Γεννήθηκα στην Πλάκα. Οι γονείς μου, από Λαμία και Τρίκαλα, ήρθαν πολύ νέοι στην Αθήνα και έπιασαν ένα σπίτι από εκείνα τα παλιά, με την κοινή αυλή στη μέση. Ήταν και οι δυο αριστεροί και δεν χαίρονταν πολύ το σπίτι και την οικογενειακή θαλπωρή. Εξορίες, φυλακές, περιόδους που ζούσαν εκ των πραγμάτων χωριστά. Βέβαια, θυμάμαι τη μητέρα μου, την αντάρτισσα, να μαγειρεύει για δεκάδες ανθρώπους, τους φίλους τους, τους συντρόφους τους, σε κάτι μεγάλα τραπέζια. Γέλια, συζητήσεις, τα πάντα… Από πολύ μικρή ηλικία, πάντως, ανεξαρτητοποιήθηκα από τους γονείς μου. Είχα δουλέψει μικρή, 16-17 χρονών, ως πωλήτρια σε μαγαζί με ρούχα, παρά το ότι είχαμε δικό μας ένα μαγαζί με σουβενίρ.
Τη δεκαετία του ’80 πηγαίναμε πολύ στα Εξάρχεια: Point, Πήγασος, Vitovski. Δεν υπάρχουν τώρα αυτά, πια, έχουν κλείσει. Στα Εξάρχεια, εννοείται πως είχα γνωρίσει και τον Άσιμο. Όταν ξεκίνησαν οι δουλειές στα μαγαζιά, βγαίναμε, κυρίως χειμώνα, μεγάλες παρέες στα after-άδικα που ήταν στη μόδα. Αλλά οι δουλειές αυτές ήταν ένα με τη διασκέδαση, δεν καταλάβαινα αν δούλευα ή αν έβγαινα. Άσε που η μουσική ήταν η ζωή μου όλη. Ζούσα μέσα στην έντασή της, την είχα κάνει ένα με μένα. Όχι μόνο οι μουσικές που ακούγονταν στο +Soda, αλλά και πιο πανκ ακούσματα. Με ξυρισμένο κεφάλι κυκλοφορούσα κι ένα λοφίο στην κορυφή. Ήθελα να μάθω και ντραμς ένα φεγγάρι, αλλά δεν. Τώρα πια, δεν πολυβγαίνω. Με καλούν σε πάρτι και δεν πάω.
Τα καλοκαίρια πηγαίναμε Μύκονο και Ίο. Εντάξει, η Ίος ήταν πιο extreme: ναρκωτικά, μεθύσια, Άγγλοι να ξερνάνε από δω κι από κει. Από ό, τι ακούω έχει αλλάξει κάπως η φάση, αλλά όχι και ριζικά. Από Μύκονο, βέβαια, με τον καιρό κόψαμε όλοι, όχι μόνο για οικονομικούς λόγους, αλλά επειδή δεν πηγαίνει πια και κανένας γνωστός.
18 χρονών με θυμάμαι να δουλεύω σε ένα δισκάδικο και μετά κατά κόρον σε ρουχάδικα, όπως το Acrobat στο Κολωνάκι, που είχε ρούχα πολύ μπροστά για την εποχή του. Γύρω στα 25 μου ξεκίνησα στον Κούκο-άλλο λατρεμένο μαγαζί- ως barwoman. Και χειμώνες και καλοκαίρια εκεί αλλά πίσω από τη μπάρα τσακωνόμουν με αρκετό κόσμο. Δε γούσταρα να φτιάχνω το ποτό του καθενός. Άσε που προτιμούσα να είμαι σερβιτόρα, η κίνηση μια ζωή μου άρεσε και μου ταίριαζε. Μετά, ηρέμησα κι εγώ λιγάκι και όλοι με λατρεύανε. Γνώριζα, στο μεταξύ, ήδη τον Μπάμπη τον Μουζάκη και ένα βράδυ, με πετυχαίνει σε ένα after party και μου λέει: Ανοίγω club, είσαι να δουλέψεις; Είμαι, του λέω. Δίνουμε χέρια κι αυτό ήταν. Τότε, οι άνθρωποι είχαν τη χειραψία για συμβόλαιο. Κάθισα καιρό στο +Soda, και σε κάποια φάση μου έγινε η πρόταση να μπω με ποσοστά στο μαγαζί, αλλά αρνήθηκα. Δεν ήθελα να δεσμευτώ σε τέτοιο βαθμό. Εννιά χρόνια έμεινα λίγο πριν το κλείσιμό του είχα ένα μικροατύχημα και έκτοτε, ασχολούμαι με τις χειροτεχνίες μου: θήκες για κινητά, τσάντες, ρούχα…
Το μαγαζί έκλεισε γιατί, από ένα σημείο και μετά, ο κόσμος ξανοίχτηκε σε άλλου τύπου μαγαζιά, όπως, τα μπουζούκια. Ερχόντουσαν θαμώνες μας λιγότερο συχνά και, κυρίως, μετά από διασκέδαση σε άλλους χώρους. Έκανε όμως όμορφα τον κύκλο του. Όπως ίσως θα ξέρεις, είχε ανοίξει καλοκαίρι στην παραλιακή, αλλά δεν πήγε και τόσο καλά. Ο κόσμος, μετά τις διακοπές του, άρχισε να συρρέει και το χειμερινό +Soda, στην Ερμού, γινόταν σιγά σιγά σημείο αναφοράς.
