Η μηνυτήρια αναφορά που κατέθεσε στις 26 Ιουλίου ο πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ – ΠΑΣΟΚ, Νίκος Ανδρουλάκης, στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου για απόπειρα παρακολούθησης του κινητού του μέσω του κακόβουλου και παράνομου λογισμικού Predator, ήρθε για να ταράξει την επικοινωνιακή, οικονομικο-κοινωνικο-πολιτική νηνεμία, που, τεχνηέντως, καλλιεργούν και επιβάλλουν ως κανονικότητα, τα καθιερωμένα ΜΜΕ της χώρας. Όμως οι υποκλοπές δεν είναι καινούριο θέμα.
Όπως φαίνεται, οι καταγγελίες του ΚΚΕ τα προηγούμενα χρόνια για συνακροάσεις στα γραφεία της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος, δεν ήταν αρκετές για να ανοίξει στη δημόσια σφαίρα ο διάλογος σχετικά με τις παρακολουθήσεις σε βάρος πολιτικών προσώπων ή δημοσιογράφων.
Βέβαια, για κάποιους «περίεργους» και μάλλον «περιθωριακούς», ως αποκλίνοντες της κυρίαρχης ατζέντας και του κυρίαρχου δημόσιου λόγου που αυτή παράγει, οι υποκλοπές ήταν και παραμένουν ένα ζήτημα ιδιαζόντως επίκαιρο και υψηλά ιεραρχημένο στη δική τους ατζέντα, ήδη από τον Αύγουστο του 2020, όταν ο δημοσιογράφος Θανάσης Κουκάκης υποβάλλει καταγγελία στην Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ), αιτούμενος να του γνωστοποιηθεί αν παρακολουθείται από την ΕΥΠ.
Το υπόβαθρο, τις προεκτάσεις, αλλά και τις «σατανικές συμπτώσεις» αυτών των δυο φαινομενικά όχι και πολύ σχετικών μεταξύ τους, αλλά, σε κάθε περίπτωση, πολύ σοβαρών υποθέσεων παρακολούθησης με θύματα ελληνικούς στόχους, διερευνούν από την πρώτη στιγμή, με την επαγγελματική ενδελέχεια και συνέπεια που απαιτείται, οι δημοσιογράφοι Θοδωρής Χονδρόγιαννος και Ελίζα Τριανταφύλλου, από το Reporters United και Inside Story αντίστοιχα.
Έχοντας διαφορετική αφετηρία, τα ρεπορτάζ των δύο δημοσιογράφων ακολούθησαν μια παράλληλη, «μοναχική» πορεία, για να συμπληρώσουν τελικά, από κοινού, ένα παζλ αποκαλύψεων, στο κάδρο του οποίου τοποθετούνται η διαφάνεια και η δημοκρατία ως διακύβευμα και αξίες που θα πρέπει να διέπουν κρίσιμους θεσμούς και υπηρεσίες σαν την ΕΥΠ, ώστε να μην παραβιάζονται συνταγματικά κατοχυρωμένα ατομικά δικαιώματα των πολιτών, όπως είναι αυτό του απορρήτου των επικοινωνιών.
Οι δύο δημοσιογράφοι που πρωτοστάτησαν στην διερεύνηση και ανάδειξη της υπόθεση των παράνομων υποκλοπών στην Ελλάδα, μίλησαν στην Popaganda για τις «σατανικές συμπτώσεις» του ρεπορτάζ, το κακόβουλο λογισμικό Predator και τους πελάτες του, το πλαίσιο δράσης και τους χειρισμούς της ΕΥΠ στις υποθέσεις παρακολούθησης Κουκάκη και Ανδρουλάκη, ενώ ξεκαθάρισαν πως θα συνεχίσουν κανονικά το ρεπορτάζ τους.
Για τον Θοδωρή Χονδρόγιαννο και το Reporters United, όλα ξεκινούν στις αρχές του 2021, όταν η Κυβέρνηση καταθέτει «νύχτα», τον Μάρτιο του ίδιου έτους, τροπολογία η οποία ουσιαστικά αλλάζει τον τρόπο γνωστοποίησης του απορρήτου επικοινωνιών από την ΑΔΑΕ.
Η τροπολογία, άσχετη με το σχέδιο νόμου και, άρα άκυρη, με βάση το Άρθρο 74 του Κανονισμού της Βουλής, προβλέπει ότι πλέον η ΑΔΑΕ δεν έχει κανένα δικαίωμα, υπό οποιαδήποτε συνθήκη, να ενημερώσει έναν άνθρωπο που παρακολουθείτο στο παρελθόν, εφόσον συντρέχουν λόγοι εθνικής ασφάλειας.
Όπως σημειώνει ο Θοδωρής Χονδρόγιαννος, «η άρση του απορρήτου μπορεί να γίνει μόνο για δυο λόγους: είτε για να εξιχνιαστεί κάποιο σοβαρό έγκλημα, είτε για λόγους εθνικής ασφάλειας. Ως προς την εθνική ασφάλεια, ο νόμος λέει πια ότι η ΑΔΑΕ δεν μπορεί να γνωστοποιεί στον θιγόμενο πως παρακολουθήθηκε. Ούτε πριν δεν ήταν υποχρεωτικό να σε ενημερώσει. Ωστόσο, ΑΔΑΕ διατηρούσε το δικαίωμα να σε ενημερώσει, με πρώτη προϋπόθεση να έχει τελειώσει η παρακολούθηση και δεύτερον – με την άδεια του αρμόδιου Εισαγγελέα – εφόσον δεν διακυβεύεται ο στόχος για τον οποίο είχε προκληθεί η παρακολούθηση. Το πλαίσιο ήταν πολύ σφιχτό και από πριν. Δεν ενημερωνόταν κανένας πρακτικά. Απλώς η Κυβέρνηση για κάποιο λόγο άλλαξε τον νόμο και τον έκανε πολύ πιο αυστηρό σε αυτό το σημείο».
Το «εντυπωσιακό» μάλιστα, όπως υπογραμμίζει ο δημοσιογράφος, είναι πως ο τρόπος με τον οποίο άλλαξε ο νόμος ενδέχεται να καταπατά τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστήριου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΔΑ) κι έρχεται σε αντίθεση με δικαιώματα του Συντάγματος, του Θεμελιώδους Χάρτη της Ε.Ε. για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).
Την ίδια περίοδο δημοσιεύεται ένα κείμενο με τις υπογραφές τριών εν ενεργεία μελών της ΑΔΑΕ, του προέδρου της, Χρήστου Ράμμου, της δικηγόρου Κατερίνας Παπανικολάου και του καθηγητή Στέφανου Γκρίτζαλη. Οι τρεις τους εκφράζουν δημόσια την αντίθεση τους στην εν λόγω αλλαγή της νομοθεσίας, επισημαίνοντας ότι παραβιάζει το Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Να πούμε ότι ένα τέτοιο κείμενο είναι πολύ γενναίο και επίσης είναι σπάνιο να βλέπεις ανθρώπους που είναι σε Ανεξάρτητες Αρχές να κάνουν κάτι τέτοιο, με προσωπικό για αυτούς κόστος.
