Βρισκόμαστε στην Πλατεία Καπνικαρέας, στο εβδομαδιαίο «ραντεβού» μας. Είναι Σάββατο και η Ερμού είναι γεμάτη ζωή. Με τον Αποστόλη καθόμαστε σε ένα πεζούλι και ακούμε τους μουσικούς του δρόμου που δίνουν χαρά στους περαστικούς. Παίζουν οι αγαπημένοι του, οι Mavile. Ο Αποστόλης βρίσκεται κάθε Σάββατο εκεί για να τους ακούσει και να ανταλλάξει μαζί τους μερικές κουβέντες. Χάρη σε αυτούς άλλωστε γνωριστήκαμε. Πριν από δύο περίπου μήνες τον συνάντησα για πρώτη φορά σε αυτό το σημείο και πλέον μπορώ να τον αποκαλώ φίλο μου. Εδώ και 17 μήνες είναι άστεγος. Κοιμάται σ’ ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι στον Κεραμεικό, στο οποίο τουλάχιστον υπάρχει ένα στρώμα και μερικές κουβέρτες. Φορά με τη φορά, οι δρόμοι της Αθήνας μας έφερναν όλο και πιο κοντά και ο 39χρονος Αποστόλης Κουκουριδάκης, όπως είναι το ονοματεπώνυμό του, άρχισε να μοιράζεται μαζί μου τις σκέψεις και τα συναισθήματά του.
Μια μέρα μου είπε πως σ’ εμένα βλέπει την ψυχολόγο του. Δεν θα μπορούσε να μη με τιμήσει αυτό, γιατί δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά από το να απαλύνεις, έστω και στιγμιαία, τη δυσβάσταχτη ζωή ενός ανθρώπου. Μπορεί ο ίδιος να μη διαθέτει κινητό, όμως ξέρει και ξέρω ότι κάθε μεσημέρι Σαββάτου θα είμαστε εκεί, για να του δώσω τα απαραίτητα και να κάνουμε παρέα.
Η ιστορία του Αποστόλη ξεκινάει από τη μέρα που συνειδητοποίησε πως είναι ομοφυλόφιλος, κάτι που δεν έγινε ποτέ αποδεκτό από την οικογένειά του που του γύρισε -κυριολεκτικά- την πλάτη, αφήνοντάς τον αβοήθητο.
Παρά τα Σάββατα που έχουμε περάσει παρέα, δεν γνωρίζω αρκετά πράγματα για την παιδική του ηλικία. Ο Αποστόλης ξεκινάει να μου μιλάει γι’ αυτή: «Γεννήθηκα σε ένα χωριό έξω από την Κομοτηνή και σε ηλικία 5 ετών φύγαμε με τους γονείς μου για το Βερολίνο όπου έζησα για 10 χρόνια. Μέχρι τα 15 μου, οι σχέσεις μας ήταν καλές, αργότερα όμως η κατάσταση άλλαξε. Στην εφηβεία άρχισα να ανακαλύπτω ότι δεν κλίνω στους straight ανθρώπους, ότι είμαι ομοφυλόφιλος. Από τα 15 μου έκανα παρέα με κορίτσια, βαφόμουν, μου άρεσαν οι καλλιτεχνικές δραστηριότητες. Ο πρώτος εφηβικός μου έρωτας ήταν ο κολλητός του πατέρα μου».
«Αυτό δημιούργησε εντάσεις με τον πατέρα μου, από τον οποίο είχα αρχίσει να δέχομαι μεγάλη πίεση για το γιατί βάφομαι και δεν παίζω μπάλα όπως τα άλλα αγόρια της ηλικίας μου. Οι συνθήκες στο σπίτι με έστρεψαν στο αλκοόλ στα 16. Στο μεταξύ, στα 17 μου, φύγαμε από το Βερολίνο και επιστρέψαμε στο χωριό που γεννήθηκα. Η μετάβαση ήταν σοκαριστική για ένα παιδί σαν εμένα και ο πατέρας μου συνέχιζε να μην αποδέχεται την ταυτότητά μου. Έτσι στα 19 αποφάσισα να φύγω μόνος μου για Αθήνα», μου διηγείται ο Αποστόλης.
