ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Ο Χρήστος Κοντογεώργης πιστεύει πως είναι πολύ ωραίο να είσαι ανοιχτός και διαθέσιμος με τους ανθρώπους

Του θύμισα πως πρώτη φορά μιλήσαμε σε ένα καράβι που έφευγε από την Αιδηψό για την Αρκίτσα. Μου θύμισε πως έχουν περάσει δώδεκα χρόνια. Του είπα πόσο τον χαίρομαι στα τηλεοπτικά του. Μου είπε πόσο απολαμβάνει φέτος τα θεατρικά του. Βρεθήκαμε ένα μεσημέρι με ήλιο και κόσμο πολύ, στο Πεδίο του Άρεως. Περπατήσαμε και καταλήξαμε για καφέ στο αγαπημένο του γωνιακό, μέσα στα διπλανά κυψελιώτικα σοκάκια, κοντά στο σπίτι του.

Μου είπε πως μένει πια εκεί – μακριά από τη Νίκαια όπου μεγάλωσε και νόμιζε πως θα είναι το σπίτι του για για πάντα. Του είπα πως μένω πια και εγώ από αυτή την πλευρά της πόλης, μακριά από τα Πετράλωνα που νόμιζα πως δεν θα με εγκαταλείψουν ποτέ αλλά φευ, το έκαναν. Μου είπε για το πόσο αγαπά να “ενώνει” τους ανθρώπους σε μεγάλα φαγοπότια, πόσο του αρέσουν οι αυλές που κρύβονται πίσω από διώροφα σπίτια, οι άνθρωποι που πιστεύουν, σε ό,τι κι αν πιστεύουν. Μου είπε για τη δυσκολία του να προσανατολίζεται εκτός της περιοχής που γεννήθηκε και ότι αγνοεί κεντρικές γωνιές της πόλης. Πως ακόμη και τώρα δεν ξέρει ποια ακριβώς είναι η Σταδίου. «Ξέρω όμως ποια είναι η Πανεπιστημίου!»…

Σου αρέσει η Κυψέλη; Όχι, πολύς κόσμος, μεγάλος συνωστισμός. Τα κτίρια.

Και στη Νίκαια όμως το ίδιο είναι. Απλά έχετε περισσότερη απλωσιά. Θα σου πω τι δεν μπορώ. Τις μεγάλες λεωφόρους.

Θα μπορούσες να μένεις επί της Αλεξάνδρας; Εγώ όχι. Είχα έναν φίλο που νοίκιασε και έφυγε στον χρόνο απάνω.

Είχα φίλο που έμενε επί της Ποσειδώνος. Ο Χριστός και η Παναγία! Δεν το μπορώ. Το πιο ωραίο είναι το βράδυ εκεί που είναι ερημιά.

Γέννημα θρέμμα της Νίκαιας; Οι γονείς μου είναι και οι δυο Νικαιώτες. Η μεριά του παππού μου ήταν πρόσφυγες από την Κωνσταντινούπολη. Και η άλλη μεριά από τη Σαντορίνη και την Αμαλιάδα. Η προγιαγιά μου έφυγε από εκεί τριών τεσσάρων ετών, πολύ πλούσιοι, φαρμακοποιοί, και τα χάσανε όλα με το Κραχ της Νέας Υόρκης και ήρθαν με τις παντόφλες, με τα πόδια, στον Πειραιά. Δεν είχαν τίποτα, τους τα πήραν όλα. Και φαντάσου τώρα η γιαγιά μου θυμόταν ότι είχε μια αφρικανή μαμή. Η γιαγιά μου πέθανε πέρσι 74 ετών και έκανε τη μαμά μου στα 16. Καθόταν στην αυλή, σε κάτι παλιές σιδερένιες καρέκλες και είχε γίνει σκελετός παρότι παχιά σε όλη της τη ζωή. Εγώ ήμουν κάτω και έπαιζα και μου έλεγε «Με κοροϊδεύεις ρε @@@, παίζεις με τα πετσιά μου». Το θυμάμαι γιατί τα μπινελίκια ήταν τόσο συνηθισμένα. Ήταν φανταστική.

Οι οικογενειακές ιστορίες είναι φανταστικές. Δεν νιώθεις όμως πως τελευταία σαν να έχουν αλλάξει με έναν τρόπο; Αυτό είναι αλήθεια και ειδικά την τελευταία πενταετία, από τον Covid και μετά. Ο κόσμος έκανε μια ανασυγκρότηση και κάτι σαν έναν απολογισμό και μπήκε στην εσωστρέφεια. Δεν νομίζω ότι μας έχει μείνει κάποια μικροβιοφοβία, αλλά νομίζω ότι είναι μια συνήθεια εσωτερίκευσης των πραγμάτων. Δεν μιλάμε πολύ, δεν εξωτερικεύουμε τα συναισθήματά μας πολύ, ακόμα χειρότερα από παλιότερα.

