Categories: ΠΡΟΣΩΠΑ

Γιώργος Κορρές: «Οι αποτυχίες είναι αυτές που θυμάσαι»

Το ραντεβού με τον Γιώργο Κορρέ έγινε λίγο πριν τα Χριστούγεννα. Η αιτία της συνάντησης ήταν αφενός ότι ο κ. Κορρές δεν μιλάει συχνά στον τύπο ενώ η επιχειρηματική του σταδιοδρομία δείχνει ότι έχει πολλά να πει, αφετέρου για έναν προσωπικό λόγο. Από τότε που ανακάλυψαν, στο τέλος της δεκαετίας του ’90, τα προϊόντα του, η ετικέτα «Κορρές» στο σπίτι τύγχανε ανάλογης δημοφιλίας με αυτή της Κόκα Κόλα, οπότε όπως θα ήθελα να βρεθώ απέναντι σε αυτόν που έφτιαξε το αναψυκτικό, ήταν ανάλογη  η επιθυμία μου να δω πως είναι τώρα ο άνθρωπος που ξεκίνησε από ένα ομοιοπαθητικό φαρμακείο στο Παγκράτι και σήμερα «συνεργάζεται» με τη Morgan Stanley 

Η είδηση ότι η Morgan Stanley αποκτά το πλειοψηφικό πακέτο της εταιρείας Κορρές Α.Ε. και η επέκταση στην Κίνα ήρθε λίγες ώρες προτού δημοσιευθεί η συνέντευξη. Ευτυχώς δεν είχε πατηθεί το “Publish” γιατί θα πηγαίναμε για ένα ωραίο δημοσιογραφικό φιάσκο. Θα υπήρχε μόνο το «τολμώ να πω ότι το μυαλό μου είναι στο εξωτερικό» του Γιώργου Κορρέ. Σε νέα επικοινωνία που είχαμε, οι ερωτήσεις αφορούσαν τους εργαζόμενους, την ελληνικότητα της επιχείρησης αλλά και τη διοίκηση. «Το πιο πιθανό επειδή η προσπάθεια μας είναι να μεγαλώσει η παραγωγή να πάμε από μιάμισι βάρδιες σε τρεις άρα αυτό θα έχει σαν αποτέλεσμα να προσλάβουμε κι άλλους ανθρώπους. Ούτε στο κομμάτι της «ελληνικότητας» θ’ αλλάξει κάτι. Σκεφτόμαστε να ενισχύσουμε τη σειρά του ελαιόλαδου, του γιαουρτιού, η αυθεντικότητα όχι απλά θα παραμείνει αλλά θα ενισχυθεί κιόλας. Η διοίκηση δεν αλλάζει απλά στην Κίνα η Prophex που ανέλαβε θα έχει δική της ανεξάρτητη ομάδα για τον Κορρέ. Στη Βόρεια Ευρώπη θα παραμείνουμε όπως είμαστε, το ίδιο και στη Βόρεια Αμερική απλά τώρα θα υπάρξει μεγαλύτερη ανάπτυξη στην Ασία.»

Αλλά πως ξεκίνησαν όλα αυτά; Όταν ξεκινούσατε ποια ήταν η ιδέα; Δεν υπήρχε στο μυαλό μου η μεγάλη εικόνα. Υπήρχε η καθημερινότητα, η πραγματικότητα του φαρμακείου, που σημαίνει ότι έρχονταν ασθενείς για τα ομοιοπαθητικά τους φάρμακα, απ’ όλη την Ελλάδα αφού ήμασταν το πρώτο ομοιοπαθητικό φαρμακείο και το πιο πλήρες. Το πρώτο που έκανα όταν ξεκίνησα να δουλεύω ήταν να φτιάξω εργαστήριο, ώστε να κάνουμε την συνταγοποίηση των ομοιοπαθητικών εμείς, δηλαδή αναλάβαμε πλήρη ευθύνη για την ποιότητα. Εξαιτίας αυτού πάρα πολλοί ομοιοπαθητικοί γιατροί έστελναν ασθενείς που μας ζητούσαν προϊόντα με βότανα. Μιλούσα κάθε μέρα με αυτούς τους ανθρώπους και με ρωτούσαν αν έχω κάτι για τα μαλλιά, για τις φλέβες, για τον πονοκέφαλο, για την ακμή, την ξηροδερμία, τις ρυτίδες και προσπαθούσα να ανταποκριθώ σε αυτό που μου ζητούσαν. Τότε δεν υπήρχε ίντερνετ και η πληροφορία ήταν αδιανόητα δύσκολη.

