ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Τάνια Τσανακλίδου: «Όσο μεγαλώνω, αγαπώ ακόμα πιο πολύ τη σιωπή»

“Σε τρομάζω και το ξέρω/ Σε προγκάω κι ανάβω/ Κι εσύ το ξέρεις καίω/ Άγγιξέ με, βλάκα, μόνο ζωή σου δίνω/ Δε θα καείς/ Χορεύω μωρό μου/ Κάνω όλα όσα δεν κάνεις/ Ζω όλα όσα φοβάσαι/ Τα όνειρα μου είναι χρωματιστά/ Χορεύω για μένα”. Αν ρωτήσεις εμένα και πολλούς πολλούς άλλους για το ποια τραγούδια της Τάνιας Τσανακλίδου έβαλε ο Μιχάλης Δέλτα στο τοπ τεν μας, των πιο ξεχωριστών της δώρων, με το καλωσόρισμα ενός άλμπουμ (“Το χρώμα της ημέρας”, 2013), θα σου λέγαμε το “Μια Αγάπη Μικρή” και το “Μη ζητάς ν’ αλλάξω”. Είναι αυτά τα δύο που έσπρωξαν ό,τι βρήκαν μπροστά τους και μπήκαν, χωρίς πολλά-πολλά, σε μια λίστα με τρελό συναγωνισμό. Αν θες να μιλήσουμε όμως πιο κανονικά, νομίζω πως οι λέξεις που έβαλε στο στόμα της στο Envy, είναι αυτές που κάνουν τη διαφορά – σαν να είδε το μέσα της και να αγκάλιασε την πιο βαθιά αδυναμία της και τον μεγαλύτερο τσαμπουκά της. Αν το “Μαμά Γερνάω” ήταν η ταύτιση της με τον πόνο, το “Envy” ήταν η ταύτιση με τη δύναμη και την αγάπη για τη ζωή, με κάθε κόστος.

Όταν κάτσαμε στην όμορφη σκιά του MusiqueCafe στο Παγκράτι, μια μέρα ζεστή που έδερνε τους δρόμους και έκοβε τις ανάσες, και της ανέφερα τον δίσκο αυτό, το πρόσωπο της έλαμψε. Η αγάπη για τον φίλο της, η εκτίμηση της για τα κύματα αυτογνωσίας που τον οδηγούν εδώ και χρόνια σε πολύτιμους συγγραφικούς τόπους της ψυχής,  ήταν εμφανής. Τον χαρακτήρισε «άγιο πλάσμα» και προχώρησε στο παρασύνθημα: στις 14/7 στο Ηρώδειο θα είναι κι αυτός εκεί. Για τα πενήντα καλοκαίρια και χειμώνες. Μαζί με άλλους.

Η χούντα, οι μπουάτ της Πλάκας, ο Ξυλούρης και ο Λεοντής θα συναντήσουν επί σκηνής το πέρασμα της από το Θέατρο Τέχνης και το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας, τον Γιάννη Σπανό και τον Μορμόλη, τον Τσάρλι Τσάπλιν, την Edith Piaf, τον Γιώργο Χατζηνάσιο, τον Κώστα Θωμαΐδη, τον Σταμάτη Κραουνάκη και, ναι, τον Μιχάλη Δέλτα.  Και τον Νεοκλή Νεοφυτίδη στη διεύθυνση ορχήστρας και τις ενορχηστρώσεις. «Έχω μεγάλη χαρά που θα δουλέψω μαζί του, τον άκουσα μια φορά να τραγουδά το “ήτανε μια φορά μάτια μου” του Ξυλούρη και δεν το πίστευα», λέει.

Ανοίγω το μπλοκάκι μου, μην ξεχάσω την ερώτηση την ανατρεπτικιά, την καυτή, αυτή που θα αλλάξει την ιστορία. «Τι το θες», μου λέει, «άστο, όπου μας πάει». Την εμπιστεύομαι, το κλείνω και μας πάει όπου δεν είχα από πριν φανταστεί. Αυτό είναι το ωραίο με τις συζητήσεις που ξεχνάς τους ρόλους. Μπορεί να ανακαλύπτεις μετά πως δεν ρώτησες τα μισά από αυτά που ήθελες, αλλά τελικά έχεις κέρδος πως έφτασες εκεί που δεν θα τολμούσες ποτέ να πας.

Της μιλάω μια στον πληθυντικό, μια στον ενικό – είναι η μόνη ελληνική φωνή που στα άγρια χρόνια της indie βρετανικής εμμονής μου επέτρεπα να ακούω με σταθερότητα. Μια έτσι, μια αλλιώς και μια συνεχόμενη ανάγκη να της δείξω τον παλιό εφηβικό μου σεβασμό που δεν αποφάσιζε ακριβώς τι θέλει, άρχισε να κάνει εμφάνιση . Η οικειότητα όμως που σου προσφέρει απλόχερα, σαν πρώτο δώρο με το καλημέρα, οδηγεί γρήγορα σε γραμματικά και συντακτικά ξεκαθαρίσματα. «Στο ενικό. Ξεκινάμε;» την ακούω να λέει.

«Θα στρίψω ένα τσιγαράκι, δεν σε πειράζει ε; Προσπαθώ να το ελαττώσω γιατί έχω ΧΑΠ. Πια μεγάλωσα και δε γίνεται να καπνίζω, γιατί οι ανάσες μου γίνονται… τόσες. Το έχω ελαττώσει πολύ βεβαίως. Κάπνιζα τρία πακέτα την ημέρα και τώρα έχω βάλει στόχο να καπνίζω πέντε  τσιγάρα την ημέρα. Οκτώ χρονών έβαλα το πρώτο τσιγάρο στο στόμα μου. Κάπνιζα τις γόπες της γιαγιάς μου. Στα δώδεκα αγόραζα τσιγάρα. Είναι ένας εθισμός τρελός».

Δεν το έχεις κόψει ποτέ; Νόμιζα ότι το είχα κόψει, αλλά δεν το είχα κόψει.

Δεν φοβήθηκες ότι αυτό μπορεί να επηρεάσει τη φωνή σου; Την επηρεάζει και το καταλαβαίνω αλλά..

Μ’ αρέσει ο τρόπος που το αντιμετωπίζεις. Πρώτα είναι η ζωή και μετά είναι η τέχνη.

Γίνεται έτσι καλύτερη η τέχνη; Η τέχνη περιέχει τη ζωή και είναι πιο πλούσια αν της δίνεις εμπειρίες. Πλούσιες εμπειρίες, πλούσια έκφραση.