Ερχόμενος στην Αθήνα, άρχισε να εργάζεται ως σερβιτόρος σε ένα καφέ στην πλατεία Κεφαλαρίου, καταφέρνοντας να νοικιάσει ένα υπόγειο στην Πανόρμου. Δεν έφτασε να σπουδάσει, γιατί το δικό του όνειρο ήταν να καταφέρει να φύγει από το σπίτι, όπως μου λέει. «Τα πράγματα στην Αθήνα ήταν δύσκολα, άρχισα όμως να μπαίνω στη gay σκηνή και να νιώθω πως εκεί ανήκω. Γνώρισα τον Βαλλιανάτο, τον Σεργιανόπουλο – ήμασταν όλοι ένα. Λίγο αργότερα γνώρισα και τον Ζακ στο Γκάζι, σ’ ένα μαγαζί που έκανε drag show. Σκεπτόμενος το πόσο άδικα έφυγε ο Ζακ, αλλά και ο Σεργιανόπουλος, βλέπω ότι οι άνθρωποι έχουν μάθει να βάζουν ταμπέλες κι έτσι ένας άνθρωπος “διαφορετικός” καταλήγει εξαιτίας του μίσους να χάνει τη ζωή του».
Ο Αποστόλης αρχίσει να μου μιλάει για τη σχέση του με το αλκοόλ και το πρώτο πράγμα που τονίζει είναι πως «ένας άνθρωπος δεν πίνει επειδή γουστάρει να ξυπνήσει το πρωί και να είναι τύφλα. Πίνει επειδή έχει κάτι στην ψυχή του που τον έχει τραυματίσει». Συνεχίζει να μου μιλάει για τη ζωή του στην Αθήνα: «Στην αρχή λοιπόν πήγαιναν όλα καλά, ήθελα να είμαι ανεξάρτητος από τους γονείς μου και το είχα πετύχει. Όμως στην πορεία τα λεφτά δεν ήταν αρκετά και ανέπτυξα φοβίες, γιατί δεν ήξερα τι θα ξημερώσει αύριο. Μαζί με το αλκοόλ, άρχισα να κάνω πολύ σεξ, με διαφορετικούς άντρες. Ένας από αυτούς είχε κοντέψει να με σκοτώσει μέσα στη νύχτα στο Πεδίο του Άρεως, προσπάθησε να με μαχαιρώσει αφού είχαμε κάνει σεξ. Κατάφερα να ξεφύγω και να τρέξω».
Και φτάνουμε στο 2008, όταν και τα ναρκωτικά μπήκαν ενεργά στη ζωή του. «Ενώ έπινα πολύ αλκοόλ, έρχεται μια μέρα ένας φίλος που έπινε αλουμινόχαρτο. Του λέω “τι είναι αυτό;”. Μου λέει “δεν είναι για σένα αυτό”. Εγώ όμως είχα την περιέργεια να δοκιμάσω. Με το αλκοόλ απελευθερωνόμουν, εκφραζόμουν όπως ήθελα εγώ, χωρίς φόβο, και πίστευα πως με την ηρωίνη θα νιώθω ακόμη καλύτερα. Άρχισα να εθίζομαι, μια τζούρα ήταν αρκετή. Σε έναν χρόνο έπινα πέντε γραμμάρια πρέζα τη μέρα», μου λέει.
Έχοντας πλέον πει ανοιχτά στους γονείς του πως είναι ομοφυλόφιλος, εκείνοι διέκοψαν κάθε επαφή μαζί του, θεωρώντας πως η ομοφυλοφιλία είναι κάποιας μορφής ψυχική ασθένεια. Όπως μου λέει στη συνέχεια, «Πούλησα όλα μου τα πράγματα στο σπίτι για να μπορώ να αγοράζω ηρωίνη. Το παράδοξο είναι πως εκείνο το διάστημα πέρασα εξετάσεις στον ΕΠΟΠ και μπήκα στο Πολεμικό Ναυτικό παρά την κατάσταση μου, γιατί τότε ήμουν ακόμη διαυγής – τους πρώτους μήνες της χρήσης. (Φαντάσου ποια είναι η Ελλάδα, να έχεις ηρωίνη στο αίμα σου και να περνάς στο ναυτικό). Περνάω λοιπόν στη φρεγάτα Λήμνος έχοντας κάνει έξι εβδομάδες εκπαίδευση στον Πόρο. Εκεί όλοι ήξεραν ότι είμαι gay και υπήρχαν και άλλοι μη straight άντρες στο ναυτικό. Δεν είχε κάνεις θέμα με αυτό».
