Μια μέρα ελληνικού καλοκαιριού, δηλαδή από αυτές που το σαραντάρι φλερτάρει με τις όποιες αποτυχημένες αντιστάσεις σου, τα αρχαία ιερά μάρμαρα εκεί, κάτω από την Ακρόπολη, «βράζουν» και με το παραπάνω. Δεν παραπονιέμαι όμως. Το αδιαχώρητο πάνω στη σκηνή, με κομπάρσους, χορωδούς και λυρικούς πρωταγωνιστές με τα βαριά «ρούχα της δουλειάς», σε μία ακόμα πρόβα για μια από τις πιο «ηχηρές» όπερες της σεζόν για την Εθνικη Λυρική Σκηνή, που θα την κλείσει μάλιστα πανηγυρικά -και εντελώς «θερμά»-, σε κάνει να το διαπραγματεύεσαι αλλιώς. Οι σκηνές δεν είναι σε συνέχεια, για αυτό και είναι εδώ όλοι οι πρωταγωνιστές που μοιράζονται στις δύο διανομές: Μαζί με τον Δημήτρη Πλατανιά, η Εκατερίνα Σεμεντσούκ και ο Βιτάλι Κοβαλιόφ (στις 26 &29/7) και μαζί με τον Τάση Χριστογιαννόπουλο, η Όλγκα Μάσλοβα και ο Πέτρος Μαγουλάς (στις 27 & 30/7). Ο Πάολο Καρινιάνι στη μουσική διεύθυνση, πρώτη συνεργασία με τη Λυρική Σκηνή, είναι και αυτός εδώ, μέσα στο απογευματινό λιοπύρι, και κατευθύνει, διορθώνει, εξηγεί.
Το Ναμπούκκο έρχεται σε επανάληψη από το «μακρινό» 2018, σε σκηνοθεσία του Λέο Μουσκάτο. Θεωρείται μια από τις σπουδαιότερες όπερες του Τζουζέππε Βέρντι. Σε ατομικό επίπεδο, ανέδειξε τον Βέρντι ως τον σημαντικότερο Ιταλό συνθέτη του 19ου αιώνα, ενώ, σε συλλογικό, μετατράπηκε σε σύμβολο του αγώνα για την ενοποίηση της Ιταλίας. Η όπερα είναι διάσημη, μεταξύ άλλων, για το περίφημο χορωδιακό των Εβραίων σκλάβων, το οποίο επέχει θέση εθνικού ύμνου για τους Ιταλούς, καθώς εξέφρασε το συλλογικό αίσθημα ενάντια στον Αυστριακό κατακτητή. Εκτός όμως από το πασίγνωστο χορωδιακό, η όπερα περιλαμβάνει μουσικά και ερμηνευτικά απαιτητικούς ρόλους για τον βαρύτονο, την υψίφωνο και τον βαθύφωνο. Ο ρόλος του τίτλου είναι ένας ρόλος με τον οποίοι όλοι θα ήθελαν κάποια στιγμή στην καριέρα τους να αναμετρηθούν. Ο διεθνής Τάσης Χριστογιαννόπουλος (Χριστογιάννης όπως είναι γνωστός στο εξωτερικό), το επιτυγχάνει για δεύτερη φορά. Η πρώτη, πριν από εικοσιτρία χρόνια, ήταν πάλι σε ελληνικό έδαφος – στο Ολύμπια της Ακαδημίας, την έδρα της Εθνικής Λυρικής πριν κατέβει προς τη θάλασσα.