Πάντα έβλεπες πρώτα τη ζωή; Επειδή μπήκα στην τέχνη πολύ πιτσιρίκι -οκτώ χρονών πήγα στο παιδικό θέατρο της Μαίρης Ροΐδη στη Θεσσαλονίκη και όταν τα άλλα παιδιά έπαιζαν στην αλάνα, εγώ μάθαινα να χορεύω καντρίλιες, να παίζω ρόλους- έγινε ένα. Ήταν δηλαδή το σημείο του παιχνιδιού μου, της χαράς μου, του “τώρα κάνω άλλα πράγματα που μου αρέσουν και τα ανακαλύπτω”. Έτσι λειτούργησε, και μετά δεν σταμάτησε αυτό να σημαίνει ακριβώς το ίδιο πράγμα για μένα, με αποτέλεσμα όταν είμαι στη σκηνή να νιώθω πιο πολύ ότι είμαι στο σπίτι μου. Πιο άνετα νιώθω στη σκηνή. Αλλά ο εαυτός μου δεν είναι ταγμένος στην τέχνη. Καθόλου! Απλά περνάω πάρα πολύ ωραία όταν είμαι πάνω στη σκηνή. Δεν είμαι ταγμένη σε καμία τέχνη, σε κανένα κόμμα, σε καμία ιδεολογία. Επιτρέπω στον εαυτό μου να είναι έως και ανεξέλεγκτος. Είμαι υπέρ της ζωής. Θέλω να ζω έντονα πράγματα ή να ζω μεγάλες περιόδους σιωπής και ησυχίας, γιατί και εκεί μέσα έχει ζωή και είναι πολύ ωραία. Να μπορείς σε κάποιο σημείο να το βουλώνεις και να αφουγκράζεσαι το σύμπαν ή το τίποτα. Όσο μεγαλώνω, αγαπώ ακόμα πιο πολύ τη σιωπή.

Δεν είμαι ταγμένη σε καμία τέχνη, σε κανένα κόμμα, σε καμία ιδεολογία. Επιτρέπω στον εαυτό μου να είναι έως και ανεξέλεγκτος. Είμαι υπέρ της ζωής.

Αυτό θέλει δουλειά ή μπορεί κάποιος να το έχει, εύκολα, από πάντα; Θέλει πιστεύω, γιατί πολλούς ανθρώπους τους τρομάζει η σιωπή. Όταν πέφτει η σιωπή στη συντροφιά, αναστατώνονται όλοι και έχουν μεγάλη αμηχανία και προσπαθούν να γεμίσουν το κενό με κοινοτυπίες και σαχλαμάρες, όμως νομίζω ότι αληθινά νιώθουμε χαλαρά με έναν άνθρωπο όταν μπορούμε να σωπαίνουμε χωρίς αγωνία. Την αγωνία ότι δεν είμαστε μαζί, ότι δεν επικοινωνούμε. Θεωρώ ότι όταν δύο άνθρωποι μπορούν να σωπαίνουν ταυτοχρόνως, μπορούν να μοιράζονται πολύ περισσότερα πράγματα από αυτούς που φλυαρούν.

Η σιωπή στις σχέσεις, κυρίως τις ερωτικές δηλαδή, σε απασχολούσε ή ήταν κάτι που ερχόταν έτσι απλά; Ήταν καλό όταν υπήρχε ή σερνόταν προβληματικά; Εξαρτάται τη στιγμή γιατί είναι άλλο η σιωπή μετά από τσαντίλα και καβγά, και άλλο η σιωπή μετά από μια ωραία συνουσία.

Άρα δεν τη φοβόσουν μέσα σε σχέσεις. Πολλοί την φοβούνται και τημ κακοχαρακτηρίζουν γιατί νιώθουν ότι είναι ένδειξη ότι κάτι δεν πάει καλά. Το ξέρω. Έχει γράψει ένα καταπληκτικό σχετικό κείμενο η Μαρία Χούκλη που λέγεται “Ζευγάρια στα φανάρια των δρόμων”, το οποίο το είχα συμπεριλάβει σε μια παράστασή μου στο Μετρό – εκεί ήταν κάποια από τα πιο ευτυχισμένα μου χρόνια. Έχω μεγάλη στεναχώρια που δεν υπάρχει πια το Μετρό. Και γι’ αυτό δεν δουλεύω και τόσο συχνά, γιατί αυτή τη γλύκα που είχε εκεί δεν την βρίσκεις πια συχνά.

Εάν έχεις συνεχώς τον έλεγχο και δεν πέφτεις στην ευλογία του λάθους, έτσι θα το αποκαλέσω εγώ, δεν καταλαβαίνεις τίποτα, ούτε για εσένα ούτε και για τη ζωή.

Πρέπει να ήταν η πρώτη φορά που σε είχα δει ζωντανά. Σε μία από τις εμφανίσεις σου εκεί. Στα δικά μου πρώτα χρόνια στη πρωτεύουσα. Το θυμάμαι εκείνο το βράδυ. Και τη θεατρικότητα με την οποία αλώνιζες τη σκηνή. Και τον κανιβαλισμό (γελάει). Περνούσαμε πολύ ωραία τότε. Εκεί βρήκα ερμηνευτικά τον εαυτό μου, περισσότερο από ποτέ. Βρήκα ποια είμαι και γιατί θέλω να είμαι αυτή που είμαι. Εκεί το ανακάλυψα. Και αυτό που μοιραζόμουν με τον κόσμο, με τέτοια γλύκα, ήταν έκσταση.

Πώς ήταν όταν το ανακάλυψες; Είχες δοκιμάσει το θέατρο, το τραγούδι, αλλά τότε πρέπει να ήταν φοβερή η στιγμή. Καταρχάς πρέπει να σου πω ότι οι πιο αγαπημένες μου στιγμές στο θέατρο ήταν οι στιγμές της σιωπής. Και όταν έπεφτε η μουσική. Στις παραστάσεις κάποια στιγμή έμπαινε και η μουσική, και τότε συνηθίζαμε να λέμε, όταν κάτι δεν πήγαινε καλά, «ε, θα μπει και η μουσική και θα στρώσει». Και σαν ηθοποιός, αυτό που μου άρεσε πιο πολύ, και το κάνω και στο τραγούδι, είναι οι ώρες της παύσης. Κάνεις μια μεγάλη παύση, αλλά είσαι εκεί. Δεν είναι παύση αμηχανίας αλλά έντασης. Είναι μαγική στιγμή.

Άρα έχεις τον έλεγχο; Δεν έχει να κάνει με τον έλεγχο, γιατί μου αρέσει όταν τον χάνω. Παρά το γεγονός ότι κάνω καραγκιοζιλίκια που μετά στεναχωριέμαι που τα έκανα. Τελικά όμως, δεν θέλω να έχω τον έλεγχο, γιατί είναι ένας αυτοπεριορισμός. Αν από κάτι έχω ωφεληθεί στη ζωή μου, αυτό είναι τα λάθη μου. Εάν έχεις συνεχώς τον έλεγχο και δεν πέφτεις στην ευλογία του λάθους, έτσι θα το αποκαλέσω εγώ, δεν καταλαβαίνεις τίποτα, ούτε για εσένα ούτε και για τη ζωή. Αυτό που διδάχτηκα από τα λάθη μου ήταν και αυτό που κρυβόταν στις σφαλιάρες που έφαγα. Όπως επίσης και από την αγάπη. Είχα ρωτήσει κάποια στιγμή τον Γιάννη [Φέρτη] «Ποια είναι η πιο ευτυχισμένη σου στιγμή; Έχεις παίξει τόσους ρόλους…» κι εκείνος μου απάντησε «Όταν έπαιζα τον επιθεωρητή του Γκόγκολ, αυτό που απολάμβανα είναι οι στιγμές της σιωπής μου σε σχέση με το κοινό. Εκεί ένιωθα βασιλιάς».