Και τι κάνατε; Έψαχνα βιβλία με βότανα και για να τα πάρω έπρεπε να πάω στην εφορία, να πάω στην τράπεζα και να αλλάξω τις δραχμές σε δολάρια, να ξαναπάω στην εφορία να καταθέσω. Έχανα δυο μέρες για να βρω ένα βιβλίο και αν είναι καλό βιβλίο και αν είναι αυτό που χρειαζόμουν. Πήγαινα στους καθηγητές του πανεπιστημίου να με βοηθήσουν και να ρωτήσω ποιο βότανο να χρησιμοποιήσω και για ποιον λόγο. Μιλούσα με συναδέλφους, μεγαλύτερους σε ηλικία για να μου πουν μια ιδέα. Μιλούσα με μεγάλους γιατρούς. Αυτή, λοιπόν, η προσπάθεια να απαντήσεις σε αυτό που σου ζητάνε, δημιούργησε κάποιους κωδικούς, από τους οποίους, στην καθημερινότητα, κάποιοι ήταν τρομερά επιτυχημένοι. Άρχισαν να μου λένε οι ασθενείς ότι είναι καταπληκτικά τα προϊόντα και τα έδιναν και σε άλλους . Κάποιοι κωδικοί ήταν απόλυτη αποτυχία και έλεγα «ok, συγνώμη», θα προσπαθήσω πάλι και ξαναπροσπαθούσα. Σιγά- σιγά χτίστηκε από 20, 50, 60 συνταγές και τελικά έγιναν 200.

Πιο πολλές ήταν οι αποτυχίες ή οι επιτυχίες στην αρχή; Ξέρεις, οι αποτυχίες είναι αυτές που θυμάσαι. Αυτά που πάνε καλά τα θεωρείς δεδομένα, αλλά υπάρχει και η χαρά του να κάνεις τους άλλους χαρούμενους. Όταν είσαι με έναν άνθρωπο που είτε υποφέρει είτε θέλει να κάνει καλό στον εαυτό του, αυτό σου δίνει πολλά.

Έπαιξε ρόλο και η προσωπική επαφή για την εμπιστοσύνη που δείχνει ο κόσμος; Νιώθω ότι ο λόγος που υπάρχει η εταιρεία είναι η αντίληψη της πραγματικότητας και της ανάγκης μέσα από τη σχέση με τον καταναλωτή, μέσα από τη σχέση με τον ασθενή. Έχουμε σήμερα σαν κανόνα στην εταιρεία, ότι δεν κάνουμε μελέτες μάρκετινγκ. Κάνουμε κλινικές μελέτες, αλλά η σχέση μας είναι απευθείας, είναι τα πράγματα που εμείς πιστεύουμε, που εμάς μας αρέσουν και αρέσουν και στους φίλους μας.

Τώρα, όμως, που έχει μεγαλώσει αρκετά το πράγμα, πως γίνεται αυτή η επαφή; Με κύκλους φίλων και εσωτερικά στην εταιρεία. Δηλαδή, η δική μου αντίληψη είναι ότι όταν θέλουμε να λανσάρουμε κάτι, δεν θα πάω σε μια εταιρεία ερευνών να μου πει αν είναι σωστό το όνομα και η συσκευασία. Θα πάω σε ανθρώπους που αγαπάω, που εκτιμώ που δουλεύουμε μαζί, θα το συζητήσουμε και αν δεν μας αρέσει θα προσπαθήσουμε πάλι. Είμαστε περήφανοι; Αυτή είναι η λέξη. Είμαστε περήφανοι γι’ αυτό που κάναμε; Θα το βγάλουμε. Δεν είμαστε περήφανοι; Θα δουλέψουμε κι άλλο.