Καθόμαστε σε ένα παγκάκι έξω από την είσοδο, για να μην μπερδεύονται -πολύ- οι φωνές μας με αυτές των άλλων που προβάρουν μέσα στο θέατρο. Πολύ σύντομα θα διαπιστώσω πως πέρα από αφοπλιστικά ειλικρινής, ο Τάσης Χριστογιαννόπουλος είναι και αφοπλιστικά εκφραστικός. Παίζει με τα βλέμματα, σαρκάζεται, διακωμωδεί. Απολαυστικός. Τον ρωτώ το πρώτο που έρχεται φυσικά: Πώς ξεκίνησαν όλα. «Από ‘δω που είμαστε», μου λέει, «στην κυριολεξία! Ο πατέρας μου, όταν γεννήθηκα το 1967, ήταν διευθυντής προσωπικού της Λυρικής. Για ένα διάστημα ήταν και καλλιτεχνικός διευθυντής. Οπότε γεννήθηκα στην κυριολεξία μέσα στη Λυρική, δηλαδή άφησε τη μητέρα μου στο μαιευτήριο, πετάχτηκε για να ξεκινήσει την παράσταση και ξαναγύρισε. Το δεύτερο στοιχείο ήταν ότι η γιαγιά μου, η μητέρα της μητέρας μου, ήταν Ναπολιτάνα και η μητέρα της ήταν σοπράνο στη Νάπολη. Ο αδελφός του πατέρα μου, Λιάκος Χριστογιαννόπουλος, ήταν ηθοποιός». Πόσο μονόδρομος ίσως τελικά είναι κάποια πράγματα στις ζωές των ανθρώπων;, αναρωτιέμαι φωναχτά. Και αν όχι σε όλους, σίγουρα σε κάποιους. «Ίσως, γενετικά ή εσωτερικά, να ήταν όντως μονόδρομος, όχι όμως εύκολος», διευκρινίζει. «Όταν ανακοίνωσα στα 17 μου ότι ήθελα να ακολουθήσω αυτό το επάγγελμα, δεν ήταν καθόλου αποδεκτό, ακόμη και από τον πατέρα μου. Θεωρούσε πως δεν είναι δουλειά για να ζεις, πως έχει πολλές δυσκολίες. Οπότε χρειάστηκε μεγάλος αγώνας για να σπουδάσω, αλλά κυρίως για να πείσω τον κόσμο ότι δικαιούμαι και μπορώ να κάνω αυτή τη δουλειά. Δεν είχα τη συναισθηματική υποστήριξη στο σπίτι, στο ξεκίνημα μου, είχα κόντρες. Με πίεζαν να μπω στο πανεπιστήμιο, ενώ εγώ δεν ήθελα και επέμενα ότι αυτό, το τραγούδι, θα φτάσει, θα αρκέσει και θα περισσέψει. Ενδιαφέρον κοινωνιολογικά ήταν, πάντως, ότι κατά τη διάρκεια της κρίσης που περάσαμε πρόσφατα, απ’ όλη την οικογένεια ήμουν ο μόνος ο οποίος είχε σταθερή δουλειά, σταθερό εισόδημα, σε τέτοιο βαθμό που μπόρεσα να τους στηρίξω. Όλες οι άλλες “σίγουρες” δουλειές, του αδελφού μου για παράδειγμα ο οποίος είναι φιλόλογος, πέρασαν κρίση. Βέβαια, βλέποντας πώς είναι η δουλειά, καταλαβαίνω τα δίκια του πατέρα μου. Αλλά αν κάνεις μια καλή καριέρα, είναι μια δουλειά από την οποία μπορείς να ζήσεις και, δόξα τω Θεώ, ικανοποιητικά. Φυσικά, υπάρχει το εύθραυστο, ότι ανά πάσα στιγμή μπορεί κάτι να πάθεις. Και αναλογικά, το πόσοι θέλουν να γίνουν τραγουδιστές, πόσοι ξεκινούν, πόσοι σπουδάζουν και πόσοι φτάνουν να ζουν από αυτό, είναι πολύ μεγάλη απόσταση. Πολλοί συνάδελφοι, δυνάμει συνάδελφοι, ξεκινούν με πολύ καλό υλικό και τελικά δεν τα καταφέρνουν».