«Κάποια στιγμή όμως αρρώστησα από την πολλή χρήση και έφτασα 35 κιλά. Πήγαινα στο καράβι και έβλεπαν οι αξιωματικοί ότι δεν είμαι καλά. Αδυνάτιζα μέρα με τη μέρα, έκανα χρήση και στο καράβι γιατί δεν γινόταν να μην παίρνω την ουσία. Έπαιρνα πολύ καλά χρήματα τότε, όμως πάντα κάτι έλειπε μέσα μου. Η αγάπη. Αυτή η έλλειψη με ώθησε σε αυτές τις συμπεριφορές. Λόγω της απουσίας της πατρικής φιγούρας, έχω μάθει να εξαρτώμαι από ουσίες και να κρέμομαι πάντα από έναν άντρα».
Ο Αποστόλης δεν το έβαλε κάτω. Έχοντας πλέον φύγει από τη δουλειά, αποφασίζει να βρει ένα κέντρο απεξάρτησης. «Μου συστήνουν το μη κερδοσκοπικό σωματείο “Ρέτο Ελλάς-Πρόκληση της Ελπίδας στο Κορωπί”, το οποίο έχει τη βάση του στην Ισπανία. Με έστειλαν στην Ισπανία, στο Santander, καθώς εκεί δεν θα ήξερα πού θα βρω την ουσία και δεν θα μπορούσα να γυρίσω μόνος μου πίσω χωρίς λεφτά. Μπήκα λοιπόν για ενάμιση χρόνο σε ένα στεγνό πρόγραμμα. Στην αρχή κόντεψα να τρελαθώ, όμως το περιβάλλον ήταν πολύ φιλικό και σταδιακά συνήθισα. Εκεί, πέρα από τους ψυχολόγους και τους γιατρούς, υπάρχουν κυρίως πρώην χρήστες που βοηθούν νέους χρήστες μέσω της εμπειρίας τους. Επίσης, δεν μας έδιναν φάρμακα ή υποκατάστατα».
«Εκεί υπήρχε μόνο χαμομήλι. Είχαμε ωραία κρεβάτια, καλό φαγητό, τα πλυντήριά μας για να πλένουμε τα ρούχα μας. Τις πρώτες 20 μέρες κατά τις οποίες πρέπει να μείνεις μακριά από την ουσία, υπάρχει πάντα δίπλα σου ένας υπεύθυνος ο οποίος σε πηγαίνει βόλτα, σε κάνει μπάνιο, σου κρατάει συντροφιά. Μόλις περάσουν οι μέρες και αρχίσεις να παίρνεις τα πάνω σου και να έχεις λίγες δυνάμεις, ξεκινάς να δουλεύεις εθελοντικα σε διάφορα πόστα. Τρεις φορές την εβδομάδα είχαμε και συγκεντρώσεις με μουσική, και όσοι θέλαμε καταθεταμε τα βιώματά μας. Τον πρώτο μήνα βέβαια δραπέτευσα και ήρθε και με βρήκε η αστυνομία στη Μαδρίτη που είχα φτάσει με το τρένο. Όταν με γύρισαν πίσω κατάλαβα ότι πρέπει να κάτσω και να βάλω μυαλό. Και έτσι έκανα».
Ολοκληρώνοντας το πρόγραμμα και όντας πλέον καθαρός, ο Αποστόλης δεν ήθελε να γυρίσει στην Αθήνα και σε όσα του θύμιζε, και έτσι αποφάσισε να πάω στη Λάρνακα, στην Κύπρο, όπου είχα έναν γνωστό. «Έζησα εκεί για 4 χρόνια και εργαζόμουν στα Starbucks. Δεν πήγε ποτέ ξανά το μυαλό μου στο να πάρω ξανά ηρωίνη. Πήγε όμως στο να πιω αλκοόλ, κι εκεί κατάλαβα ότι ήμουν αλκοολικός, ότι δεν ήταν μόνο η ηρωίνη το πρόβλημα μου. Όσο είχα την πρέζα, είχα σταματήσει το αλκοόλ, οπότε μόλις καθάρισα απ’ αυτή, το αναζήτησα ξανά. Στο αεροδρόμιο στην Ισπανία σκέψου, πήρα το πρώτο μπουκάλι ουίσκι».
