιωάννη» που τελικά επιλέχθηκε κι έγινε το 666.
Βγήκε η πρώτη αμνηστία στην Ελλάδα και αμέσως επέστρεψα. Όταν ήρθα, μου περιέγραψε ο Καζάκος την κηδεία της Μαρίκας Νίνου όπου παίξανε μπουζούκια πάνω από τον τάφο της. Ένας σκηνοθέτης, ο Μπουλάς μου είπε ότι θα έσκιζε μια ταινία με μπουζούκια. Φύγαμε τελικά από τη Νίνου, περάσαμε σε μια συμβολική Μαρίκα κάνοντας πολλές αλλαγές. Στην αρχή είχα σε πρώτο πλάνο την ιστορία της Ελλάδας και στο φόντο την περιοδεία της Μαρίκας και του Μπάμπη. Ιστορικά, θα έπιανε από Μεταξά μέχρι Παπάγο (’36-’53). Το περιέγραψα στον Αγγελόπουλο το ’73 και μετά από 15 μέρες διάβασα στις εφημερίδες ότι ετοίμαζε την ιστορία της Ελλάδας μέσα από έναν περιοδεύοντα θίασο, από το ’36 έως το ’53. Δεν παρεξηγήθηκα. Μεταξύ μας γίνονταν πολλές «αλλαξοκωλιές».
Βλέποντας τον Θίασο του Αγγελόπουλου, κατάλαβα το λάθος μου. Δεν μπορείς να κάνεις ταινία έχοντας σε πρώτο πλάνο την ιστορία και πίσω τους πρωταγωνιστές. Πρέπει να κάνεις το αντίστροφο. Το σενάριο για το Ρεμπέτικο ξεκίνησα να το γράφω το ’58 και το ολοκλήρωσα το ’83, σε αντίθεση με το Oh Babylon που μου πήρε μόλις 15 μέρες και ήταν η πιο τολμηρή μου ταινία, ως προς την κινηματογραφική της γλώσσα.
Όταν έκανα τους Εμπόρους των Εθνών, ζήτησα από τον Ξαρχάκο να γράψει την μουσική. Δέχθηκε, ζητώντας μου να γράψω τους στίχους για το τραγούδι των τίτλων. Είναι το «Ήτανε μια φορά» ή «Η μικροπαντρεμένη» που ερμήνευσε ο Νίκος Ξυλούρης.
Το ’74 είπε χαρακτηριστικά ο Χατζιδάκις να του γράψω «ένα μπουκέτο τραγούδια». Ήταν για τον «Αλκιβιάδη και το μεθυσμένο κορίτσι». Κόμπλαρα. Επί έξι μήνες δεν μου έβγαινε λέξη. Μου έδωσε μια κασέτα με την φωνή του που έλεγε τυχαίες λέξεις, αλλά ήταν αυτές που εμείς οι φίλοι του κοροϊδεύαμε. «Φεγγάγι-παλικάγι, αστέγι-πεγιστέγι». Κόλλησα γιατί ήταν αυτά που ήθελα να αποφύγω. Μετά από έξι μήνες του ζήτησα συγγνώμη γιατί δεν μπόρεσα να το γράψω. Εκείνος νόμιζε ότι δεν μου άρεσε η μουσική, πράγμα που δεν ίσχυε. Τελικά, το έδωσε στον Μάνο Ελευθερίου. Είναι μια από τις ελλείψεις μου γιατί θα ήθελα να έχω γράψει κάτι για τον Μάνο.
Με τον Μίκη είμαστε φίλοι από το ’61. Κάποια στιγμή, μου ζήτησε να του γράψω ένα θεατρικό με βάση τον Διόνυσο. Έχουμε κάνει πολλές κουβέντες, αλλά ποτέ δεν μπόρεσα να μπω στο πνεύμα του. Εκείνος έζησε τον εμφύλιο σαν επανάσταση, ενώ εγώ, έχοντας μεγαλώσει στην Αλεξάνδρεια, πιστεύω ότι ο εμφύλιος είναι ότι πιο εγκληματικό έγινε στην Ελλάδα. Η δική μου επανάσταση ήταν ο Μάης του ’68 που δεν ζητούσε τίποτα. Μέχρι που την διαβρώσανε τα κόμματα. Όπως έγινε με τους Αγανακτισμένους ή όπως γίνεται με τις φοιτητικές παρατάξεις. Όσοι είναι εκτός κομμάτων, επαναστατούν για την ελευθερία και όχι για την εξουσία. Είναι οξύμωρο να επαναστατείς για το αυτονόητο, αλλά αυτό σημαίνει ότι η κοινωνία έχει φτάσει σε τέτοιο αδιέξοδο που το αυτονόητο είναι μεγάλη υπόθεση. Αυτό γίνεται στην Ελλάδα. Διατηρώ επιφυλάξεις για τη νέα κυβέρνηση, αλλά αν σκεφτείς από ποια καφρίλα των Σαμαροβενιζέλων βγαίνουμε, ο Τσίπρας είναι μια ανάσα. Δεν περιμένω να αλλάξει ο κόσμος. Μόνο να αισθανθούμε λίγο πιο ελεύθεροι, πιο γελαστοί και πιο αξιοπρεπείς. Αν με ρωτήσεις, θα πω «Εν ανάγκη δραχμή ρε πούστη».
Τώρα ετοιμάζω πολλά πράγματα, αλλά δεν ξέρω τι θα μου κάτσει πρώτο. Αυτή τη στιγμή έχουμε μια ανασύνταξη του «Καφέ Αμάν» σε δύο μορφές, η μία είναι η τετράς για μικρούς χώρους και η άλλη είναι αυτή που θα εμφανιστεί στον κινηματογράφο Ίλιον της Πατησίων και αποτελείται από οκτώ άτομα. Την παράσταση συνοδεύουν κινηματογραφικές προβολές και έντονη θεατρικότητα. Επίσης, ολοκληρώνω το βιβλίο μου «Θεωρία κινηματογράφου» που ετοιμάζω 25 χρόνια.
Ο Κώστας Φέρρης παρουσιάζει την παράσταση «Ονείρου Ελλάς» με το «Καφέ Αμάν» την Πέμπτη 19 Μαρτίου στις 21.30 στη σκηνή του Ίλιον Cinema & Stage (Πατησίων 113 και Τροίας 34, είσοδος €12) σε μουσική διεύθυνση Θέσια; Παναγιώτου. Μαζί του οι: Θεοδοσία Στίγκα, Γιώργος Κουτουλάκης, Θοδωρής Λίζος, Μάνος Κουτσαγγελίδης, Φώτης Τσορανίδης, Δημήτρης Σούτας και Γιώργος Γκίκας.