Τι μπορεί να σταματήσει κάποιον από τον δρόμο που έχει διαλέξει, ειδικά αν το έχει μέσα του σε τόσο έντονο βαθμό, ειδικά αν τον καίει τόσο; «Οι συνθήκες, η ζωή, οι κακές επιλογές», απαντά. «Δηλαδή να στραπατσάρεις τη φωνή σου κάνοντας λάθος επιλογή. Όταν ξεκίνησα στο Ωδείο, η φωνή μου ήταν συμπαθητική αλλά υπήρχαν φυσικά φωνές οι οποίες ήταν πιο εντυπωσιακές ανάμεσα στους συμμαθητές μου και στους νέους, ακόμα, συναδέλφους. Αν στην πορεία δεν κάνεις μία σωστή επιλογή και δεν τη διαχειριστείς σωστά, μπορεί να σε καταστρέψει. Επομένως θέλει εξυπνάδα, μια συγκεκριμένου είδους προσωπικότητα, ώστε να ξέρεις πότε κάνεις τι και για πόσο. Και αυτό χτίζει τη διάρκεια. Απόδειξη είναι τα 37 χρόνια που κάνω αυτή τη δουλειά. Ξεκίνησα στα 19 μου, στη Δημοτική Χορωδία του Δήμου Πειραιά όπου έλαβα τα πρώτα μου χρήματα ως επαγγελματίας τραγουδιστής, και από τότε δεν έχω σταματήσει να εργάζομαι και να κερδίζω τη ζωή μου, αλλά και να τρέφω την ψυχή μου με το τραγούδι. Μάλιστα, η πορεία μου είναι ανοδική και με τα χρόνια πλουτίζει. Από τη χορωδία του Δήμου Πειραιά συνέχισα στη χορωδία της Έλλης Νικολαΐδου στο Άξιον Εστί, μπήκα στη χορωδία της ΕΡΤ, ακολούθησε η Σχολή Αμφιθεάτρου του Σπύρου Ευαγγελάτου, έκανα και μπαλέτο. Μπήκα στη Λυρική κάνοντας μικρούς ρόλους στην οπερέτα και σιγά-σιγά ακολούθησε ένα χτίσιμο όλης αυτής της διαδρομής».
Ρωτάω πως ξεκίνησε η σχέση του με το εξωτερικό. Ήταν θέμα ανάγκης, καταξίωσης, ένας ακόμη μονόδρομος; «Είναι και θέμα καταξίωσης φυσικά – αποκτάς μια διαφορετική νοοτροπία, πλουτίζεις άμα βγεις έξω και δεις λίγο πώς γίνονται τα πράγματα. Στην Ιταλία, στη Γερμανία. Αν κάνεις αυτή τη δουλειά, δεν μπορείς να την κάνεις μόνο στην Ελλάδα, είμαστε λίγοι. Στα εικόσιέξι μου, και μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια να πάω στην Γερμανία στα εικοσιένα, πήγα στην Ιταλία και εκεί βρήκα έναν δάσκαλο, έναω παλιό τραγουδιστή, τον Aldo Prootiο, οποίος -άκου τώρα τυχαίο- το 1962 είχε πρωτοτραγουδήσει Nabucco στο Ηρώδειο. Με αυτόν, τραγουδιστικά, βρήκα τα πατήματα μου, μία τεχνική που ήταν σταθερή στην οποία μπορούσα να έχω εμπιστοσύνη και, μετά από τη σπουδή, με αυτόν άρχισα να κάνω μεγάλους ρόλους του ρεπερτορίου. Όταν τους ξεκίνησα είχα ήδη αποκτήσει μια σχέση με το εξωτερικό, αφού είχα σπουδάσει στην Κρεμόνα, όπου πηγαινοερχόμουν για δύο χρόνια. Τότε δεν είχα πολλά χρήματα, οπότε ερχόμουν στην Ελλάδα, τραγουδούσα στη Λυρική, έπαιρνα τα λεφτά, επέστρεφα στην Ιταλία και πάει λέγοντας. Σε μία παράσταση στην Ελλάδα με είδε ένας