«Στη Λάρνακα έφτασα να πίνω ένα μπουκάλι τζιν τη μέρα, αλλά δεν είχα συμπτώματα, ο οργανισμός μου ακόμη άντεχε. Η Κύπρος δεν είναι μια καλή περιοχή για έναν ομοφυλόφιλο. Παρά τον συντηρητισμό της, άντεξα τέσσερα χρόνια και μετά αποφάσισα να επιστρέψω στην Αθήνα. Ήρθα σε επαφή με το ΚΕΘΕΑ για να απεξαρτηθώ από το αλκοόλ, όμως μετά την εμπειρία μου στην Ισπανία, ένιωθα πως δεν μου ταίριαζε το πρόγραμμα. Δεν έλαβα την ίδια βοήθεια. Μου είπαν πως για να μπω σε ένα πρόγραμμα έπρεπε μόνος μου να μείνω για 20 μέρες καθαρός. Στην Ισπανία φρόντιζαν μέσα στη δομή γι’ αυτό, μου φαινόταν ακατόρθωτο να το κάνω μόνος».
Ζώντας στην Αθήνα πλέον, ο Αποστόλης γνώρισε τη μεγάλη του σχέση, τον Χάρη, ενώ είχε αρχίσει να εργάζεται στο Ελ. Βενιζέλος στον τομέα της φόρτωσης-εκφόρτωσης στα αεροπλάνα. «Ο Χάρης μου νοίκιασε σπίτι στην Πανόρμου, με φρόντισε, μου αγόρασε πράγματα. Με αγαπούσε πολύ και με βοήθησε να φτιάξω ξανά τη ζωή μου μέχρι να αρχίσω να έχω έσοδα από τη νέα μου δουλειά. Είχαμε τρία χρόνια σχέση, αλλά εκείνος κρυβόταν από τους γονείς του κι εγώ δεν το άντεχα αυτό. Τότε ήταν που άρχισα να παίρνω πραγματικά την κάτω βόλτα στη ζωή μου. Η απόρριψη που βίωνα μου είχε στοιχίσει πολύ και έπινα όλο και περισσότερο. Με απέλυσαν από το αεροδρόμιο και μπήκα για 12 μήνες στο ταμείο ανεργίας. Τους τελευταίους μήνες πριν χωρίσουμε, ο Χάρης είχε πάει στην πόλη του, στο Ναύπλιο, για να βοηθήσει τους δικούς του στο εστιατόριο που διατηρούσαν. Πήγα λοιπόν μια μέρα να τον βρω στο μαγαζί για να του ζητήσω να τελειώσουμε. Εκεί γλίστρησα κι έπεσα και έσπασα τον αστράγαλό μου».
«Εγχειρίστηκα στο νοσοκομείο του Άργους. Μην έχοντας πλέον τη στήριξη από το ταμείο ανεργίας και μη μπορώντας να περπατήσω -ήμουν με πατερίτσες- ώστε να βρω μια δουλειά, είχα μείνει και χωρίς σπίτι. Παρέμεινα στο Άργος και κοιμόμουν μέσα στο νοσοκομείο, στις τουαλέτες, επί 9 μήνες. Παρακαλούσα τον Χάρη να με βοηθήσει και δεν ανταποκρινόταν. Οι γιατροί και οι νοσοκόμοι έβλεπαν ότι κοιμάμαι εκεί, και ορισμένοι ερχόντουσαν και μου έδιναν φαγητό γιατί κατάλαβαν ότι δεν είχα πού να μείνω».
Όταν ο Αποστόλης άρχισε να αναρρώνει, οι άνθρωποι από το νοσοκομείο του έβγαλαν ένα εισιτήριο για να επιστρέψει στην Αθήνα, ως άστεγος πλέον. «Κοιμόμουν για 6 μήνες έξω από τον Μουστάκα στο Μοναστηράκι. Δεν είχα πια τη δύναμη να αναζητήσω δουλειά, μου φαινόταν πολύ μεγάλο όλο αυτό. Ο δρόμος σε ρίχνει, σε απελπίζει, και δεν είναι εύκολο να σηκωθείς – ειδικά όταν εξαρτάσαι από το αλκοόλ. Χρειάζεσαι ένα χέρι βοηθείας, σαν τα μωρά που μαθαίνουν τα πρώτα τους βήματα. Στον δρόμο ξυπνάς και δεν ξέρεις αν θα ζεις αύριο. Υπάρχουν άνθρωποι που σε βρίζουν, ζεις μέσα στο κρύο και τη βρωμιά, εκθέτεις τον εαυτό σου σε πολλαπλούς κινδύνους», λέει κοιτάζοντάς με στα μάτια με το ζεστό του βλέμμα.