Έχει ένταση όταν είσαι πάνω στη σκηνή και πέφτουν αυτές οι στιγμές; Είναι μαγικές. Φέτος έλεγα στο Άλσος την «Τζένη των Πειρατών», την οποία κατά καιρούς την έχω τραγουδήσει πολλές φορές αλλά ήμουν πιο επική από ό,τι έπρεπε. Άκουσα λοιπόν μια διασκευή που έκανε ο Nick Cave, με μια εκπληκτική τραγουδίστρια που δεν θυμάμαι το όνομά της, που ήταν όλο ένα ήσυχο και επικίνδυνο πράγμα με τη συνοδεία ενός παρανοϊκού ακορντεόν από πίσω, και το ζήλεψα. Έτσι πήγα και αντικατέστησα το ακορντεόν με ένα στριφνό τσέλο και την είπα πάρα πολύ ήρεμα. Και όσο πιο ήρεμη ήμουν, τόσο πιο επικίνδυνη γινόταν η Τζένη. Και εκεί που με ρωτάνε «ποιανού κεφάλι θέλεις», εγώ λέω «θα με ακούσετε να αποφασίζω… ΟΛΟΙ». Εκεί στο «ΟΛΟΙ» κάνω μια παύση δεκαπέντε μέτρα χωρίς να έχω χάσει την έντασή μου. Ήταν από τις πιο δυνατές στιγμές στις φετινές μου παραστάσεις.

Τι άλλο απολαμβάνεις πάνω στη σκηνή; Τον κανιβαλισμό, θα το ξαναπώ. Και τον αυτοκανιβαλισμό. Τρελαίνομαι.

Σου αρέσει να ανακατεύεις τα πράγματα; Ναι γιατί έτσι είναι η ζωή. Δεν μου αρέσει η σοβαροφάνεια. Μου αρέσουν οι σοβαροί άνθρωποι, αλλά όχι οι σοβαροφανείς.

Βέβαια, όταν ανακατεύεις δεν ξέρεις και τι θα βγει. Είσαι έτοιμη να δεχτείς τις συνέπειες όταν δεν βγαίνει το ρίσκο που παίρνεις; Πολλές φορές δεν βγαίνει, το ξέρω. Έχω αστοχήσει πάρα πολλές φορές αλλά δεν πειράζει. Πιο μικρή, ήθελα να γίνω τέλεια. Και μετά είπα «είσαι χαζό; Ευχαριστήσου τη ζωή, αυτό που σου δίνεται. Κάνε τα λάθη σου. Συγχώρεσε τον εαυτό σου που είναι πιο μέτριος απ’ ότι θα ήθελες». Είχα πει κάποτε σε μια συνέντευξη ότι «απελευθερώθηκα όταν συνειδητοποίησα ότι είμαι μια μετριότητα». Και ο κόσμος θύμωσε για αυτό που είχα πει, αλλά εγώ θεωρώ ότι είναι πολύ γενναιόδωρο να το λες και να το παραδέχεσαι, γιατί μόνο αν το αποδεχτείς αυτό έχεις ελπίδες να γίνεις καλύτερος. Αλλιώς δεν έχεις καμία ελπίδα.

Πόσα χρόνια είσαι στο τραγούδι; Ό,τι φανερώνει και ο τίτλος της συναυλίας στο Ηρώδειο; Πενήντα και δύο μήνες τζαστ.

Πώς είναι αυτό; Υπέροχο.

Αν σου ζητούσε κάποιος να διαλέξεις κάποιο τραγούδι, θα μπορούσες; Βέβαια. Μα δεν είναι όλα τα τραγούδια που έχω πει ίδια. Η «Τζένη των πειρατών» είναι αγαπημένο μου τραγούδι, η «Ζελατίνα» είναι λατρεμένο, οι «Μοίρες» και η «Φωφώ» έχουν μια αλητεία μέσα τους που μου αρέσει. Τα τραγούδια του Γιάννη Σπανού. Το «Δυο δρόμοι του Βερολίνου», παρ’ ότι δεν μου αρέσει καθόλου έτσι πώς το είπα στην πρώτη εκτέλεση, γιατί ήμουν υπερβόλα, είχα στόμφο. Επίσης έχει να κάνει με το γεγονός ότι είχα χωρίσει, άρα καταλαβαίνεις ότι έπρεπε να τον χώσω όλον αυτό τον καημό. Το παράκανα πιστεύω. Δεν τον αγαπώ τον στόμφο, αν και ήταν τότε της εποχής να έχεις στόμφο. Αν σκεφτείς ότι ξεκίνησα με το πολιτικό τραγούδι στις μπουάτ της Πλάκας, λογικό είναι, έφερνα κάποια πράγματα μαζί μου. Αλλά τώρα που το ακούω, δεν μου αρέσει η υπερβολή μου. Τώρα μου αρέσει να είμαι πιο λιτή. Να μην κάνω πολλά.

Δεν μου είπες το “Μαμά Γερνάω”. Αυτό είναι κάτι άλλο!

Αν υπάρχει λίστα με τα πιο σημαντικά άλμπουμ της ελληνικής δισκογραφίας, θέλω να πιστεύω πως αυτό θα είναι πολύ ψηλά. Εγώ θα το έβαζα ψηλά πάντως (χαμογελάει).

Άρα τη νιώθεις τη σημαντικότητα αυτού του δίσκου; Κυρίως νιώθω ευγνωμοσύνη για τη Λίνα και τον Σταμάτη. Και για τη στιγμή. Και για το πώς λειτουργήσαμε οι τρεις μας. Ευλογία. Εγώ ήμουν τριάντα πέντε και τα παιδιά τριάντα. Και μόλις είχα χάσει τη μαμά μου – ήταν «παραγγελιά» αυτός ο δίσκος. Ήταν ένα βράδυ που πήγα στη Λεωφόρο, που τραγουδούσε η Άλκηστις με την Ελευθερία και τα παιδιά είχαν κάνει το πρόγραμμα. Μόλις είχα χάσει τη μαμά μου, ακόμη φορούσα μαύρα δηλαδή, κι ενώ είχαμε πει χαλαρά να κάνουμε ένα δίσκο μαζί, ήρθαν τα παιδιά κι εγώ τους λέω “δεν με ενδιαφέρει να κάνω κανένα δίσκο, το μόνο που θέλω είναι να μπορούσα να πω στη μάνα μου όσα δεν της είχα πει όσο ζούσε”. Το ίδιο βράδυ, έγραψε η Λίνα το Μαμά Γερνάω. Το ίδιο βράδυ. Και έτσι χτίστηκε όλο το άλμπουμ. Όταν μετά, κάποια στιγμή, μου παίξανε το «Πάμε κάπου» άκουσα σε ένα σημείο να λέει, «Κυριακή στην Κηφισίας μια φωνή απελπισίας». Κηφισίας, στο Υγεία, στον 16ο όροφο, έξι το πρωί έφυγε η μάνα μου. Δεν το ξέρανε. Λιποθύμησα.

Σε ποιους έκανες δώρο αυτό το άλμπουμ; Στη μαμά μου. Και σε κάποιους έρωτες (χαμογελάει). Όταν το ηχογραφήσαμε τελικά, πριν βγει, πήρα ένα κασετόφωνο, την αδερφή μου, ένα μπουκάλι ουίσκι και πήγαμε στον τάφο της μάνας μου και το έβαλα εκεί στο φουλ. Να το ακούσει πρώτη. Ήπιαμε ένα ποτηράκι, ρίξαμε ένα στο χώμα και γυρίσαμε. Μας κοιτάγανε βεβαίως οι άλλες από τους διπλανούς τάφους με μισό μάτι.