Στα 00s είχαμε περισσότερη εξωστρέφεια και ελπίδα. Αλλά από το 2010 και μετά, σταδιακά κάτι άλλαξε. Μέσα στην κρίση, βγαίναμε ακόμα και με ένα μπυράκι στην πλατεία. Δηλαδή, η κρίση στα Δυτικά ήταν αδυσώπητη, ήταν κάτι το αδιανόητο.

Εμείς δεν έχουμε αίσθηση τι γινόταν στην περιφέρεια. Κάτι τρελό. Παρ’ όλα αυτά είχαμε όρεξη, λέγαμε δεν πειράζει.

Έχω την αίσθηση ότι ο Covid ήρθε σε μια ήδη πεσμένη, διαλυμένη κατάσταση. Και έχει  πολύ ενδιαφέρον να δούμε πώς θα εξελιχθεί αυτή η γενιά. Εσύ πως αντιδράς; Το παλεύω. Κάνω σουαρέ στο σπίτι πολύ συχνά, προσπαθώ να φτιάξω κύκλους, να περνάμε όμορφα. Προσπαθώ να είμαι ανοιχτός να μοιράζομαι, να γνωρίζω κόσμο μεταξύ τους. Μου αρέσει πολύ αυτό. Από πριν το έκανα.

Τώρα αυτό γίνεται πιο συνειδητά; Ναι, τώρα το ξέρω. Παλιά το έκανα αυθόρμητα. Τώρα το γνωρίζω. Να κάνουμε ωραία παρέα. Και μερικοί κάνουν και παρέα μόνοι τους και μετά, άνθρωποι που τους συστήνω, και είναι ωραίο.

Σαν να είσαι «εθνικός κουμπάρος» μου ακούγεται (γέλια). Μου αρέσει, να γνωρίζεις τον κόσμο, να μοιραζόμαστε ιστορίες όταν τρώμε. Να κανονίζουμε φαγοπότια, να φέρνει ο καθένας το φαΐ του ή να είναι αποκλειστικά δικό μου το σουαρέ: «Παιδιά εγώ μαγειρεύω σήμερα».

Νιώθεις πως κάτι έχασες που έμενες στη Νίκαια; Ή πως κάτι κέρδισες τελικά; Κέρδισα την ησυχία μου. Θέλω να πω, είχε πάρα πολύ ήσυχους δρόμους. είχε γειτονιές. Αυτή η φασαρία που υπάρχει στην Αθήνα, εκεί δεν υπάρχει. Εντάξει, υπήρχε κουτσομπολιό στη γειτονιά, το κατανοώ.

Η γειτόνισσα FBI υπάρχει παντού. Αν είσαι υπεράνω των καταστάσεων, δεν σε πολυνοιάζει κιόλας. Υπάρχει ένα είδους αγάπη, ότι εμείς οι δύο τώρα είμαστε γείτονες. Μοιραζόμαστε τον ίδιο δρόμο. Εδω πέρα υπάρχουν γείτονες που δεν τους ξέρω. Εγώ, ας πούμε, μόνο με την ψιλικατζού τη Φωφώ μιλάω. Τη λατρεύω. Είναι φοβερό άτομο. Και πάω και της μιλάω επί τούτου «Έλα Φωφώ μου, έλα να τα πούμε». Μοιράζεσαι τον ίδιο χωροχρόνο με κάποιον, ξεκινάει η μέρα σου με το να ακούς μια όμορφη καλημέρα, με έναν που ξέρεις, δεν είναι ότι σε νοιάζεται ή ότι πεθαίνει για σένα, αλλά υπάρχει ένα είδος αγάπης, μια μικρή συγγένεια. Και είναι αυτό πολύ ωραίο. Στη Νίκαια μπορεί να πας για να πάρεις έναν καφέ και να κάτσεις εκεί 45 λεπτά γιατί απλά ξεκινάς να μιλάς. Έχεις και τους συμμαθητές σου, καλοί άνθρωποι. Βλέπεις πώς έχει εξελιχθεί η ζωή τους, το μοιράζεσαι, κάνεις ένα μίνι ψυχαναλυτικό σέσιον του πενταλέπτου. Είναι ωραίο αυτό.

Μ’ αρέσει γιατί τα έχεις καθαρά στο κεφάλι σου αυτά. Δηλαδή, την καταλαβαίνεις την πραγματικότητά σου. Πάντοτε έτσι ήσουν; Δεν είναι όλοι άνθρωποι έτσι. Νομίζω ότι είναι θέμα τύχης και σπιτιού, από τους γονείς. Άκου ένα άλλο πολύ ωραίο. Έμενα για πάρα πολύ καιρό με τον παιδικό μου φίλο, τον κολλητό μου, σε μια μονοκατοικία εκεί. Είχα εγώ τον πρώτο όροφο και εκείνος το ισόγειο. Δύο ξεχωριστά σπίτια και είχαμε κοινή αυλή. Ε, κάναμε ψησίματα και σουαρέ όλη την ώρα. Από τα 23 μέχρι τα 28.

Άρα την «κουμπαριά» την έχεις από παλιά, δεν είναι ότι τώρα τελευταία σου έκατσε.. Ένας άνθρωπος ο οποίος έχει αυτή την κανονικότητα, δεν τη φοβάται την πανδημία. Στην αρχή την είχα φοβηθεί. Μου πήρε 3-4-5 μέρες για να καταλάβω τι γίνεται. Μετά την είδα σαν ωραίο break. Πήγα ψώνισα στο σούπερ μάρκετ άπειρα πράγματα για να έχω να φάω, έβαλα Netflix. Την έσκαγα στις γειτονιές, πήγαινα στους δικούς μου, στους φίλους μου, υπήρχε κοινωνικοποίηση. Αλλά ήταν ωραία. Ήταν σαν μια μεγάλη πενταήμερη. Θυμήθηκα τα νιάτα μας. Στη δεύτερη, είχαμε ξεκινήσει με τη Μυρτώ (Κοντοβά) το «Σχεδόν ενήλικες». 

Οπότε ήταν όλα διαφορετικά. Ήταν άλλη φάση. Δεν έχω παραπάνω. Καλά μου πήγε Και κάναμε και Πάσχα. Το θυμάμαι γιατί ήμουνα σε έναν μαντρότοιχο και είχα γίνει χάλια!

Τι έγινε μετά από αυτό; Μετά από αυτό τελείωσε το «Αγαπητή Ελένα», τρίτη θεατρική σεζόν, όπου ζούσα μια φούσκα γιατί ήταν η πρώτη μου παράσταση και πήγε τρία χρόνια. Ήταν γεμάτο το θέατρο με λίστα αναμονής. Διπλές παραστάσεις. Αλλά το ήξερα ότι αυτό θα σταματήσει.

Δηλαδή όταν σταμάτησε τι έγινε; Ήθελαν να πάμε και για τέταρτη χρονιά. Αλλά εγώ είχα μπει εκεί μέσα 24 και ήμουν 27. Έπρεπε κάποια στιγμή να κάνω και κάτι άλλο στο ζωή μου, το οποίο, οκ, ήταν ρίσκο. Θέλω να πω, χάνεις ένα γεμάτο θέατρο κι ένα σταθερό εισόδημα και πας πάλι στο άγνωστο. Γιατί αυτή η δουλειά το έχει αυτό κάθε φορά, είσαι στη γύρα. Αλλά έπρεπε να το κάνω. Και θα μπορούσαν να κάνουν αντικατάσταση και να το συνεχίσουν, αλλά δεν το συνέχισαν.

Τι ανακάλυψες μετά; Ο συνδυασμός τηλεόρασης-θεάτρου ήταν βοηθητικός; Σίγουρα βοηθάει γιατί το θέατρο είναι δύσκολο σπορ. Γιατί είναι πολλοί οι άνθρωποι που συμμετέχουν. Είναι πολλοί οι μισθοί.

Στην τηλεόραση όμως έχεις καταφέρει και έχεις μια συνέχεια… Καλά πάει. Δεν έχω καθόλου παράπονο. Δεν κάνω πάντα πράγματα που μου αρέσουν. Στο θέατρο δεν κάνω εκπτώσεις. Στο θέατρο κάνω μόνο πράγματα που μου αρέσουν. Δεν θα πάω σε ένα θέατρο για να βγάλω πάρα πολλά λεφτά.

Οκ. Αυτό εξασφαλίζει ότι το αποτέλεσμα θα είναι καλό; Εξασφαλίζει την ψυχική μου υγεία. Και σίγουρα εξασφαλίζει μια προοπτική ότι μπορεί και να είναι καλό. Ποτέ δεν λέω «αυτό θα πάει, θα γαμήσει». Ποτέ δεν το λέω. Αλλά ζυγίζεις τα πράγματα και βλέπεις τους ανθρώπους που θα είναι εκεί και λες «αυτό μπορεί και να πάει καλά». Διαβάζεις και το έργο και λες «Οκ ναι πάμε». Ενώ στην τηλεόραση δεν ξέρεις. Δηλαδή μπορεί να διαβάσεις ένα τέλειο σενάριο αλλά…

Στην  τηλεόραση δεν βοηθά η εμπειρία; Δηλαδή, αν έχεις κάνει μια δυο δουλειές, σιγά σιγά δεν πιάνεις διαφορετικά τα μηνύματα και τα κύματα; Όταν πας σε μια σαπουνόπερα, ξέρεις ότι θα είναι σαπουνόπερα, δεν έχουμε να πούμε κάτι άλλο. Όταν είναι καθημερινό, με 160 επεισόδια, ξέρεις. Όταν με πήρε ο Γκικαπέππας για το «Έρημη Χώρα» -ένας πολύ φροντιστικός, πολύ συγκεκριμένος άνθρωπος, που δεν σε κάνει να νιώθεις εκτεθειμένος ποτέ- ήξερα ότι θα είναι από ένα επίπεδο και πάνω, το καταλάβαινες. Τώρα στα 160 τι διάνυσμα να κάνει ο ηθοποιός; Τι να παίξει; Τι να γράψουν; Είναι δύσκολο, πολύ δύσκολο.

Στην «Αρχελάου 5» γιατί είναι τόσα πολλά επεισόδια; Δεν ξέρω πόσο λειτουργεί αυτό. Κοίταξε, εγώ πιστεύω ότι αν ήταν μάξιμουμ 80 επεισόδια, πραγματικά θα ήταν τέλεια γιατί η ιδέα είναι πάρα πολύ ωραία, οι ρόλοι είναι πάρα πολύ ωραίοι. Δεν είναι θέμα των σεναριογράφων. Κανένας σεναριογράφος δεν θέλει, δεν έχει όνειρο, να γράψει 160 επεισόδιο για μια σεζόν. Αυτό γίνεται από τα κανάλια. Αλλά πραγματικά, ακόμα και με 160 επεισόδια δεν θεωρώ ότι είναι κακή σειρά. Γιατί στα πρώτα επεισόδια όντως υπήρχε άγχος, υπήρχε στρες.

Σε ενόχλησε αυτή η διχαστική συμπεριφορά του κοινού στα σόσιαλ απέναντι στη σειρά; Εμένα δεν με νοιάζει. Το μόνο που με νοιάζει είναι ότι βγήκαν κάποια άρθρα τα οποία φαινόταν ότι είναι βαλτά. Στην αρχή ασχολήθηκαν πάρα πολύ για να τη βλάψουν. Αυτό είναι ξενερωτικό γιατί υπάρχουν 120 άνθρωποι που δουλεύουν εκεί. Θέλω να πω, γιατί το κάνεις αυτό; Είναι δουλειά κάποιων ανθρώπων. 

Υπάρχουν πολλοί φανατικοί, πάντως, οι οποίοι το υπερασπίζονται. Είναι ωραίο αυτό. Μου αρέσει σαν εικόνα ένα προϊόν να προκαλεί τέτοιο διχασμό. Εγώ δεν δίνω σημασία. Υπάρχουν όμως άνθρωποι που στεναχωριούνται πολύ. Εμένα με νοιάζουν οι άνθρωποι που εκτιμώ. Αυτοί με νοιάζουν. Επί της ουσίας, είσαι τσαγκάρης, είσαι κατασκευαστής. Κάνεις κάτι και θέλεις κάποιος να σου πει «Αυτό που φοράω είναι άνετο. Αυτό που μου έχεις φτιάξει είναι πάρα πολύ ωραίο». Και από έναν άλλο μάστορα θέλεις να ακούσεις τι γίνεται για να πας παρακάτω. Δεν έχω καθόλου ψώνιο. Δεν με νοιάζει καθόλου ούτε η αυτοπροβολή, ούτε να πούνε πόσο γαμάτος είμαι. Με νοιάζει αυτό που θα εξυπηρετήσω και θα ειπωθεί, να γίνει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

Λειτουργεί καλύτερα στον χώρο να είσαι σε ένα είδος ομάδας; Να είσαι με ανθρώπους που ξέρουν τη δουλειά σου και την εκτιμούν και βρίσκεστε μέσα στον χρόνο; Εμένα μου συμβαίνει. Ζητούμενο δεν είναι. Είναι ωραίο απλά όταν συμβαίνει. Με τη Μυρτώ Κοντοβά, για παράδειγμα, έχω δουλέψει δύο φορές. Αν κάνει μια δουλειά χωρίς εμένα, δεν θα παρεξηγηθώ κιόλας. Ξέρω ότι με εκτιμάει και ξέρω ότι με αγαπάει. Αλλά αυτό το έχει φανταστεί με κάποιον άλλον. Βοηθάει να ξέρω ότι μπορούν οι άνθρωποι να συνεννοηθούν μαζί σου. Είναι πολύ σημαντικό.