Εκείνη την εποχή υπήρχε έντονο το φλερτ, αλλά εμένα δεν τολμούσε κανείς να με πλησιάσει. Αισθανόμουν πως με φοβόντουσαν. Ε, κι εγώ… περίμενα τον Γιάννη, τον άνθρωπο που σήμερα είναι ακόμα δίπλα μου. Τον γνώρισα ένα καλοκαίρι στον φούρνο του Τάκη στο Κουκάκι, αργά το βράδυ, μετά τη δουλειά. 30 χρονών ήμουνα, όχι και πολύ πιτσιρίκα δηλαδή. Εκείνος νόμιζε ότι δούλευα εκεί, γιατί πηγαίναμε στον φούρνο μεγάλη παρέα, οπότε ήμουν αυτή που μάζευε τα ψιλά για να αγοράσει τυρόπιτες και σπανακόπιτες για όλους. Μετά από δέκα μέρες, ο Γιάννης με είδε στον Κούκο και εξεπλάγη. Όλα ήταν θέμα χρόνου, πια, κολλήσαμε σχεδόν αμέσως, αν κι εγώ στην αρχή τον σνόμπαρα και λίγο. Αλλά και μες στο +Soda, πάρα πολλοί άνθρωποι είχαν ερωτευτεί και μερικοί είναι ακόμα μαζί, και μαζί ήρθαν στα πρόσφατα reunion που κάναμε τον περασμένο Δεκέμβρη και φέτος το Μάρτιο. Φοβερά πάρτι, το καταχάρηκα. Οι περισσότεροι είχαν χαθεί ο ένας με τον άλλον και σταματούσαν κάθε τρεις και λίγο για αγκαλιές, φιλιά, ανταλλαγές facebook και τηλεφώνων. Προσωπικά, έχω κρατήσει επαφές με πολλούς και, φιλίες ακόμα με ορισμένους αλλά δεν συναντιόμαστε όσο συχνά θα θέλαμε. Κανένας μας δεν ξυπνάει πολύ νωρίς το πρωί. Το κουσούρι αυτό έχει μείνει από εκείνα τα χρόνια. Αρκετοί, φυσικά, έχουν γεροντοκοριάσει, έχουν αλλάξει, είναι άλλοι άνθρωποι. Το γεγονός ότι με βλέπεις τώρα με λιλά μαλλί, με διάθεση για κουβέντα, με κέφι και ενέργεια δεν είναι θέμα νεανικότητας: είναι, απλώς, ότι δεν πουλάω αυτά που έκανα στην προηγούμενη ζωή μου. Πιστεύω πως αυτό σημαίνει να είσαι original.
Στα club έδιναν κι έπαιρναν τα ναρκωτικά, μη λέμε ψέματα. Εγώ, όμως, όσο κι αν σου φαίνεται παράξενο, δεν έμπλεξα με τα ναρκωτικά ή με το αλκοόλ. Εννοείται πως όσο χωνόμουν στη νύχτα και τις δουλειές έπινα, αλλά μη φανταστείς πολύ. Μια εξάρτησή μου, που βέβαια έχω μειώσει κάπως, είναι το τσιγάρο. Έχω κάνει νύχτα μπόλικη, αλλά το πρωί ξύπναγα, ας πούμε στις 11-12, πήγαινα για το μπάνιο μου, έπινα τον καφέ μου στον ήλιο. Δεν ήμουν ζόμπι, να μη βλέπω το φως του πρωινού. Άλλα παιδιά ξυπνούσαν την ώρα πριν τη δουλειά. Ζούσαν μονάχα νύχτα.