Ιταλός τραγουδιστής, ο οποίος κάποια στιγμή σταμάτησε και έγινε ατζέντης, ο Ernesto Palacio, και μου ζήτησε να δουλέψουμε μαζί. Έτσι, βήμα-βήμα ξεκίνησε η σχέση μου με το εξωτερικό, η οποία το 2000 έγινε πιο μόνιμη γιατί βρέθηκα στο Ντίσελντορφ της Γερμανίας όπου έμεινα εφτά χρόνια. Ήδη βέβαια, από τα τρία ήθελα να φύγω. Στη Γερμανία αυτά τα θέατρα είναι κάτι σαν εργοστάσια του κιμά. Κάναμε 385 παραστάσεις τον χρόνο δηλαδή και διπλές παραστάσεις μέσα στην ημέρα, αλλάζοντας έργα το ένα πίσω από το άλλο. Οπότε, από ένα σημείο και μετά, αυτό το οποίο είχες μάθει ήταν κάτι πάρα πολύ κουραστικό». Σκέφτομαι τη φωνή μέσα σε αυτές τις συνθήκες. «Τη φωνή μαθαίνεις να την προστατεύεις, κατεβάζεις την ενέργεια για να αντέξεις και να τα βγάλεις πέρα. Είχε γίνει σχεδόν μία δημοσιοϋπαλληλική συνθήκη. Πήγαινες, τραγουδούσε τόσο όσο, έφευγες και την επόμενη μέρα έπρεπε ξανά να τραγουδήσεις τόσο όσο. Οπότε είχε αρχίσει πια να φτωχαίνει ο ενθουσιασμός και η διάθεση, η κάψα. Έτσι αποφάσισα να γυρίσω στην Ελλάδα. Όταν έφευγα όμως από το Ντίσελντορφ, με φώναξε ο νέος Γάλλος ατζέντης μου για μια ακρόαση στο Παρίσι – είχα σταματήσει να δουλεύω με τον Ιταλό – για τον Κουρέα της Σεβίλλης. Δεν με πήραν τελικά, αλλά μου προτείναν ακρόαση για το Καπρίτσιο του Ρίχαρντ Στράους, για το οποίο τελικά και με πήραν.
Ποια χώρα σε αγκάλιασε περισσότερο, τον ρωτάω: «Η Γαλλία μου», απαντάει. «Έχω κάνει δεκάδες ηχογραφήσεις, με έχουν βραβεύσει ως τον καλύτερο τραγουδιστή γαλλικής μουσικής. Έχω κάνει πάρα πολλές ηχογραφήσεις. Για να πω την αμαρτία μου, θα ήθελα πάρα πολύ να με έχει αγκαλιάσει η Ιταλία αλλά τα’ φερε έτσι η ζωή που η Γαλλία με αγκάλιασε πρώτη. Δεν πειράζει. Μου αρέσει πάρα πολύ και η γλώσσα. Οι Γάλλοι έχουν μια ιδιαιτερότητα, έχουν μια φινέτσα, μια ευγένεια, μια ευαισθησία, και στη μουσική τους, Και βρέθηκα να δουλεύω πολύ τακτικά με δύο οργανισμούς. Ο ένας είναι το Κέντρο Μουσικής Μπαρόκ των Βερσαλλιών όπου κάνουμε όλες τις όπερες μπαρόκ του 17ου – 18ου αιώνα. Ο δεύτερος είναι το Palazzetto Bru Zane, κέντρο για τη Γαλλική Ρομαντική μουσική του 19ου αιώνα, το οποίο λατρεύω. Λατρεύω τον Verdi, το εξωστρεφές αυτής της μουσικής, το πάθος. Και ψυχαναλυτικά, επειδή έτσι το αντιλαμβάνομαι, έχει μια λογική, γιατί στην οικογένειά μου ήμουν ο λιγότερο παρών, το τελευταίο παιδί, δεν είχα χώρο να εκφραστώ. Τον χώρο για να εκφράσω την οποιαδήποτε συναισθηματική μου ένταση τον βρήκα στη μουσική και ο 19ος αιώνας έχει πολύ τέτοιο πάθος. Τα λέει, κλαίει, πολεμάει, σκίζεται, πεθαίνει…».