«Η Ελλάδα για τους ξένους είναι ένα μέρος, θα μπορούσα να πω, αγνό. Καθαρό. Δεν είναι φορτωμένη με πυρηνικά, με μόλυνση. Έχει αυτήν την μαγεία της χλωρίδας.»

Λέγαμε πριν ότι, στα μέσα της δεκαετίας του 1990, υπήρχε μια δυσπιστία απέναντι στο ελληνικό καλλυντικό και στο ελληνικό προϊόν. Θα σου έλεγα λίγο περισσότερο. Στην δεκαετία του ’80 και ’90, τα φυσικά προϊόντα ήταν λίγο περίεργα. Από το 2000 και μετά, μπορώ να σου πω ότι τα φυσικά προϊόντα άρχισαν ν’ αποκτούν ένα είδος αξιοπιστίας και μια αντίληψη στο μυαλό του καταναλωτή ότι αξίζουν, μέχρι να φτάσουν στο 2005 που κατάλαβαν ότι είναι καλύτερα από τα χημικά. Όσο αφορά τα ελληνικά προϊόντα, εγώ θυμάμαι εκείνη την εποχή εταιρείες, οι οποίες προσχηματικά νοίκιαζαν ένα γραφείο στην Γαλλία και έλεγαν “Paris”. Θεωρούσαν δηλαδή, σημαντικό να λένε ότι δεν είμαστε Έλληνες. Εγώ από την πρώτη μέρα έγραφα πάνω την λέξη «Αθήνα», όχι γιατί πιστεύω ότι το να είμαστε Έλληνες είναι καλύτερο. Τι να είσαι Έλληνας, τι να είσαι Ισπανός, τι να είσαι Άγγλος, τι να είσαι Αμερικάνος. Είναι ντροπή να τα λέμε αυτά. Πιστεύω στην αυθεντικότητα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Τώρα πάντως είναι συν να είσαι πετυχημένη ελληνική εταιρεία. Πάντα ήταν παγκόσμια συν γιατί η Ελλάδα έχει πολλά θετικά πράγματα πάνω της. Έχει την ιστορία μας, τον πολιτισμός μας, το καλοκαίρι μας, τα βότανά μας. Η Ελλάδα για τους ξένους είναι ένα μέρος, θα μπορούσα να πω, αγνό. Καθαρό. Δεν είναι φορτωμένη με πυρηνικά, με μόλυνση. Έχει αυτήν την μαγεία της χλωρίδας.

Όταν φτιάχνετε ένα προϊόν έχετε πιο πολύ στο μυαλό σας να χρησιμοποιήσετε τα ελληνικά προϊόντα για τους Έλληνες ή για να τα δείξετε στους ξένους; Τολμώ να πω ότι το μυαλό μου είναι στο εξωτερικό. Όταν κάνουμε προϊόντα η σκέψη μου είναι προσωποποιημένη. Δηλαδή, κάνουμε ένα άρωμα και σκέφτομαι ότι αυτό το άρωμα θα άρεσε στον φίλο μου τον Κώστα. Συγκεκριμένα όμως, όχι γενικά και αυτό με βοηθάει πολύ για να πω ότι αυτό είναι για πιο νέα παιδιά ή πιο μεγάλα παιδιά ή στην δική μου ηλικία, οπότε αρχίζω και σκέφτομαι ανθρώπους που αγαπώ και εκτιμώ, αν αυτό θα τους ταίριαζε ή όχι και το χρησιμοποιώ.

Ποια είναι η διαφορά; Υπάρχει κάτι στα ελληνικά βότανα που τα κάνουν να διαφέρουν από τα ξένα; Εγώ βλέπω δυο άξονες. Ο ένας είναι η πραγματικότητα της φύσης, που σημαίνει: Είμαστε τυχεροί, έχουμε 6.000 βότανα, εκ των οποίων περίπου 1.500 είναι ενδημικά. Στη Γερμανία έχουν 20 ενδημικά, στην Αγγλία 12 και η Ελλάδα έχει 1.500. Αυτή είναι η τύχη μας. Και το σημείο στο οποίο βρισκόμαστε, και το έδαφος, βοηθάει στο να έχουμε βότανα με μεγάλες περιεκτικότητες. Αν πας πιο νότια, επειδή είναι πολύ ζεστά έχεις πολύ λιγότερα βότανα, αν πας πιο βόρεια, οι παγετώνες έμειναν περισσότερο, με αποτέλεσμα πάρα πολλά είδη να έχουν εξαφανιστεί. Τυχαίνει η Ελλάδα να είναι σε ένα σημείο με τέτοιο κλίμα και η θερμοκρασία να είναι τέτοια που εξυπηρετεί πολλές χιλιάδες βοτάνων να επιβιώσουν και να υπάρχουν έχοντας μεγάλες περιεκτικότητες. Οπότε είναι σχεδόν κανόνας ότι τα ελληνικά βότανα είναι καλύτερα γιατί έχουν μεγαλύτερη περιεκτικότητα αιθέριων.