Όταν θα σταματήσω να συγκινούμαι, θα πω πως έχω ξοφλήσει σαν πνεύμα, σαν ψυχή.

Νιώθεις τυχερή με τις συνεργασίες σου. Με όλους αυτούς που στάθηκαν δίπλα σου; Θα ξεχωρίσω τον Ξυλούρη που τον αγαπούσα πολύ και δεν σταμάτησα δευτερόλεπτο να τον αγαπώ. Και τον θαύμαζα. Και που ήταν ένας από τους πιο καλούς ανθρώπους που περάσαν από τη ζωή μου. Γενικά ήμουν τυχερή. Και ο Αντώνης Καλογιάννης, και ο Μανώλης Μητσιάς, και ο Γιώργος Μαρίνος -πόσο καλό μου έκανε η συνεργασία μαζί του-, ήταν άνθρωποι που με στηρίξανε και ήταν γενναιόδωροι μαζί μου. Στον Νίκο όμως είχα ένα βαθύτατο θαυμασμό, γιατί έβλεπα το φωτοστέφανό του. Ειδικά μόλις έπιανε τη λύρα, ένα φως όπως στις αγιογραφίες ήταν γύρω από το κεφάλι του.  

Συγκινείσαι εύκολα; Όταν θα σταματήσω να συγκινούμαι, θα πω πως έχω ξοφλήσει σαν πνεύμα, σαν ψυχή. Δεν θέλω να γίνω χοντρόπετση, δεν θέλω να περνάνε τα πράγματα δίπλα μου και να μην τους δίνω τη σημασία που τους πρέπει.

Σκέφτεσαι πόσοι κύκλοι ανθρώπων που γνωρίζουμε, έρχονται κοντά μας και μετά χάνονται; Έχω την αίσθηση πως έχω ζήσει τη ζωή δέκα ανθρώπων. Υπήρξε διάστημα που ήμουν κοσμική, με ό,τι συνεπάγεται αυτό, κάτι το οποίο τώρα σιχαίνομαι. Έχω μάθει όμως να αφήνομαι. Άφησε τον εαυτό σου ελεύθερο να πάει στη ροή των ανθρώπων και θα πας εκεί που πρέπει. Γιατί ό,τι σχεδίασα δεν μου βγήκε. Όταν τον άφησα ελεύθερο όμως, πήγε εκεί που έπρεπε. Γι’ αυτό και δεν σχεδιάζω ταξίδια. Πες μου τώρα, φεύγουμε αύριο για Ισλανδία, και θα σου πω φύγαμε. Πες μου, σε ένα μήνα θα πάμε Ισλανδία, και δεν θα φύγουμε ποτέ.

Έχει αλλάξει πια ο τρόπος που αντιλαμβάνεσαι τα πράγματα; Αλλάζουμε οι άνθρωποι. Άλλος περισσότερο και άλλος λιγότερο.

Η ηθοποιός μιλούσε πάντα πρώτα σε εμένα. Δεν το ξέχασα αυτό ποτέ. Αντιμετώπιζα πάντα το κάθε τραγούδι σαν έναν μονόλογο.

Αυτό ήταν που μου άρεσε πάντα, έτσι όπως το έκανες. Να νιώθω πως αλλάζεις κάθε φορά και να καταλαβαίνω το πώς. Γιατί ήταν σαν να ζεις τη δική μου ζωή.

Φταίει που είμαι κι εγώ Κριός (γελάμε). Οι Κριοί είμαστε υπερβολικοί. Δεν το γλεντάς όμως; Πράγματα που μας στεναχώρησαν πολύ στη ζωή μας λόγω της υπερβολής μας, τώρα τα σκεφτόμαστε και αισθανόμαστε μια γλύκα και γελάμε πολύ. Αν με ρωτήσεις αν θα έκανα τα ίδια, θα σου απαντήσω «Τα ολόιδια»!

Εκτός από Κριός, μιλάς και ως ηθοποιός και ως ερμηνεύτρια; (γέλια) Η ηθοποιός μιλούσε πάντα πρώτα σε εμένα. Δεν το ξέχασα αυτό ποτέ. Αντιμετώπιζα πάντα το κάθε τραγούδι σαν έναν μονόλογο. Έλεγα, «τι λένε τα λόγια; Γιατί το λένε; Τι προηγήθηκε; Από που έρχεται; Που θέλει να φτάσει και ποιος θέλει να το ακούσει αυτό;». Αυτό με συνοδεύει και δεν θέλω να το ξεχάσω. Μου αρέσει που το έχω ακόμη, παρ’ ότι υπάρχουν τραγουδιστές που αγαπώ πολύ και είναι πολύ πιο λιτοί και δωρικοί από εμένα. Λατρεύω τη Σωτηρία Μπέλλου, τον Μπιθικώτση, τη Βίκυ Μοσχολιού. Εκτιμώ τον τρόπο τους, τον βρίσκω συγκλονιστικό.

Αλλά δεν θα ήθελες να κάνεις το ίδιο; Δεν μπορώ να κάνω το ίδιο. Δεν μπορώ να κάθομαι στην καρέκλα. Θα σηκωθώ 100 φορές. Δεν μπορώ να κάτσω στο ίδιο μέρος πάνω από πέντε λεπτά. Το πρόβλημά μου είναι όταν βγαίνω κάπου να φάω, μόλις φάω θέλω να φύγω. Και είναι αγενέστατο αυτό.

Κάνω φοβερή αυτοκριτική στον εαυτό μου, με καλοσύνη πια, όχι με στρες. Έδινα ξύλο παλιά.

Υπάρχουν πράγματα που θα ήθελες να ήταν αλλιώς; Ναι, ναι. Κάνω φοβερή αυτοκριτική στον εαυτό μου, με καλοσύνη πια, όχι με στρες. Έδινα ξύλο παλιά. Τώρα το κάνω με πολλή καλοσύνη. Πριν από πέντε χρόνια που περνούσα μια ηλικιακή, υπαρξιακή κρίση, είχα φτάσει στο συμπέρασμα ότι όλα στη ζωή μου τα έκανα λάθος. Όλα. Τώρα έχω μια πολύ πιο γλυκιά αίσθηση για όλο αυτό, γιατί σκέφτομαι ότι αν έβρισκα το παιδάκι που ήμουν 7-8 χρονών μπροστά μου, και το ρώταγα, «σου αρέσει η ζωή που σου προσέφερα;» νομίζω ότι θα μου έλεγε «Ναι».

Αυτό, αν το πιστεύεις και το λες, είναι μεγάλη κατάκτηση. Ακριβώς. Αλλά έγινε μετά από πέντε χρόνια ξύλου. Με έβγαλα άχρηστη παντού. Σε επίπεδο ηθικό και επαγγελματικό, μόρφωσης. Με έβγαλα άχρηστη.

Πώς ξεφεύγει ένας άνθρωπος από αυτό; Δεν πρέπει να ξεφύγει. Πρέπει να το βιώσει και να συμφιλιωθεί μαζί του. Να μην το αποφεύγει. Να μην βάζει κάτω από το χαλί τα σκουπίδια του. Και αυτό σε κάνει πιο γενναιόδωρο με τον εαυτό σου και με τους άλλους.