Ο Ναμπούκκο το έχει αυτό το πάθος, του λέω. «Ο Ναμπούκκο κι αν το ‘χει», λέει. «Είναι ο βασιλιάς, όπως στη ζωή μας εμείς είμαστε ο αρχηγός, ο οποίος κάποια στιγμή, από τη δύναμη που έχει αποκτήσει, νομίζει ότι μπορεί μόνος του να είναι και Θεός και του έρχεται μια κατραπακιά στο κεφάλι. Εκεί συνειδητοποιεί ότι δεν μπορεί να είναι μόνος του, κανείς δεν είναι Θεός, και στο συγκεκριμένο έργο προσεύχεται και ζητάει συγχώρεση και ουσιαστικά ξαναζητάει αυτή τη σχέση με τον Θεό, με αυτό το μεγαλύτερο. Αντίστοιχα λοιπόν και εγώ, κάπως έτσι είναι που ξανάρχομαι στο Ηρώδειο, με τον Ιταλό δάσκαλό μου, με τον Κώστα Πασχάλη με τον οποίο έχουμε συνεργαστεί στο παρελθόν και για τον οποίο τραγούδησα Nabucco το 2000 στη Λυρική σε δική του σκηνοθεσία. Γιατί φωνητικά, επειδή ο Nabucco είναι ένας πολεμιστής, δυνατός, αρχηγός, συνήθως -και ορθώς- βάζουν δυνατούς βαρύτονους. Εγώ, ερχόμενος με μία γαλλική προσέγγιση, με τη δική μου αν θες μεταφυσική λεπτή αίσθηση των πραγμάτων αλλά και βαθιά προσευχητική, εάν μπω να τραγουδήσω Ναμπούκκο και να βάλω τη δύναμή μου θα με κερδίσει. Θα μου έρθει στο κεφάλι. Είναι πιο δυνατός, είναι πιο μεγάλος από μένα. Ο Ναμπούκο υπάρχει από το 1840 ενώ εγώ από το 1967, άρα με νικάει (γελάει)».
Άρα τι κάνεις;, τον ρωτώ. «Επειδή το πάθος σε παρασέρνει», διευκρινίζει, «θέλει πάρα πολύ έλεγχο, αυτοσυγκράτηση, συγκέντρωση, τόσο όσο να είσαι παρόν, να είσαι καθαρός, να προσπαθείς να μην επεμβαίνεις ούτε στον χαρακτήρα γιατί όση φωνή και να βάλεις δεν φτάνει. Άρα θα πρέπει να φροντίζεις και να συντονίζεσαι καλά με ό,τι υπάρχει μεγαλύτερο από σένα, ας πούμε ο Verdi, ο Nabucco, η μουσική, ο Θεός, το Ηρώδειο, οι 5.000 άνθρωποι που θα είναι εκεί. Για όλο αυτό λοιπόν, πρέπει να βρω μία συντεταγμένη στο δικό μου σώμα, τη δική μου φωνή και απλώς να ελέγχω σαν πηδαλιούχος προς τα πού θα κατευθυνθεί. Το να τραγουδάς επίσης κάτω από την Ακρόπολη, για όποιον έχει τη δυνατότητα να το ζήσει, είναι συγκλονιστική εμπειρία. Συγκλονιστικότερη από τους θεατές, γιατί εμείς, τραγουδώντας, βλέπουμε από πάνω τον ναό φωτισμένο. Τα ανοιχτά θέατρα έχουν το καλό ότι συνδέεσαι άμεσα με το σύμπαν. Είσαι σε ένα σημείο που δημιουργείται κάτι σαν σπείρα. Επομένως η δική μου δουλειά δημιουργεί μια βαθιά ηδονή και απόλαυση και εγώ προσπαθώ να μην επιτρέψω να επέμβει το “Εγώ” – να κάνει το δυνατόφωνο βαρύτονο – αλλά να είμαι παρών, ειλικρινής, αυτός που είμαι, και ας γίνει ό,τι θέλει ο Θεός. Συνήθως αυτό που γίνεται έχει νόημα».