Σου πάει η κάμερα. Σε θυμάμαι στο «Πίσω από τις Θημωνιές». Πόσο δίκαιο το βραβείο σου (της Ελληνικής Ακαδημίας).  Εξυπηρέτησα αυτό που ήθελε η Ασημίνα (Προέδρου) και για εμένα ήταν το καλύτερο δυνατό, να δουλέψουμε όλοι για αυτό. Δεν μπορείς να έχεις δηλαδή ως κέντρο τον εαυτό σου. Δεν γίνεται.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Τι βοήθα έναν ηθοποιό να καταφέρει να πάρει βραβείο; Πώς μπορείς να φτάσεις σε μια τόσο δυνατή ερμηνεία; Η τύχη. Ξέρεις πως πολλοί γαμάτοι ηθοποιοί δεν έχουν πάρει ποτέ βραβείο, ούτε ήταν ποτέ υποψήφιοι; Δεν έφτασε ποτέ κάποιος που κρίνει να τους δει, για να πάρουν ένα βραβείο. Ναι, αρχικά είναι θέμα τύχης. Και μετά,  αυτό που δεν νιώθεις ότι έχεις «φτάσει». Και τώρα δηλαδή, στο Τζον με τον Μιχάλη (Πανάδη), έχω συνέχεια μια αγωνία λες και είμαι πρωτοετής δραματικής σχολής και το παλεύω κάθε μέρα. Νομίζω ότι αν το παλεύεις κάθε μέρα  ξεκινώντας πάντα από το μηδέν, και προσπαθείς να αλλάζεις τον εαυτό σου, να αλλάζεις τα εκφραστικά σου μέσα, τις ποιότητες σου, να είσαι συνεχώς σε εγρήγορση, δεν θα λιμνάσεις ποτέ – θα είσαι πάντα φρέσκος κι έτοιμος για αυτό που θα σου ζητηθεί να κάνεις, το καινούριο, θα είσαι παρών. Γιατί τα βραβεία δεν λένε και τίποτα. Είναι μια αναγνώριση, νιώθεις λίγο ότι «αχ τι ωραία» και την επομένη το ξεχνάς. Ξέρεις τι μου άρεσε πάρα πολύ από αυτό το βραβείο; Ότι η ψηφοφορία ήταν από τα μέλη της Ακαδημίας. Οι τεχνικοί, οι ηθοποιοί, οι σκηνοθέτες. Αυτό είναι γαμάτο γιατί έρχεται από τους συναδέλφους σου. Και είναι ωραίο να λένε για σένα «Αυτό που έκανε ήταν καλό». Είναι πολύ συγκινητικό. Δεν έρχεται από μια πενταμελή επιτροπή.

Ποια είναι η τελευταία ταινία που είδες; «La Grande Beleza» του Sorentino. Δεν την είχα δει όταν βγήκε. Και είδα και ενός Φινλανδού. Σωτήριο το Cinobo γιατί σου προτείνει ωραία πράγματα. Όταν ήμασταν 24 δεν μπορούσαμε να τα βρούμε αυτά τα πράγματα.

Να σε ξαναγυρίσω στα θεατρικά. Ανέφερες πριν τον Μιχάλη. Ήσασταν μαζί, αν θυμάμαι καλά, και παλιά, στην πρώτη του σκηνοθεσία. Δεν ήταν η πρώτη, αλλά ναι ήταν μια από τις πρώτες. Το Festen, το 2015. Ήμασταν συμμαθητές στο Εθνικό. Και φίλοι.

Πώς είναι να συνεργάζεσαι με έναν σκηνοθέτη που είναι στα πρώτα του βήματα; Έχει κάποια σημασία αυτό; Έχει. Με τον Μιχάλη όμως δεν έχει. Ο Μιχάλης είναι ένα τέρας ευφυίας, οργανωτικός, με αίσθηση, με τρομερή αισθητική, απίστευτο χιούμορ. Είναι ένας φοβερός συνεργάτης. Φοβερός! Σε «προκαλεί» να βρεις την καλύτερη εκδοχή του εαυτού σου. Τον βλέπεις δηλαδή πόσο οργανωμένος, πόσο δουλευταράς είναι και λες «εγώ πρέπει να το ακολουθήσω αυτό». Και επειδή το Τζον είναι ένα πάρα πολύ δύσκολο έργο, το ότι το έχει ξεκλειδώσει τόσο πολύ, είναι κατάκτηση του Μιχάλη.

Ποιο είναι το story;  Εν ολίγοις, ένα ζευγάρι πάει μια εκδρομή και σταματάει σε ένα ξενοδοχείο για να κάνει μικρές τοπικές εκδρομές σε αξιοθέατα του πολέμου. Και εκεί, επί της ουσίας λόγω του ξενοδοχείου και λόγω των δύο κυριών που το κατοικούν, ανοίγει όλη η βεντάλια των προβλημάτων του ζευγαριού. Και ξεκινάει μια μεγάλη υπαρξιακή κουβέντα, καθόλου βαρετή, γύρω από τις ανθρώπινες σχέσεις, τον ετεροκαθορισμό μέσα από άλλους ανθρώπους και το τι λένε για μας, για τα τραύματα, για τον μεταξύ μας εμφύλιο, για τον έξω εμφύλιο, για τα σκοτάδια μας, για το τι μας στοιχειώνει και τι όχι. Είναι τέλειο. Αλήθεια είναι τέλειο.

