Στο υπόγειο του θεάτρου ΡΕΞ, εκεί που η πειραματική σκηνή του Εθνικού συστήνει τα νέα της ταλέντα, ο Ορέστης Σταυρόπουλος σχηματίζει το θεατρικό του προφίλ με τη δική του προσωπική «παγκόσμια πρώτη». Ως κάτοχος της υψηλότερης βαθμολογίας στην πρώτη φουρνιά σκηνοθετών που πάτησε το πόδι της στο νεοσύστατο τμήμα του 2018, κλήθηκε στην πρώτη του επίσημη σκηνοθεσία να «αντιμετωπίσει» το έργο ενός επίσης πρωτοεμφανιζόμενου Έλληνα θεατρικού συγγραφέα, του Γιάννη Αποσκίτη.
«Στις εγκαταστάσεις ενός στούντιο, στο γραφείο δύο κυβερνητικών υπαλλήλων και σε αμέτρητες οθόνες τηλεοράσεων, υπολογιστών και κινητών των πολιτών της Ωρυγίας, μιας φανταστικής χώρας που θυμίζει τον δικό μας κόσμο, εκεί εκτυλίσσονται οι Προβοκάτορες. Η πραγματικότητα βιώνεται ως ένας συνεχής κύκλος ειδήσεων που εξαπλώνονται αστραπιαία και ξεχνιούνται εξίσου γρήγορα. Όλα τα πρόσωπα του έργου μετεωρίζονται ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα, γίνονται ηθοποιοί για να κατασκευάσουν μια εικόνα, μια είδηση. Αν όμως η αλήθεια δεν είναι πια απλώς υποκειμενική αλλά προϊόν κατασκευής, τότε τι σημαίνει αυτό για μας τους ίδιους και τις αναμνήσεις μας; Πώς μπορεί να διακρίνει κανείς πού αρχίζει και πού τελειώνει το θέαμα;» Μια σουρεαλιστική κωμωδία που σατιρίζει τους μηχανισμούς της εξουσίας και των fake news.
Και κάπως έτσι το άγχος και η δημιουργικότητα της πρώτης φοράς γεμίζει με ζωντάνια, χρώματα και μεγάλες ιδέες τη θεατρική σκηνή. Με μια… σαύρα, να κλέβει την παράσταση, όχι μόνο με την εμφάνιση και το ταπεραμέντο της αλλά και με την απίθανη γιαπωνέζικη προφορά της: «Αν θα ξανάκανα το έργο μπορεί κάποια πράγματα να τα άλλαζα, τη σαύρα όμως θα την άφηνα ανέπαφη».
Και κάπως όλοι έτσι θέλουν να γνωρίσουν το νέο σκηνοθέτη που κρύβει στο μανίκι του πολλές εκπλήξεις, ιδιαίτερα όταν το play της μαγνητοφώνησης φωτιστεί με το κόκκινο και οι πρώτες λεπτομέρειες καταγράφονται.
Αθηναίος, με καταγωγή από την Πάτρα και το Ναύπλιο, μεγάλωσε στα Πατήσια, σπούδασε στο καλλιτεχνικό σχολείο του Γέρακα, μετά στο Τμήμα Γεωγραφίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου στη Μυτιλήνη με διπλωματική πάνω στον κινηματογράφο (Ο χώρος στον Ελληνικό Κινηματογράφο: Κοινωνικά αποτυπώματα από την ύπαιθρο στην πόλη) και τέλος πήρε μέρος στο τμήμα σκηνοθεσίας του Εθνικού ως ένας από τους πρώτους σπουδαστές του. Με μια σημαντική απρόβλεπτη διευκρήνιση. Όλο αυτό το ταξίδι το μοιράζεται, σε κάθε βήμα, με τον δίδυμο αδερφό του Δημήτρη.
«Ήταν ένα σοκ που ακόμη το διαχειρίζομαι. Η αίσθηση της ευθύνης τους ενός, ήταν τρομαχτική για μένα αφού έχω μάθει να τη μοιράζομαι. Όταν μπήκαμε βεβαίως στη σχολή, μας αντιμετώπισαν αμέσως σαν μονάδες. Δεν μας άφησαν να κάνουμε τίποτα μαζί. Ήταν καλό αυτό, γιατί μας έσπρωξε να βρούμε και το προσωπικό μας στυλ, πέρα από αυτό που είχαμε ήδη δημιουργήσει ως «δύο σε ένα». Αν δεν είχε γίνει αυτό πριν, πραγματικά δεν ξέρω τι θα έκανα τώρα. Βέβαια έτσι μου επιβεβαιώθηκε η αίσθηση που είχα έντονα, πως αλληλοσυμπληρωνόμαστε. Με τον Δημήτρη υπάρχει ένα σταθερό πάρε δώσε. Αυτός βγάζει κάτι πιο γειωμένο στο «μαζί» και εγώ κάτι πιο κωμικό, κάτι πιο ρυθμικό»
Το πλάνο-concept είναι πως θα δουλεύουν μαζί. Ως ένα σκηνοθετικό ντουέτο που έχει ήδη δοκιμαστεί στο σινεμά. Η πειραματική μικρού μήκους ταινία τους, «Ενδεχόμενα Απογεύματος» που σκηνοθέτησαν το 2017 είχε πάρει μέρος στο Φεστιβάλ της Δράμας εκείνης της χρονιάς. Μετά, η φαντασίωση για πέρασμα στο Χόλυγουντ σταμάτησε λόγω Εθνικού, αλλά όλα παραμένουν κάπου εκεί, σε μια ευδιάκριτη γωνία. Τα σχέδια για μια μεγάλου μήκους ταινίας είναι πλέον στα σκαριά όπως και μια εταιρία που θα στεγάσει τις κινηματογραφικές τους σκέψεις με το όνομα «Light in the box».
Στο θέατρο πέρα από αυτή τη μικρή φετινή παρασπονδία με τους Προβοκάτορες, συνεχίζουν να λειτουργούν επίσης ως ντουέτο. Ακολουθούν ως βοηθοί σκηνοθέτη τις παραστάσεις του Νίκου Καραθάνου. Ήταν μαζί στη Μέσα Χώρα στη Λυρική και στον Προμηθέα στη Στέγη. Θα είναι μαζί και στο «Μια νύχτα στην Επίδαυρο» που θα ανέβει τον Φεβρουάριο στο ΡΕΞ. Αν είσαι από αυτούς που προσέχουν τα προγράμματα των παραστάσεων, θα δεις τα ονόματα τους ως βοηθοί σκηνοθέτη και σε δύο ακόμη παραστάσεις που αγαπήθηκαν πολύ. Στην Οικογένεια Νώε των Θωμά Μοσχόπουλου και Σοφίας Πάσχου στο Θέατρο Πόρτα και στην Αντιγόνη της Μαρίας Πρωτόπαπα στο Θέατρο Τέχνης. Αναπόφευκτα ρωτώ τον Ορέστη τι κέρδος είχε και έχει από αυτές τις συνεργασίες.
«Με το να είμαι δίπλα σε αυτούς τους ανθρώπους, συνεχίζεται μια μαθητεία. Είναι ωραίο να είσαι έτοιμος να μαθαίνεις συνέχεια. Από τον κάθε άνθρωπο παίρνω κάτι από την μέθοδο του, μια στιγμή από τη ματιά του, μια υπενθύμιση για το πόσο ωραίο μπορεί να είναι το θέατρο»
«Χρησιμοποίησες» αυτά που έμαθες εκεί, μετά στους Προβοκάτορες; Επέστρεφα σε αυτά συχνά. Σκεφτόμουν τι θα έκανε ο ένας και τι ο άλλος, αν ήταν στη θέση μου, όχι μιμητικά, αλλά ως εργαλεία που τα βάζεις στην αποθήκη σου και όταν έρθει η στιγμή διαλέγεις το σωστό, αυτό που κάνει. Έχω βαθιά ευγνωμοσύνη γι’ αυτούς τους ανθρώπους
Ξεχωρίζεις κάποιο από αυτά τα «εργαλεία»; Εκτιμώ την οργάνωση μιας κατάστασης. Την οργάνωση των ανθρώπων, γιατί αυτή η δουλειά είναι πάνω από όλα συνεργατική. Πως τους βάζεις στην ίδια βάρκα, πως ενεργοποιείς τις λειτουργίες των ηθοποιών σου, πως τους ξεκλειδώνεις, πως βλέπεις τις σωστές οδούς. Στην σχολή σου δίνουν τη δυνατότητα να εξασκηθείς αλλά εδώ το βλέπεις στην πράξη μπροστά σου κάθε μέρα. Και δεν σταματούν να σε εντυπωσιάζουν μικρά αλλά εν τέλει μεγάλα πράγματα, πως διαχειρίζονται την κούραση τους, πως ιεραρχούν καταστάσεις, πως εμφανίζονται σε κάθε διαφορετικό στάδιο της πρόβας.
Πως ήταν τα χρόνια των σπουδών στην Μυτιλήνη; Πέσαμε πάνω στο προσφυγικό και αυτό μας έβαλε σε ένα κοινωνικό προβληματισμό που ίσως δεν είχαμε πριν. Στην αρχή σκεφτόμουν τι κάνω εδώ και δεν μένω στα του σινεμά. Αλλά μετά κατάλαβα πόσο σημαντική ήταν αυτή η βάση για να ανοίξει ένα ραντάρ. Το θετικό εκεί για μας ως κομμάτι του Πανεπιστημίου ήταν πως υπήρχε μια ανοιχτή ροή πραγμάτων και μια συσπείρωση γύρω από τον ανθρώπινο πόνο ακόμη και με τις όποιες παραφωνίες της. Βιώσαμε μια εγρήγορση. Μια συνειδητοποίηση πως δεν είσαι μόνο εσύ, πως υπάρχει και ο άλλος, ο “ξένος”. Ήταν σοκαριστικό, εμείς φιλοσοφούσαμε και μπροστά μας περνούσε η ζωή, η οποία, μπαμ, μας χτυπούσε σαν κομήτης. Την μία μέρα πίναμε καφέ και την άλλη ξαφνικά, βγάζαμε οικογένειες με σωσίβια από τη θάλασσα. Άργησα πολύ να εκφράσω όλο αυτό που βίωνα τότε. Νομίζω πως το κατάφερα όταν μπήκα στο εθνικό και μέσα από τις διαδικασίες εκεί και τα μαθήματα κατάλαβα πιο καθαρά πως είμαστε σαν πλανήτες που έρχονται και συγκρούονται.
Την προηγούμενη της συνάντηση μας, κάποια πρώτα σχόλια στο twitter μιλούν για την ύπαρξη προεδρικού διατάγματος, που εξισώνει τα θεατρικά πτυχία με αυτό του απολυτήριου λυκείου. Το συζητάμε. Το είδε φευγαλέα και αυτός. Δεν είχε προλάβει να το ψάξει περισσότερο. «Είναι προσβλητικό, το λιγότερο» μου λέει αν ισχύσει τελικά. «Υπάρχει μια αντίληψη από κάποιους, χρόνια τώρα, πως αυτό που κάνουμε είναι χόμπι και όχι δουλειά. Σε άλλες χώρες δεν θα υπήρχε ούτε μια στο εκατομμύριο περίπτωση, να γίνει αυτή η συζήτηση. Σαν να μη υπάρχει σύνδεση με τον άλλο κόσμο, εδώ. Υπήρξαν πολλοί που έδωσαν αγώνα για να πείσουν το περιβάλλον τους να τους επιτρέψει να σπουδάσουν σε θεατρική σχολή, έδωσαν αγώνα για να μαζέψουν τα λεφτά για να σπουδάσουν, και τώρα γίνεται αυτό, γιατί, για να ενισχύσει την οπισθοδρομική αντίληψη μιας κοινωνίας για ένα επάγγελμα;»
Η χρονιά σου στο τμήμα της σκηνοθεσίας είχε το «προνόμιο» να δει τέσσερις καλλιτεχνικούς διευθυντές. Μεταξύ αυτών και τον Δημήτρη Λιγνάδη. Τι βιώσατε μέσα από όλο αυτό; «Ήταν ένα κύμα, ένα τσουνάμι. Μπορεί να σου λένε πως εκεί έξω τα πράγματα είναι αλλιώς, πως είναι μια δύσκολη αγορά εργασίας αλλά αυτό είναι κάτι άλλο από το να μαθαίνεις και να τα ακούς όλα αυτά. Σαν ένας νέος άνθρωπος ευελπιστείς να βγεις σε ένα επάγγελμα που αγαπάς και ξαφνικά λες, σταμάτα λίγο, εδώ υπάρχει πρόβλημα. Ποιο είναι το πλαίσιο; Που πάμε να βγούμε; Ήταν μια συλλογική διεκδίκηση και μάλιστα μέσα στον covid με ότι δυσκολίες σημαίνει αυτό. Με ένα τρόπο όταν είσαι φοιτητής και οραματίζεσαι κάπως ένα μέλλον και καταλαβαίνεις πως τα πράγματα δεν είναι ακριβώς όπως τα περίμενες, συμβαίνει μια απρόσμενη απομάγευση. Εντάξει, πάντα υπήρχε αυτή κόντρα, αυτή η συζήτηση γύρω από τα όρια που δεν έχει ο κάθε σκηνοθέτης, άλλα κάπου στοπ, εδώ έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους, με ανθρώπινες ψυχές, αυτό που χρειαζόμαστε είναι ευαισθησία και ενσυναίσθηση.
Έχεις άγχος με το ποιος σκηνοθέτης θα γίνεις; Είμαι ένας άνθρωπος που λειτουργεί πολύ σε ένα ομαδικό πλαίσιο και σε μια κατάσταση συνεργασίας. Το υλικό σου είναι η ανθρώπινη ψυχή οπότε δεν μπορείς να ασκείς βία, θέλει αγάπη, φροντίδα και κατανόηση
Σκέφτεσαι αυτούς που θα δουν την πρώτη σκηνοθεσία σου; Αν δεν τους αρέσει; Δεν με νοιάζει να μου πει κάποιος μπράβο ή τέλειο. Περισσότερο σημασία για μένα έχει να πει τι δεν του λειτούργησε, τι δεν κατάλαβε. Αυτό θα με κάνει καλύτερο, ειδικά τώρα που ξεκινάω και είναι πολύ ωραίο και απαραίτητο για μένα να μου πει ο άλλος την αλήθεια του.
Πως προσέγγισες τελικά τους Προβοκάτορες; Όλη αυτή η φύση του υλικού με τον Μιγιασάκι. Αυτός ο ονειρικός κόσμος παραλογισμού μέσα σε μια απολυταρχική κοινωνία. Υπήρχε πολύ κουβέντα για αυτό το σουρεαλιστιό οργουελικό περιβάλλον. Προσπαθήσαμε να βρούμε το αστείο μέσα στην αυστηρότητα του.
Και όλη αυτή τρέλα που κουβαλά… Με ενδιέφερε πολύ να την ξεχωρίσω, να τονίσω αυτό τον σουρεαλισμό της ζωής που πολλές φορές είναι πιο αναπάντεχος από ότι μπορείς να σκεφτείς στο θέατρο. Αυτό είναι πολύ δύσκολο και πολύ ιδιαίτερο αλλά με ενδιαφέρει ως κατεύθυνση. Όπως και μια αγάπη για το ρυθμό και τις ησυχίες του. Το πως κάτι πάει να χτιστεί και μετά σπάει. Αυτό είναι κάτι που με ενδιαφέρει περισσότερο. Ένα θέμα με το ρυθμό σαν πινκ πονγκ.
Τι αγάπησες στο έργο: Ότι μέσα σε μια συνθήκη που μπορεί να είναι τραγελαφική, υπάρχει μια ανάγκη να δούμε ποιοι είμαστε εμείς που μας ξεπερνάει. Η ανάγκη να επιστρέψουμε πάλι σε μας και στις μνήμες μας, να βρούμε ποιοι είμαστε, όχι αυτοαναφορικά, είναι πολύ σημαντική. Με συγκίνησε η τρέλα του και αυτή η προσπάθεια να δεις τον άλλο μέσα όχι από την δήθεν εικόνα του αλλά από την αλήθεια του.
Και τι φοβήθηκες: Το πολιτικό κομμάτι, τι σήματα δίνει. Είμαι από αυτούς που θεωρούν πιο απαραίτητο να βάζουμε ερωτήματα παρά να δίνουμε απαντήσεις. Το να ξέρουμε τι λέμε και τι ρωτάμε έχει μεγάλη σημασία.
Τι θα θυμάσαι, πιστεύεις, από αυτή τη πρώτη φορά; Τη διαδικασία. Το ότι βοήθησαν οι ηθοποιοί, ήταν πολύ ανοιχτός ο κόσμος αυτός σε αυτό που πήγαμε να κάνουμε. Για μένα ήταν σημαντικό να είμαστε σαφείς σε αυτούς από την αρχή. «Παιδιά είναι η πρώτη φορά και για τους δύο, συγνώμη για τα λάθη που μπορεί να κάνουμε, δείξτε μας κατανόηση και υποστήριξη και ελάτε να το φτιάξουμε όλοι μαζί». Και αυτοί το αγκαλιάσανε και το υποστηρίξανε. Ανεκτίμητο.