Αυτό το έργο, αυτός ο χαρακτήρας, τελικά μιλάει για έναν άνθρωπο που η αλαζονεία τον έχει συνεπάρει; Καίγεται από αυτήν την έπαρση; Ή είναι ένα έργο για την πτώση και το πώς θα καταφέρει να σηκωθεί μετά; «Και τα δύο. Η διαφορά, για παράδειγμα, είναι ότι στον Οιδίποδα ο ήρωας καίγεται αλλά για να σηκωθεί πρέπει να φτάσει μέχρι τον Κολωνό. Και σηκώνεται μετά θάνατον, με την έξοδο. Αντιθέτως, ο Ναμπούκκο καίγεται από την αλαζονεία. Είναι αυτό το οποίο δυστυχώς κάνουμε οι άνθρωποι στον πλανήτη, δηλαδή η αλαζονεία του ανθρώπου όντας στον πλανήτη καίει την ύπαρξή του. Δεν είναι άσχετο αυτό που λέμε για το προπατορικό αμάρτημα και δεν εννοώ την παρακοή αλλά ότι νομίζεις ότι μπορείς μόνος σου. Η διαφορά λοιπόν στον Ναμπούκκο από τον Αδάμ είναι ότι ο Ναμπούκκο όταν το καταλαβαίνει ζητάει συγνώμη και ακριβώς ξαναζητάει τη σχέση. Άρα, ναι, καίγεται, αλλά μπορεί να ξανασηκωθεί. Δείχνει τη δυνατότητα της σωτηρίας, όπου «σωτηρία» στα ελληνικά σημαίνει ολοκλήρωση. Άρα μπορούμε μέσω της αναγνώρισης της δικής μας αδυναμίας και από την «ταπείνωση» να ξανάρθουμε στην πληρότητα μας. Ο Ναμπούκκο κάνει όλη αυτή τη διαδρομή. Ο Nabucco είναι και πολιτικό πρόσωπο. Υπάρχει η εξουσία, επομένως ελλοχεύει η ύβρις του να ξεπεράσεις το μέτρο και μετά έπεται η καταστροφή. Στη δική μου αίσθηση βεβαίως αυτό το οποίο το κάνει περισσότερο ενδιαφέρον μέχρι σήμερα δεν είναι η πολιτική του διάσταση, αλλά η ανθρώπινη».
Εξαρτώνται όλα αυτά και από την εκάστοτε χρονική περίοδο; Η ιστορία και αυτά που θέλει να πει αυτή η όπερα γέρνουν στο πολιτικό ανάλογα με την εποχή; Πρέπει τα εκάστοτε ιστορικά γεγονότα να διαμορφώνουν μια άλλη οπτική στο έργο; «Ως ακροατής, ως δέκτης του έργου, το ανθρώπινο του κομμάτι με αγγίζει ανά πάσα στιγμή της ζωής μου, ενώ το πολιτικό με αγγίζει κατά περιόδους. Η σκηνοθεσία αυτή, για παράδειγμα, το μεταφέρει στην εποχή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Παίρνεις μία εξωτερική πολιτική συνθήκη και την εντάσεις στο έργο. Εγώ δεν συμφωνώ, αλλά μετά από 37 χρόνια επαγγελματικής εμπειρίας έμαθα να κρατάω απόσταση γιατί αλλιώς 8 στις 10 φορές θα έπρεπε να φύγω. Θα παίξω για να βρω κάτι το οποίο θα με ενδιαφέρει σε αυτήν την πρόταση. Να σου πω μια ιστορία από μια παλιά μου συνεργασία. Στον Οθέλλο του Bob Wilson. Το τελείως ακίνητο, το μινιμαλιστικό, το φορμαλιστικό θέατρο, το γιαπωνέζικο στυλ που δεν κουνιέσαι καθόλου. Όταν κάναμε πρόβα, διόρθωνε ακόμα και τον αντίχειρα αν ήταν πολύ ανοιχτός ή πολύ κλειστός. Εκείνη την περίοδο, ενώ δυσκολευόμουν γιατί ήθελα να κάνω τον Ιάγο όπως εγώ τον αισθανόμουν σωματικά και