«Μια μέρα με βρίσκει εκεί, στον Μουστάκα, ένα παιδί, ο Γιώργος, και μου λέει ότι μένει σε ένα εγκαταλελειμμένο κτίριο στο Γκάζι. Με πήρε, με φρόντισε, με έπλυνε γιατί είχα τρεις μήνες να κάνω μπάνιο. Ήμουν χαρούμενος μόνο και μόνο που βρέθηκε ένα στρώμα και μια κουβέρτα. Τότε δεν ήξερα πού να πάω, πώς να καθοδηγηθώ. Δεν ήξερα ότι μπορώ να απευθυνθώ στον Δήμο. Ο Γιώργος όμως με βοήθησε, έκανα αίτηση για να πάρω το ΚΕΑ (Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα) και τη Βεβαίωση Αστεγίας, και μου είπε ότι μπορώ να πάω στην πλατεία Βάθης στο Πολυδύναμο Κέντρο Αστέγων. Μέχρι σήμερα πηγαίνω σε καθημερινή βάση. Οι εγκαταστάσεις εκεί είναι καλές. Στο ισόγειο υπάρχουν ψυχολόγοι και κοινωνικοί λειτουργοί. Κάθε μέρα 12 με 2 το μεσημέρι μοιράζουν φαγητό, ενώ μια φορά την εβδομάδα μπορείς να κάνεις μπάνιο και να πλύνεις τα ρούχα σου. Στον πάνω όροφο όμως, όπου υπάρχουν ορισμένα δωμάτια, οι συνθήκες είναι κάκιστες. Υπάρχει πολύ μεγάλος συνωστισμός, σου κλέβουν τα πράγματα – όπως συνέβη και σ΄ εμένα. Μου έκλεψαν την ταυτότητα, το πορτοφόλι και τα γυαλιά μου. Δεν άντεξα πάνω από δύο μέρες».
Τώρα, χάρη στη βοήθεια των ειδικών ψυχικής υγείας του Κέντρου, ο Αποστόλης παρακολουθείται εβδομαδιαία από ψυχολόγο, ο οποίος τον παρότρυνε να ξεκινήσει αγωγή με Xanax, καθώς στον δρόμο έχει αναπτύξει πολλές φοβίες που τον οδηγούν στις κρίσεις πανικού. «Πριν από λίγες εβδομάδες με συνέλαβαν και με πήγαν για πέντε μέρες κρατητήριο, σε άθλιες συνθήκες, σε ένα στρώμα με κοριούς οι οποίοι με τσίμπησαν, και όλα αυτά επειδή δεν είχα τη συνταγή των Xanax μαζί μου. Νόμιζαν ότι τα έχω προμηθευτεί παράνομα από κάποια πιάτσα, ως ναρκωτικά. Ευτυχώς η εισαγγελέας ζήτησε αμέσως την αθώωσή μου στο δικαστήριο. Πλέον έχω επισκεφτεί ξανά ψυχίατρο μέσω του Δήμου και έχω τη συνταγή μου».
Τον ρωτάω για την καθημερινότητά του στους δρόμους της πόλης και για τους ανθρώπους στους οποίους αυτοί τον έχουν οδηγήσει. «Στον δρόμο υπάρχουν και πολυ καλοί άνθρωποι, όπως εσύ. Υπάρχει μια ομάδα street workers που με βοήθησε όταν μου έκλεψαν τα γυαλιά και μου αγόρασαν καινούργια. Μου έδωσαν κονσέρβες, λίγα χρήματα και μου πλήρωσαν μια διανυκτέρευση σε ξενοδοχείο για να κάνω μπάνιο και να κοιμηθώ. Αυτοί είναι άγγελοι για ‘μενα. Συνήθως, ξυπνάω το πρωί, φεύγω από εκεί που κοιμάμαι με τον Γιώργο στο Γκάζι και πηγαίνω στην Τεχνόπολη, στις τουαλέτες, για να πλύνω τα δόντια και το πρόσωπό μου. Μετά παίρνω το τρένο και έρχομαι στο Μοναστηράκι όπου ακούω τους μουσικούς του δρόμου. Στη συνέχεια πηγαίνω στο κέντρο αστέγων για να φάω και να κάνω την ψυχοθεραπεία μου μια φορά την εβδομάδα. Οι ψυχολόγοι μου ξέρουν ότι αν δεν εμφανιστώ επί δύο εβδομάδες, μπορεί κάτι να μου έχει συμβεί και με αναζητούν», μου περιγράφει με ένα διστακτικό χαμόγελο.