Πρέπει όμως να είμαστε και λίγο ψυλλιασμένοι απέναντι στο προϊόν που παίρνουμε; Κοίταξε, η αλήθεια είναι ότι στο παρελθόν υπήρχε πίσω από αυτό ένα «ψέμα». Μπορώ όμως, να σου πω ότι υπάρχουν δεκάδες εταιρείες με ελληνικά βότανα, που κάνουν τρομερή δουλειά. Και στην προηγούμενη ερώτηση, υπάρχει μια αλήθεια που λέει ότι τα ελληνικά βότανα είναι καλύτερα και υπάρχει και μια δεύτερη αλήθεια που λέει ότι θέλουμε να βοηθήσουμε την ελληνική κοινωνία και θέλουμε συνειδητά να τονώσουμε τους ανθρώπους που είναι στην επαρχία και δουλεύουν τα βότανα και αυτό τι σημαίνει; Τους εκπαιδεύουμε να κάνουν μια καλλιέργεια και τους δίνουμε ότι χρειάζεται για να κάνουν μια καλλιέργεια. Αυτό είναι μια συνειδητή επιλογή. Πως μπορούμε, στο ελάχιστο που μπορούμε, να τονώσουμε και το κάνουμε.

Μαζεύοντας κρόκο στην Κοζάνη.

Πάντως η αλήθεια είναι ότι π.χ. οι Ιταλοί, που είναι τρομεροί έμποροι της κουλτούρας τους, αν είχαν αυτοί 1.500 ενδημικά βότανα, πιθανότητα θα παίρναμε όλοι τα ιταλικά. Εδώ τι έχει γίνει λάθος; Θέλω να σου πω ένα παράδειγμα του πόσο στενάχωρο είναι και πόσο, τολμώ να πω την λέξη, ντροπιαστικό είναι. Όταν ξεκίνησα να δουλεύω στα μέσα της δεκαετίας του 1990, έψαχνα να βρω ελληνικά βότανα και δεν μπορούσα να βρω οργανωμένα από κανέναν. Γιατί; Έρχονταν κάτι παππούδες και μου έλεγαν «Γιώργο πάρε από το τσουβάλι, είναι το τάδε βότανο» και έλεγα και «πως το ξέρω εγώ»; Μα μου έλεγε, «δεν με πιστεύεις; Ψέματα θα σου πω;» Δεν υπήρχε οργανωμένα καμιά εταιρεία να συλλέξει και να κάνει έλεγχο των βοτάνων και να μου πει ότι αυτό είναι το είδος που σου λέω και στις προδιαγραφές που πρέπει. Η πραγματικότητα λοιπόν, ποια ήταν;