Τα παραπάνω θα οδηγήσει το Reporters United να δημοσιεύσει τον Ιανουάριο του 2022 ένα πρώτο άρθρο, μέσω του οποίου επιχειρούν να θέσουν ερωτήματα, αλλά και να δώσουν ορισμένες απαντήσεις. Γιατί η Κυβέρνηση άλλαξε αυτό τον νόμο και μάλιστα «νύχτα»; Για ποιον άλλαξε και, ποιος μπορεί να θέλει να κρύψει τι;
Στην πορεία της έρευνας, επιβεβαιώνεται ότι ο δημοσιογράφος Θανάσης Κουκάκης, ο οποίος ασχολείται με το τραπεζικό ρεπορτάζ, όπως περιπτώσεις διαπλοκής και σκάνδαλα στον οικονομικό και τραπεζικό τομέα, παρακολουθείτο από την ΕΥΠ.
«Η ΕΥΠ ξεκινάει να τον παρακολουθεί από την 1η Ιουνίου του 2020. Την 1η Αυγούστου δίνεται παράταση στην παρακολούθηση – οι παρακολουθήσεις της ΕΥΠ είναι δίμηνες – και, κάποια στιγμή τότε, όπως προκύπτει από την έρευνα, ο Κουκάκης έχει ενδείξεις και αρχίζει να υποψιάζεται ότι παρακολουθείται και κάνει μια αίτηση στην ΑΔΑΕ για να το εξακριβώσει» λέει ο Θοδωρής Χονδρόγιαννος.
Η αίτηση υποβλήθηκε στις 12 Αυγούστου του 2020. Την ίδια ακριβώς ημέρα, η ΕΥΠ ζητά αιφνιδίως, την παύση της άρσης απορρήτου στο κινητό του Κουκάκη. «Πρόκειται για την πρώτη χρονική ταύτιση» δηλώνει εμφατικά, ο δημοσιογράφος του Reporters United.
«Μετά ξεκινά η ΑΔΑΕ τη διαδικασία να μάθει αν ο Κουκάκης παρακολουθείται. Η διαδικασία προχωράει και στις 10 Μαρτίου του 2021 η ΑΔΑΕ απευθύνεται στην Εισαγγελέα της ΕΥΠ, Βασιλική Βλάχου, για να ρωτήσει αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου για την ενημέρωση του δημοσιογράφου, σχετικά με την άρση του απορρήτου. Μόλις είκοσι μέρες μετά, έρχεται η τροπολογία και αλλάζει τον νόμο και ουσιαστικά λέει στην ΑΔΑΕ, δεν μπορείς να τον ενημερώσεις. Κατά την εκτίμηση μας είναι προφανές ότι ο νόμος άλλαξε για να αποκρύψει η Κυβέρνηση την παρακολούθηση του Κουκάκη από την ΕΥΠ», καταλήγει ο Θοδωρής Χονδρόγιαννος.
Παράλληλα, η Ελίζα Τριανταφύλλου και ο Τάσος Τέλλογλου αποκαλύπτουν στο Inside Story ότι ο Κουκάκης χακαρίστηκε από το κακόβουλο λογισμικό Predator, από τον Ιούνιο μέχρι και τον Σεπτέμβριο του 2021, μετά την παρακολούθηση της ΕΥΠ και την αλλαγή του νόμου.
«Η όλη ιστορία ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 2021, ουσιαστικά όταν στις 16/12 βγήκαν δύο ξεχωριστές εκθέσεις» εξηγεί η Ελίζα Τριανταφύλλου.
«Η πρώτη βγήκε από το Citizen Lab του Πανεπιστημίου του Τορόντο. Πρόκειται για ένα εργαστήριο που εξειδικεύεται στο να ανιχνεύει τέτοιου είδους “απειλές” για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τους δημοσιογράφους ανά τον κόσμο. Η δεύτερη εκδόθηκε επίσης στις 16/12 από τη Meta, την εταιρεία που ανήκουν το Facebook, το Instagram και το WhatsApp».
Όπως επισημαίνει η Ελίζα Τριανταφύλλου, «οι δύο αυτές έρευνες, που ακολούθησαν διαφορετική τεχνική προσέγγιση, έκαναν λόγο για ένα νέο spyware (λογισμικό κατασκοπίας), το Predator (μτφρ. Αρπακτικό) και κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν πελάτες αλλά και στόχοι του λογισμικού στην Ελλάδα – μεταξύ άλλων χωρών – ενώ, μάλιστα, η έρευνα της Meta είχε καταρτίσει και μία λίστα με spoof domains, domains δηλαδή με μικρές παραλλαγές ή αναγραμματισμούς στην ονομασία, ώστε να μοιάζουν πάρα πολύ με πραγματικά domains (π.χ. p[r]opaganda.gr αντί για popaganda.gr), τα οποία «είχε ζητήσει να απενεργοποιηθούν γιατί είχε διαπιστώσει ότι διακινούνταν μέσω των πλατφορμών της με σκοπό να μολύνουν κινητά με αυτό το spyware», καταλήγει η δημοσιογράφος του Inside Story, τονίζοντας:
«Από αυτά τα 310 συνολικά domains που είχε εντοπίσει η Meta, τα 43 ήταν ελληνικού ενδιαφέροντος. Μιλάμε για μία πολύ μεγάλη αναλογία. Οπότε, αρχίσαμε να γράφουμε στις αρχές του 2022 το πρώτο μας κείμενο, με σκοπό να ασχοληθούμε με τα συμπεράσματα αυτών των δύο εκθέσεων και να αναδείξουμε τα παραποιημένα σάιτ ελληνικού ενδιαφέροντος, τα οποία είχαν στηθεί με σκοπό να «μολύνουν» στόχους που, προφανώς, γνωρίζουν ελληνικά και είναι σε επαφή με την ελληνική πραγματικότητα».
Στο πλαίσιο της δημοσιογραφικής έρευνας, το Inside Story εντόπισε επιπλέον την παρουσία της εταιρείας Intellexa. Πρόκειται για την εταιρεία που εμπορεύεται το εν λόγω spyware και αναφερόταν στην έκθεση του Citizen Lab – και άλλων, σχετιζόμενων με αυτήν, εταιρειών στην Ελλάδα.
«Αναλάβαμε ταυτόχρονα να καταγράψουμε ποιοι άνθρωποι είχαν αναλάβει τη διαχείριση της Intellexa στην Ελλάδα. Το πρώτο αυτό κείμενο, ουσιαστικά, κινητοποίησε τον Θανάση Κουκάκη να ψάξει περαιτέρω το κινητό του» αναφέρει η Ελίζα Τριανταφύλλου.
«Ο Θανάσης Κουκάκης είχε ήδη κάνει καταγγελίες στην ΑΔΑΕ και είχε λάβει μία καθησυχαστική απάντηση σύμφωνα με την οποία δεν εντοπίστηκε κάτι παράνομο στον πάροχο· δεν γνώριζε τις αποκαλύψεις που έγιναν σε μεταγενέστερο χρόνο, ότι ήταν ήδη στόχος της ΕΥΠ για νόμιμη συνακρόαση».
«Διαβάζοντας το κείμενό μας τον Ιανουάριο του 2022», συνεχίζει η Ελίζα Τριανταφύλλου, «βλέπει τα ονόματα των διαχειριστών της Intellexa και των λοιπών σχετιζόμενων εταιρειών στη Ελλάδα και αναγνωρίζει, μέσα σε αυτά, δύο πρόσωπα με τα οποία είχε ασχοληθεί στα πλαίσια ερευνών για ρεπορτάζ που είχε κάνει για πολύκροτες υποθέσεις οικονομικής και τραπεζικής διαφθοράς και κακοδιαχείρισης, αλλά και που συμμετείχαν σε άλλες πολύκροτες οικονομικές υποθέσεις που είχαν απασχολήσει την επικαιρότητα στο παρελθόν. Αρχικά, θορυβήκε».
