ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Νίκος Περάκης: «Τα χρόνια της αθωότητας έχουν περάσει»

Ο Νίκος Περάκης δεν είναι, αυτό που λέμε, ο πιο εύκολος τύπος. Είναι όμως  συναρπαστικός. Φαντάζομαι μόλις διαβάσει το «συναρπαστικός» θα “γκρινιάξει” λίγο, καθώς μου ξεκαθάρισε από την πρώτη στιγμή της συνομιλίας μας –με τον δικό του χιουμοριστικό, ευγενέστατο και άμεσο τρόπο– ότι δεν του αρέσουν τα κοσμητικά επίθετα και όλα αυτά τα υπερβολικά που συνηθίζουμε να γράφουμε εμείς οι δημοσιογράφοι. Χρόνια ήθελα να κάνουμε αυτήν την κουβέντα που, αν δεν μας περιόριζε ο χώρος, θα μπορούσε να είναι εκτενέστερη, καθώς έχει τόσα πολλά να πει. Κατά τη γνώμη μου βεβαίως βεβαίως, καθώς σύμφωνα με τη δική του «δεν έχουμε και πολλά να πούμε, όλα έχουν γραφτεί. Πάλι τα ίδια θα λέμε;».

Όμως το σύμπαν του Νίκου Περάκη εκτείνεται πολύ πέρα από αυτά που νομίζουμε (και νόμιζα) ότι ξέρουμε. Το site nikosperakis.gr, στο οποίο με παρότρυνε να διεισδύσω πριν ξεκινήσουμε την κουβέντα μας, ήταν αποκάλυψη. Ειδικά σε ότι έχει σχέση με το, άγνωστο ουσιαστικά στο πλατύ κοινό, παρελθόν του στην Γερμανία, τόσο ως σκηνοθέτης όσο και ως σκηνογράφος, όπως και στην μετέπειτα πορεία του ως σκηνογράφος ή ως storyboard artist στις δικές του ταινίες. Το γεγονός ότι έχουν γίνει κάποιες μεμονωμένες εκθέσεις στο πρόσφατο παρελθόν δεν έχει, πιστεύω, γνωστοποιήσει το συγκεκριμένο ταλέντο του στο μέγεθος που του αξίζει.

Νίκος Περάκης στα γυρίσματα του «BIOS + Πολιτεία» (1987), έξω από τον ΤΟΕ (ή αλλιώς… ΟΤΕ).

Τον Νίκο Περάκη τον γνώρισα από κοντά στα γυρίσματα της ταινίας «The Voyager» («Ο Ταξιδιώτης», 1990) του φίλου και συνεργάτη του Volker Schlöndorff (Φόλκερ Σλέντορφ), στην Πελοπόννησο, όπου βρέθηκα στα πρώτα μου δημοσιογραφικά βήματα, από το πείσμα μου να κάνω συνέντευξη με τον πρωταγωνιστή Sam Shepard (το οποίο κατόρθωσα χάρη στον Βασίλη Κατσούφη της Stefi Films, συμπαραγωγό στo ελληνικό σκέλος της ταινίας και θα του το χρωστάω πάντα). Ομολογώ ότι εντυπωσιάστηκα που το θυμόταν και το ανέφερε στην κουβέντα μας ο Νίκος Περάκης, ο οποίος στη συγκεκριμένη ταινία είχε αναλάβει το production design αλλά και ένα πολύπλοκο κομμάτι της παραγωγής που εξελισσόταν σε δύο ηπείρους. Όμως στις συζητήσεις που ακολούθησαν, οι λεπτομέρειες που ανέπτυσσε για κάθε δουλειά του και κάθε ταινία, οι ακριβέστατες εικόνες και “αναμνήσεις” του –αν θα μπορούσα να τις χαρακτηρίσω έτσι, καθώς ήταν ολοζώντανες και χωρίς ίχνος νοσταλγίας– ήταν τόσες πολλές, που κατάλαβα ότι είναι ταξινομημένες και οργανωμένες με θαυμαστό τρόπο στο μυαλό του, με μία πειθαρχία που μάλλον έχει έμφυτη παρά του χάρισε η πολύχρονη εμπειρία του στη Γερμανία.