Θα άλλαζες κάτι στο τέλος της ημέρας; Ένα πράγμα. Ο καημός μου είναι -και  δεν με συγχωρώ- πως δεν έμαθα ένα μουσικό όργανο. Δεν ξέρω να παίζω τίποτα. Πήρα τους τρεις καλύτερους δασκάλους στην κιθάρα. Δεν άντεξα, δεν είχα την υπομονή.

Το λες με έναν τρόπο, λες και μπορεί να το μάθει ο καθένας που δεν έχει το απαραίτητο ταλέντο. Ο καθένας μπορεί. Ακόμα και ο πιο άσχετος, αν βάλει τον πωπό του κάτω και δουλέψει. Εγώ λοιπόν δεν είχα την υπομονή γιατί μόλις έφτανα στους μπαρέδες και δεν ακουγόταν καλά το ακόρντο τα παράταγα. Άλλαζα δάσκαλο και του έλεγα «Θέλω να μου μάθεις τραγούδια» και μου έλεγε «Μα δε γίνεται, πρέπει να μάθεις και αρμονία και και και…». Έκανα πέντε έξι μήνες υπομονή, μόλις έφτανα σε ένα σημείο, άλλος δάσκαλος. Θα ήθελα πολύ στη φάση που είμαι τώρα να μπορώ να συνοδεύω τον εαυτό μου, ακόμα και όταν είμαι μόνη στο σπίτι.

Θα ήθελες μόνο κιθάρα; Κιθάρα. Την βρίσκω υπέροχη, γιατί όταν συνοδεύεις μόνος σου τον εαυτό σου, μπορείς να διατηρείς τις παύσεις όσο θέλεις. Δηλαδή να αφήνεις τη σιωπή να ηχεί. Πάλι αυτή η σιωπή…

Άλλο η σιωπή μετά από τσαντίλα και καβγά, και άλλο η σιωπή μετά από μια ωραία συνουσία.

Για άλλα πράγματα δεν μετανιώνεις; Δεν μετανιώνω που δεν πήρα το πτυχίο στο πανεπιστήμιο. Ένα διάστημα είχα στεναχωρηθεί, γιατί με έπιασε η λόξα να θέλω να γίνω δασκάλα. Η ιστορία μου αρέσει τώρα, σήμερα, και νιώθω την ανάγκη να τη διαβάσω. Τότε τη βαριόμουν, διότι είχε πολλή παπαγαλία και ο τρόπος που μας την δίδασκαν ήταν χωρίς κανένα ενδιαφέρον. Άσε που το σύστημα παιδείας μας είναι για μπάτσες. Δεν τα γοητεύουν τα παιδιά. Ένας δάσκαλος πρέπει να είναι πολύ γοητευτικός, να εμπνεύσει ένα είδος πνευματικού έρωτα. Εάν δεν μπορεί, το παιδί δεν θα μάθει τίποτα. Εγώ είχα τέτοιους δασκάλους. Τον Μανώλη Ανδρόνικο, τον Γιώργο Σαββίδη, τη φιλόλογο στο γυμνάσιο, τη Ζιπίδου, τον μαθηματικό μου. Με ενέπνευσαν. Δεν συμπαθούσα καθόλου τη «Λατινικού». Και αυτός είναι ένας από τους λόγους που δεν πήρα πτυχίο στο Πανεπιστήμιο, γιατί χρωστούσα από το δεύτερο έτος Λατινικά. Είχαμε έναν φασίστα καθηγητή και δεν ήθελα καθόλου να τα διαβάσω και να τα περάσω.

Πέρασες όμως στο αρχαιολογικό, παρότι έπρεπε προφανώς να γράψεις καλά στα Λατινικά. Ναι, αλλά δεν αγάπησα καθόλου τον καθηγητή στο Πανεπιστήμιο. Με απόδιωξε η προσωπικότητα αυτού του ανθρώπου.

Τελικά παίζουν παντού οι σχέσεις, στο τι θα κάνεις και πώς θα εξελιχθείς; Μόνο οι σχέσεις με τους ανθρώπους. Γι’ αυτό και αυτό που στην εποχή μας με ανησυχεί και με στεναχωρεί, όχι τόσο για εμένα αλλά για τις επερχόμενες γενιές, είναι η αδυναμία ή ο τρόμος των ανθρώπων να συνάψουν αληθινές σχέσεις. Είτε είναι φιλικές, είτε είναι ερωτικές. Είτε επαγγελματικές. Έχουμε αυτό το μαραφέτι, το τόσο αντιπαθητικό, που νομίζουμε ότι έχουμε φίλους, νομίζουμε ότι μας αγαπάνε, νομίζουμε ότι επικοινωνούμε. Και στην ουσία τι κάνουμε; Πήγαινε σε ένα οποιοδήποτε μαγαζί… κάθονται δυο άνθρωποι και είναι ο καθένας στο κινητό του. Και μπορεί να είναι όλη η παρέα. Όταν είχα ένα μαγαζί στο Πήλιο, που τώρα πια έχω κλείσει, έβλεπα παρέες που ήταν όλοι στο κινητό, πήγαινα και έκλεινα το ίντερνετ και τους έλεγα «αχ έπεσε» για να τους αναγκάσω να μιλάνε.

Να πάμε στο κομμάτι του Πηλίου: Πόσα χρόνια έχουν περάσει από τότε που πήγες εκεί; Πρωτοπήγα το 1975. Το 1982 πήρα το σπίτι. Εγώ πήγαινα κάθε χρόνο, ακόμη και δυο μέρες να είχα κενό. Με μάγεψε αυτό το μέρος. Φτύνεις κουκούτσι και βγαίνει καρπός, ευλογημένος τόπος. Το σπίτι λειτούργησε σαν καταφύγιο, σαν τόπος γείωσης. Αυτό με έκανε να είμαι πιο ταπεινή, πιο κανονικός άνθρωπος. Να σκέφτομαι κι άλλα πράγματα στη ζωή μου. Τα πρώτα χρόνια έβαζα μπαξέ, ντομάτες που σπάνια πετύχαιναν (γέλια). Την πρώτη χρόνια έβαλα τόσες που δεν μπορούσα να τις φάω και αποφάσισα να τις κάνω σάλτσα. Για μια εβδομάδα η κουζίνα μου ήταν ντοματί. Υπήρχαν ολούθε πιτσιλιές από ντομάτα. Στο τέλος την πέταξα την κατσαρόλα. Τώρα όμως, νομίζω ότι έχω την ανάγκη να φύγω από το Πήλιο γιατί είναι πολλά ταξίδια που δεν έχω κάνει. Με εγκλώβισε με έναν τρόπο. Μου έδωσε όλα του τα ευεργετήματα, με έναν τρόπο άλλο πάλι, και θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό. Όσο μεγαλώνουμε μπαίνουμε σε φάση αφαίρεσης, που είναι ευλογία. Ας πούμε, τώρα θέλω να πετάξω από το σπίτι μου όλα τα τζάτζαλα μάντζαλα που έχω.

Μπορείς; Με κάποια είμαι πολύ συνδεδεμένη, αλλά τώρα θέλω να αδειάσω το σπίτι. Και θέλω να ταξιδέψω. Θέλω να πάω στη Νορβηγία, στην Ισλανδία.

Στον Βορρά κυρίως; Ναι, στο κρύο θέλω να πάω. Θέλω όμως να πάω και Ιαπωνία που δεν έχω πάει ποτέ. Ευτυχώς με τη δουλειά πήγα σε πολλά μέρη. Όχι όμως σε αυτά. Με τους Έλληνες του εξωτερικού δεν είχα καμία επικοινωνία, ούτε μου έκαναν ποτέ πρόταση για να την αρνηθώ. Έχω πάει Αυστραλία, Γαλλία, Βέλγιο, Σουηδία με τον Ξυλούρη και τον Χρήστο Λεοντή, Αίγυπτο.

Δεν μπορείς να τα συνδυάσεις και να τα κάνεις και τα δύο; Και Πήλιο και ταξίδια; Όχι γιατί είμαι και τεμπέλα. Θα επιλέξω πάλι «που να φτιάχνεις βαλίτσες τώρα; Πήγαινε στο χωριό!». Αν όμως δεν έχω το χωριό, θα ταξιδέψω. Αν είμαι γερή και υγιής. Δεν μου μένουν πολλά χρόνια και δεν έχω χρόνο να το αναβάλλω. Δεν θέλω να μην μπορώ να περπατήσω για να δω έναν τόπο. Γιατί μόλις πάω σε έναν ξένο τόπο, βάζω τα παπουτσάκια μου και περπατάω, θέλω να τον ανακαλύψω. Δεν θα πάω στα αξιοθέατα τα κλασσικά. Θα πάω στα από πίσω.

Άρα είσαι ο κλασικός, σωστός τουρίστας που θέλει να ανακαλύψει την πόλη, σοκάκι-σοκάκι.  Θέλω να πάω και σε ένα καλό ξενοδοχείο, αλλά θα πάρω το δισάκι μου και θα βγω στον δρόμο. Θυμάμαι όταν είχαμε πάει στο «L’ Olympia» με τον Γιώργο Νταλάρα και ζούσε ο γλυκός μου ο Διονύσης Θεοδόσης, είχα αγοράσει δύο ζευγάρια φλατ παπούτσια. Ένα άσπρο και ένα κόκκινο. Μέσα σε δεκαπέντε μέρες είχα λιώσει τους πάτους και των δύο. Δεν ξέρω πόσα χιλιόμετρα περπάτησα. Όπου με έβγαζαν τα πόδια μου. Και κατά έναν περίεργο τρόπο, πάντα με έβγαζαν στα καλύτερα. Μάθαινα ότι έπρεπε να πάω σε ένα μαγαζί, αλλά εγώ είχα ήδη πάει από μόνη μου. Το ένστικτο.

Εντάξει με το ένστικτο, με την μοναχικότητα όμως πώς τα πας; Τη βρίσκω υπέροχη. Την έχω μεγάλη ανάγκη, όσο το οξυγόνο που αναπνέω. Δεν μπορώ να ξοδεύομαι συνεχώς με παρέες χωρίς λόγο. Και δύσκολα μπορώ να συνυπάρξω σε παρέα με πάνω από τέσσερα άτομα, γιατί δεν γίνεται αληθινή κουβέντα. Βαριέμαι πάρα πολύ, γιατί εγώ διασκεδάζω όταν είμαι μόνη μου. Περνάω τέλεια…

Άρα στην πανδημία, να υποθέσω, υπήρχε μια σχετική κανονικότητα… Μεγάλη ντροπή που το λέω, αλλά ήμουν κάπως ευτυχής. Ήταν μια δραματική αλλαγή, μια αγριότητα για πολύ κόσμο, το ξέρω αυτό. Τα αποτελέσματα δεν τα έχουμε δει βέβαια ακόμη, αλλά θα τα βρούμε μπροστά μας, στην επιθετικότητα των παιδιών και σε συμπεριφορές. Σκέψου ένα ζευγάρι που έπρεπε να περάσει 24 ώρες μαζί ενώ του είχε φύγει ο έρωτας. Το θεωρώ βάναυσο. Θες να πιάσουμε αυτά τα σοβαρά τώρα;

Όλα δεν χρειάζονται; Θα σου πω κάτι που συνειδητοποίησα τελευταία. Δεν θυμάμαι εύκολα πια πράγματα, ξεχνάω. Μου έχει τύχει να ξαναφλερτάρω με έναν άνθρωπο μετά από χρόνια και να το έχω ξεχάσει. Και να μου λέει «μα είσαι με τα καλά σου;». Τέλος πάντων. Υπάρχουν πολύ μεγάλες περίοδοι της ζωής μου που είναι σαν να έχει γίνει κάποιος delete. Αντιθέτως, αναδύονται από τη μνήμη μου συνεχώς περιστατικά που μοιάζουν ασήμαντα. Μια στροφή σε έναν δρόμο με έναν περίεργο βράχο. Μια μέρα με τη μαμά μου, τον μπαμπά μου, την αδερφή μου και τον ανιψιό μου, σε εκδρομή, παραμονές Πάσχα. Τη μαμά μου όταν μπαίνουμε στο αυτοκίνητο και κουβαλούσε όλο το σύμπαν της κουζίνας μαζί και έτσι μονίμως μαλώναμε. Αγγουράκια, κεφτεδάκια, αυγουλάκια… Και όταν με τάιζε όσο οδηγούσα. Θυμάμαι λοιπόν, αυτό το Πάσχα, σταματήσαμε στην Εθνική Οδό, πεινάσαμε, ψιλόβρεχε, στο άγαλμα του Αθανασίου Διάκου, λίγο έξω από τη Λαμία. Και στρώνουμε ένα τραπεζομάντηλο πάνω στο καπό και κάνουμε ένα τσιμπούσι ονειρεμένο. Δεν είναι σημαντικό, αλλά είναι μια μνήμη τόσο κινηματογραφική μέσα μου. Θυμάμαι ακόμη πώς ήταν το τραπεζομάντηλο. Ήταν άσπρο με κόκκινα καρό. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ.

Τι κάνουν τελικά μέσα μας αυτές οι στιγμές; Στην ουσία, είναι η μήτρα από την οποία εμπλουτίζεται το συναίσθημα και το βίωμά σου. Ίσως πολύ μεγάλα γεγονότα να τα έχουμε σβήσει, γιατί δεν τα αντέχουμε. Ίσως πολύ μεγάλες χαρές να τις έχουμε ξεχάσει, γιατί ήρθαν οι επόμενες. Και είναι κάτι τέτοιες στιγμές, όπως αυτή ή μια άλλη,  μέσα στο τρόλεϊ, όταν πρωτοήρθα στην Αθήνα, έξω από τον Παναθηναϊκό, που πήγαινα στην Πλάκα. Θυμάμαι από ποια μεριά έπεφτε ο ήλιος, τι φορούσε η κυρία απέναντι και γιατί εγώ ήμουν πολύ λυπημένη, γιατί είχα χωρίσει πάλι. Αυτό λοιπόν εμένα μου δίνει υλικό και για τη ζωή μου, αλλά και για την τέχνη μου. Αυτά τα μικρά ασήμαντα πράγματα είναι ένα υπερπολύτιμο υλικό μου.

