Ακόμα και ο πρώην Αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα στηλίτευσε το μειωμένο ενδιαφέρον για το συγκλονιστικό ναυάγιο της Πύλου σε σχέση με τους πηχυαίους τίτλους για την ανεύρεση των δισεκατομμυριούχων που μπήκαν στο υποβρύχιο για να δουν το ναυάγιο του Τιτανικού. Ένας άλλος ειδικός, όμως, θα έδινε μια πολύ διαφορετική εξήγηση από το «οι ζωές των φτωχών δεν μετράνε»: Είναι ο τρόπος που δουλεύει το μυαλό μας, λέει. Και πρέπει να τον πολεμήσουμε. Είναι ο καθηγητής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Όρεγκον Πολ Σλόβικ – και ισχυρίζεται κάτι σοκαριστικό: ότι το μυαλό μας δεν μπορεί να συλλάβει καλά και να αναπτύξει ενσυναίσθηση για εκατομμύρια ανθρώπους. Ο καθηγητής έχει ονομάσει το φαινόμενο «ψυχικό μούδιασμα» («psychic numbing»). Σε άρθρο του στις 26 Ιουνίου «Πέντε εξερευνητές έναντι 500 μεταναστών» εξηγούσε «Γιατί η συμπόνοια δεν κλιμακώνεται».
Ο Σλόβικ συγκαταλέγεται στους κορυφαίους επιστήμονες διεθνώς στον τομέα της ψυχολογίας λήψης αποφάσεων και κινδύνου. Είναι ιδρυτής και πρόεδρος του οργανισμού Decision Research και από το 2016 εκλεγμένο μέλος της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ, μια κορυφαία επιστημονική διάκριση. Χρόνια τώρα, ο καθηγητής μελετά και προσπαθεί να κατανοήσει γιατί ο κόσμος γυρνά την πλάτη του σε τραγωδίες μεγάλης κλίμακας, όπως η γενοκτονία, η προσφυγική κρίση, η κλιματική αλλαγή, ο κίνδυνος πυρηνικού πολέμου. Γιατί μένουμε απαθείς όταν μυριάδες άνθρωποι κινδυνεύουν;
«Ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σας για το σημαντικό αυτό ζήτημα», απάντησε ο 85χρονος σήμερα Πολ Σλόβικ στο αίτημά μας για συνέντευξη σχετικά με το «psychic numbing». «Θα χαρώ να μιλήσουμε».
Τον κάλεσα μια Δευτέρα του Ιουλίου, 8.30 το βράδυ, ώρα Αθήνας. Ήταν 10.30 το πρωί στο Όρεγκον των ΗΠΑ. Με καλησπέρισε χαμογελαστός από το καθιστικό του. «Διάβασα την ανάλυσή σας για το ναυάγιο της Πύλου. Αυτό είναι που αποκαλείτε ψυχικό μούδιασμα;» ρωτώ.
«Ναι, είναι ο τρόπος που λειτουργεί το μυαλό μας. Πρόκειται για πανάρχαιες νοητικές διαδικασίες που μας προστάτευαν όταν ζούσαμε στις σπηλιές κι έπρεπε να διατηρούμε αυξημένη ευαισθησία σε μεμονωμένα πράγματα που συνέβαιναν μπροστά μας, τα οποία βιώναμε, οπτικοποιούσαμε και φανταζόμασταν άμεσα. Για παράδειγμα, ένα επικίνδυνο ζώο, ή το νερό που ήπιαμε από το ρυάκι την τελευταία φορά και αρωστήσαμε. Κι αυτός έγινε ο τρόπος που αντιλαμβανόμασταν τον κίνδυνο στον κόσμο, ως κάτι που μπορούσαμε να βιώσουμε, περιλαμβανομένων ατόμων δυνάμει επικίνδυνων για εμάς.
Ήταν μετά από μια μακρά περίοδο εξέλιξης που το μυαλό μας αναπτύχθηκε και μας επέτρεψε να ξεκινήσουμε να σκεφτόμαστε αφηρημένα και εννοιολογικά. Και δημιουργήσαμε κάτι που ονομάσαμε επιστήμη για να συλλέγουμε στοιχεία και πληροφορίες, ώστε να μπορέσουμε να κατανοήσουμε τον κόσμο με νέους τρόπους, σημαντικούς, που αφορούσαν πράγματα μεγάλης κλίμακας. Οπότε μπορούμε να το κάνουμε αυτό. Συνήθως όμως δεν το κάνουμε. Συνήθως στηριζόμαστε στα συναισθήματά μας, όπως τότε που ζούσαμε στις σπηλιές, γιατί είναι εύκολο.