Στα χρόνια που πέρασαν και μέχρι σήμερα, ο Νίκος Περάκης είναι διαρκώς παρών στα δρώμενα του ελληνικού κινηματογράφου. Δεν υπήρξε φεστιβάλ, εκδήλωση, ειδική πρεμιέρα ή άλλου είδους σημαντική διοργάνωση που να μην τον θυμάμαι. Πάντα εκεί, αγαπητός, χαμογελαστός, αεικίνητος, με το γνωστό του –συχνά άκρως αυτοσαρκαστικό– χιούμορ, αλλά και αυτό το σουρεάλ στοιχείο που ίσως τον χαρακτηρίζει πάνω από όλα. Με ταινίες που έχουν γράψει ιστορία και αφήσει εποχή κάνοντάς μας να λυθούμε στο γέλιο μέσα από τα κακώς κείμενα που ορίζουν αυτή την χώρα – «Άρπα Κόλλα» (1982), «Λούφα και Παραλλαγή» (1984), «BIOS + Πολιτεία» (1987), «Σειρήνες στο Αιγαίο» (2005)–, λιγότερο γνωστά διαμάντια όπως το «Artherapy» (2010) αλλά και, άγνωστα στο ελληνικό κοινό, πολύ ενδιαφέροντα νεανικά σκηνοθετικά εγχειρήματα στην Γερμανία, ο δημιουργός πέρασε ίσως την μεγαλύτερη απογοήτευση της πορείας του πέρσι, όταν ναυάγησε στις πρόβες το σχέδιο για την 17η ταινία του. Παρόλα αυτά ξεκαθάρισε πως δεν έβρισκε νόημα να παραπονεθεί ή να μιλήσει για τα αιώνια ζητήματα που δεν αφήνουν την 7η Τέχνη να ανθίσει σε αυτή τη χώρα, τα τεκταινόμενα στους θεσμούς, το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου (ΕΚΚ), το ΕΚΟΜΕ κι όλα τα άλλα –«όλα μίζερα» είπε. Αρκούν οι δυο λέξεις.

Το περίφημο Super Constellation που έκανε αναγκαστική προσγείωση στην μεξικανική έρημο της Sonora για τις ανάγκες της ταινίας «Voyager» του Volker Schlöndorff (1991) είναι το αποτέλεσμα της εργασίας του Ν. Περάκη

Και άλλες λήψεις από το μοναδικό αυτό αποτέλεσμα

Ο Νίκος Περάκης στα γυρίσματα του «Voyager»

Πρωινός τύπος, στο πόδι από τις 6:30, «έχω τόσα πολλά να κάνω», λέει, δουλεύει καθημερινά πάνω στο έργο του –μέρος του οποίου έχει δωρίσει στο Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τράπεζας (ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ). Ανάμεσα σε ραντεβού και συναντήσεις, δεν παραλείπει πάντως τη γυμναστική του, μειδιά, και βόλτες για δουλειές στην Αθήνα, στα σοκάκια της ή στην Αγορά –όπου μια μέρα τον πέτυχα να ψάχνει βιαστικός κάποια περίεργα δημητριακά χωρίς ζάχαρη. Όταν στην αφιερωμένη στο έργο του ημερίδα, με τίτλο εμπνευσμένο από τις ταινίες του, «Success Story ή Άρπα Colla; Η Ελλάδα του Νίκου Περάκη» στο περσινό Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, στο οποίο του απονεμήθηκε παράλληλα τιμητικός Χρυσός Αλέξανδρος για τη συνολική του πορεία, άκουσα τις ερωτήσεις που του έκαναν οι φοιτητές, αντιλήφθηκα πόση επιρροή έχει το έργο του πάνω τους.