Είναι ένα θέμα που πάντα σκέφτομαι, πώς επιλέγει η μνήμη τι να συγκρατήσει από αυτές τις εκατομμύρια στιγμές που μας χαρακτηρίζουν. Εγώ θυμάμαι από πολύ μικρή, από τα τέσσερα που μέναμε στη Δράμα όπου γεννήθηκα, και μου άρεσαν -και συνεχίζουν να μου αρέσουν δηλαδή- τα μακαρόνια. Τότε η επιλογή μου ήταν τα χοντρά. Κάθε μεσημέρι έπαιρνα ένα τσανάκι από το σπίτι και χτυπούσα τις πόρτες της γειτονιάς και έλεγα «Καλημέρα. Μήπως έχετε μακαρόνια χοντρά;». Και όπου είχαν, επειδή με ήξεραν κιόλας, έμπαινα μέσα και έτρωγα. Δεν θυμάμαι πολλά από τότε, αλλά δεν θα ξεχάσω ποτέ το τσανάκι με τα μακαρόνια, τις γειτόνισσες και τις πόρτες που χτύπαγα. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Μακαρόνια χοντρά.

Θα έχει κάποια σημασία, δεν μπορεί… ίσως φανερώνει τον άνθρωπο ο οποίος διεκδικεί τη ζωή του… Αν πηγαίναμε σε κανένα καλό ψυχαναλυτή θα μας βοηθούσε πολύ. Και τους δύο (γέλια). Ήθελα να φάω αυτό που μου αρέσει γιατί η μητέρα μου μπορεί να είχε μπάμιες που δεν τις έτρωγα. Τέτοιες μνήμες έχω και πάνω σε αυτές τις μνήμες στήνω την παράσταση στο Ηρώδειο.

Πώς δηλαδή; Αυτά τα περιστατικά που σου είπα θα μπουν μέσα. Και από αυτά ορμώμενη, θα επιλέξω δυο-τρία τραγούδια που θα είναι απότοκα αυτής της μνήμης. Έτσι ξεκινάμε, αλλά μπορεί και να αλλάξω γνώμη. Αλλά μου αρέσει, γιατί δεν έχει και τόσο νόημα να πω, ας πούμε, διάφορα για τη Μεταπολίτευση. Έχει όμως πολύ νόημα να πω ότι εκείνο το βράδυ του Πολυτεχνείου μπήκα σε ένα τρόλεϊ και προσπάθησα να το οδηγήσω. Και ήμουν μια γελοία που δεν ήξερε καν πως οδηγείται ένα τρόλεϊ, αφού δεν οδηγούσα ούτε αυτοκίνητο. Θα βάλω και τη γελοιότητα μέσα. Δεν είναι μόνο επικοινωνιακά. Ανοίγεις κάποιες ρωγμές στην προσωπική σου ζωή, που βλέπει ο άλλος πράγματα με τα οποία μπορεί να ταυτιστεί.

Με τον χρόνο που περνάει, πώς πάμε; Πάμε κι ερχόμαστε. Έχω περάσει τρεις υπαρξιακές κρισάρες. Μια στα 40, μια στα 50 και μια στα 60. Στα 70 δεν είχα καμία. Στα 70 ένιωσα ότι είμαι ένα πολύ ευεργετημένο άτομο. Πρώτα γιατί ζω. Ένιωσα βαθιά ευγνωμοσύνη. Και στα 70 μου χρόνια έκανα και τα πιο ωραία μου γενέθλια. Ένιωσα βαθιά απελευθέρωση, γιατί αποδέχτηκα πια ότι είμαι μια ηλικιωμένη γυναίκα που έχει την τύχη να είναι υγιής και ζωντανή.

Και πολύ αγαπητή… Ναι, βεβαίως…(χαμογελάει). Και όταν είσαι συνταξιούχος είναι τέλειο. Γιατί; Πολύς ελεύθερος χρόνος, πολύ αραλίκι στο σπίτι.

Τι κάνει ένας συνταξιούχος; Θα σου πω τι κάνω εγώ. Παρακολουθώ πάρα πολύ κινηματογράφο στο σπίτι. Νομίζω ότι τις έχω δει όλες τις ταινίες.

Ποιες επιλέγεις πρώτες-πρώτες; Μου αρέσουν τα πολιτικά θρίλερ, οι κατασκοπευτικές, οι δραματικές κομεντί, η επιστημονική φαντασία αλλά δεν θέλω τέρατα. Δεν μπορώ τις σαχλές κωμωδίες. Δεν μου αρέσουν καθόλου οι ταινίες δράσης. Δεν μπορώ τη βία γιατί με αναστατώνει και με εξοργίζει. Η «Ζώνη ενδιαφέροντος» όμως ήταν συγκλονιστική ταινία. Θέλω να πω, δεν χρειάζεται να μου πετάξεις το αίμα στα μούτρα. Είναι πολύ πιο άγριο και ουσιαστικό όταν δεν το κάνεις. Δεν μπορώ πια τη χυδαιότητα της βίας που έχει κάνει τα παιδιά μας να είναι τόσο εθισμένα. Που έβλεπαν τον Ζακ να τον χτυπάνε κάτω οι νοικοκυραίοι και δεν αντιδρούσαν. Που δεν πήγαινε κανείς να το σταματήσει.

Τι έγινε με το δικαστήριο το δικό σου; (είπε σε συνέντευξη της στην Αυγή πως «πρέπει να γίνει μια εξέγερση» για αυτά που περνάμε, και αυτό την έβαλε σε δικαστικές περιπέτειες καθώς την κατηγόρησαν πως ξεσηκώνει τον κόσμο σε βιαιοπραγίες). Αθωώθηκα αγάπη μου. Μου έκανε καταρχάς την τιμή να είναι μάρτυρας υπεράσπισης ο Νικήτας ο Κακλαμάνης. Τον αγαπώ και τον εκτιμώ πάρα πολύ. Και δικηγόρο είχα τον Μιχάλη Καλογήρου. Δεν έστεκε αυτή η κατηγορία καθόλου. Ήταν όλο βαλτό. Το κέρδος είναι ότι τώρα υπάρχει δεδικασμένο για τους άλλους. Ευεργέτημα για τους άλλους.

Σκέφτεσαι πάντα τους άλλους; Σου αρέσει να προσφέρεις; Ναι, δεν μπορώ να ζήσω αλλιώς.

Μπορείς, με τον ίδιο τρόπο που προσφέρεις, να δέχεσαι; Δύσκολα, γιατί έχω μια χαζή περηφάνεια που φτάνει ως το σημείο να γίνεται κόμπλεξ. Νομίζω ότι αυτό είναι το βαθύτερό μου πρόβλημα. Και είναι αναπηρία – θεωρώ ότι είναι βαθύ σύμπλεγμα. Με την αδερφή μου πάντα ονειρευόμασταν ότι κερδίζουμε το λαχείο. Ότι μας πέφτει ο πρώτος λαχνός. Θα νοικιάζαμε ένα φορτηγό, θα πηγαίναμε να ψωνίσουμε για όλους τα καλύτερα πράγματα και μετά θα νοικιάζαμε ένα γιοτ για να πάμε όλη η οικογένεια και οι φίλοι μια εκδρομή όπου θα παίζαμε χαρτιά από το πρωί έως το βράδυ.