Κατά κανόνα τα συναισθήματά μας λειτουργούν όταν είναι συντονισμένα από την εμπειρία μας. Τα χρησιμοποιούμε ως πυξίδα για τις πολλές αποφάσεις που λαμβάνουμε μέσα στη μέρα. Δεν τριγυρνάμε με μολύβι και χαρτί να υπολογίζουμε πιθανότητες και συνέπειες, όπως θα έκαναν οι επιστήμονες. Οι νευρώνες του μυαλού μας κάνουν αυτές τις πράξεις αβίαστα, γρήγορα, και παράγουν μέσα μας τα αποτελέσματα των υπολογισμών τους, που είναι συναισθήματα. Ένας άνθρωπος λοιπόν σε κίνδυνο μεγιστοποιεί τα συναισθήματά μας αν τον βλέπουμε, τον γνωρίζουμε, ακόμα κι αν τον παρακολουθούμε σε μια ταινία – μπορούμε να συνδεθούμε και να αναπτύξουμε ισχυρά συναισθήματα».
Πότε χάνουμε τη συναισθηματική σύνδεση; «Στο Νο 2. Εάν δεις ένα πρόσωπο να κινδυνεύει, αγχώνεσαι, ανησυχείς, φοβάσαι. Εάν δεις δύο, δεν φοβάσαι διπλά. Μπορεί λίγο περισσότερο, αλλά όχι διπλά. Και για πέντε ανθρώπους θα ανησυχούσες, αλλά αν ήταν έξι δεν θα έκανε μεγάλη διαφορά. Αν στηριχτείς μόνο στο συναίσθημά σου και δεν κάτσεις να το σκεφτείς, δεν θα υπάρχει διαφορά.
Αυτό είναι που ονομάζουμε “μούδιασμα”. Τα συναισθήματά μας δεν αλλάζουν πολύ. Αναισθητοποιούνται, όμως. Και σε κάποιο σημείο, καθώς οι αριθμοί ολοένα μεγαλώνουν, απλώς καταρρέουν. Νιώθεις λιγότερο ανήσυχος, γιατί δεν μπορείς να συνδεθείς καθόλου με αυτά τα μεγάλα νούμερα. Είναι απλώς αριθμοί, δεν είναι πλέον άνθρωποι, κι εσύ δεν νιώθεις πια τίποτα. Αυτό το ονομάζουμε ξεθώριασμα ή κατάρρευση της συμπόνοιας. Οπότε η μεγάλη διαφορά είναι από το 0 στο 1, ή κάποιο μικρό νούμερο όπως το 5.
Κι ίσως μπορείς να σκεφθείς το πέντε σαν μία ομάδα – ήταν μία ομάδα στο υποβρύχιο – και τότε λειτουργεί πολύ καλά. Μπορείς να σκεφθείς και τους 500 [μετανάστες] σαν μια ομάδα, αλλά είναι δυσκολότερο, είναι απλώς στατιστική. Κι εκεί συμβαίνει το “μούδιασμα”.
Οπότε, ο πρώτος παράγοντας είναι η λανθασμένη αριθμητική. Πρόκειται για μια αριθμητική του θανάτου, όπου λέμε πως όσο περισσότεροι πεθαίνουν, τόσο λιγότερο μας ενδιαφέρει. Και το πρώτο στοιχείο αυτής της θανάσιμης αριθμητικής είναι το μούδιασμα».
Αν η αδιαφορία απέναντι στις μεγάλες τραγωδίες είναι μέρος της ανθρώπινης φύσης, δεν είναι τότε εύκολο για τους ανθρώπους να το επικαλούνται ως δικαιολογία για την αδιαφορία τους απέναντι σε μαζικά εγκλήματα;
«Εδώ, έρχεται ο δεύτερος παράγοντας. Ακόμα και αν οι άνθρωποι ενδιαφέρονται και θέλουν να κάνουν κάτι, μπορεί να νιώθουν ανίσχυροι. Εκεί πια μιλάμε για την Αριθμητική της Συμπόνοιας», λέει και με παραπέμπει στην ομώνυμη ιστοσελίδα τους.
«Το δεύτερο στοιχείο λοιπόν είναι μια αίσθηση αναποτελεσματικότητας – ότι δεν μπορείς να κάνεις τη διαφορά. Οπότε, δεν προσπαθείς καν. Έχουμε ένα παράξενο όνομα γι’ αυτό. Το λέμε “ψευδοαναποτελεσματικότητα”, γιατί πρόκειται για λανθασμένη αίσθηση. Ακόμα κι αν μπορείς να κάνεις τη διαφορά, ίσως νιώθεις ότι δεν αξίζει.
Πώς το ανακαλύψαμε αυτό; Κάναμε ένα πείραμα. Προσπαθήσαμε να κινητοποιήσουμε τον κόσμο να συνδράμει έναν οργανισμό που βοηθά υποσιτισμένα παιδιά. Δείξαμε λοιπόν σε μια ομάδα ανθρώπων τη φωτογραφία ενός κοριτσιού, αντιπροσωπευτική της κατάστασης κι άλλων μικρών παιδιών. Αναφέραμε το όνομα και την ηλικία της. Κι είδαμε ότι πολλοί ήταν διατεθειμένοι να συνεισφέρουν για να σώσουν αυτά τα παιδιά στο πρόσωπο του κοριτσιού.
Τότε σκεφτήκαμε, ας προσπαθήσουμε να κάνουμε ακόμα περισσότερους να βοηθήσουν. Πώς; Πρέπει να τους πείσουμε ότι πρόκειται για ένα πραγματικά σημαντικό πρόβλημα. Πώς; Θα τους δείξουμε στατιστικές ότι εκατομμύρια ανθρώπων πεινούν στη συγκεκριμένη περιοχή. Σίγουρα θα κινητοποιηθούν περισσότερο. Επαναλάβαμε λοιπόν το πείραμα. Όλα ήταν τα ίδια, εκτός από τα στατιστικά στοιχεία. Τι συνέβη; Οι δωρεές μειώθηκαν στο μισό!
Μάθαμε λοιπόν από αυτό ότι οι άνθρωποι βοηθάμε άλλους ανθρώπους σε ανάγκη. Κι ότι νιώθουμε καλά όταν βοηθάμε. Είναι ένα συναίσθημα. Όταν όμως η προσοχή μας στρέφεται σε ανθρώπους που δεν μπορούμε να βοηθήσουμε, τότε νιώθουμε άσχημα – γιατί δεν μπορούμε να βοηθήσουμε εκατομμύρια. Κι αυτά τα αρνητικά συναισθήματα μπαίνουν στο μυαλό μας κι ανακατεύονται με το ωραίο συναίσθημα να βοηθάς αυτό το παιδί. Ξαφνικά λοιπόν δεν νιώθουμε τόσο καλά πλέον να βοηθάμε αυτό το παιδί, όταν συνειδητοποιούμε ότι είναι πολλοί περισσότεροι εκείνοι που δεν βοηθάμε. Οπότε, δεν βοηθάς το παιδί, ακόμα κι αν μπορείς να το βοηθήσεις!»
Πολύ περίεργος γνωστικός μηχανισμός. Ωστόσο, το επίπεδο ενσυναίσθησης διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο.
Το “ψυχικό μούδιασμα” επηρεάζει το ίδιο απλούς πολίτες και πολιτικούς;, ρωτώ τον καθηγητή. Γιατί συνήθως οι πολίτες δρουν πιο συμπονετικά και οι πολιτικοί, πιο κυνικά.
«Και ναι και όχι», μου λέει. «Το “μούδιασμα” είναι χτισμένο μέσα στο μυαλό μας μέσω της εξέλιξης. Και οι πολιτικοί εξακολουθούν να είναι άνθρωποι. Εξάλλου, μια από τις αιτίες του “μουδιάσματος” είναι πως η ανθρώπινη προσοχή και μνήμη είναι πεπερασμένες.
Όλοι ξέρουμε ότι η μνήμη μας είναι περιορισμένη. Εάν έχουμε πολλά πράγματα να ψωνίσουμε, φτιάχνουμε λίστα για να μην τα ξεχάσουμε. Δεν συνειδητοποιούμε ωστόσο ότι και η προσοχή μας είναι ομοίως περιορισμένη. Δεν μπορούμε να εστιάζουμε στα πάντα ταυτόχρονα, παρά μόνο σε κάτι μικρό μπροστά μας. Δεν μπορούμε λοιπόν να εστιάσουμε την προσοχή μας τόσο καθαρά σε 500 άτομα, όσο μπορούμε σε ένα ή σε πέντε. Και οι πολιτικοί λοιπόν έχουν περιορισμένη προσοχή. Ως άνθρωποι, είναι επιρρεπείς στο “μούδιασμα”.
Το άλλο πρόβλημα με τους πολιτικούς είναι η πολιτική. Οπότε, ο κίνδυνος δεν είναι μόνο κάτι που βιώνουμε, είναι επίσης πολιτικός, και οι άνθρωποι χειραγωγούν την επιστήμη και τα στατιστικά στοιχεία για τον κίνδυνο προς όφελος των δικών τους πολιτικών φιλοδοξιών.
Κι αυτό είναι μεγάλη αλήθεια, για παράδειγμα, όσον αφορά στη γενοκτονία. Όλοι θα πουν ότι η γενοκτονία είναι κακή. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν τόσοι άνθρωποι σκοτώθηκαν από τους Ναζί -όχι μόνο Εβραίοι, αλλά και πολλοί άλλοι, σχεδόν 11 εκατομμύρια σκοτώθηκαν από το ναζιστικό καθεστώς- είπαμε «Ποτέ Ξανά». Κι όμως, αν κοιτάξετε μετά τον Β’ Παγκόσμιο την ιστορία μαζικών εγκλημάτων, γενοκτονιών ή άλλων μεγάλης κλίμακας εγκλημάτων, συμβαίνει ξανά και ξανά, συμβαίνει κι ενώ μιλάμε, και ελάχιστη αντίδραση η προσπάθεια αποτροπής υπάρχει. Παρόλο που λέμε ότι είναι φρικτό και ότι δίνουμε μεγάλη αξία στην ανθρώπινη ζωή, γυρνάμε την πλάτη στις γενοκτονίες και σε άλλα μαζικά εγκλήματα.
Πώς εξηγείται αυτή η αντίφαση; «Εν μέρει, είναι πολιτικό το θέμα. Είναι πολιτικά προβληματικό να παρέμβεις σε ένα κυρίαρχο κράτος που σκοτώνει τους πολίτες του. Ενέχει όλα τα είδη κόστους – πολιτικό, στρατιωτικό, οικονομικό. Κι επίσης, μπορεί να αποξενώσεις άλλα κράτη που στηρίζουν τη σφαγή αλλά με τα οποία προσπαθείς να συνεργαστείς κατά κάποιο τρόπο». Όπως οι ΗΠΑ -μου λέει- που δεν παρενέβησαν στο Νταρφούρ για να αποφύγουν το πολιτικό κόστος καθώς Κίνα και Ρωσία στηρίζουν την κυβέρνηση εκεί.
Ο Πολ Σλόβικ, σε κοινή συνέντευξη με τον γιο του Σκοτ, καθηγητή Λογοτεχνίας και συνοδοιπόρο στην Αριθμητική της Συμπόνοιας (έχουν γράψει μαζί και βιβλίο) είχαν πει ότι αρχικά αντιδρούμε με υπερευαισθησία στις μαζικές θηριωδίες, αλλά μετά συμπεριφερόμαστε σαν η ζωή να συνεχίζεται κανονικά.
Το ίδιο κάναμε και στην πανδημία. Το ίδιο έκαναν Γερμανοί πολίτες επί Χίτλερ πολύ πριν τον πόλεμο, επιλέγοντας να αγνοούν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Και είδαμε πού κατέληξε αυτό. Σήμερα προσποιούμαστε ότι ζούμε κανονικά, επιλέγοντας να αγνοούμε τους κινδύνους από την άνοδο της ακροδεξιάς σε Ευρώπη και ΗΠΑ ή την επέλαση της κλιματικής αλλαγής. Αυτό το “ψυχικό μούδιασμα”, το να αποστασιοποιούμαστε από αληθινές συμφορές, μήπως τελικά γυρνά εναντίον της ανθρωπότητας;
«Φυσικά. Η κλιματική αλλαγή είναι ένα καλό παράδειγμα, γιατί θα μας επηρεάσει όλους».
Οπότε, γιατί το κάνουμε αυτό; «Έχουμε άρνηση, θέλουμε να πιστεύουμε ότι δεν θα μας επηρεάσει ή ότι δεν χρειάζεται να αναλάβουμε σχετική δράση. Κι αυτό σχετίζεται με το τρίτο στοιχείο της Αριθμητικής της Συμπόνιας – τον παράγοντα της σπουδαιότητας (“the prominence effect”). Που πάλι σχετίζεται με την περιορισμένη προσοχή μας. Ναι, θέλουμε να σταματήσουμε τη γενοκτονία, αλλά αυτό ενέχει κόστος. Πολιτικό, ανθρώπινο (ζωές στρατιωτών). Και πρέπει να ζυγίσουμε τα κόστη με τα πλεονεκτήματα του να προστατεύσουμε τους ανθρώπους.
Λέμε λοιπόν ότι η ανθρώπινη ζωή είναι πολύ πολύτιμη και ότι θα κάνουμε πολλά για να την προστατεύσουμε – τώρα, όμως, έχει φθάσει η στιγμή να κάνουμε μια επιλογή. Και είναι δύσκολο να ζυγίσουμε κόστη και οφέλη. Οπότε, για να απλοποιήσουμε την επιλογή, εστιάζουμε σε ό,τι είναι πιο σημαντικό για εμάς, δηλαδή στο άμεσο κόστος. Μπορούμε να νιώσουμε το κόστος πιο έντονα από τα οφέλη. Μπορεί και να αποτύχουμε στην ξένη χώρα. Εξάλλου, είμαστε αποστασιοποιημένοι, είναι μόνο αριθμοί.
Οπότε, το κόστος είναι σπουδαίο και δεν αναλαμβάνουμε δράση παρόλο που λέμε ότι θεωρούμε τις ζωές αυτές πολύτιμες. Οι πράξεις μας λοιπόν έρχονται σε αντίθεση με τις αξίες μας. Αυτό συμβαίνει με την “σπουδαιότητα”.
Η “σπουδαιότητα” δείχνει ότι όταν κάνουμε επιλογές, χρησιμοποιούμε ένα διαφορετικό είδος υπολογισμού από ό,τι όταν σκεφτόμαστε θεωρητικά τις αξίες μας. Δεν βάζουμε τα οφέλη (διάσωση ανθρώπων) και τα κόστη σε μια ζυγαριά να δούμε προς τα πού θα γείρει. Δεν γέρνει. Εστιάζουμε την προσοχή μας στα κόστη, τα οποία μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα, γιατί η προσοχή μας είναι περιορισμένη και είναι δύσκολο να καταλάβουμε τις επιπτώσεις σε χιλιάδες ή εκατομμύρια ανθρώπους – και ξεχνάμε τις ζωές. Δεν έχει σημασία αν είναι χιλιάδες, εκατοντάδες χιλιάδες ή ένα εκατομμύριο. Δεν κάνουν τη ζυγαριά να γείρει. Αυτό κάνει η “σπουδαιότητα”. Είναι μονοθεματική».
Ένα παράδειγμα; «Στις ΗΠΑ, πολύ καλό παράδειγμα είναι οι ψηφοφόροι του Ντόναλντ Τραμπ. Ο Τραμπ είναι από τους πιο σατανικούς ανθρώπους στον πλανήτη, ωστόσο αρέσει σε πολλούς γιατί τους λέει ότι θα τους προστατεύσει, ότι η κοινωνία τους εχθρεύεται κι εκείνοι είναι τα θύματα, κι ότι ο ίδιος είναι θύμα και είναι με το μέρος τους και νοιάζεται γι’ αυτούς – παρόλο που δεν νοιάζεται. Τον πιστεύουν. Οπότε, θα τον ψηφίσουν, παρόλο που αν σκεφτείς λογικά πόσο θα βλάψει ή έχει βλάψει τους ανθρώπους, δεν ισορροπεί η ζυγαριά. Σκέφτονται μόνο την ασφάλεια που τους προσφέρει – ή εγκρίνουν τη στάση του σε ένα θέμα. Τους αρέσει που είναι σκληρός με τους μετανάστες και [θεωρούν ότι] κινδυνεύουν από τους μετανάστες. Οπότε θα τον ψηφίσουν γι’ αυτό, αγνοώντας τα υπόλοιπα. Ή τους αρέσει η θέση του για την έκτρωση ή την οπλοκατοχή.
Η “σπουδαιότητα” λοιπόν μας οδηγεί να συμπεριφερόμαστε με τρόπο που έρχεται σε αντίθεση με αυτά που λέμε ότι είναι σημαντικά για εμάς. Αυτό συμβαίνει και με την κλιματική αλλαγή. Μαθαίνουμε ότι θα είναι πολλαπλά ζημιογόνος για τον πλανήτη και τη ζωή σε αυτόν, αλλά ταυτόχρονα αγαπάμε τις ανέσεις που μας προσφέρει η μεγάλη κατανάλωση ενέργειας από υδρογονάνθρακες, όπως η θέρμανση, το αιρκοντίσιον, οι μεταφορές, η κατανάλωση κρέατος και λοιπά. Οπότε όλα αυτά υπερέχουν του ασαφούς κόστους για τον πλανήτη, που είναι τεράστιο αλλά σ’ εμάς μοιάζει θολό. Ξέρουμε από τι παραιτούμαστε. Και δεν θέλουμε να το κάνουμε».
Μπορούμε να υπερβούμε το «ψυχικό μούδιασμα»;
«Πρέπει να προσπαθήσουμε. Το πρώτο βήμα είναι να αναγνωρίσουμε τον τρόπο με τον οποίο μας εξαπατά το μυαλό μας και μας ωθεί να κάνουμε πράγματα αντίθετα με τις βασικές μας αρχές. Ξέρετε, οι περισσότεροι άνθρωποι νοιάζονται για την ανθρώπινη ζωή. Και θέλουν να βοηθήσουν. Οφείλουμε να υποθέσουμε ότι υπάρχει μια στοιχειώδης καλοσύνη και ηθική στους ανθρώπους, αλλά δεν αντιλαμβανόμαστε ότι παραβιάζουμε τα υψηλά ηθικά στάνταρντ μας με τον τρόπο που συμπεριφερόμαστε όταν κάτι αφορά πολλούς ανθρώπους. Πρέπει να καταλάβουμε ότι αυτό συμβαίνει γιατί αφενός είναι ο τρόπος που λειτουργεί το μυαλό μας, αφετέρου είναι δυσκολότερο να διαχειριστούμε μεγαλύτερα προβλήματα. Είναι πραγματικά δυσκολότερο.
Μέσα από την ιστοσελίδα μας Arithmetic of Compassion προσπαθούμε να βοηθήσουμε στη συνειδητοποίηση και να προτείνουμε λύσεις. Στην ενότητα “Take Action”, λέμε ότι καταρχάς πρέπει να μάθεις. Δεύτερον, να διαδώσεις τη γνώση. Τρίτον, να αναγνωρίσεις ότι ακόμα κι αν δεν μπορείς μόνος σου να λύσεις το πρόβλημα, οι πράξεις σου μπορούν να κάνουν διαφορά. “Ακόμα και οι μερικές λύσεις μπορούν να σώσουν ολόκληρες ζωές”, λέμε. Κάνε αυτό που μπορείς και μην αποθαρρύνεσαι από το να το κάνεις εξαιτίας αυτών που δεν μπορείς να κάνεις.
Έπειτα, να συμμετέχεις σε ομάδες και οργανισμούς που εργάζονται για να αλλάξουν την κοινωνία με τρόπο που βοηθά τους ανθρώπους. Δράσε μαζί τους, δώρισε χρήματα, πρόσφερε εθελοντική εργασία, πήγαινε στις διαδηλώσεις τους. Υπάρχει δύναμη στους αριθμούς. Ενώσου με άλλους!
Αυτά μπορούμε να κάνουμε».
Πολύ δυνατό μήνυμα, ειδικά σήμερα που νιώθουμε ολοένα και πιο ανίσχυροι να αλλάξουμε τον κόσμο. Εσείς από πού αντλείτε τη δύναμη να παραμένετε αισιόδοξος και να συνεχίζετε να κινητοποιείτε τον κόσμο;
«Γιατί έχω υπάρξει τυχερός. Είχα μια καλή ζωή. Μπόρεσα να κάνω έρευνα στην ψυχολογία της λήψης αποφάσεων και του κινδύνου για 60 χρόνια. Με βοήθησαν πολλοί και έχουμε μάθει πολλά με τους συνεργάτες μου για το πώς δουλεύει το μυαλό. Και βλέπω ότι αυτό που έμαθα σχετίζεται με τα παγκόσμια προβλήματα. Νιώθω λοιπόν υποχρέωσή μου να προσπαθώ να διαδώσω αυτά που σε βάθος χρόνου μάθαμε και να εφαρμοστούν ώστε να βοηθήσουν τις κοινωνίες, τα έθνη, να διαχειριστούν τα προβλήματα. Είναι πηγή έμπνευσης, με ενθουσιάζει, παρόλο που πρόκειται για δύσκολο θέμα.
Με έχουν ρωτήσει πως μπορώ να παραμένω σχετικά ευδιάθετος όταν μιλώ για τέτοια σοβαρά ζητήματα. Και συνειδητοποίησα ότι είμαι κι εγώ “μουδιασμένος”. Μπορώ να μιλώ για γενοκτονία. Τώρα μελετώ τα πυρηνικά, που είναι τρομακτικό. Και την κλιματική αλλαγή. Πρόκειται για φρικτά προβλήματα, αλλά τα μελετώ από απόσταση. Δεν εργάζομαι απευθείας με τα θύματα».
Νωρίτερα στη συζήτησή μας, ο καθηγητής Σλόβικ ανέφερε ότι η σύζυγός του, ακτιβίστρια στην περιοχή, είχε αναλάβει να βοηθήσει μια οικογένεια Σύρων μεταναστών να εγκατασταθούν – να βρουν δουλειά, σπίτι, σχολείο για τα παιδιά.
«Η γυναίκα μου, που πέθανε πέρσι, ήταν ακτιβίστρια εδώ», λέει ξανά, εισάγοντας την πληροφορία της πρόσφατης απώλειας. «Ασχολούνταν με τους άστεγους ανθρώπους στην κοινότητά μας. Ασχολούνταν με πραγματικούς ανθρώπους. Εκείνη ταραζόταν και αναστατωνόταν περισσότερο από εμένα, που ασχολούμαι με όλα αυτά τα διεθνή προβλήματα – γιατί εκείνη δεν ήταν “μουδιασμένη” προς αυτά.
Είχε καρκίνο. Δυο βδομάδες πριν πεθάνει, καταμεσής της νύχτας κι ενώ ήταν στο κρεβάτι της, ανησυχούσε για την οικογένεια των προσφύγων που δεν μπορούσε να τους βρει σπίτι. Δεν είχε “μούδιασμα”, γιατί εργαζόταν σε προσωπικό επίπεδο. Εγώ δουλεύω από απόσταση. Γνωρίζω ότι είναι σημαντικό, αλλά έχω τείχος προστασίας το ψυχικό μούδιασμα – που το όφελός του είναι ότι σε βοηθά να ασχολείσαι με τα μεγάλα προβλήματα χωρίς αυτά να σε καταβάλλουν. Γιατί εάν έπαιρνα τη συμφορά ενός ανθρώπου, μιας οικογένειας, και την πολλαπλασίαζα επί χιλιάδες φορές, εάν το μυαλό μου πράγματι μπορούσε να το κάνει αυτό, δεν θα μπορούσα να λειτουργήσω».
«Σας ευχαριστώ ιδιαιτέρως που το μοιραστήκατε αυτό», λέω στον καθηγητή Σλόβικ ενώ προσπαθώ να μη δείξω τη συγκίνησή μου. Σκέφτομαι ότι οι δημοσιογράφοι συχνά εστιάζουμε μόνο σε νούμερα, ενώ τελικά οι ιστορίες μας πρέπει πάντα να έχουν και πρόσωπο. Όπως όταν οι New York Times έκαναν πρωτοσέλιδο όλα τα ονόματα των θυμάτων της πανδημίας. Ή όταν η φωτογραφία του ξεβρασμένου στην ακτή μικρού Αϊλάν, του νεκρού προσφυγόπουλου, είχε προκαλέσει παγκόσμια συγκίνηση για τον πόλεμο στη Συρία. Η ανθρωπότητα δεν ζει πια στις σπηλιές. Μήπως επιτέλους είναι η στιγμή για μια επανάσταση απέναντι στην «εργοστασιακή» μας ρύθμιση «Comfortably Numb»;