Δηλαδή το πολιτικό, το γεγονός ότι έχουν πάει εκεί για τον εμφύλιο, είναι background; Είναι μια αφορμή; Αυτό σίγουρα εμπλέκεται. Το ορίτζιναλ έργο το έχει σε πρώτο πλάνο. Εμείς έχουμε επιλέξει να το παραγκωνίσουμε λίγο γιατί είναι πολύ δύσκολο για έναν Έλληνα να το καταλάβει… Εδώ, σε πρώτο πλάνο είναι πάντα ο Τζον. Ο Τζον του καθενός. Στα ελληνικά θα μπορούσε να λέγεται το έργο… Γιάννης, Γιώργος.

Εσύ είσαι ο Τζον; Δεν είμαι ο Τζον. Εγώ είμαι ο Ελάιας. Είναι ένας Εβραίος με ένα σημαντικό παιδικό τραύμα. Δύσκολος με την εξωτερίκευση των συναισθημάτων και την έκφραση αυτών των οποίων θέλει, και τον πετυχαίνουμε σε μια φάση που το προσπαθεί. Αυτό το ξενοδοχείο τον ξεβρακώνει επί της ουσίας. Συναισθηματικά.

Άρα χρειάζεται κάτι εξωτερικό για να μπορέσει να εκφραστεί; Στην ουσία ναι. Έρχεται κάτι από έξω.

Πάντα χρειαζόμαστε κάτι από έξω για να μας ταρακουνήσει ή μπορούμε να το δημιουργήσουμε και μόνοι μας; Δεν υπάρχουν κανόνες σε αυτά. Σίγουρα όταν έρχεται κάτι εξωτερικό μπορεί να σε ταρακουνήσει ή μπορεί να σε στείλει και πιο βαθιά σε αυτή την άβυσσο στην οποία βρίσκεσαι. Ή μπορεί, με έναν ωραίο προσυλλογισμό τριών μηνών που μπορεί να σου τύχει να μην έχεις δουλειά, να αλλάξεις κάποια πράγματα στη ζωή σου. Συμβαίνει. Ή με τον ψυχαναλυτή σου μπορεί κάτι να βρεις. Και υπάρχουν και τα παραδείγματα που πεθαίνει κάποιος άνθρωπος στη ζωή μας κι αλλάζουμε 180 μοίρες. Ή μπορεί και να μην συμβεί τίποτα. Να γίνεις χειρότερος απ’ ό,τι είσαι. Δεν υπάρχει κανόνες σε αυτά. Εγώ πιστεύω πολύ στην ενδοσκόπηση. Μ’ αρέσει πάρα πολύ και πιστεύω ότι η ερώτηση που πρέπει να κάνουμε στον εαυτό μας συχνά είναι «είσαι ευτυχισμένος;». Ναι. Πάντα πρέπει να ρωτάμε γιατί. Τι συμβαίνει και είναι αυτό που σε κάνει να είσαι ευτυχισμένος. Και η δεύτερη ερώτηση που πρέπει να κάνουμε στον εαυτό μας είναι «Είναι οι γύρω από σένα ευτυχισμένοι;». Γιατί είναι πολύ σημαντικό οι άλλοι γύρω σου να είναι χαρούμενοι. «Εσύ κάνεις κάτι γι’ αυτό;». Ναι. «Κάνεις κάτι για το ανάποδο; Κάνεις κάποιον δυστυχή και γιατί;». Είναι σημαντικό αυτό.

Τα ρωτάς όλα αυτά; Μου φαίνεται πολύ καθαρό. Βεβαίως. Γιατί να μην τα ρωτάς;  Και στη δουλειά πηγαίνω με μεγάλο κέφι, ξεπερνάω τον εαυτό μου στο πόσο χαβαλέ κάνω, 7-8 το πρωί, και λέω «σήμερα το έχω παρακάνει». Από τα πολύ μικρά. Το έχω παρακάνει. Τους έχω κουράσει. Και ρίχνω ταχύτητες. Ή όταν βλέπω ότι τα πράγματα κολλάνε, δίνω boost. Το οποίο είναι και επίπονο. Δεν σου ζητάει κανείς να κάνεις τον αρλεκίνο, ας πούμε. Αλλά αυτό είναι ένα μικρό παράδειγμα.