Ποια; Βρίσκαμε ελληνικά βότανα στην Ιταλία, στη Γερμανία, στο Βέλγιο, στην Ισπανία, τα οποία είχαν συλλεχθεί  «παρανόμως», είχαν γίνει όμως οι σωστοί έλεγχοι και ξέραμε ότι είναι σωστό. Εγώ, σαν Γιώργος ένιωσα ότι είναι ντροπή για μας. Ξεκίνησα με τη Γεωπονική Σχολή, το τμήμα οργανικής καλλιέργειας, κάναμε μια χαρτογράφηση της Ελλάδας, είδαμε ποιες περιοχές είναι οι πιο κατάλληλες και για ποιο βότανο και σε αυτές τις περιοχές πήγαμε και κάναμε συνεργασίες. Δεν πήγαμε να ανταγωνιστούμε, πήγαμε να βοηθήσουμε. Μέσα από αυτόν τον τρόπο, χτίσαμε ένα δίκτυο, ώστε να έχουμε πρόσβαση σε καταπληκτική ποιότητα, οργανικών, ελληνικών βοτάνων. Το δεύτερο κομμάτι που λέω ότι είναι ντροπή, είναι το εξής: Λέμε ότι έχουμε 1.500 που είναι ενδημικά. Ξέρεις πόσες μονάδες εκχυλίσεων υπάρχουν στην Ελλάδα; Ουσιαστικά οργανωμένη, είμαστε μόνο εμείς. Μια. Το Βέλγιο έχει τουλάχιστον 40, η Γερμανία έχει πάνω από 100. Με είκοσι ενδημικά, έχει 100 μονάδες εκχυλίσεων και με 1.500 εμείς είναι ζήτημα αν έχουμε τρεις.

Οπότε πάνε όλα έξω για να εκχυλιστούν και επιστρέφουν μετά πίσω; Δεν επενδύουμε σαν χώρα. Μένουμε στο πρώτο στάδιο που είναι η συλλογή και δεν πάμε στο δεύτερο που είναι η απόσταξη ή εκχύλιση και στο τρίτο στάδιο που είναι η παραγωγή ενός τελικού προϊόντος. Και εδώ προσπαθούμε να κάνουμε κάτι πολύ μεγαλύτερο σε συνεργασία με το ελληνικό πανεπιστήμιο και την ελληνική φαρμακοβιομηχανία και νομίζω θα έχουμε νέα πολύ γρήγορα, αλλά μας λείπει και η πρώτη φάση που είναι η σωστά οργανωμένη καλλιέργεια, η δεύτερη φάση που είναι οι πρώτες ύλες ή απομονωμένα δραστικά και μας λείπει και η τρίτη φάση που λέγεται τελικό προϊόν.  

Βότανα. Κάποια από τα 1500 ενδημικά που έχει η Έλλαδα.

Είπατε ότι ποτέ δεν νιώθετε πως πετύχατε. Αλλά κάποια στιγμή δεν καταλάβατε ότι κάτι γίνεται εδώ, ότι πρέπει να το επεκτείνουμε; Όχι, καθόλου. Η αίσθησή μου είναι μονίμως «να ‘χα κάνει κι αυτό». Δε μπορώ να σου πω ότι κάποια μέρα ένιωσα τι ωραία ας πούμε που είμαστε σήμερα. Είναι αυτή η χαρά του να χτίζεις ομάδες, η δική μου ευθύνη είναι να δημιουργήσω ένα γήπεδο με κάποιους ανθρώπους που έχουν ρόλους να κάνουν πράγματα. Είναι πολύ ωραίο αυτό. Και όταν βρίσκεις πως μπορείς να το κάνεις και καλύτερα, γιατί καταλαβαίνεις ότι ξεκίνησα να κάνω στο φαρμακείο τα πάντα και σήμερα είμαστε μαζί με τις ομάδες του εξωτερικού πάνω από 400 άνθρωποι. Αυτό που κάνω πια είναι πιο πολύ να δίνω χώρο παρά να κάνω προσωπικά πράγματα. Και να δίνω λίγο το προς τα που είναι η κατεύθυνση και να ενώσω brilliant μυαλά ας πούμε.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Εσάς σας άγγιξε το Άγιο Πνεύμα και δε σκέφτεστε το κέρδος; Όχι, όχι. Μία εταιρεία δεν μπορεί να υπάρξει εάν δεν είναι κερδοφόρα αλλά μπορείς να δεις ποια είναι τα προσιτά κέρδη που έχει και πιο είναι το μάρκετινγκ που κάνει. Οι πολυεθνικές ξοδεύουν σε διαφήμιση 25%. Εμείς ξοδεύουμε 10. Αυτή η διαφορά πάει στην ποιότητα. Δεν έχουμε κάποιο μαγικό ραβδάκι. Να σου πω ένα παράδειγμα. Πριν από 8 χρόνια, μου έλεγαν για εταιρική κοινωνική ευθύνη. Κι έρχεται ένας και μου λέει, «ρε Γιώργο έχω μία τρομερή ιδέα, να κάνουμε σαν εταιρεία αυτό κι αυτό κι αυτό, και μετά να πάμε να το επικοινωνήσουμε». Λέω πολύ ωραία, ποια είναι η σκέψη σου; Θα δουλέψουμε για παράδειγμα 50.000 ευρώ για να κάνουμε το έργο και 450.000 ευρώ για να το μιλήσουμε. Αυτό είναι ντροπή.