«Στη συνέχεια, μέσω του Facebook, έφτασε στο Citizen Lab και, τελικά, ο Bill Marczak, senior αναλυτής του Citizen Lab, του έλεγξε το κινητό. Τον Μάρτιο του 2022, έρχεται στον Κουκάκη μία απαντητική επιστολή η οποία επιβεβαίωνε πράγματι ότι το κινητό είχε “μολυνθεί” για τουλάχιστον 10 εβδομάδες. Συγκεκριμένα, τον Ιούλιο του 2021 του είχε σταλεί ένας σύνδεσμος τον οποίο είχε πατήσει, με αποτέλεσμα να εγκατασταθεί το Predator στο κινητό του. Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2021, το Predator άκουγε κι έβλεπε τα πάντα, ακόμη και από κρυπτογραφημένες εφαρμογές, ενώ μπορούσε να ανοιγοκλείνει το μικρόφωνο και την κάμερα, να ακούει συνομιλίες με την οικογένειά του, σε προσωπικές στιγμές, σε επαφές με πηγές του, καταγράφοντας οπτικά και ηχητικά οτιδήποτε συμβαίνει σε κοντινή απόσταση από τη συσκευή».
«Ο Θανάσης μας ειδοποιεί για την απάντηση από το Citizen Lab κι αυτό ήταν το πρώτο μας δημοσίευμα πλέον που έφερε στο φως την πρώτη επιβεβαιωμένη χρήση του Predator εναντίον Ευρωπαίου πολίτη» τονίζει η δημοσιογράφος.
Την ίδια ημέρα με το δημοσίευμα, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Γιάννης Οικονόμου, έσπευσε να δηλώσει ότι πρόκειται για υπόθεση παρακολούθησης «ιδιώτη από ιδιώτη».
Τι είναι όμως το κακόβουλο λογισμικό Predator και πως λειτουργεί; Στην περίπτωση του Θανάση Κουκάκη, η παγίδευση του κινητού του έγινε με ένα εξατομικευμένο sms που έλαβε το μεσημέρι της 12ης Ιουλίου 2021, από κινητό τηλέφωνο με ελληνικό αριθμό: «Θανάση γνωρίζεις για αυτό το θέμα;» έγραφε το μήνυμα συνοδευόμενο από ένα link. Ο Κουκάκης πάτησε τον σύνδεσμο και το spyware εγκαταστάθηκε. Από εκείνη τη στιγμή ξεκίνησε η παρακολούθηση του κινητού του από το Predator.
Πατώντας κανείς ένα τέτοιο link, ουσιαστικά εγκαθιστά το Predator και αυτό έχει πλήρη έλεγχο στη συσκευή: πρόσβαση σε φωτογραφίες, ηχητικά αρχεία, έγγραφα, κωδικούς, στις κάμερες και το μικρόφωνο, μπορεί ακόμη να κάνει screenshot στην οθόνη του κινητού. Πρακτικά έχει πρόσβαση στα πάντα.
Σε ό,τι αφορά λοιπόν, τη διαφορά μεταξύ των παρακολουθήσεων από μυστικές υπηρεσίες και κακόβουλα λογισμικά, ο δημοσιογράφος του Reporters United είναι κατηγορηματικός:
«Η παρακολούθηση δημοσιογράφων και πολιτικών τόσο από την ΕΥΠ όσο και από το Predator εγείρει σοβαρά ζητήματα δημοκρατίας και κράτους δικαίου στην Ελλάδα. Και ας μην ξεχνάμε το πόσο ισχυρά είναι τα λογισμικά όπως το Predator, αφού αυτό, πέρα από το να σε παρακολουθεί στη συμβατική γραμμή, έχει πρόσβαση σε όλο το κινητό σου. Αυτή η μορφή παρακολούθησης είναι καθόλα παράνομη, δεν υπάρχει θεσμικό πλαίσιο στην Ελλάδα, ούτε η Ελλάδα έχει πει ότι το έχει προμηθευτεί»
Ως προς το «πελατολόγιο» του Predator, οι αποκαλύψεις στις οποίες προχώρησε τον Ιανουάριο του 2022 το Inside Story ήταν διαφωτιστικές. Ενδεικτικό είναι το υψηλό κόστος που απαιτείται να δαπανήσει κάποιος για την απόκτησή του συγκεκριμένου λογισμικού. Η Ελίζα Τριανταφύλλου διευκρινίζει σχετικά, πως πρόκειται για ένα «πανίσχυρο και πανάκριβο λογισμικό», με πελάτες «σχεδόν αποκλειστικά τα κράτη».
«Σύμφωνα με πληροφορίες που έχουμε από το ρεπορτάζ, το να αγοράσεις αυτό το προϊόν κοστίζει γύρω στα 14-15 εκατομμύρια ευρώ – ένα πολύ μεγάλο ποσό. Όχι πως δεν μπορεί να το διαθέσει ένας ιδιώτης, αλλά είναι λίγο παράδοξο, με βάση και τις δηλώσεις του Citizen Lab, να έχει ξοδέψει τόσα λεφτά ένας ιδιώτης, ειδικά όταν, στην περίπτωση της Ελλάδας, η χρήση spyware είναι παντελώς παράνομη. Θεωρητικά, δηλαδή, θα βρει τον μπελά του, αν το κάνει χωρίς τη γνώση της Κυβέρνησης, διότι αν ο υποτιθέμενος ιδιώτης διαθέτει ένα τέτοιο πανίσχυρο λογισμικό, μπορεί να το στρέψει και κατά πολιτικών προσώπων, στρατιωτικών, διπλωματών και πάντων. Είναι, λοιπόν, κάτι πολύ προβληματικό να το έχει κάποιος ιδιώτης».
«Επίσης, ποιος θα μπορούσε να είναι αυτός ο ιδιώτης που θέλει να ακούει από δημοσιογράφους μέχρι πολιτικούς; Κι αν υπάρχει τέτοιος ιδιώτης, ποιους άλλους ακούει ενδιάμεσα της γραμμής αυτής που συνδέει έναν δημοσιογράφο με έναν πολιτικό; Ειδικά, όταν πρόκειται για δύο ανθρώπους που δεν συνδέονται, τουλάχιστον δημοσιογραφικά, δεν κάνει πολιτικό ρεπορτάζ ο Κουκάκης».
«Οι ίδιες οι εταιρείες από την πλευρά τους, και συγκεκριμένα η Intellexa, αποκλείουν σε όλες τις δημόσιες τοποθετήσεις τους, αλλά και στο ίδιο τους το σάιτ, ότι πουλάνε το λογισμικό σε ιδιώτες. Το πουλάνε μόνο σε κρατικές υπηρεσίες επιβολής του νόμου (μυστικές υπηρεσίες, αντιτρομοκρατική, αστυνομία). Γι’ αυτό μας ξένισε το συμπέρασμα του Γιάννη Οικονόμου ότι πρόκειται για παρακολούθηση ιδιώτη προς ιδιώτη».
«Άρα», συμπεραίνει από την πλευρά του ο Θοδωρής Χονδρόγιαννος, έχουμε την παρακολούθηση ενός δημοσιογράφου με δυο τρόπους, έναν με τη διαδικασία των επισυνδέσεων, μια δηλαδή θεσμική διαδικασία με Εισαγγελέα και μια διαδικασία παράνομη, δηλαδή το κακόβουλο λογισμικό Predator, ενώ μετά έρχεται η παρακολούθηση Ανδρουλάκη από την ΕΥΠ και το Predator, όπου εδώ ταυτίζονται χρονικά οι δυο παρακολουθήσεις, καθώς ξεκινούν τον Σεπτέμβριο του 2021. Αυτό αποτελεί ακόμη μια χρονική ταύτιση που εγείρει ερωτήματα. Ακόμη και ο Ευάγγελος Βενιζέλος μίλησε για “σατανική σύμπτωση”, δείχνοντας με αυτή του την παραδοχή, το μέγεθος της υπόθεσης».
Οι παρακολουθήσεις των Κουκάκη και Ανδρουλάκη από την ΕΥΠ εγείρουν εύλογα ερωτήματα για τη διαφάνεια, τις θεσμικές διαδικασίες και το Κράτος Δικαίου συνολικά στην Ελλάδα, τα οποία πρέπει να απαντηθούν, σύμφωνα με τους δυο δημοσιογράφους.
«Ως προς την ΕΥΠ, προκύπτουν από τα τεκταινόμενα και την έρευνα τουλάχιστον δύο πυλώνες προβλημάτων. Το πρώτο είναι ότι το νομοθετικό της πλαίσιο είναι προβληματικό, όπως προκύπτει και από τα γεγονότα», αναφέρει ο Θοδωρής Χονδρόγιαννος. «Κατ’ αρχάς, κατά τη γνώμη μου, το γεγονός ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός την έθεσε υπό τον έλεγχό του αμέσως μετά τις εκλογές, είναι προβληματικό. Δεύτερον, υπάρχει θέμα σχετικά με τις διαδικασίες της ΕΥΠ, όπως το γεγονός ότι παρακολουθήθηκε ένας πολιτικός αρχηγός. Το γεγονός ότι μια τέτοια συνθήκη θεωρείται από τον πρωθυπουργό τυπικά σωστή, είναι προβληματικό».
Άλλο ένα πρόβλημα που εντοπίζει ο δημοσιογράφος, είναι ότι «οι παρακολουθήσεις για την εθνική ασφάλεια μπορούν να παίρνουν παράταση για πάντα και να τρέχουν αενάως. Επίσης, όταν η ΕΥΠ σπεύδει στην Εισαγγελία της υπηρεσίας για να πάρει τη διάταξη της άρσης απορρήτου, πάνω σε αυτήν αναφέρεται μόνο ο αριθμός τηλεφώνου και όχι το όνομα του παρακολουθούμενου. Πως μπορεί να κάνει πραγματικό έλεγχο η Εισαγγελέας της ΕΥΠ, όταν βλέπει απλά έναν αριθμό τηλεφώνου;» αναρωτιέται ο Χονδρόγιαννος.
«Οπότε το ζήτημα είναι θεσμικό και αυτό που είπε ο πρωθυπουργός είναι άκρως προβληματικό. Είτε γνώριζε για την παρακολούθηση Ανδρουλάκη από την ΕΥΠ, που είναι υπό την εποπτεία του και φαίνεται ότι δρα ανεξέλεγκτη σε κάθε περίπτωση, είτε όχι, όπως λέει ο ίδιος. Γιατί, το να παρακολουθείς έναν πολιτικό, ή ευαίσθητες ιδιότητες όπως είναι αυτή του δημοσιογράφου, δείχνει μια ανεξέλεγκτη λειτουργία».
«Κατά τη γνώμη μου, αν δεν είναι η ελληνική Κυβέρνηση που βρίσκεται πίσω από το Predatοr, o πρωθυπουργός θα έπρεπε να γυρίσει τον κόσμο ανάποδα για να βρει ποιος παρακολουθεί με το συγκεκριμένο λογισμικό τον αρχηγό του τρίτου κοινοβουλευτικού κόμματος, γιατί θα μπορούσε να παρακολουθείται και ο ίδιος».
Για το ενδεχόμενο το Predator να χρησιμοποιήθηκε από τις ελληνικές ή άλλες κρατικές μυστικές υπηρεσίες, η Ελίζα Τριανταφύλλου έχει να πει τα εξής:
«Αυτό που γράφαμε και στο Inside Story, είναι ότι το 2020 φτιάχτηκε μια νέα ΕΥΠ μέσα στην ΕΥΠ, μια αυτόνομη διεύθυνση, η οποία υπάγεται απευθείας στον διοικητή της ΕΥΠ, έχει πάρει δικό της ΑΦΜ, μπορεί να λειτουργεί ως αναθέτουσα αρχή και έχει τη δική της σφραγίδα. Τι σημαίνει αυτό: ότι μπορεί να συνάπτει δικές της συμβάσεις. Είναι λίγο ασαφές το τι ακριβώς κάνει αυτή η νέα αυτόνομη διεύθυνση, οπότε αυτός είναι ένας τρόπος που μπορεί να “κρυφτεί” μια ενδεχόμενη σύμβαση που μπορεί να υπάρχει».
«Ένας άλλος τρόπος που υποθετικά, θεωρητικά, θα μπορούσε να “κρυφτεί” μια “επίσημη” χρήση του Predator από κρατική υπηρεσία θα ήταν εάν, φερ’ ειπείν, οι μυστικές υπηρεσίες δεν έχουν αγοράσει το προϊόν, το οποίο είναι πανάκριβο για τα δεδομένα της Ελλάδας. Δεν είναι απαραίτητο ότι περισσεύουν στα υπουργεία μας τα 14-15 εκατομμύρια. Ένας πιο οικονομικός και εύκολος τρόπος να “κρυφτείς”, είναι να αγοράσεις την πληροφορία αντί για το προϊόν (το λογισμικό). Θεωρητικά, για παράδειγμα, αν εγώ είμαι αυτός που έχει ένα λογισμικό που μπορεί να ακούει τους πάντες κι εσύ είσαι μια κρατική υπηρεσία και έρθω εγώ και σου πω ότι ξέρω τι λέει στο τηλέφωνο ο τάδε τρομοκράτης με τον τάδε τρομοκράτη και θέλω να με πληρώσεις τόσα για να σου δώσω αυτήν την πληροφορία, αυτός είναι ένας πολύ εύκολος τρόπος να γίνει μια τέτοια συναλλαγή χωρίς να φαίνεται πουθενά».
Για τον Θοδωρή Χονδρόγιαννο, οι δυο παραιτήσεις από τον στενό πυρήνα του πρωθυπουργού αποτυπώνουν το μέγεθος της κρίσης σχετικά με τις υποκλοπές στην Ελλάδα, ενώ το ερώτημα αν είναι η ελληνική Κυβέρνηση που βρίσκεται πίσω από το Predator, παραμένει.
«Αυτό το ερώτημα μας οδήγησε με τον συνάδελφο Νικόλα Λεοντόπουλο, στα τελευταία δυο κείμενα που δημοσιεύσαμε στο Reporters United και την Εφ.Συν. ως κοινή έρευνα. Προσπαθήσαμε να βρούμε τις εταιρικές συνδέσεις σε ένα πλέγμα που ξεκινάει από τον Γρηγόρη Δημητριάδη, ανιψιό και πλέον τέως ΓΓ του πρωθυπουργού και φτάνει μέχρι τον Φέλιξ Μπίτζιο, που είναι ένας επιχειρηματίας ο οποίος ήταν διαχειριστής της Intelexa, που εμπορεύεται το Predator. Μετά από αυτό, αμέσως την επόμενη ημέρα οδηγήθηκε στην παραίτησή του. Στις ερωτήσεις μας πριν την έρευνα, ο κ. Δημητριάδης αρνήθηκε οποιαδήποτε σχέση με παράνομα κυκλώματα, παρακολουθήσεις και παράνομες ενέργειες, ωστόσο δεν μας απάντησε ποτέ αν ξέρει τον Φέλιξ Μπίτζιο».
Σχετικά με την παρέμβαση Μητσοτάκη, ο δημοσιογράφος παρατήρησε ανάμεσα σε άλλα, την απουσία οποιασδήποτε αναφοράς από τον πρωθυπουργό στην υπόθεση του Θανάση Κουκάκη.
«Ο πρωθυπουργός δεν αναφέρθηκε στις υποκλοπές σε βάρος του Κουκάκη. Από αυτό εγώ καταλαβαίνω ότι για τον κ. Μητσοτάκη δεν θεωρείται μεμπτό να παρακολουθείται ένας Έλληνας δημοσιογράφος από τις μυστικές υπηρεσίες. Επιπλέον, δεν έκανε καμία αναφορά στο Predator ούτε και στις συναλλαγές που ξεκινούν από τον παραιτηθέντα ΓΓ, Γρηγόρη Δημητριάδη και φτάνουν στον πρώην διαχειριστή της Intelexa Φέλιξ Μπίτζιο».
«Για εμένα το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός δεν έκανε την παραμικρή νύξη, αλλά ούτε επανέλαβε τη θέση της Κυβέρνησης περί παρακολούθησης ιδιωτών, επιδέχεται ερμηνειών. Είναι αποσιώπηση του μισού σκανδάλου. Αυτό που κρατάω επίσης, είναι ότι ο κ. Μητσοτάκης είπε πως ο Δημητριάδης παραιτήθηκε επειδή ανέλαβε την πολιτική ευθύνη. Άρα η παραίτησή του συνδέεται με τις παρακολουθήσεις και διαψεύδονται οι πηγές που έλεγαν περί “τοξικότητας” στην αρχή».
«Από τα δημοσιεύματα στον Τύπο, και όχι μόνο από τη δική μας έρευνα, προκύπτει ότι ο Γ. Δημητριάδης είχε υπό την ευθύνη του την ΕΥΠ. Άρα αυτό δείχνει ότι έφυγε για αυτό τον λόγο. Πρόκειται για μια πολύ ηχηρή παραίτηση, πρόκειται για το δεξί χέρι του πρωθυπουργού, όπως και για μια πολύ κοντινή σχέση και σε θεσμικό και σε συγγενικό επίπεδο. Αντιστοίχως ηχηρή ήταν και η παραίτηση Κοντολέοντος, αλλά έχουμε δει κι άλλους διοικητές της ΕΥΠ να παραιτούνται στο παρελθόν. Σε κάθε περίπτωση, οι δύο αυτές πολύ κοντινές χρονικά μεταξύ τους παραιτήσεις, από τον στενό πυρήνα του πρωθυπουργού, αποτυπώνουν το μέγεθος της κρίσης» εκτιμά ο Θοδωρής Χονδρόγιαννος.
Τέλος, σχετικά με τη φράση του πρωθυπουργού, όσον αφορά τη «νομικά επαρκή» αλλά «πολιτικά μη αποδεκτή» παρακολούθηση Ανδρουλάκη από την ΕΥΠ, ο δημοσιογράφος σημειώνει τα εξής:
«Ο πρωθυπουργός δήλωσε ότι ήταν λάθος η παρακολούθηση Ανδρουλάκη, ωστόσο νόμιμη. Εμένα με σοκάρει το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός προσπαθεί να πει ότι ήταν νομότυπη η παρακολούθηση ενός Ευρωβουλευτή και υποψηφίου αρχηγού κόμματος. Προσπαθεί να ρίξει ένα πέπλο νομιμότητας και νομιμοφροσύνης στην παρακολούθηση ενός πολιτικού αρχηγού, επειδή μπήκε η υπογραφή της Εισαγγελέως και τηρήθηκαν οι διαδικασίες από την ΕΥΠ».
Από την πλευρά της, η Ελίζα Τριανταφύλλου εντοπίζει πως το πρόβλημα δεν είναι προσωποκεντρικό, αλλά συστημικό, ενώ, σχολιάζοντας τις παραιτήσεις Κοντολέοντος – Δημητριάδη, εκφράζει την άποψη πως ήταν αναπόφευκτες.
«Για εμάς, δημοσιογραφικά μιλώντας, οι δύο παραιτήσεις δεν αλλάζουν κάτι. Δεν θεωρούμε ότι το πρόβλημα είναι προσωποπαγές. Πρόκειται για κάποιου είδους σύστημα που υπάρχει, το οποίο δεν αλλάζει με το να φύγουν κάποιοι άνθρωποι από τις θέσεις τους. Σίγουρα, δεν υπήρχαν περιθώρια στο να μη γίνουν αυτές οι παραιτήσεις, όπως φάνηκε, διότι αν υπήρχαν, δεν θα είχαν γίνει».
Αναφορικά με το μήνυμα του πρωθυπουργού, αυτό που η δημοσιογράφος του Inside Story παραδέχεται ότι της έκανε εντύπωση, ως απλής ακροάτριας, όπως διευκρινίζει, ήταν η «επιμονή του πρωθυπουργού στον εξής συλλογισμό: η παρακολούθηση του Ανδρουλάκη ήταν νόμιμη, αν όμως την γνώριζε, δε θα την επέτρεπε».
«Άρα, τι; Θα πήγαινε κόντρα σε κάτι που είναι νόμιμο, ως πρωθυπουργός;» διερωτάται η δημοσιογράφος, συμπληρώνοντας:
«Εγώ δεν έχω κανένα λόγο να αμφισβητώ ότι τηρήθηκαν οι νόμιμες διαδικασίες για να γίνει άρση του απορρήτου του Ανδρουλάκη – προφανώς εισαγγελέας υπέγραψε, προφανώς αυτό κοινοποιήθηκε στον πάροχο και έπειτα στην ΑΔΑΕ. Από τη στιγμή που ήταν νόμιμες οι διαδικασίες και βάσιμοι οι λόγοι κατά την ΕΥΠ, ώστε να γίνει άρση του απορρήτου ενός τότε ευρωβουλευτή και υποψήφιου αρχηγού πολιτικού κόμματος, πώς γίνεται ο εκάστοτε πρωθυπουργός να τραβήξει μια γραμμή και να πει «αυτό δεν θα γίνει» επειδή δεν είναι πολιτικά καλό; Αυτό λίγο με μπέρδεψε από το μήνυμα».
Ταυτόχρονα, η Ελίζα Τριανταφύλλου μίλησε και για όσα παρέλειψε να αναφέρει ο πρωθυπουργός στην παρέμβασή του. «Εκεί που, επί της ουσίας, νομίζω πρέπει να σταθούμε είναι αυτά που δεν είπε ο πρωθυπουργός κι όχι αυτά που είπε. Δεν ανέφερε ποτέ τη λέξη “Predator”. Υπενθυμίζω ότι, πανευρωπαϊκά, η χρήση spyware είναι τεράστιο ζήτημα, με το οποίο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ασχολείται πολύ στενά και δεν το παίρνει αψήφιστα, στη λογική του «παντού συμβαίνει, και τι να κάνουμε;», σαν να είναι ένα φυσικό φαινόμενο, όπως είπε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος».
«Δεν είναι εντάξει, λοιπόν, μια εταιρεία που ξέρουμε ποια είναι, να μην την ελέγχει κανείς έτσι όπως θα έπρεπε, κατά τη δημοσιογραφική γνώμη μου. Ειδικά όταν είναι μια εταιρεία που έχει πελατολόγιο και μπορείς να μάθεις ποιος χρησιμοποιεί τι. Αν δεν ξέρει, δηλαδή, η Κυβέρνηση ποιος χρησιμοποιεί το Predator, σίγουρα το ξέρει η εταιρεία που το εμπορεύεται».
«Δεν είναι ότι κάποιος αγόρασε έναν ιό από το dark web, εδώ πρόκειται για μια εταιρεία με επωνυμία, με έδρα, με άτομα που την τρέχουν, με μετόχους και με συγκεκριμένο πελατολόγιο. Μας κάνει μεγάλη εντύπωση πώς ο πρωθυπουργός δεν έδειξε καθόλου να προβληματίζεται με το γεγονός ότι στη χώρα του χρησιμοποιείται ένα τόσο ισχυρό λογισμικό – αν όχι από την Κυβέρνηση, τότε από ποιον; Περιμέναμε λοιπόν ότι στο μήνυμα του πρωθυπουργού, θα αναφερόταν σε αυτό, έστω διαψεύδοντας ότι το χρησιμοποιεί η Κυβέρνηση και ότι θα ερευνηθεί μέχρι τέλους ποιος το χρησιμοποιεί εναντίον ελληνικών στόχων».
Το ζήτημα των παράνομων και καταχρηστικών παρακολουθήσεων απασχολεί την Ε.Ε. και τα αρμόδια όργανα και θεσμούς που διαθέτει στο «οπλοστάσιο» της, ενώ η Ελλάδα, φαίνεται ότι συγκεντρώνει το ενδιαφέρον και απασχολεί όλο και πιο συχνά, αυτούς τους θεσμούς, σύμφωνα με τους δημοσιογράφους.
«Όσον αφορά στις συνακροάσεις τώρα, προφανώς και υπάρχουν έντονες ανησυχίες νομικών ότι γίνεται κατάχρηση της αόριστης νομικής έννοιας της εθνικής ασφάλειας με σκοπό τις άρσεις απορρήτου Ελλήνων πολιτών. Όταν, για παράδειγμα, το 2005 είχαμε 55 άρσεις απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας και τώρα έχουμε 15,000, είναι μια τεράστια αύξηση και είναι λογικό να εκφράζονται έντονες νομικές ανησυχίες για κατάχρηση αυτής της αιτιολογίας», σχολιάζει η Ελίζα Τριανταφύλλου.
«Αυτή η αιτιολογία έχει το εξής “καλό”. Δε χρειάζεται να εξηγήσεις πολλά στον Εισαγγελέα. Αν, για παράδειγμα, είμαι η ΕΥΠ και πάω στον Εισαγγελέα που θα υπογράψει το αίτημα για την άρση απορρήτου ενός στόχου αρκεί να επικαλεστώ λόγους εθνικής ασφάλειας», εξηγεί η δημοσιογράφος και στη συνέχεια σχολιάζει:
«Είναι ένα πολύ ωραίο “χαλί”, κάτω από το οποίο μπορούν να κρυφτούν πολλά πράγματα».
Σε ό,τι αφορά στη στάση της Ε.Ε., η Ελίζα Τριανταφύλλου βλέπει αυξημένο το ενδιαφέρον για τη δράση παράνομων λογισμικών στη χώρα μας, όπως το Pegasus και το Predator, σε αντίθεση με την «υποβάθμιση που επιχειρείται για το εσωτερικό ακροατήριο» στην Ελλάδα.
«Τη Δευτέρα, ο αντιπρόεδρος της επιτροπής PEGA του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ο οποίος ανήκει στο ΑΚΕΛ, ζήτησε να γίνει εκτάκτως αποστολή της επιτροπής στην Ελλάδα για να ζητηθούν απαντήσεις από την ελληνική Κυβέρνηση. Μας έχει πει η εισηγήτρια της επιτροπής αυτής ότι η PEGA παίρνει πολύ σοβαρά τις υποθέσεις που έχουν να κάνουν με την Ελλάδα».
«Σύμφωνα με την PEGA και την εισηγήτρια, οι χώρες όπου γίνεται κατάχρηση spyware είναι τέσσερις: Πολωνία, Ουγγαρία, Ισπανία και Ελλάδα. Ο κ. Οικονόμου μπορεί να το υποβαθμίζει για το εσωτερικό ακροατήριο, αλλά σε ευρωπαϊκό επίπεδο, δεν πείθουν τα επιχειρήματα τύπου “κι αλλού γίνεται”», τονίζει η δημοσιογράφος, υπενθυμίζοντας παράλληλα πως επίκειται η ακρόαση του Θανάση Κουκάκη στην PEGA, ενώ αναμένονται να πραγματοποιηθούν σύντομα επιτόπιες έρευνες της επιτροπής στην Ελλάδα.
«Ξέρουμε σίγουρα ότι μετά τις καλοκαιρινές διακοπές θα έρθει κάποια αποστολή από την επιτροπή για επιτόπια έρευνα, συναντήσεις, ερωτήσεις κ.ο.κ. με κυβερνητικούς. Δεν έχει οριστεί ακόμη ημερομηνία, αλλά έχει κινηθεί η διαδικασία για να έρθει το συντομότερο δυνατόν. Ξέρουμε επίσης ότι στις 30 Αυγούστου είναι η ακρόαση του Θανάση Κουκάκη στην επιτροπή PEGA. Ο πρωθυπουργός δεν τον ανέφερε, αλλά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θέλει να ακούσει τι έχει να πει ο Θανάσης. Επιπλέον, ενδέχεται να κληθεί και ο Νίκος Ανδρουλάκης για ακρόαση, ως δυνάμει θύμα του Predator.
Τη σημασία της ευρωπαϊκής διάστασης του ζητήματος των παρακολουθήσεων εντοπίζει όμως και ο Θ. Χονδρόγιαννος. «Πρώτον, γιατί σε όλες αυτές τις υποθέσεις θα μπει στην εξίσωση το ΕΔΔΑ. Ο Κουκάκης έχει ήδη προσφύγει σε αυτό. Δεύτερον, τα ευρωπαϊκά όργανα μπορούν να ασκήσουν πίεση στην Ελλάδα μέσω των θεσμών της. Ήδη ακούγεται και γράφεται ότι θα μπλοκαριστεί η δόση του Ταμείου Ανάκαμψης, για θέματα Κράτους Δικαίου στην Ελλάδα, τα οποία δεν αφορούν μόνο στις υποκλοπές αλλά και στα pushbacks. Άρα η ΕΕ μπορεί να ασκήσει μια μορφή πίεσης και βέβαια, μέσω των ειδικών θεσμών διαφάνειας και του know how που διαθέτει, η ΕΕ μπορεί να παίξει ρόλο και στον έλεγχο κινητών τηλεφώνων, και φυσικά να πιέσει πολιτικά την ελληνική Κυβέρνηση να δώσει απαντήσεις. Βλέπουμε Ευρωπαίους πολιτικούς να ζητούν ήδη απαντήσεις για το ποιος έχει το Predator στη χώρα μας».
»Το θέμα είναι πολύ υψηλά στην ατζέντα της ΕΕ, γιατί δυστυχώς, η στοχοποίηση δεν γίνεται μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλες χώρες. Να θυμίσουμε την πρόσφατη παραίτηση της διοικήτριας των μυστικών υπηρεσιών της Ισπανίας, όπου στοχοποιήθηκε ο ίδιος ο Σάντσεθ. Πιστεύω πως η ΕΕ μπορεί να παίξει έναν καταλυτικό ρόλο σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο, αν συνδεθούν κονδύλια με θέματα Κράτους Δικαίου, όπως η ελευθερία του Τύπου, οι επαναπροωθήσεις και βέβαια οι παρακολουθήσεις. Φυσικά μπορεί επίσης να παίξει πολύ σημαντικό ρόλο η πίεση της κοινής γνώμης».
«Παρατηρώ ότι όταν κάναμε το θέμα με τον Θανάση Κουκάκη που ανακαλύψαμε ότι παρακολουθείτο από την ΕΥΠ κι έγινε ερώτηση στην Κομισιόν από τη Ματίνα Στεβή και τον Γιάννη Παλαιολόγο, υπήρχε τρομερή ανταπόκριση από το ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Θέλω να πω ότι η ελληνική κοινή γνώμη είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη ως προς την αντίληψη ότι η ΕΕ είναι ένας θεματοφύλακας των δικαιωμάτων στη χώρα μας και θα ενδιαφερθεί» καταλήγει ο δημοσιογράφος.
To σίγουρο είναι πως η καταγγελία του Νίκου Ανδρουλάκη επίδρασε ως καταλύτης για να αναδειχθεί η υπόθεση των παράνομων υποκλοπών στην Ελλάδα σε κορυφαίο πολιτικό και δημοσιογραφικό θέμα, για το οποίο το Politico θα χρησιμοποιούσε μάλιστα τον όρο «Predatorgate», παραπέμποντας στο σκάνδαλο του Watergate. Από την ημέρα που ο πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ – ΠΑΣΟΚ βρέθηκε στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, τα αλλεπάλληλα σχετικά δημοσιεύματα και οι διαρροές διαμορφώνουν ένα δυναμικό σκηνικό της επικαιρότητας, το οποίο παράγει περιεχόμενο που μοιραία θα επηρεάσει τον πολιτικό χάρτη της χώρας.
Όμως, η μέχρι τώρα δημοσιογραφική κάλυψη του «Predatorgate» ήταν μια «μοναχική» υπόθεση, όπως παραδέχονται αμφότεροι, οι δημοσιογράφοι που πρωτοστάτησαν στη διερεύνηση και ανάδειξη του ζητήματος.
Σε κάθε περίπτωση, τόσο ο Θοδωρής Χονδρόγιαννος, όσο και η Ελίζα Τριανταφύλλου, ξεκαθαρίζουν ότι θα συνεχίσουν ανεπηρέαστοι να κάνουν τη δουλειά τους, με την ελπίδα ότι από εδώ και πέρα το ερευνητικό «ταξίδι» θα είναι λιγότερο μοναχικό.
«Το γεγονός ότι, μετά από οκτώ μήνες, η δημοσιογραφική έρευνα οδήγησε σήμερα να ασχολείται μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας με το ζήτημα των παρακολουθήσεων, είναι για εμάς μια δικαίωση. Γιατί πολλές φορές στις έρευνες που κάνουμε υπάρχει μια δυστοκία να φτάσουν παντού», αναφέρει ο Θοδωρής Χονδρόγιαννος.
«Επίσης, συνδυαστικά με το γεγονός ότι κάναμε με την Εφ.Συν. δυο μεγάλα πρωτοσέλιδα ρεπορτάζ για τον Γ. Δημητριάδη και την ΕΥΠ και μετά παραιτήθηκαν και ο Π. Κοντολέων και ο Γ. Δημητριάδης, είναι κι αυτό μια μικρή δικαίωση στον βαθμό υπό τον οποίο, οι λανθασμένοι χειρισμοί που φέρεται ότι έκαναν οδήγησαν στην απομάκρυνσή τους. Από εκεί και πέρα, το διακύβευμα δεν είναι μια δημοσιογραφική αποκάλυψη του Reporters United, ή οποιουδήποτε άλλου μέσου, αλλά να μάθουμε, με οποιονδήποτε τρόπο – είτε το πει η δημοσιογραφική έρευνα, είτε η Κυβέρνηση, είτε το πει κάποιος άλλος –, ποιος χρησιμοποίησε το Predator στην Ελλάδα, ποιος στοχοποίησε τον Ανδρουλάκη και τον Κουκάκη, ποιοι άλλοι στοχοποιήθηκαν και γιατί έγινε αυτό».
«Το διακύβευμα είναι να μπει ένα τέλος στις παράνομες παρακολουθήσεις και να τεθούν όρια και κανόνες στο θέμα των παρακολουθήσεων που δεν θα οδηγούν σε καταχρήσεις σαν αυτές που είδαμε, γιατί τέτοιες είδαμε».
Για τις αγωγές που κατέθεσε ο κ. Δημητριάδης, ο Θοδωρής Χονδρόγιαννος σημειώνει:
«Από εκεί και πέρα ο κ. Δημητριάδης έκανε αγωγή σε εμάς τους Reporters United, την Εφ.Συν. και στον Θανάση Κουκάκη. Σε εμάς και στην Εφ.Συν. γιατί δημοσιεύσαμε τις έρευνες και στον Κουκάκη γιατί την αναπαρήγαγε στο Twitter, ζητώντας 150.000 από το Reporters United, 250.000 από την Εφ.Συν., 150.000 από τον Κουκάκη. Εγώ με τον Νικόλα Λεοντόπουλο είμαστε και στα δύο, ΕφΣυν και Reporters United, οπότε από εμάς ζητάει 400.000».
«Εμείς τη δημοσιογραφική μας έρευνα θα τη συνεχίσουμε κανονικά όσες αγωγές ή απειλές κι αν έρθουν. Είναι ζήτημα του καθενός να ερμηνεύσει και να κρίνει τις αγωγές και την παραίτηση του κ. Δημητριάδη, η οποία όπως είπε ο πρωθυπουργός έγινε για ένα θέμα που αφορά τις παρακολουθήσεις. Την έρευνα θα τη συνεχίσουμε γιατί το θέμα μας είναι να πέσει φως στην υπόθεση των υποκλοπών και να σταματήσουν οι καταχρήσεις στην υπόθεση των παρακολουθήσεων».