Τον ρωτάω τι σκέφτεται για το μέλλον, αναλογιζόμενη την βαρύτητα αυτής της ερώτησης για έναν άνθρωπο που είναι άστεγος. «Δεν ξέρω, έχω μπλοκάρει», μου λέει αμέσως. «Πολλές φορές νομίζω ότι η ζωή μου θα κυλήσει έτσι. Είναι ένας φαύλος κύκλος. Φαντάζομαι τον εαυτό μου κάποτε να δουλεύει ξανά, αλλά αυτή τη στιγμή μου φαίνεται βουνό. Χρειάζομαι βοήθεια και στήριξη για να ξεκινήσω από κάπου. Κάποιον να μου πει ότι θα το περάσουμε μαζί. Κάποιον να είναι δίπλα μου. Μου λείπει η ανθρώπινη συντροφιά. Πολύς κόσμος νομίζει ότι είμαστε απλά τεμπέληδες και βαριόμαστε να δουλέψουμε. Δεν είναι έτσι. Είναι τεράστιο το ψυχικό φορτίο που κουβαλάμε και το κράτος δεν μας στηρίζει ουσιαστικά για να σταθούμε στα πόδια μας».
«Στη Γερμανία όπου ζούσα, οι ψυχολόγοι σε καθοδηγούν ώστε να βρεις μια κατάλληλη για σένα δουλειά. Έναν άνθρωπο που έχει εξάρτηση από το αλκοόλ, δεν μπορείς για παράδειγμα να τον βάλεις να δουλέψει σε καφέ, μπαρ ή περίπτερο. Οι Γερμανοί καταλαβαίνουν ότι αν δεν έχεις τα τρία βασικά αγαθά, τη στέγη, την τροφή και τα ρούχα, πιθανώς ή θα αρχίσεις να κλέβεις ή θα πέσεις στα ναρκωτικά και θα πάει κατά διαόλου η χώρα. Αυτό όμως η Ελλάδα δεν το βλέπει. Εκεί υπάρχουν πολλοί άστεγοι, όμως ζουν σε αρκετά πιο αξιοπρεπείς συνθήκες. Υπάρχει μέριμνα. Δεν θέλουν να βλέπουν ανθρώπους στο δρόμο, και γιατί είναι άσχημο για τη χώρα και επειδή θα υπάρχει μεγάλη εγκληματικότητα αν δεν κάνουν κάτι – όπως στην Ελλάδα».
Με κοιτάζει με το ζωηρό βλέμμα του: «Θα τραβήξουμε φωτογραφίες τώρα;!». Οι στιγμές που περνάμε παρέα του δίνουν χαρά, σε αντίθεση με τη στάση που έχει κρατήσει η οικογένειά του απέναντί του. Λίγο πριν ολοκληρώσουμε την κουβέντα μας, έχει την ανάγκη να μου μιλήσει περισσότερο γι’ αυτή. «Ο πατέρας μου πέθανε πριν τέσσερα χρόνια. Η μητέρα μου δεν θέλει να έχει καμία επικοινωνία μαζί μου, ούτε τηλεφωνική. Πριν από κάποιο διάστημα, ένας αστυνομικός της ΔΙΑΣ μου έπιασε κουβέντα στον δρόμο και του ζήτησα να ψάξει το τηλέφωνό της. Επικοινώνησε μαζί της για να την ενημερώσει για την κατάστασή μου και εκείνη του είπε ότι δεν θέλει να επιστρέψω στο σπίτι μας στην Κομοτηνή. Ήταν και πάλι ανένδοτη. Τέτοιους ανθρώπους δεν τους έχω ανάγκη. Δημιουργώ σιγά-σιγά τη δική μου οικογένεια, με όλους εσάς που έχετε σταθεί δίπλα μου πολύ περισσότερο από τους ίδιους μου τους γονείς», καταλήγει, και η φωτογράφισή μας ξεκινάει με μικρές δόσεις χαράς.