Όλη αυτή η ιστορία με το face control είναι και λίγο μύθος. Δεν χωρούσαν όλοι αυτοί που στήνονταν σε ουρές. Δεν μπορούσαμε να τους βάλουμε όλους. Κάποιες βραδιές, βγάζαμε δυο, για να μπουν άλλοι δύο. Επίσης, ερχόντουσαν άνθρωποι μιας συγκεκριμένης αισθητικής, ούτως ή άλλως. Δεν είχα τέτοια θέματα. Και δερμάτινα και γούνες και τακούνια κι απ’ όλα. Εγώ, ας πούμε, έφτιαχνα μόνη μου τα ρούχα μου από 12 χρονών και πολύ συχνά πήγαινα στο μαγαζί φορώντας δικές μου δημιουργίες. Ήθελα να φοράω μάξι και ήμουν πολύ μικροκαμωμένη για να βρω σε μαγαζί κάτι στα μέτρα μου. Επίσης έβαφα τα μαλλιά μου ένα σωρό χρώματα: τα είχα φούξια, μπλε ελεκτρίκ, κόκκινα…
Όλοι οι ηθοποιοί, οι τραγουδιστές, μοντέλα, αθλητές, άνθρωποι της τηλεόρασης της εποχής πέρασαν από το +Soda. Απλώς, ο κόσμος σε αυτά τα μαγαζιά δε νοιαζόταν για το ποιος ήταν δίπλα του – όλοι περνούσαν καλά. Θέλω όμως να αναφέρω ειδικά τον φίλο μου Βλάσση Μπονάτσο, που ήταν καταπληκτικός άνθρωπος και παρεξηγημένος. Είναι από τους καλύτερους ανθρώπους που γνώρισα από εκείνη τη δουλειά. Έμπαινε στα μαγαζιά κι έφευγε γυμνός. Χάριζε τα φουλάρια του, τις ζώνες του. Του έλεγε ένας: ωραίο αυτό, και ο Βλάσσης το έβγαζε και το έδινε!
Εκτός από τα μαγαζιά είχε περάσει και από τα περιοδικά για λίγο καιρό. Δούλεψα στο Colt με τον Βασίλη Μπόνιο και έκανα ρεπορτάζ σχετικά με μαγαζιά για να είμαι στο στοιχείο μου. Έστηνα κολάζ με φωτογραφίες, ένα στιλ που τελικά επικράτησε μετά στα περιοδικά. Μότο μας ήταν «ό, τι χειρότερο κυκλοφορεί». Ωραίες αναμνήσεις, ωραίες δουλειές!
Μου αρέσει να διαβάζω τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς και φιλόσοφους. Ο αγαπημένος μου είναι ο Ηράκλειτος. Αυτό είναι και το στοιχείο που με ένωσε με τον άντρα μου, ο οποίος αυτή την εποχή ετοιμάζει μια ποιητική συλλογή σχετική με το δωδεκάθεο. Πιστεύουμε και οι δύο στη γηγενή, πατρώα θρησκεία, χωρίς άλλες ταμπέλες και τσουβαλιάσματα. Όμως δε γουστάρουμε οργανώσεις και σωματεία δωδεκαθεϊστών και τέτοια. Φαντάσου, πριν πολλά χρόνια, ο Γιάννης κι εγώ ανταλλάξαμε όρκους στη Δήλο. Έχω δημιουργήσει και μια συλλογή φορεμάτων εμπνευσμένων από το στιλ των αρχαίων Ελληνίδων. Ονειρεύομαι, εδώ και πολύ καιρό, να φτιάξω ένα χώρο, ένα μαγαζί με ρούχα. Χρόνια το θέλω αλλά τώρα οι καιροί δυσκόλεψαν. Δεν έχω ούτε σύνταξη να φανταστείς. Αλλά δε μετανιώνω, γιατί θα ήταν εξευτελιστικό για εμένα να λαμβάνω αυτά τα ψίχουλα. Δεν με αφορούν τα λεφτά, ούτως ή άλλως. Τα λεφτά, έτσι λίγα λίγα, όπως τα παίρνουν διάφοροι άνθρωποι στην ηλικία μου, οδηγούν σε μια συμβατική ζωή. Αυτό εγώ δεν το θέλω.
Έχω γράψει κι εγώ ένα βιβλίο, που δεν μπορώ να πω τον τίτλο, αλλά είναι όλο στο χέρι και χρειάζεται δακτυλογράφηση αλλά δεν υπάρχει χρόνος. Είχα φτιάξει από παλιά ένα σκελετό και μετά από μερικά ξενύχτια στη δουλειά το’ γραφα και το’ γραφα. Για να δούμε ποια θα είναι η τύχη του…
Είμαι ευχαριστημένη από τη ζωή που επέλεξα να κάνω. Γνώρισα ανθρώπους, έζησα στιγμές, έμεινα σε βίλες, έμεινα και στην άμμο, διασκέδασα μέχρι πρωίας. Πάλιωσαν, όμως, τώρα αυτά. Και τα μαγαζιά έχουν χαλάσει και ο «βλάχικος»- με την κακή έννοια- τρόπος που λειτουργεί ο μέσος Νεοέλληνας επιχειρηματίας. Δε βαριέσαι; Καλά να’ μαστε και να κάνουμε όνειρα και σχέδια.