Άρα, είσαι σε μια ετοιμότητα συνειδητή, να πηγαίνεις δύο βήματα πάνω από αυτά που μπορεί ο εαυτός σου εκείνη τη στιγμή; Ναι, το κάνω. Με θέληση. Το συνειδητό μπορεί να είναι και άμυνα. «Πάμε να κάνουμε κάτι, να κάνουμε τον Καραγκιόζη, να περάσουν τα πράγματα, να γίνουν καλύτερα». Τώρα το κάνω και συνειδητά. Λέω «ο τάδε δεν είναι καλά. Ας τον πάρω μια αγκαλιά». Θα ρωτήσω. Με νοιάζει ο άλλος. Αυτό, ας πούμε, ο ρόλος μου στο Τζον δεν το έχει. Το έχει στο μηδέν. Δεν μπορεί να πει σ’ αγαπώ. Δεν έχει ενσυναίσθηση. Δεν καταλαβαίνει τι συμβαίνει με τη σύντροφό του. Δεν καταλαβαίνει τι γίνεται στον εαυτό του. Την έχει παραμελημένη και δεν ξέρει γιατί. Δεν το χωράει ο νους του τι συμβαίνει. Και έρχεται αυτό το μοτέλ και κάπως τον ξυπνάει.

Εσύ είσαι σε ένα άλλο πλαίσιο από αυτό που είναι ο χαρακτήρας του έργου. Πώς γίνεται η προσέγγιση σε έναν χαρακτήρα που είναι τόσο εκτός από σένα στην παρούσα φάση; Ναι, είμαι τελείως κόντρα. Δυσκολεύτηκα πάρα πολύ, δεν θα σου πω ψέματα. Αλλά ο Μιχάλης με βοήθησε απίστευτα πολύ. Και επίσης επιλέγουμε συμπεριφορές, κατευθύνσεις και δράσεις του ρόλου που αναδεικνύουν αυτά τα πράγματα. Θα τον κάνουν να φαίνεται όπως θέλουμε. Υπάρχει ένα σημείο που διαπραγματευόμαστε το Θείο. Στο οποίο αυτός πιστεύει. Εγώ πρώτη φορά στη ζωή μου δουλεύω σε παράσταση που πρέπει να πιστέψω αυτό που λέει και δυσκολεύομαι. Είμαι 35 και πρώτη φορά δυσκολεύομαι να το κάνω. Όταν το λέω στον Μιχάλη, μου λέει «έλα, ρε. Δηλαδή μιλάμε για την αρχή της υποκριτικής». Του λέω «ναι, αλλά μου συμβαίνει πρώτη φορά». Δυσκολεύτηκα.

Γιατί σε αυτό και όχι σε κάτι άλλο που προφανώς έχεις έρθει σε επαφή όλα αυτά τα χρόνια; Γιατί σε όλα τα πράγματα όταν τα λέω και πρέπει να τα πιστεύω, λειτουργεί η δική μου ενσυναίσθηση. Ή κάνω αντιστοιχία με έναν άνθρωπο στη ζωή μου. Εδώ όμως, θεωρώ εντελώς εκτός από μένα τη θρησκεία. Καταλαβαίνω ότι κάποιος έχει ανάγκη να πιστέψει σε κάτι ανώτερο. Το σέβομαι απίστευτα. Κοντινούς μου ανθρώπους που πιστεύουν δεν τους κοροϊδεύω, γιατί είναι η ανάγκη τους να πιαστούν από κάπου για να αποδεχτούν την ύπαρξή τους και το καταλαβαίνω. Ή να ξεπεράσουν τον θάνατο. Είναι απολύτως σεβαστό. Δεν μπορώ να ταυτιστώ όμως, καθόλου. Σε κανένα σημείο.

Δεν έχεις κάτι να πιστεύεις; Ναι, την επιστήμη.

Η επιστήμη είναι η δική σου θρησκεία; Μου αρέσει. Την αγαπώ. Γιατί οι φυσικοί και οι αστροφυσικοί σε βοηθούν να πας μακριά, όσο μπορείς, με ένα τηλεσκόπιο και όσο πιο μέσα, με ένα μικροσκόπιο – καταλαβαίνεις έτσι την ύπαρξή σου. Καταλαβαίνεις τι συμβαίνει. Κατανοείς το τίποτα πλήρως, και εναρμονίζεσαι με αυτό.

Άρα είσαι πρακτικός άνθρωπος. Όχι, είμαι φουλ συναισθηματικός. Λειτουργώ συνέχεια παρορμητικά. Είμαι πολύ αισθηματίας. Είμαι πολύ καψούρης με τα πράγματα. Νιώθω μερακλής. Μου αρέσουν τα μικρά.

Μου αρέσει η λέξη μερακλής. Είναι η δεύτερη φορά που την αναφέρεις. Τη θεωρώ πάρα πολύ αληθινή λέξη. Γενικά είσαι λάρτζ στη ζωή; Δεν τη φοβάσαι; Όχι, δεν φοβάμαι. Αλλά προστατεύομαι.