φωνητικά. Παράλληλα σπούδαζα Ελληνικό Πολιτισμό στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο. Βρισκόμουν στο μάθημα για την κλασική γλυπτική όπου διάβαζα για μία φόρμα που οι γλύπτες, οι καλλιτέχνες, δεν έπρεπε να ξεφύγουν. Έπρεπε να ακολουθήσουν πολύ συγκεκριμένα στοιχεία. Ήταν για εκείνους μία πρόκληση για το πώς θα εμφανιστεί η δική τους προσωπικότητα στο άγαλμα. Αυτό με βοήθησε σαν σκεπτικό γιατί αναρωτήθηκα πώς έπρεπε να τραγουδήσω τον Ιάγο με πολύ συγκεκριμένο τρόπο. Ο άνθρωπος, ο τραγουδιστής Τάσης, θα υπήρχε και εκείνος μέσα εκεί, όχι για να προσθέσει κάτι στο έργο αλλά για να αισθανθεί ότι έχει νόημα για τον ίδιο αυτή η διαδρομή. Θέλω να πω ότι όταν διαφωνούμε, έχει πολύ ενδιαφέρον να ψάχνουμε να βρούμε προσωπικούς τρόπους που να σχετιστούμε και να δοκιμάσουμε, ακόμα και αν δεν μας αρέσει».
Μιλάμε, και για κάποιον παράξενο λόγο δεν μπορώ να σταματήσω να σκέφτομαι εκείνο τον 17χρονο Τάση που πάλευε να πείσει τον κόσμο όλο πως ήταν στο σωστό μονοπάτι. Πως αυτά που ονειρευόταν θα ήταν αυτά που εν τέλει θα τον δικαίωναν. «Τα “όχι” που άκουγα στην αρχή – γιατί άκουγα και “όχι” αφού στα 17 η φωνή μου δεν είχε ωριμάσει ακόμη- οι ατάκες που μου έλεγαν ότι εγώ δεν κάνω για αυτό, η ψυχανάλυση που ακολούθησε, με έφεραν στα 56 να λέω ρόλους που δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα ερμήνευα σε τέτοιο μέγεθος και σε τέτοιες συνθήκες και αυτό είναι η απόλυτη ικανοποίηση», μου λέει. Πώς φτάνει όμως κάποιος σε αυτή την καταξίωση; Και τελικά πόσο εύκολα πέφτεις στην γνωστή συζήτηση: το ταλέντο υπάρχει εξ αρχής ή “σμιλεύεται” στην πορεία; «Θέλει πάρα πολλή δουλειά», μου λέει, «και προφανώς δουλεύω διαρκώς. Ναι, αυτοί οι άνθρωποι είχαν δίκιο γιατί βάζω κασέτες από τότε που ήμουν στο Ωδείο και αντιλαμβάνομαι τι άκουγαν. Αλλά για αυτόν ακριβώς τον λόγο, σήμερα, σε οποιονδήποτε νέο άνθρωπο που έρχεται και μου λέει “Ξέρετε, εγώ θέλω αυτό” και ακούω ότι δεν μπορεί, εγώ δεν μπορώ να του πω ότι δεν μπορεί. Δεν ξέρω τι διαδρομή θα κάνει και γιατί θέλει εκείνος, εκείνη τη στιγμή της ζωής του, να πιστεύει ότι μπορεί να το δοκιμάσει. Από εκεί και πέρα θέλει κόπο, πολλή δουλειά αλλά και να το θέλει και ο Θεός, η μοίρα, η τύχη. Να σου τα φέρει έτσι ώστε να τα καταφέρεις. Είναι ένας συνδυασμός της προσωπικότητας που έχεις ως άνθρωπος, ως καλλιτέχνης, των συνθηκών που εμφανίζονται, των επιλογών που κάνεις. Άλλοι φτάνουν σε αυτό το σημείο, άλλοι φτάνουν σε κάποιο άλλο σημείο και άλλοι σταματούν στα 5 μέτρα. Δεν ξέρω να σου πω πώς γίνεται, αλλά ξέρω ότι χρειάζεται οπωσδήποτε βαθιά και απόλυτη αφοσίωση».
