Categories: ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Κύριε Παπαγεωργίου, ποιά είναι τα σχέδια σας για το Τρίτο Πρόγραμμα;

Περίπου είκοσι λεπτά πριν από τις 2 το μεσημέρι, περίπου 20 λεπτά πριν συμπληρωθεί η πρώτη από τις δύο ώρες της καθημερινής του εκπομπής, είχα πια αποδεχτεί ότι κάπως έτσι θα κυλούσαν τα πράγματα μέχρι το τέλος της. Με τον Χρίστο Παπαγεωργίου σε ένα παροιμιώδες multitasking, να τρέχει συχνά έξω από το στούντιο ανοίγοντας τη βαριά, ξύλινη πόρτα με άνεση καουμπόη σε σαλούν και να επιστρέφει λίγα δευτερόλεπτα αργότερα κρατώντας μερικά βινύλια, να σηκώνει όσες περισσότερες φορές μπορούσε το τηλέφωνο για να μιλήσει με ακροατές («σας ευχαριστώ πολύ»/«το εκτιμώ ιδιαίτερα»), να μιλάει off air με τον ηχολήπτη για να του εξηγήσει γιατί έχει τόση σημασία να ξεκινήσει μία πολύ συγκεκριμένη στιγμή η σπειροειδής πορεία της βελόνας πάνω στα αυλάκια του βινυλίου, να βγάζει το βύσμα των ακουστικών του από τη μικρή κονσόλα μπροστά του για να βάλει το βύσμα των άλλων ακουστικών που φοράει τις στιγμές που παίζει πιάνο στον αέρα («Θέλω να φέρω ένα πιάνο με ουρά, να μην παίζω σε αυτό το κονσερβοκούτι», θα μου πει αργότερα), να επιστρέφει στην αρχική του θέση και να επαληθεύει γκουγκλάροντας (ο ηλεκτρονικός υπολογιστής είναι το μόνο μηχάνημα που σπάει την «αναλογική μακαριότητα» του στούντιο) κάποιες πληροφορίες που έχει στο μυαλό του για μία συγκεκριμένη ηχογράφηση που αποφάσισε να παίξει.

Έχοντας πια ηρεμήσει από το αρχικό «σοκ» της υπερκινητικότητάς του (η κλασική μουσική ημερεύει και αγχωτικά θεριά σαν και του λόγου μου) σκεφτόμουν ένα μέρος που παραδόξως σκέφτομαι πολλές από τις φορές που χαλαρώνω, τη Νέα Υόρκη, νομίζω όμως ότι ήταν η πρώτη φορά που σκέφτηκα εκείνον το μουσικό του δρόμου που είχα πετύχει σε μία γωνία του Bowery (μάλλον), που καθόταν σε ένα κουβά και έπαιζε ταυτόχρονα κιθάρα, φυσαρμόνικα, καραμούζα (όταν δεν φύσαγε τη φυσαρμόνικα), λίγο αρμόνιο (με το αριστερό χέρι), ντέφι (με το δεξί πόδι), τραγουδούσε κιόλας στιχάκια που σίγουρα είχε μόλις σκαρφιστεί ενώ αντέτεινε και ένα ολίγον τι υπεράνω «peace, man» σε όποιον του έβαζε κανένα δολαριάκι στο πουγκί που κρεμόταν από το αναλόγιο, ακριβώς μπροστά του. Μια ολόκληρη ορχήστρα από μόνος του, δηλαδή. Κάπως σαν τον Παπαγεωργίου στο στούντιο του Τρίτου.

«Για μένα που λατρεύω τη σύνθεση μουσικής, και αυτό που κάνω εδώ είναι μια άλλου είδους σύνθεση», μου είπε όταν πια η εκπομπή του («Αναζητώντας την Κυρία με τη Στρυχνίνη», ένας τίτλος εμπνευσμένος από το εμβληματικό έργο του Γιάννη Χρήστου) είχε ολοκληρωθεί κι εκείνος μάζευε τα πράγματα του στα γρήγορα κι ετοιμαζόταν να φύγει από την Αγ.Παρασκευή για να κάνει το επόμενο από τα «χιλιάδες» πράγματα που έχει στο μυαλό του και προσπαθεί να προλάβει αυτός ο διακεκριμένος σολίστ και συνθέτης που μοιάζει σε αέναη κίνηση. Και που πλέον, όπως λέει ο ίδιος, έχει αναλάβει την πιο σημαντική αποστολή στην πορεία του μέχρι σήμερα. Να διευθύνει το Τρίτο Πρόγραμμα. Το κατά πολλούς «καλύτερο πρόγραμμα που υπάρχει».