Άρα δεν κρύβεσαι από τη ζωή; Είναι το ευκολάκι σου; Ποιο έχεις πιο δύσκολο; Να υποκρίνομαι. Δεν μπορώ να σε κάνω παρέα. Δεν μπορώ να κάτσω μαζί σου. Θα είμαι ευγενής και θα φύγω. Με την χαζομάρα δεν μπορώ. Δεν μπορώ να υποκρίνομαι και δεν μπορώ αυτόν που υποκρίνεται. Δεν μπορώ με τίποτα. Δεν μπορώ να πάρω τον εαυτό μου και τους άλλους εντελώς σοβαρά, με την έννοια της σοβαροφάνειας, της κατ’ επίφαση ανώτερης υπόστασης. Και στο κάτω κάτω της γραφής, να σου πω κάτι: ηθοποιός είσαι, δημοσιογράφος είσαι, συγγραφέας είσαι, πολιτικός είσαι, αλλά αυτό δεν σημαίνει και τίποτα. Η Φωφώ είναι αληθινή γιατί μπαίνεις μέσα στο μαγαζί της και αναλόγως πως είναι η μέρα της θα σου πει και την καλημέρα. «Ω ρε Χρήστο τώρα, έλα πες γρήγορα τι θέλεις» ή «Καλημέρα, τι κάνεις, πως είσαι;». Αυτό το original το λατρεύω.

Και το ζητάς απ’ ό,τι καταλαβαίνω. Το επιλέγεις, μάλλον. Πρέπει να υπάρχει ειλικρίνεια σε όλα τα πράγματα. Να είμαστε με τους άλλους έτσι όπως θέλουμε και αυτό είναι και κάτι που διαπραγματεύεται και ο Τζον. Πραγματικά πρέπει να είμαστε έτσι όπως θέλουμε. Έχω όρεξη να μπορώ να βοηθάω, να μπορώ να επικοινωνώ, να κάνω ένα αστείο στον δρόμο. Μ’ αρέσει πάρα πολύ στον δρόμο, όταν μου ζητάνε άδεια να περάσουν ή ζητάω εγώ άδεια να περάσω και μου λένε «ναι». Και μου κάνουν ευχαριστώ και μου χαμογελάνε. Είναι μια ακαριαία στιγμή επικοινωνίας και μιας μικρής γενναιοδωρίας.

Το ψηφίζω 100% γιατί παίρνω πολύ μεγάλη χαρά όταν μου συμβαίνει αυτό. Όταν κάποιος μου ζητάει κάτι στο δρόμο και του το εξηγώ και είμαστε και οι δύο για τρία δευτερόλεπτα πάρα πολύ χαρούμενοι και πολύ επικοινωνιακοί. Είναι ωραία η επαφή. Είναι ωραίο να είσαι ανοιχτός με τους ανθρώπους και διαθέσιμος και να είναι και οι άλλοι διαθέσιμοι. Γιατί το να κρύβεσαι πίσω από μία μάσκα κάποιου πολύ σημαντικού σου στερεί επικοινωνία με τον άλλον. Γιατί πάντα θα πρέπει να παίξεις τον ρόλο τον οποίο υποδύεσαι. Ενός πολύ σημαντικού, ενός πάρα πολύ σοβαρού. Οπότε δεν με αφορά.

Ποια είναι μια καλή μέρα για σένα; Όλες οι μέρες είναι ωραίες. Γιατί έχω κάτι διαφορετικό. Εγώ έχω την ευλογία αυτή τη στιγμή, από τον σύμπαν και όχι από τον Θεό, να κάνω μια δουλειά που τη λατρεύω να είμαι με ανθρώπους που αγαπώ και που τους εκτιμώ και καλλιτεχνικά και ανθρώπινα. Σηκώνομαι το πρωί και πραγματικά είναι γεμάτη η μέρα μου. Δεν πάω σε ένα γραφείο, δεν πάω σε φορτηγό να δουλέψω, δεν πάω σε ένα εργοστάσιο να δουλέψω. Μ’ αρέσει πάρα πολύ. Μια ωραία μέρα είναι να μοιράζομαι τη μέρα μου με άλλους ανθρώπους, με το κορίτσι μου, να σηκωθώ να πιω τον καφέ μου, να τον ευχαριστηθώ, να τον απολαύσω, να φύγω για τη δουλειά που αγαπώ, να πάω το γυμναστήριό μου που ξεκίνησα τώρα τελευταία και μου δίνει απίστευτη δύναμη, να δω τις ταινίες μου, να πάω τις βόλτες μου στον ήλιο, στη βροχή, να πάω καμιά εκδρομή. Τέτοια πράγματα μ’ αρέσουν.

Ο Χρήστος Κοντ0γεώργης εμφανίζεται στις σειρές της Ertflix, Αρχελάου 5 και Έρημη Χώρα. Επίσης στο έργο της βραβευμένης με Πούλιτζερ Annie Baker, John σε σκηνοθεσία Μιχάλη Πανάδη στο Θέατρο Δίπυλον.
Δημήτρης Πάντσος