Μια κρέμα που είναι ακριβή σημαίνει ότι είναι και καλή αναγκαστικά; H διαφορά σε αποτέλεσμα και σε ποιότητα πλέον από μία πολύ φτηνή κρέμα του mass market μιας καλής εταιρείας από μία πολύ ακριβή κρέμα της επιλεκτικής με μία καλή εταιρεία, είναι δυσανάλογη με τη διαφορά στις τιμές τους. Δηλαδή μπορεί το ένα να κοστίζει 20 ευρώ και ένα άλλο να κοστίζει 150, το ακριβό δεν είναι 10 φορές καλύτερο. Μπορώ να τολμήσω να σου πω ότι δεν είναι ούτε δύο φορές καλύτερο. Μπορεί να είναι 30% καλύτερο. Θα είναι καλύτερο γιατί σίγουρα θα έχει καλύτερα δραστικά και σίγουρα θα είναι πιο ασφαλής η διαδικασία παραγωγής του, αλλά υπάρχει δυσαναλογία σε σχέση με τη διαφορά της τιμής του.

Υπάρχουν κάποια πράγματα που ζηλεύετε από τον τρόπο που δουλεύουν στο εξωτερικό; Όχι, αυτό που μπορώ να σου πω ότι ζηλεύω είναι το μέγεθος των αγορών. Αν κάτι με αγχώνει και με στεναχωρεί με την Ελλάδα, και για το οποίο  δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα, είναι ότι έχουμε πολύ μικρή αγορά. Δηλαδή έχουμε μία αγορά 10 εκατομμυρίων με μία γλώσσα. Πας στην Αμερική και έχεις μία αγορά 350 εκ. με μία γλώσσα κι έναν νόμο. Οποιαδήποτε ελληνική εταιρεία αν, με την προσπάθεια που κάνει στην Ελλάδα, ήταν στην Αμερική, θα ήταν 50 φορές μεγαλύτερη. Δυστυχώς έχουμε μικρή αγορά. Και η γλώσσα μας είναι πολύ περιοριστική και δεν έχουμε ας πούμε άλλο κοινό παρά μόνο το ελληνικό κοινό και η γεωγραφία μας είναι περιοριστική. Δηλαδή το Βέλγιο είναι εξίσου μικρή αγορά αλλά σε μία ώρα πηγαίνεις Γερμανία και σε μία ώρα πας στη Γαλλία και απ’ εδώ σε μία ώρα εμείς ούτε στον Πειραιά δε φτάνουμε.

Από την ανάμνηση στο μπουκάλι.

Ποιο ήταν ένα προϊόν που σας δυσκόλεψε πολύ; Είχαμε κάνει τρομερή προσπάθεια με το Yoghurt Cooling Gel. Ξέρεις είναι μία ανάμνηση όλων μας, όταν ήμασταν μικροί ότι όταν καιγόσουν στον ήλιο σου έβαζε η γιαγιά σου γιαούρτι στην πλάτη. Με θυμάμαι χιλιάδες φορές να μου λέει μην κουνιέσαι. Δε νομίζω ότι υπάρχει Ελληνόπουλο της δεκαετίας του ’60 και του ’70 που δεν έχει γιαούρτι στην πλάτη του, στο κεφάλι του ή στο στήθος του επειδή έχει καεί από τον ήλιο. Ξέραμε λοιπόν ότι το γιαούρτι είναι πολύ σημαντικό, ότι μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε, ότι κάνει καλό. Μέχρι να το κάνουμε προϊόν μας πήρε τρία χρόνια.

Πόσο ρόλο παίζει το marketing από το να κάνουμε το γιατροσόφι προϊόν;  Η αλήθεια της πραγματικότητας είναι εκεί έξω αρκεί να ανοίξουμε τα μάτια να τη δούμε. Δεν είναι παράξενο που το λάδι το χρησιμοποιούμε τόσο πολύ, κάπου διάβαζα για το ελαιόλαδο ότι είμαστε οι μεγαλύτεροι καταναλωτές στον κόσμο άνα κεφαλή με 20 λίτρα ανά πρόσωπο το χρόνο όταν οι Ιταλοί είναι στο 7 και οι Ισπανοί στο 5. Δεν είναι marketing, είναι αλήθεια δηλαδή το λάδι είναι τρομερό. Απλώς πρέπει εμείς να το καταλάβουμε και να το υλοποιήσουμε.

Πως είναι περίπου η διαδικασία, δηλαδή έχετε 20 βοτάνια-φυτά που τα έχετε βάλει στη σειρά και λέτε πάμε και ό,τι γίνει; Είναι σύνθετη. Πρώτον όταν λανσάρουμε κάτι, την ημέρα που το λανσάρουμε ξεκινάμε την αντικατάστασή του γιατί το να φτιάξουμε κάτι μας παίρνει από 3 μέχρι 5 χρόνια. Σήμερα ό,τι θα λανσάρουμε το ’18, το ’19 και το ’20 έχει ήδη κλείσει, δηλαδή δεν προλαβαίνουμε να λανσάρουμε κάτι το ’20 σήμερα συζητάμε τι θα λανσάρουμε το 2021 και το 2022. Για ποιό λόγο, η διαδικασία της ανάπτυξης είναι πολύ βαθιά και πολύ μεγάλη, οπότε τρέχουμε παράλληλα πολλά πρότζεκτ, δηλαδή 50 με 150 πρότζεκτ συνέχεια ώστε κάποια από αυτά να βγουν στην ώρα τους και κάποια να πάνε πιο πίσω ή κάποια να μη βγουν καθόλου αν δεν είμαστε ευχαριστημένοι. Και είναι μια διαδικασία ατελείωτη.

Ποιος θα σας πει τελικά τι θα βγάλετε; Είναι πολυσήμαντο. Είναι εμμονές που έχουμε μέσα μας, δηλαδή λέω «θέλω αυτό το βότανο να το κάνω». Είναι μηνύματα που παίρνουμε από την αγορά. Ας πούμε τα παιδιά από το marketing ή πωλητές ή φαρμακοποιοί μας λένε δεν έχω μια κρέμα με τριαντάφυλλο. Έρχονται καταναλωτές και μας λένε «καλά ρε παιδιά εσείς δεν έχετε κάνει μια σειρά με ελαιόλαδο;». Έρχονται εταιρείες φυσικών πρώτων υλών και μας λένε «ξέρετε κάναμε μια τρομερή ανακάλυψη». Είναι τα προγράμματα που εμείς τρέχουμε, παίρνουμε μέρος σε πολλά ερευνητικά προγράμματα. Ενα από αυτά λ.χ.: ξεκινάμε σε ένα ερευνητικό πρόγραμμα να ψάξουμε 500 ελληνικά βότανα. Και φτάνουμε στα 50, στα 10, στα 2, στο 1. Αυτά τώρα αν τα συνθέσεις, αυτού του είδους τα μηνύματα που είναι από όλες τις μεριές, είμαστε περίπου κάθε τρεις μήνες στο τραπέζι να συζητήσουμε και να πούμε «ρε παιδί μου, καλώς αυτό, κακώς εκείνο». Ξέρεις είναι μία μάχη, ωραία μάχη για το προς τα που θα κατευθύνουμε το μέλλον μας.

Αν ένα προϊόν που είχατε βγάλει ας πούμε το 2003 πιάσει πολύ υπάρχει περίπτωση να το σταματήσετε ή το συνεχίζετε για πάντα; Όχι, αυτό που κάνουμε είναι ότι το επαναλανσάρουμε. Αυτό που γίνεται είναι ότι κάνουμε αλλαγές, αλλά όχι στα προϊόντα που είναι τα πιο αγαπητά.