Κάτι που μου θύμισε τη χαρά του Τζώρτζη Γρηγοράκη στα πρώτα του βήματα, όταν μου ανέφερε ότι ήταν βοηθός του –και το καμάρι του πατέρα του νεαρού σκηνοθέτη για το γεγονός ότι ο γιος του συνεργαζόταν με τον συγκεκριμένο δημιουργό. Αλλά και την πρόσφατη έκπληξή μου όταν ένα 12χρονο κοριτσάκι που έτυχε να με ακούσει να του μιλάω στο τηλέφωνο, με ρώτησε έκθαμβο «Ω! Μιλάς με τον ίδιο ΤΟΝ Νίκο Περάκη;», εξηγώντας μου ότι τον είχε μάθει από τη σειρά «Τα Καλύτερά μας Χρόνια», όπου ο γιος, σπουδαστής κινηματογράφου, Άγγελος (Δημήτρης Σέρφας), εμφανιζόταν να δουλεύει ως βοηθός του. Οι ταινίες του δημιουργού άλλωστε, παίζονται ανελλιπώς στα κανάλια, αν και ο ίδιος πολύ μικρή σχέση με την τηλεόραση απέκτησε όλα αυτά τα χρόνια –τις προάλλες μόλις, έπεσα πάνω στην κομεντί «Η Λίζα και Όλοι οι Άλλοι» (2002) που, αν και δεν είχε λάβει τις καλύτερες κριτικές όταν προβλήθηκε, αγαπήθηκε πολύ από το γυναικείο φύλο.

Οι κουβέντες μας έγιναν στον πληθυντικό εκατέρωθεν, καθώς, όταν μου είπε να του μιλήσω στον ενικό, του εξήγησα ότι όταν έχεις μεγαλώσει με το έργο κάποιου, δεν σου πάει να του μιλήσεις όπως σε συνεργάτη, φίλο ή κολλητό σου. Και ήταν τελικά αυτό το αυτοσαρκαστικό, ειλικρινές, χαλαρό, φευγάτο στυλ του που όρισε την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα, όσο και οι ιδιότυπες απαντήσεις του που, με αφετηρία τις ερωτήσεις μου, ταξιδεύουν τελικά στις δικές τους πλατιές και ανήσυχες θάλασσες.

Ο Νίκος Περάκης με τους αγαπημένους του φίλους και συνεργάτες Γιώργο Τσεμπερόπουλο (δεξιά) και Γιώργο Πανουσόπουλο (αριστερά) στα γυρίσματα του «Λούφα και Παραλλαγή» (1984).

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Μέσα σε λίγες γραμμές, ποιος είναι ο βίος και η πολιτεία σας κ. Περάκη;

Ελπίζω να υπονοείτε την ομότιτλη ταινία, γιατί ο δικός μου βίος μπορεί να ήταν πολυπαθής, αλλά όχι περιπετειώδης. Στον τίτλο της ταινίας («BIOS + Πολιτεία»), αντί του «βίου» υπήρχε το αρκτικόλεξο ΒΙΟS, που στην πληροφορική σημαίνει Basic Input Output System. O Καραμάνος (σ.σ. που έπαιζε ο Γιώργος Κιμούλης), ο τεχνικός του ΤΟΕ (σ.σ. του ΟΤΕ στην πραγματικότητα) που είχε συνδέσει τον υπολογιστή του Προέδρου του Οργανισμού με μια βόμβα τρινιτροτολουόλης… αρκετή για να ανατινάξει έναν όροφο, εξηγεί εκλαϊκευμένα στον διευθυντή του το βασικό σύστημα του υπολογιστή του: «Ότι του δίνεις, σου βγάζει»… M’ άλλα λόγια τού μιλά για την απαρχή του ΄Eι-Άι… (σ.σ. Artificial Intelligence)… της Τεχνητής Νοημοσύνης… