Το «αληθινό έγκλημα» δεν υπήρξε ποτέ πιο δημοφιλές απ’ ό,τι σήμερα, όπως φανερώνει ο εκπληκτικός αριθμός podcast, τηλεοπτικών εκπομπών και ντοκιμαντέρ αφιερωμένων στο είδος. Στον πυρήνα του, το true crime είναι ένα είδος μη μυθοπλαστικής λογοτεχνίας. Από τις εμπνευστικές νουβέλες όπως το In Cold Blood (1966) του Truman Capote έως τις σύγχρονες έρευνες όπως το I’ll Be Gone in the Dark (2018) της Michelle McNamara ή το Last Call του Elon Green (2021), τέτοιες αφηγήσεις είναι μοναδικές στον τρόπο που συνδέονται με τους αναγνώστες τους, ακριβώς επειδή εξερευνούν φρικαλέα γεγονότα της πραγματικής ζωής που θα μπορούσαν να συμβούν στον οποιονδήποτε.
Ο πρώτος κανόνας για την παρουσίαση ενός αληθινού εγκλήματος σχετίζεται με την αφήγηση, η οποία πρέπει να περιλαμβάνει όσο το δυνατόν περισσότερα αιχμηρά γεγονότα για την υπόθεση: οι αναγνώστες αναμένουν τα πραγματικά ονόματα των ατόμων που εμπλέκονται, τον σωστό χρόνο και τόπο διεξαγωγής του εγκλήματος, πληροφορίες για το πώς διέπραξαν όσα διέπραξαν οι δολοφόνοι και πολλές λεπτομέρειες για το έγκλημα και τη διερεύνησή του.
Ο πλούτος των λεπτομερειών της αφήγησης, όμως, είναι μόνο το 1/2 αυτού που κάνει το αληθινό έγκλημα τόσο δημοφιλές στους αναγνώστες, ακροατές και θεατές του. Οι πιο ταλαντούχοι true crime αφηγητές, καταφέρνουν να αναδημιουργούν με ζωντάνια και παραστατικότητα την ατμόσφαιρα που περιβάλλει το έγκλημα. Δίνουν ξανά ζωή στους διαλόγους – όσο πιο πιστά γίνεται, με την καλλιτεχνική αδεία να είναι φυσικά αποδεκτή ορισμένες φορές.
Ο podcaster Μενέλαος Γεωργίου, στα 23 του μόλις χρόνια, έχοντας ως εφαλτήριο τις ρίζες του true crime, διατηρεί ένα από τα δημοφιλέστερα podcasts του είδους στην Ελλάδα, με τίτλο «Γεγονότα που Συγκλόνισαν».
Τον συνάντησα ένα απόγευμα Παρασκευής στην Κυψέλη, όπου, πίνοντας μια μπύρα, μιλήσαμε για γεγονότα που ίσως ποτέ να μην είχαμε φανταστεί πως θα μπορούσαν να μας αφορούν άμεσα – ή και όχι: από την πρόσφατη γυναικοκτονία της Ελένης Τοπαλούδη και την αγγελική μορφή της Δήμητρας της Λέσβου που έπεσε θύμα θανατηφόρου τροχαίου με εγκατάλειψη, μέχρι παλαιότερα εγκλήματα που στιγμάτισαν τη χώρα, όπως εκείνα που διέπραξε ο Δημήτρης Βακρινός, αλλά και διεθνείς τραγωδίες όπως η επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου στους Δίδυμους Πύργους. Οι αμέτρητες ώρες που έχει αφιερώσει ο Μενέλαος στη διερεύνησή τους και στην πραγματοποίηση συνεντεύξεων με ειδικούς που συνθέτουν το «παζλ» των υποθέσεων, βρέθηκαν στο επίκεντρο της κουβέντας μας.
«Το podcast ξεκίνησε με τον τίτλο “Τα Εγκλήματα που Συγκλόνισαν”, και θεωρώ πως ήταν ένα κακό podcast», είναι τα πρώτα λόγια που μου λέει γελώντας. «Πράγματι, ήταν αρκετά κακογυρισμένο, καθώς δεν είχα πάει ακόμη σε στούντιο, ήμουν αγχωμένος και έκανα πάρα πολλά λάθη. Έλαβα πολύ αρνητική κριτική, η οποία με ώθησε στο να γίνω καλύτερος». Πέρυσι τον Μάρτιο λοιπόν, ο Μενέλαος ενέταξε για πρώτη φορά καλεσμένους στο podcast του, το οποίο έκτοτε ονομάζεται “Γεγονότα που συγκλόνισαν”. Η πρώτη υπόθεση με την οποία καταπιάστηκε στη νέα μορφή του podcast, ήταν η δολοφονία του Νίκου Σεργιανόπουλου και πρώτοι καλεσμένοι ήταν ο Πάνος Σόμπολος και ο ιατροδικαστής Φίλιππος Κουτσάφτης.
Τον ρωτώ τι είναι εκείνο που τον ώθησε να ασχοληθεί με το αληθινό έγκλημα. «Είχα από μικρός την αξιοπερίεργη επιθυμία και ανάγκη, να αναζητήσω αυτού του είδους τα γεγονότα, αν και είμαι ένα πολύ λουλουδένιο και κοινωνικό παιδί, δεν έχω dark στοιχεία μέσα μου. Το 2006 θυμάμαι να βλέπω το πρώτο θρίλερ της ζωής μου, το “Κραυγές Αγωνίας”, που διηγείται την ιστορία μιας κοπέλας η οποία βρίσκεται μέσα στη συγκλονιστική έπαυλή της και κάνει babysitting, τη στιγμή που ένας εγκληματίας μπαίνει στο σπίτι της, την κακοποιεί ψυχολογικά και στη συνέχεια προσπαθεί να τη βιάσει και να την σκοτώσει». Αυτή ήταν η πρώτη επαφή που είχε με το αίσθημα της αδρεναλίνης που απελευθερώθηκε μέσω της θέασης ενός εγκλήματος, όπως θα μου πει. «Λίγο αργότερα, στα 14-15 μου, ήρθαν στη ζωή μου τα βιβλία του Πάνου Σόμπολου (Τα Εγκλήματα που συγκλόνισαν την Ελλάδα, Τα τραγικά γεγονότα της τελευταίας τριακονταπενταετίας κ.λπ), και θυμάμαι ότι ήταν η πρώτη φορά που κατέβαζα τα βιβλία το ένα μετά το άλλο, και χάρη σε αυτά μυήθηκα στον κόσμο του βιβλίου και του εγκλήματος ειδικότερα». Ύστερα, ήρθε Το Φως στο Τούνελ της Αγγελικής Νικολούλη, και τα πρώτα true crime podcast που άκουσε 2021. Όλα αυτά, «συνθέτουν έναν δηλητηριώδη ιστό που οδηγεί σε ένα υφαντό το οποίο είναι το podcast μου», θα μου πει με λαχτάρα.
Αν και ο Μενέλαος δεν έχει σπουδάσει δημοσιογραφία και η βασική του δουλειά δεν σχετίζεται με το podcasting, τον διαπερνά μια δημοσιογραφική μανία και νιώθει συχνά πως ζει και αναπνέει για την έρευνα, με αποτέλεσμα τον τελευταίο χρόνο τα επεισόδιά του να έχουν πάρει τη μορφή ενός εκτενούς ρεπορτάζ. «Η οικογένειά μου στο podcast είναι οι άνθρωποι με τους οποίους ξεκίνησα. Η Αθηνά, η Μυρτώ, ο Γιώργος , η Μαρία ο Βασίλης και Λαίδη Τριγκερού. Στη συνέχεια μπήκαν και η Έλενα, η Ειρηνέλλα και ο Νικόλας.
Τα αγαπημένα μου εγχώρια podcast είναι τα True Crime αλά Ελληνικά, Μέχρι Θανάτου, Crime groupers Dumb and Dahmer, Counting Crimes και Terror 404».
«Περνάω περίπου 7 μέρες την εβδομάδα ερευνώντας το κάθε θέμα, επί πολλές ώρες. Μπορεί να γράφω 45-50 σελίδες για κάθε επεισόδιο. Αρχικά, βρίσκω ένα θέμα που με ενδιαφέρει, τους κεντρικούς πρωταγωνιστές, ειδικούς και μη που έχουν να μου πουν κάτι για την εκάστοτε υπόθεση, αναζητώ βιβλιογραφία, κάνω σύνταξη σκαλέτας, απομαγνητοφώνηση-απομαγνητοσκόπηση, συρραφή σκαλέτας, μετά διαλέγω τα αποσπάσματα που θα μπουν στο επεισόδιο, ηχογραφώ στο στούντιο, και κάνουμε μαζί με τον ηχολήπτη μου το sound design», μου εξηγεί για τη διαδικασία της δημιουργίας ενός επεισοδίου.
Τον Μενέλαο τον ενδιαφέρει το podcast να φτάσει και στα αυτιά των ανθρώπων που αγαπούν το ντοκιμαντέρ, αφού τον τελευταίο χρόνο κινείται πέρα από την true crime λογική και επεκτείνεται στη διερεύνηση ενός μεγαλύτερου φάσματος που σχετίζεται με τα εγκλήματα. «Διερευνώ πολύ, για παράδειγμα, την παιδική ηλικία του δράστη μαζί με έναν ψυχολόγο ή ψυχίατρο, με έναν ιατροδικαστή θα δούμε τι έκανε στο κορμί του θύματος, με έναν ειδικό κοινωνιολόγο θα καταλάβουμε για ποιον λόγο έπραξε αυτό που έπραξε. Στα επεισόδια συνομιλώ πάντα με ειδικούς, οι οποίοι μέσα από τον ρόλο τους προσπαθούν να εξηγήσουν σε μένα και στους ακροατές όλη την ψυχοσύνθεση και το background ενός εγκληματία».
Συζητώντας για τη σημαντικότητα του sound design σε ένα true crime podcast, ο Μενέλαος επισημαίνει πως προσπαθεί κάθε φορά να δημιουργεί ένα επεισόδιο, το οποίο ναι μεν θα αφορά σε γεγονότα που συγκλόνισαν, όμως αυτά δεν θέλει να παρουσιάζονται με στεγνό τρόπο. «Μου αρέσει να προσδίδω παραστατικότητα. Στο επεισόδιο για τη Δήμητρα Βούλγαρη, για παράδειγμα, η οποία κατηγορήθηκε και καταδικάστηκε για τη δολοφονία του συζύγου της, λέω σε ένα σημείο: “Έστελνε απανωτά μηνύματα” και εκεί ακούγεται ο ήχος του SMS, ή λέω, “βγήκα από το αυτοκίνητό μου” και ακούγεται μια πόρτα που κλείνει. Επιλέγω τους ήχους που νιώθω πως εκφράζουν καλύτερα την κάθε υπόθεση και ο ηχολήπτης μου τους ενσωματώνει στο στούντιο που ηχογραφώ».
Τι είναι όμως αυτό που κάνει τους ανθρώπους να γοητεύονται από ένα αληθινό έγκλημα ή μία ιστορία τρόμου; «Θεωρώ πως πολλές φορές, το να ακούσεις μια ιστορία τρόμου, μια ιστορία βάναυσης κατακρεούργησης ανθρώπου, μπορεί να σε κάνει να εκτιμήσεις λίγο περισσότερο την ασφάλεια του σπιτιού σου και το πού βρίσκεσαι εσύ σήμερα, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται αυτό. Παράλληλα, παρατηρώ πως οι άνθρωποι έχουμε την ανάγκη να ακούσουμε γιατί συνέβη κάτι τραγικό, ποιος το έκανε, αν εκείνος που έπαθε κάτι τραγικό το “προκάλεσε” στον εαυτό του – δηλαδή αν ήταν έμπορος ναρκωτικών και δολοφονήθηκε λόγω αυτού – για να καταλήξουμε με κάποιον τρόπο στο ότι “ευτυχώς εγώ δεν κινδυνεύω από αυτό, γιατί εγώ δεν είμαι έτσι”», μου αναφέρει ο Μενέλαος.
Και συνεχίζει: «Βέβαια, κυκλοφορεί πολύς κιτρινισμός και στον κόσμο του εγκλήματος. Μπορείς να κιτρινίσεις πολύ εύκολα ένα έγκλημα κι εγώ επιλέγω να μην το κάνω – από το λεξιλόγιο που θα χρησιμοποιήσω μέχρι τις πληροφορίες που θα επιλέξω να βγάλω στη δημοσιότητα. Θέλω να προστατεύω τους ακροατές. Στην υπόθεση της Ελένης Τοπαλούδη, για παράδειγμα, δεν ζήτησα από τους γονείς της να μου μιλήσουν για το πώς έγινε το έγκλημα, δεν θα το έκανα ποτέ αυτό. Ένιωθα πως η μητέρα της, η κυρία Κούλα, ήταν υποβασταζόμενη κατά τη διάρκεια της κουβέντας μας».
Η αναφορά του στη γυναικοκτονία της Ελένης Τοπαλούδη, μας γεμίζει και πάλι με θλίψη και οργή, και ο Μενέλαος που έζησε από αρκετά κοντά το πένθος των ανθρώπων της, αδυνατεί να πιστέψει πως οι δύο άντρες που την κακοποίησαν και την σκότωσαν, έχουν το νόμιμο δικαίωμα να ζητούν ελαφρυντικά στο δικαστήριο. «Οι γονείς της επίσης, αναγκάζονται να καταθέτουν ξανά και ξανά και να είναι παρόντες στη διαδικασία. Είναι ζοφερό αυτό. Έχω μιλήσει και με την Ελένη Δαλακλίδου, την αδελφή της Ζωής Δαλακλίδου, που δολοφονήθηκε στην Ξάνθη το 2012. Πήγαιναν οι γυναικοκτόνοι στο δικαστήριο και ζητούσαν ελαφρυντικά, έπρεπε να αναβιώσει όλη η υπόθεση ξανά στ’ αυτιά των ανθρώπων της για το πώς βασανίστηκε».
Όπως αποδεικνύεται από τον τρόπο με τον οποίο μου μιλάει για τις δολοφονημένες γυναίκες και τους συγγενείς τους, αλλά και από την επιλογή των υποθέσεων στα «Γεγονότα που συγκλόνισαν», ο ίδιος είναι ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένος με τις θηλυκότητες. «Έχω μεγαλώσει με τη μητέρα μου μόνο, έχω χάσει τον πατέρα μου από το 2003, οπότε δεν έχω μεγαλώσει με άντρες πέρα από τον αδελφό μου. Η ζωή μου περιβάλλεται κυρίως από δύο πολύ σημαντικές γυναίκες, τη μητέρα και τη δίδυμη αδελφή μου. Έχοντας λοιπόν ως εφαλτήριο τα συναισθήματά μου γι’ αυτές τις γυναίκες – το πώς νιώθω χαρακτηριστικά για την αδερφή μου όταν μπορεί να μην σηκώνει το τηλέφωνο, τον φόβο που νιώθω αν η μαμά μου θα γυρίσει ασφαλής σπίτι το βράδυ, τον φόβο που εγώ δεν θα νιώσω ποτέ – είναι αναπόφευκτο να είμαι ευαισθητοποιημένος. Γι’ αυτό και δεν μπορώ να “πλακώνομαι” ακόμη για το αν ο όρος γυναικοκτονία πρέπει να υπάρχει».
Η κουβέντα μας φτάνει αβίαστα στο MeToo. «Το MeToo έχει σηκώσει έναν αόρατο, βαρύ μανδύα που υπήρχε πάνω από κάποια ονόματα – αν και άργησε να φτάσει στην Ελλάδα, και ήρθε χάρη στη Σοφία Μπεκατώρου. Είμαστε πολύ τυχεροί γιατί έχουμε τις γυναίκες που πάλεψαν, όπως η Λένα Δροσάκη, η Ζέτα Δούκα, η Πηνελόπη Αναστασοπούλου κ.α., η κάθε μία με τον τρόπο της. Το MeToo θα συνεχίσει να παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην Ελλάδα. Για πολλά χρόνια οι γυναίκες φοβόντουσαν να καταγγείλουν έναν άντρα στην εταιρεία, για παράδειγμα, που δούλευαν υπό τον φόβο της απόλυσης. Αργήσαμε, και πολλές γυναίκες έμειναν χωρίς δικαίωση, έχασαν τις δουλειές τους, έπεσαν θύματα βιασμού και πήγαιναν στην αστυνομία να καταγγείλουν ένα συμβάν και τις χλεύαζαν, δεν τις πίστευαν».
«Ποτέ δεν φταίει ο θύτης για την Ελλάδα, ο οποίος παρεμπιπτόντως σχεδόν σε όλες αυτές τις υποθέσεις που έχουμε συζητήσει στο podcast είναι ένας λευκός cis άντρας», θα μου πει και θα συνεχίσει αναφέροντας ορισμένους από αυτούς: «Ο Κορκονέας που σήκωσε το όπλο του σε ευθεία βολή και στόχευσε στην καρδιά του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, οι δολοφόνοι της Τοπαλούδη, ο δολοφόνος της Ζωής Δαλακλίδου, που ήταν ένας άντρας ο οποίος είχε προσπαθήσει να βιάσει άλλη μία κοπέλα 7-8 μήνες πριν, δεν τα κατάφερε, εκείνη τον κατήγγειλε και η ελληνική δικαιοσύνη τον άφησε ελεύθερο με περιοριστικούς όρους και στην συνέχεια σκότωσε τη Ζωή. Ή ο Μπαλάσκας που δίνει οδηγίες για το πώς θα πάρουν οι γυναικοκτόνοι ελαφρυντικά. Δεν έχει τέλος όλο αυτό με την πατριαρχία».
Ρωτώ τον Μενέλαο εάν πιστεύει στην έννοια του σωφρονισμού και ποια είναι η άποψή του για το σωφρονιστικό σύστημα στην Ελλάδα. Όπως θα μου πει, «Πιστεύω στον σωφρονισμό, ωστόσο στην Ελλάδα δεν θεωρώ πως υπάρχει σωφρονιστικό σύστημα. Πρέπει να δώσουμε καταρχάς τη δυνατότητα στους ανθρώπους να σωφρονιστούν και έως τώρα αυτή η δυνατότητα δεν τους δίνεται. Θέλω κάποια στιγμή να μπορούμε να πούμε ότι αυτή η κοινωνία μπορεί να κάνει τα πάντα – να σε προφυλάξει για αρχή, και αν τύχει και δεν το καταφέρει και περάσεις από τη φυλακή, να μπορέσεις στη συνέχεια να σωφρονιστείς και να επανενταχτείς σε αυτή».
Λίγο πριν τον αφήσω για να συνεχίσει με την προετοιμασία του επόμενου επεισοδίου, εκείνου για τον Βασίλη Λυμπέρη, τον τελευταίο θανατοποινίτη στην Ελλάδα, μιλάμε για τα επόμενα σχέδιά του και την επιθυμία του να διερευνήσει εξονυχιστικά την υπόθεση της δολοφονίας του Ζακ Κωστόπουλου. «Όταν αυτό γίνει, θα είναι μαζί μου οι γονείς του, ο αδελφός του, οι συνήγοροι υπεράσπισης των τεράτων που τον κατακρεούργησαν και οι συνήγοροι της οικογένειας. Το κοινό το περιμένει. Όποιος ακούσει την υπόθεση θα ξέρει ακριβώς τι έπαθε ο Ζακ, ποιος ήταν ο Ζακ, τι αντιμετωπίζουν τα οροθετικά LGBTQ+ άτομα κι εκείνα με τις πολλαπλές ταυτότητες γενικότερα. Εκείνη τη φρικτή ημέρα υπήρχαν αστυνομικοί που τον έβλεπαν αιμόφυρτο, σχεδόν νεκρό, και του πέρασαν χειροπέδες. Είναι αδιανόητα αυτά που ζούμε».
«Αν θέλεις να κρατήσεις κάτι για μένα», θα μου πει αντί επιλόγου, «είναι πως είμαι το παιδί που προσπαθεί να καταλάβει μέχρι και σήμερα για ποιον λόγο διαπράχθηκαν τα στυγερότερα εγκλήματα, και όταν δεν καταφέρνει να το καταλάβει, κλαίει. Θέλω μετά την ακρόαση του οποιουδήποτε επεισοδίου, ο ακροατής να μην έχει νιώσει ότι ξέρει εμένα, αλλά ότι κάθισε με έναν φίλο του σε ένα τραπέζι και του εξήγησε και του μετέφερε μαζί με όλους τους πρωταγωνιστές τι συνέβη. Το κάνω για να μπορεί να μπει οποιοσδήποτε γονιός να ακούσει τους γονείς της Τοπαλούδη και να πιάσουν τα αγόρια τους και να τους πουν “αν σηκώσεις ποτέ χέρι σε κορίτσι θα στο κόψω πρώτος εγώ από τη ρίζα”. Σε πολλά επεισόδια μιλάω με ανθρώπους που τώρα θρηνούν και πενθούν, όπως στην περίπτωση της Ελένης Τοπαλούδη. Δεν γίνεται να μην σε αγγίξει αυτό. Επίσης θέλω να τελεσιδικούν οι υποθέσεις με τις οποίες καταπιάνομαι και να μην καπηλεύομαι την στεναχώρια των ανθρώπων κι αυτός είναι και ο λόγος που δεν έχω ασχοληθεί ακόμη με τα Τέμπη, για παράδειγμα». Και θα βάλει μια τελεία στη συζήτησή μας με τη φράση που τον συντροφεύει ως κατακλείδα σε κάθε επεισόδιο, «Μέχρι την επόμενη φορά να είστε ασφαλείς».
Μπορείτε να ακούσετε τα «Γεγονότα που συγκλόνισαν» στο Spotify