Πάντα μου άρεσε να μιλάω στις συναυλίες μου. Διότι έβλεπα ότι με το λόγο μπορούσα να φέρω πιο κοντά στο πνεύμα της μουσικης τον κόσμο, και έτσι ίσως πιο εύκολα στην έκσταση που όλοι τελικά αναζητούν. Είναι «δίκοπο μαχαίρι» βέβαια.

Και η παλιά μουσική, όπως η παλιά ποίηση και κάθετί μιας άλλης εποχής έχει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στοιχεία του. Αν λοιπόν για παράδειγμα αρχίζεις και διαβάζεις Όμηρο χωρίς προετοιμασία τότε πάει, τελείωσε, δεν υπάρχει περίπτωση να σε καταλάβεις κανείς! Αν του  εξηγήσεις περί τίνος πρόκειται, και δώσεις στον άλλο τα κλειδιά για να το αποκωδικοποιήσει, θα μπει μαζί σου στο ταξίδι της μεγάλης του τέχνης.

Σε μια συναυλία μου ήταν που με πρόσεξε ο Γιώργος Τσαγκάρης (σ.σ. ο συνθέτης που το 1994 ανέλαβε τη διεύθυνση του Τρίτου). Όταν τελείωσα, μου είπε «Χρίστο θέλω να τα πούμε». «Να τα πούμε», του λέω κι εγώ, «γιατί όχι;» Εγώ φυσικά άκουγα Τρίτο Πρόγραμμα, ήταν ένας από τους φάρους μου. Ο Τσαγκάρης, λοιπόν, που ήταν πολύ ωραίος τύπος, αθυρόστομος βέβαια αλλά με έντονη προσωπικότητα και αν και όχι ιδιαίτερα ακαδημαϊκή κλασική παιδεία, μπορούσε να σε μαγνητίσει. «Εσύ έχεις λέγειν, έχεις και γνώσεις, γιατί δεν έρχεσαι να κάνεις μια εκπομπή;» μου είπε απλά. Το πήρα πολύ σοβαρά!… Το έβλεπα εξαρχής πολύ σοβαρά ενώ πολλοί αξιόλογοι γνωστοί μου μου έλεγαν ότι το ραδιόφωνο ήταν «για τους αργόσχολους». Παραδόξως – διότι τότε είχα όντως άλλα ιδεώδη-, πίστευα σθεναρά πως στο ραδιόφωνο γίνονται πάντα αυτά που θέλεις εσύ να γίνουν. Θυμάμαι ότι την πρώτη εβδομάδα, έφερα μέχρι και συνθεσάϊζερ από το σπίτι μου για πειραματισμούς. Με κοίταζε ο Γιώργος στις σκάλες και στους διαδρόμους του Τρίτου που κουβάλαγα τεράστια όργανα και απορούσε. Αλλά φαίνεται ότι χαιρότανε με τη ζέση μου.

Στην αρχή ήμουν εντελώς απογοητευμένος από τις εκπομπές μου… Τέλος πάντων, ένιωθα στις αρχές ότι ήμουν καταστροφή. Δεν μπορούσα να βάλω σε τάξη τις τόσες ιδέες. Είχα τόση αγωνία που μερικές φορές μου έπαιρνε δύο εβδομάδες να προετοιμαστώ για μία εκπομπή. Σημειωτέον, ήταν εβδομαδιαία… Και όλα αυτά ενώ παράλληλα έγραφα μουσική, έδινα κονσέρτα, δίδασκα στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, σε ιδιαίτερα και στην Κρατική Σχολή Χορού. Παράλληλα παρακολουθούσα ακόμα κάποια ειδικά μαθήματα , δηλαδή είχα ταυτόχρονα πολλά αντικείμενα ετερόκλητα και σημαντικά για διαφορετικούς λόγους το καθένα.

Η εκπομπή στην αρχή δεν είχε τηλέφωνα, έπαιζε ηχογραφημένη και ενίοτε ζωντανή. Όταν οι ακροατές μάθαιναν ότι ήταν ζωντανή, έρχονταν μέχρι και στο στούντιο! Ξαφνικά έβλεπα κόσμο έξω από την πόρτα και πολύ σοβαρό κόσμο όχι «περίεργους». Οπότε συνειδητοποίησα ότι κάτι συμβαίνει. Η εκπομπή, τότε, ήταν μια ώρα την εβδομάδα, και προσπαθούσα να δοκιμάσω να χωρέσω τα πάντα. Ζούσα και εργαζόμουν σαν να είναι η τελευταία μου μέρα, σαν να μην υπάρχει αύριο. Τώρα το βρίσκω υπερβολικό αλλά μάλλον έτσι κάνω πάντα.

Πήγα μια μέρα στον Τσαγκάρη για να του υποβάλλω την παραίτησή μου. Πρίν ανοίξω το στόμα μου γυρίζει και μου λέει «η εκπομπή σου έχει πολύ μεγάλη επιτυχία, θα σου αυξήσω το μισθό, και θα σε βάλω Σάββατο και Κυριακή». Ξαφνικά διαπίστωσα τη μαγική επίδραση του καλού λόγου. «Άκουσε, αγόρι μου, αν κάτι το κάνεις με αγάπη, αργά ή γρήγορα θα τα καταφέρεις». Με τον καιρό κατάλαβα πόσο δίκιο είχε, στην προκειμένη περίπτωση. Ξέρεις πόσα χρόνια πέρασαν; Μη σου πω και μια δεκαετία, για καταλάβω ότι αυτό είναι που μετράει, να κάνεις κάτι με αγάπη, να επιμένεις να το κάνεις. Ούτε καν το ταλέντο δεν είναι τόσο σημαντικό.

Φυσικά έκανα λάθη. Είναι απαραίτητα όταν θες να εξερευνήσεις έναν νέο κόσμο. Έκανα βήματα, πολλές φορές αρκετά τολμηρά σε όλους τους τομείς των δραστηριοτήτων και λανθάνοντας επέστρεφα εκεί απ’ όπου ξεκίνησα ξανά και ξανά μέχρι να φτάσω να «δημιουργήσω» στην προκειμένη περίπτωση στο ραδιόφωνο ένα προσωπικό είδος εκπομπής που ήταν κάπως διαφορετικό, και μπορούσε αυτοδικαίως να εξασφαλίσει την ύπαρξή του.

Η εκπομπή όμως τελικά με «οδήγησε» και στην τηλεόραση. Αυτό το οφείλω στον επόμενο διευθυντή του Τρίτου τον Δημήτρη Παπαδημητρίου που πάντα τον διέκρινε θετικότητα και οξύνεια και αποφάσισε να προωθήσει το Τρίτο στην τηλεόραση. Από το 2005 μέχρι το 2009, έκανα 43 επεισόδια που λόγω του μέσου προβλήθηκαν αρκετά. Εγώ όμως ένιωθα ότι θα μπορούσα να διευρύνω κι άλλο το φάσμα της επαφής με τον κόσμο. Όταν μετά από μια τρίχρονη παύση μου έγινε μία νέα πρόταση από την τότε ΕΡΤ, τη δέχτηκα γιατί αμέσως σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να οργανώσω μία θεματική εκπομπή για κάθε μέρα. Σε κάποιους φίλους μου εκτός ραδιοφώνου φαινόταν περίεργο αυτό, να κάνω δηλαδή πέντε διαφορετικές εκπομπές κάθε εβδομάδα. Ίσως να μην περίμεναν ότι θα «λειτουργούσε» αυτό το πράγμα.

Τώρα πια έχω την αυτοπεποίθηση ότι μπορώ να πάω στο στούντιο και να αυτοσχεδιάσω. Βγαίνω πιο «ζωντανός», και ίσως να γίνομαι και πιο πειστικός. Έχω αποκτήσει κάποιες δεξιότητες ώστε να μπορώ ταυτόχρονα να μιλάω με τον κόσμο, να παίζω πιάνο, να ετοιμάζω το επόμενο έργο ψάχνοντας ο ίδιος τους δίσκους στη δισκοθήκη 60 μέτρα παρακάτω. Για μένα που λατρεύω τη σύνθεση μουσικής, ως το ανώτερο αγαθό που θα μπορούσα να απολαύσω ως θνητός, νιώθω συχνά αυτό που κάνω στο Τρίτο ως μια άλλου είδους σύνθεση. Και με κάνει να ευτυχώς να νιώθω ζωντανός.

Τώρα εντάξει, ίσως θα μπορώ να λέω με κάποια τόλμη «σας παρακαλώ, φέρτε μου αυτόν τον δίσκο», να κερδίζω λίγο χρόνο αλλά δε νομίζω ότι πρέπει να φέρομαι αλλιώς ειδικά λόγω της θέσης που μου εμπιστεύτηκαν. Είναι μεγάλη ευθύνη το Τρίτο και όλοι οι μουσικοί γνωρίζουν ότι η θέση ευθύνης χρειάζεται οικονομία. Τώρα βέβαια μιλάμε πολύ, στο γραπτό είναι άλλα πράγματα που θα έγραφα πιο περιεκτικά.

Οι πολιτιστικές αλλαγές είναι πάντα αργές, υπάρχει συνεχώς αντίδραση. Γιατί στην τέχνη, όλοι έχουν ένα λόγο και πρέπει πρώτα από όλα να το σεβαστείς αυτό. Δεν επιβάλλεις κάτι εξ αρχής. Δεν λειτουργεί αυτό νομίζω. Μοιάζει μάλλον σα να διευθύνεις μια ορχήστρα από σολίστες, ειδικά στο Τρίτο.

Το Τρίτο έχει ένα σταθερό, πιστό κοινό. Γιατί βασίζεται στην ιδέα μιας παρακαταθήκης, μιας πνευματικής κληρονομιάς την οποία κρατάμε κατά κάποιο τρόπο περιφρουρούμενη και η οποία είναι τόσο ισχυρή, καθαρή και τόσο σίγουρη, ώστε να αποτελεί ένα σημείο αναφοράς για κάθε άνθρωπο υγιή αλλά και πάσχοντα. Μια πηγή θετικής ενέργειας. Είναι τόσο υψηλής ποιότητας αυτό που αποκαλούμε με τα χρόνια «κλασικό» , τόσο αληθινό και σίγουρο για τον εαυτό του που νιώθεις ότι δεν θα σε προδώσει, ότι μπορείς να επιστρέφεις σε αυτό για να πάρεις δύναμη. Σα να κάνεις προσευχή και μετά να φεύγεις με ότι ζήτησες. Ειδικά τώρα, αυτό το έχει ανάγκη ο κόσμος. Όλοι οι άνθρωποι γνώστες και μη, ειδικοί και μη, εραστές του ωραίου ή και αδιάφοροι, αυτοί που σκέφτονται πέρα από την συμβατική καλοπέραση τους, που οι ορμόνες τους είναι υπό τον έλεγχό τους και αντέχουν να κάνουν τις επιπλέον σκέψεις που γυμνάζουν το νου, αλλά και όσοι έχουν απλώς μια ευγενική στάση απέναντι στον κόσμο, στο Τρίτο πάντα έβρισκαν το φυσικό τους καταφύγιο.

Το κοινό που μας ακούει είναι το πιο απαιτητικό, το πιο αυστηρό και σίγουρα είναι οι περισσότερο ενημερωμένοι. Το «χειρότερο» στην περίπτωσή μας είναι ότι το κοινό επιμένει ότι το Τρίτο πρέπει να είναι το καλύτερο πρόγραμμα που υπάρχει. Καταλαβαίνεις, λοιπόν, ότι πρέπει κι εμείς να γινόμαστε καλύτεροι κάθε μέρα για να διατηρηθούμε. Πρέπει να είμαστε στο ύψος των απαιτήσεων τους. Πως μπορείς να χαλαρώσεις όταν βρίσκεσαι σε έναν από τους ελάχιστους πολιτιστικούς φορείς του τόπου;

Φυσικά και αγχώνομαι. Η κούραση, επίσης, είναι τρομερή – ξυπνάω στις 6 το πρωί πλέον κάθε μέρα, και δουλεύω για το πρόγραμμα – έχω και οικογένεια, ένα γιο που με χρειάζεται. Και πρέπει να διαφυλάξω και κάποιες προσωπικές ώρες, στην ουσία να διαφυλάξω τη δύναμη να γράφω μουσική που χάνεται πολύ εύκολα γιατί η ενέργειά της είναι πολύ ευαίσθητη και διότι αν όλα καταστρέφονταν ή άλλαζαν στη μουσική θα επέστρεφα πάλι.

Η επαφή με τον κόσμο με θρέφει σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό. Κάθε φορά που σηκώνω το τηλέφωνο του στούντιο, παίρνω θάρρος να προχωρήσω. Γιατί συνειδητοποιώ ξανά και ξανά πόσο υψηλού – υψηλοτάτου, όχι αστεία – επιπέδου είναι οι άνθρωποι που μας εμπιστεύονται. Εμείς οφείλουμε προσφέρουμε μία δίοδο επικοινωνίας και έκφρασης όπως θα θέλαμε και εμείς.

Δε λέω ότι όλα είναι τέλεια στο Τρίτο. Πρέπει να αλλάξουν πράγματα, αλλά δεν έχω σκοπώ να τα εκβιάσω. Εμένα αυτό που με απασχολεί είναι να βλέπω ανθρώπους να βελτιώνονται και φυσικά να βελτιώνομαι κι εγώ ο ίδιος. Η κορυφή είναι ένα συγκεκριμένο σημείο, στο οποίο οδηγούνται όλοι όσοι ακολουθούν μία κλίση που οδηγεί εκεί, κάπως σαν την κορυφή μιας πυραμίδας στη μέση της ερήμου. Αν όλοι προσπαθήσουν να φτάσουν εκεί, αργά ή γρήγορα θα συναντηθούν στο ίδιο σημείο. Αυτός είναι ο στόχος μου.