Δείχνει άνθρωπος που δεν μετανιώνει εύκολα. «Αυτό ποτέ» μου λέει. «Αν και πολλές φορές έχω σκεφτεί αν θα ήταν καλύτερο να πάω για παπάς εξαρχής. Ο Μητροπολίτης Νίκαιας, Αλέξιος, τον οποίο γνωρίζω από παλιά γιατί ήμουν παπαδάκι στην ενορία του, όταν τον ρώτησα αν μπορώ να γίνω παπάς μου είπε “Γιατί; Αφού την ίδια δουλειά κάνεις, μεσιτεύεις”. Δηλαδή, είμαι μεσίτης. Αυτός ο οποίος βρίσκεται στη σκηνή είναι ένα ενδιάμεσο. Οπότε, εγώ, στα 17, συνειδητά είπα ότι ο τραγουδιστής της όπερας είναι και ηθοποιός και αθλητής και έχει και το ιερατικό. Είναι σαν τον μάγο της φυλής. Επομένως, συμπυκνώνει πολλά επίπεδα τα οποία βρίσκω ενδιαφέροντα και για αυτό δεν μετανιώνω. Απλώς κάποιες φορές, όταν η κούραση είναι πολύ μεγάλη από το χρονικό κομμάτι της καριέρας, τις δυσκολίες, ποιους ανθρώπους συναντάμε, τον χαρακτήρα του καθενός, πολύ θα ήθελα να αποσυρθώ και να πάω σε ένα μοναστήρι να ησυχάσει το κεφάλι μου. Είμαι ευγνώμων πραγματικά γιατί όλη μου τη ζωή τη ζω μέσα από αυτό και μέσω αυτού, δόξα τω Θεώ. Έχω δει συναδέλφους των οποίων ο κύκλος έκλεισε νωρίτερα και κατά πως φαίνεται ο δικός μου συνεχίζει κανονικά».
Επισημαίνω αυτή την έλξη του προς το μεταφυσικό. «Υπήρχε και πάντα θα υπάρχει», μου λέει. «Υπάρχει μια ιδιαίτερη σχέση με το πέρα από εμάς, ιδιαίτερη εμπιστοσύνη και ασφάλεια. Γι’ αυτό και δεν φοβάμαι τον θάνατο. Είναι κάτι το οποίο με έλκει και βρίσκω πάρα πολύ ενδιαφέρον. Έχει τύχει να βρεθώ με ανθρώπους στις τελευταίες τους στιγμές, το οποίο είναι συγκλονιστικό. Ήμουν εκεί με όλο μου το είναι, μου το έχουν πει άλλωστε ότι είμαι ένας οδηγός, ένας συνοδός. Στα χέρια μου πέθανε ένας νέος άνθρωπος ο οποίος πυροβολήθηκε από ληστή στον δρόμο, στον Πειραιά – γύρναγα σπίτι με τις σακούλες από το σούπερμαρκετ». Τον κοιτάω έκπληκτος, δεν μπορώ να φανταστώ πώς προχωράει παρακάτω ο οποιοσδήποτε, μετά από μια τέτοια εμπειρία. «Για να βρεθώ και να το ζήσω αυτό», μου λέει, «σημαίνει ότι ήμουν για εκεί. Ο πατέρας μου πέθανε στα χέρια μου, αγαπημένοι μου άνθρωποι έχουν φύγει δίπλα μου, έχω ακούσει τον ρόγχο του θανάτου».