«Για εμάς», συνεχίζει ο δημοσιογράφος του Reporters United, «είναι πολύ σημαντικό ότι δημοσιογραφικές οργανώσεις από την Ελλάδα όπως η ΕΣΗΕΑ αλλά και ενώσεις με κύρος από τον κόσμο, όπως οι Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Δημοσιογράφων, το Διεθνές Ινστιτούτο Τύπου, έβγαλαν ανακοινώσεις, χαρακτηρίζοντας πολλοί από αυτούς τις αγωγές SLAPPS, καταχρηστικές δηλαδή, με σκοπό τη φίμωση. Για εμάς είναι και αυτό μια δικαίωση, αλλά το σημαντικότερο είναι να αποκαλυφθεί η αλήθεια».
»Εγώ προσωπικά θα νιώσω μεγαλύτερη δικαίωση και θα χαρώ, αν μια άλλη δημοσιογραφική ομάδα αποκαλύψει τι συμβαίνει με το Predator στην Ελλάδα, γιατί είναι ένα θέμα που αφορά τους πάντες και ελπίζω να δω ΜΜΕ με πολύ μεγαλύτερους πόρους από εμάς να μπουν στην έρευνα, να την πιάσουν από την αρχή ή από εκεί που είμαστε εμείς και να προχωρήσουν σε αποκαλύψεις. Εμείς πάντως θα συνεχίσουμε να γράφουμε τα πράγματα με το όνομά μας. Ρωτήσαμε τον κ. Δημητριάδη πριν τις δημοσιεύσεις για τα πάντα, ενσωματώσαμε τις απόψεις του, σε μια περίπτωση κάναμε follow up για να καταλάβουμε την απάντησή του, αλλά δεν απάντησε και μας έστειλε το εξώδικο σε αυτό που τον ρωτήσαμε. Αλλά είναι δικό του θέμα πως αντιλαμβάνεται την επικοινωνία με τους δημοσιογράφους».
«Η τελική δικαίωση για δημοσιογράφους και πολίτες που τους απασχολεί η διαφάνεια και η δημοκρατία θα είναι να πέσει φως στην υπόθεση, να αποκαλυφθούν και να αποδοθούν οι ευθύνες και να ακολουθήσουν αλλαγές, που θα αποτρέπουν καταχρήσεις στον σκληρό πυρήνα του δικαιώματος στο απόρρητο» δηλώνει καταληκτικά ο Θοδωρής Χονδρόγιαννος.
«Στην Ελλάδα, τα SLAPPs γινόντουσαν πάντα. Πάντα είχαμε πρόβλημα, απλώς τώρα του έχουμε δώσει όνομα και έχουμε αποφασίσει ότι δεν πρέπει να γίνεται και το αναδεικνύουμε ως κακό, που είναι», σημειώνει η Ελίζα Τριανταφύλλου, αναφορικά με τις αγωγές Δημητριάδη.
Για την πορεία της έρευνας και την (μη) κάλυψη της υπόθεσης από τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης, η δημοσιογράφος του Inside Story τονίζει την ανάγκη και τη σημασία της ενίσχυσης της ανεξάρτητης και ερευνητικής δημοσιογραφίας:
«Από τον Ιανουάριο και μέχρι πριν λίγες ημέρες, η μοναξιά που νιώθαμε ήταν πάρα πολύ μεγάλη. Ήταν ένα “μη-θέμα” για όλα τα καθιερωμένα media της Ελλάδας (τηλεοπτικά κανάλια, μεγάλες εφημερίδες κλπ.). Δεν υπήρχε, ενώ για εμάς ήταν ένα τεράστιο θέμα που είχε κινήσει ακόμη και δημοσιογραφικές οργανώσεις του εξωτερικού να στέλνουν επιστολές στην ελληνική Κυβέρνηση ζητώντας απαντήσεις. Ήταν ένα θέμα που επανερχόταν ξανά και ξανά στα briefings των πολιτικών συντακτών από τον Οικονόμου και μετά δε γραφόταν τίποτα. Ή οι μόνοι που αναπαρήγαγαν την είδηση ήταν αντιπολιτευόμενα μέσα. Από τα συμπολιτευόμενα μέσα, δεν υπήρχε κανείς ή μόνον ελάχιστοι που αναφέρονταν στα απολύτως απαραίτητα. Νιώθαμε μια πολύ μεγάλη μοναξιά, αναντίστοιχη της σημασίας που θεωρούσαμε ότι έχει το θέμα για το οποίο γράφουμε και της έκτασης και του ενδιαφέροντος που τελικά λαμβάνει από άλλα μέσα μεγαλύτερου βεληνεκούς».
«Το θέμα είναι ότι με την ερευνητική δημοσιογραφία υπάρχουν λίγα “μαγαζιά”», αναφέρει η Ελίζα Τριανταφύλλου, τονίζοντας πως χρειάζεται η στήριξη όλων:
«Προφανώς και είναι λίγοι αυτοί που ασχολούνται με την ερευνητική δημοσιογραφία στην Ελλάδα, αλλά αυτό έχει να κάνει και με το γεγονός ότι είναι λίγα τα μέσα που επενδύουν σε αυτήν. Δεν είμαστε μόνο εμείς οι «φανταστικοί» προφανώς, υπάρχουν παντού συνάδελφοι που κάνουν καλή δουλειά και σε άλλα μέσα, που κανείς δε θα φανταζόταν ότι κάνουν… honest reporting».
«Τώρα είναι μια καλή στιγμή να καταλάβει το αναγνωστικό κοινό ότι χωρίς την ερευνητική δημοσιογραφία όλα αυτά πιθανότατα δεν θα είχαν γίνει. Προφανώς και ήταν επιταχυντής εξελίξεων και καταλύτης η υπόθεση Ανδρουλάκη. Όμως, όταν ο Ανδρουλάκης έμαθε από το Ευρωκοινοβούλιο ότι το κινητό του είχε στοχοποιηθεί με ένα κακόβουλο λογισμικό ονόματι Predator, αν δεν το είχε ξανακούσει ποτέ, αν δεν είχαμε γράψει εμείς για αυτό, δεν είμαι τόσο σίγουρη ότι θα το είχε κάνει θέμα, γιατί θα θεωρούσε κι αυτός, ενδεχομένως, ότι είναι άλλο ένα spyware που κάποιοι άγνωστοι κάπου το χρησιμοποιούν».
«Ο Ανδρουλάκης ήξερε ότι το Predator είναι ένα spyware που είχε ήδη χρησιμοποιηθεί κατά Έλληνα δημοσιογράφου, ήξερε ότι υπάρχουν διασυνδέσεις που φθάνουν μέχρι το Μαξίμου, άρα κάπου εκεί ενδεχομένως κατάλαβε ότι “μάλλον πρέπει να κάνω κάτι για αυτό που μου είπε το τεχνικό τμήμα του Ευρωκοινοβουλίου”».
«Γι’ αυτό, λοιπόν, καλό είναι να καταλάβει ο κόσμος πως το γεγονός ότι το θέμα αυτό μονοπωλεί τώρα τις ειδήσεις, οφείλεται και στην επιμονή του Inside Story και στην επιμονή του Reporters United να ψάξουμε την υπόθεση όσο καλύτερα μπορούμε, με τα περιορισμένα μέσα που έχουμε στη διάθεσή μας. Αυτός είναι ο λόγος που χρειαζόμαστε τη στήριξη των αναγνωστών μας, αυτό είναι που μας δίνει την ανεξαρτησία».