Και γιατί δεν τα δίνει σε αυτούς τους ανθρώπους που ξέρουν τι να τα κάνουν και πως να τα μοιράσουν, αυτός εκεί πάνω; Γιατί είναι θέμα ελεύθερης βούλησης και πρέπει να το επιλέξω εγώ. Κάποια στιγμή όντως μου είχε πέσει το λαχείο και είναι πολύ συγκινητικό και ωραίο αυτό, γιατί μόλις είχα τελειώσει τη δραματική σχολή και είχα αποφασίσει να κατέβω στην Αθήνα και είμασταν με τον Δάνη Κατρανίδη και την Μίρκα Παπακωνσταντίνου στην Καβάλα για μια παράσταση και λέω “δεν αγοράζουμε ένα λαχείο μισό μισό” και κερδίσαμε από 4 χιλιάδες. Με αυτές τις 4 χιλιάδες εγώ την κοπάνησα από το σπίτι μου στην Θεσσαλονίκη και ήρθα στην Αθήνα και νοίκιασα ένα τρίτο υπόγειο και ξεκίνησα έτσι εδώ τη ζωή μου. Με αυτές τις 4 χιλιάδες, τις οποίες, για να μην τις φάω, γιατί είμαι σπάταλη, τις έδωσα στον Γιώργο Πάτσα, τον σκηνογράφο, να μου τις φυλάει -του έλεγα όσο κι αν σε παρακαλάω τώρα στην περιοδεία δεν θα με ακούς, δεν θα μου τα δώσεις- και μου τα έδωσε όταν ήρθαμε στην Αθήνα κι έτσι έπιασα το πρώτο μου σπίτι. Άρα στην ουσία, όπως μου τα έφερε η ζωή, δεν χρειάστηκα παραπάνω, αντίθετα μου δόθηκαν περισσότερα από όσα ζήτησα.

Την αποδοχή του κόσμου τη ζήτησες; Φυσικά. Αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε ό,τι κάνουμε, γι’ αυτό και μόνο. Στην ουσία πρέπει να το προσπερνάμε και να πηγαίνουμε παρακάτω.

Νιώθεις ως καλλιτέχνης πως έχεις μια δύναμη; Πως μπορείς να επηρεάσεις τη ζωή ενός ανθρώπου; Είναι πάρα πολύ σημαντικό το ότι μπορούμε να επηρεάσουμε τη ζωή ενός ανθρώπου με μια κουβέντα τυχαία, όλοι μας, και χωρίς να έχεις τη δύναμη του καλλιτέχνη. Τι στροφές μπορεί να συμβούν στις ζωές των ανθρώπων με μια κουβέντα, που εκείνη τη στιγμή δεν μας κοστίζει τίποτα και ίσως δεν θα το μάθουμε ποτέ. Κάθε άνθρωπος οφείλει πάντα να ξέρει ότι λίγες λέξεις φτάνουν για να αλλάξουν τη ζωή ενός άλλου ανθρώπου. Ή ακόμα και να του χαρίσουν τη ζωή ξανά.

Οι απώλειες πώς εισέρχονται στη ζωή σου; Ακόμη και αυτές -και θα σου πω τώρα ίσως κάτι σκληρό- στη δική μου την ηλικία, έχουν μια μικρή παρηγοριά, ότι θα συναντήσεις όσους έχασες σύντομα. Κάνουν τον επικείμενο θάνατο σου λίγο πιο συμπονετικό, ότι θα βρεις αυτούς που αγαπάς. Έτσι πιστεύω εγώ, μπορεί να κοροϊδεύουν οι άλλοι αλλά αυτή είναι η πεποίθηση μου. Λέω ότι δεν θα τους χάσω για πάντα, θα τους συναντήσω.

Αυτή η πεποίθηση προκύπτει με τα χρόνια; Ναι. Όταν έχασα τη μαμά μου στα 35 μου, ήταν σωματικός ο πόνος. Όταν έχασα την αδερφή μου μετά, που ήταν το στήριγμα μου στη ζωή και η καλύτερη μου φίλη, πέρα από την αγάπη, που την κουβαλάω ακόμη, είναι η συνήθεια της καθημερινότητας που με τσάκισε. Θα ταξίδευα και θα έφτανα στο χωριό και θα ήταν η πρώτη που θα έπαιρνα, “έφτασα”. Τώρα όμως που πέθανε ο Γιάννης ο Φέρτης, που ήταν η πιο δυνατή ιστορία της ζωής μου και δεν σταμάτησε όταν χωρίσαμε, ήμασταν πάντα φίλοι, ήταν σαν ο μεγάλος μου αδερφός, αισθάνθηκα πρώτον ότι ανακουφίστηκε και δεύτερον ότι θα τα ξαναπούμε. Δεν είμαι μακριά από αυτό.

Ο χρόνος όσο περνά δείχνει τα πράγματα αλλιώς. Για μια γυναίκα και για έναν άντρα που έχει επιτρέψει στον εαυτό του να εκφραστεί εξωτερικά, ο χρόνος, όταν δείχνει τα πράγματα αλλιώς, μπορεί και να είναι οδυνηρός (γελάει). Την πρώτη φορά που συνειδητοποίησα πως κρεμάσανε λίγο τα μούτρα μου, εκεί γύρα στα σαράντα, έπαθα σοκ. Στα πενήντα είχα αρχίσει να παχαίνω και αυτό με διέλυσε, στα εξήντα άρχισε το σώμα μου να μου δίνει σημάδια κόπωσης, στα εβδομήντα, τώρα, πετάω. Όταν, δε, μπαίνω και σε φάση δουλειάς, καλή ώρα, γίνομαι παιδί, ούτε τα πόδια μου πονάνε, ούτε κούραση νιώθω, ούτε πεινάω, τίποτα, γιατί έχω μια διαβολεμένη όρεξη και χαρά για αυτό που κάνω, είναι μια γιορτή για μένα κάθε φορά.

Έχω την αίσθηση πως πάντα επέλεγες να εμφανίζεσαι πιο χαλαρά, πιο μετρημένα, σε σχέση ειδικά με άλλους. Περιόριζα τις ανάγκες μου τις οικονομικές, ούτως ώστε να μην κάνω πράγματα που δεν μου αρέσουν. Επέλεξα να ζω με τα λίγα. Δεν με νοιάζουν ούτε τα κοσμήματα ούτε τα ρούχα, δεν με ενδιαφέρουν καθόλου, γυρνάω σαν λέτσος και αυτό μου αρέσει γιατί μου δίνει ελευθερία.

Έτσι ήσουν από πάντα; Όχι, πέρασα μια περίοδο που ήμουν πολύ κομψή (χαμογελάει). Εκεί όμως που έχω μια συνεχή απληστία που δεν γιατρεύτηκε -παλιά την είχα και με τα παπούτσια-, από την οποία δεν μπορώ να γλιτώσω, είναι τα διάφορα βαζάκια στο σούπερ μάρκετ, με σάλτσες, μουστάρδες, τέτοια. Τα ντουλάπια μου είναι γεμάτα με βαζάκια ληγμένα. Ό,τι δω το παίρνω. Εντάξει, έχω και μια αδυναμία στα λουλούδια. Το πρώτο δέντρο που είχα φυτέψει στο σπίτι στο Πήλιο ήταν φλαμουριά. Έχεις καθόλου στο νου σου το άρωμα της φλαμουριάς; Αρχές Ιούνη ανθίζει. Και είμαι ακόμη και τώρα μεθυσμένη με αυτό το άρωμα. Θέλω να έχω πάντοτε σπίτι μου λουλούδια. Να, αυτό θέλω να μου κάνουν δώρο οι άνθρωποι. Λουλούδια!

Δημήτρης Πάντσος