Όπως; Παράδειγμα το σιρόπι, είναι η ίδια συνταγή που ξεκίνησα και έκανα στο φαρμακείο πριν από 25 χρόνια. Η ακριβώς ίδια συνταγή είναι αυτή που πουλάμε και σήμερα, και οι καραμέλες δεν έχουν αλλάξει καθόλου. Ή τα σαπούνια. Στα πιο πολλά προϊόντα του προσώπου επειδή η τεχνολογία αλλάζει πολύ γρήγορα, αν δεις μια σύνθεση του ’95, του ’05 και του ’15, η απόσταση είναι τόσο μεγάλη που θα ήταν έγκλημα να είχαμε μείνει στην παλιά φόρμουλα.

Το πρώτο σιρόπι.

Πως αισθάνεστε που το επίθετο σας είναι brand name; Δεν είναι λίγο παράξενο; Τα πρώτα 2-3 χρόνια δηλαδή στα τέλη του ’90 ένιωθα αυτό που λες, ξέρεις «αμάν». Μετά αποστασιοποιείσαι τελείως και δεν το σκέφτεσαι καν. Δηλαδή εγώ νιώθω ένα μέλος της ομάδας που παλεύουν μαζί να κάνουν κάτι, δεν το προσωποποιείς, λες απλά το δικό μου όνομα είναι εκεί. Γιατί είναι και η δουλειά που κάνουμε, δεν παίζω τένις που παίζει ένας άνθρωπος με έναν άλλο, εδώ είναι μια πολύ ομαδική δουλειά. Και θα είναι και άδικο να πω οτι το κάνω εγώ, δηλαδή δεν είμαι εγώ που κάνω αυτό.

Αν είχατε κάποιο όνειρο για τα επόμενα 20 χρόνια ποιο θα ήταν αυτό; Να μη σταματάω να χαίρομαι το κομμάτι της δημιουργίας. Δηλαδή τώρα αυτό με εξιτάρει απίστευτα, κάθε φορά που έχουμε μπροστά μας ένα καινούριο όνειρο, ένα καινούριο challenge να δημιουργήσουμε κάτι άλλο…

Ανταγωνιστικός νιώθετε; ζηλεύετε πράγματα από άλλους; Δε ζηλεύω, θαυμάζω. Όταν βλέπω άλλα πράγματα λέω «πώ, πω τι ωραίο, τι έκανε ο μάγκας». Πάρα πολύ ωραίο, τρελαίνομαι. Μου αρέσει πολύ αυτό όμως, είμαι καταναλωτής, μου αρέσουν οι μάρκες, λατρεύω τις μάρκες, μου αρέσουν οι ωραίες ιδέες, οι ωραίες εφαρμογές.

Υπάρχει περίπτωση τα επόμενα χρόνια να ξεπηδήσει νέος «Κορρές»; Υπάρχει παντού αυτό το πράγμα, εντός εκτός Ελλάδας. Υπάρχουν πάρα πολλές εταιρείες σε πολλά πεδία που μεγαλώνουν, μας ξεπερνάνε δεκάδες φορές, προχωράνε. Είναι η φυσική πορεία και εγώ νιώθω ότι η πληροφορία είναι πολύ εύκολη και υπάρχουν πολλά παιδιά με αξίες και κουλτούρα και τη βγάζουν αυτή την αξία τους και σιγά-σιγά θα προχωράνε. Και ξέρεις δε βλέπω πολύ το ελληνικό τοπίο, βλέπω το παγκόσμιο τοπίο.

Δε σας τρομάζουν οι νέοι, δε βλέπετε μια μικρή επιχείρηση και θέλετε να την απορροφήσετε; Το αντίθετο, τους λέω: παιδιά, μη σταματήσετε το όνειρο σας.

Σταύρος Διοσκουρίδης

Ο Σταύρος Διοσκουρίδης γεννήθηκε το Μάιο του 1983 στην Αθήνα. Παράλληλα με τις σπουδές του στις Πολιτικές Επιστήμες ξεκίνησε και την ενασχόληση του με τη δημοσιογραφία. Είναι από τα ιδρυτικά μέλη της Popaganda. Επίσης από το 2008 «διατηρεί» την εκπομπή Λατέρνατιβ μαζί με τον Παναγιώτη Μένεγο (08.00-10.00, Εν Λευκώ 87.7) .

Share
Published by
Σταύρος Διοσκουρίδης