«Υπάρχει κάτι άλλο που θα θέλατε από το Τρίτο Πρόγραμμα;» Αυτή είναι πιθανόν μία από τις οκτώ ερωτήσεις που θα θέσω στο ακροατήριο του Τρίτου για να τις απαντήσει με mail, fax ή τηλέφωνο τους επόμενους μήνες, ώστε να δημιουργηθεί το Τρίτο που όλοι πιστεύουμε ότι πρέπει να έχουμε.

Αν από αυτή τη σφυγμομέτρηση φανεί ότι αυτό που θέλει ο κόσμος απέχει από αυτό που έχω στο μυαλό μου, θα ακολουθήσω σε κάθε περίπτωση αυτό που δίδαξαν όλες οι φωτισμένες προσωπικότητες που αποτελούν τη θεματολογία του Τρίτου. Πηγαίνουν εκεί που είναι οι υπόλοιποι, αν υποθέσουμε ότι κινούνται σε άλλη κατεύθυνση, και κάνουν προσπάθεια να τους πάρουν με το μέρος τους. Εντέλει πας κυρίως εσύ στους άλλους, δεν περιμένεις να έρθουν οι άλλοι σε σένα. Αυτό κάνει άλλωστε και ο σωστός λειτουργός κάθε φορέα τέχνης. Ο Μπετόβεν, ο Μότσαρτ, ο Γκάιτε, ο Βάγκνερ, ο Μπαχ, ο Ντα Βίντσι. Αν το δώσω παραστατικά ας πω ότι έχει «ανέβει» με προσωπικό αγώνα και με θεία χάρη, έχει δεί εκεί τι υπάρχει και στη συνέχεια κατεβαίνει με τη «σκάλα», και σε ανεβάζει μαζί του επάνω, εκεί που έχει ήδη πάει. Και προσπαθεί να το κάνει κάθε φορά. Αυτή είναι η αρχή, λοιπόν. Κατεβαίνεις κάτω. Δεν αποστασιοποιείσαι. Είναι υποχρέωση του ανθρώπου που έχει νιώσει το όποιο θείο άγγιγμα, ή την ευθύνη της τέχνης, να το μεταφέρει στους άλλους. Το κοινό έχει επίγνωση.

Έχω πολύ σαφείς απόψεις για το τι μ’ αρέσει και τι όχι. Αυτό δε σημαίνει ότι περιμένω να γίνουν όλα αύριο. Και το Τρίτο δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνει «κλώνος» δικός μου. Όλη η ομορφιά είναι ότι δε θα γίνει ποτέ κάτι τέτοιο.

Το πρότυπο μου είναι ο Bernstein. Έγραφε μουσική για όλα τα είδη, διηύθυνε, έπαιζε, δίδασκε, και τα έκανε όλα μοναδικά. Κυριαρχεί συχνά η νοοτροπία ότι πρέπει να βρεις ένα πράγμα να κάνεις στη ζωή σου, για να μπορέσεις να το κάνεις καλά. Άλλοι λειτουργούν σωστά όταν βρίσκουν διέξοδο όλες τους οι δεξιότητες. Το ζήτημα μου όμως αυτή την ώρα δεν είμαι εγώ αλλά τι ζητάει στο Τρίτο. Του αξίζει πάντα ο καλύτερός μας εαυτός. Το Τρίτο είναι οι άνθρωποί του, οι παραγωγοί του και είναι ο καθένας τους είναι και πρέπει να είναι μοναδικός. Το πρόγραμμα αυτό έχει εκ φύσεως μια ισχυρή και συγκεκριμένη δυναμική, άφθαρτη στο πέρασμα του χρόνου.

Αναζητώντας την Κυρία με τη Στρυχνίνη, καθημερινά 13:00-15:00. Περισσότερες πληροφορίες εδώ.

Θεοδόσης Μίχος

Ο Θεοδόσης Μίχος γεννήθηκε στον Βόλο το 1979. Ζει στο κέντρο της Αθήνας από το 1998. Εργάζεται ως δημοσιογράφος (είναι συνιδρυτής της Popaganda) και ραδιοφωνικός παραγωγός (καθημερινά 8-10πμ στον Best 92.6). Είναι συγγραφέας των βιβλίων Κράτα το σόου (2016) και Η Αλκμήνη και οι άλλοι (2020).

Share
Published by
Θεοδόσης Μίχος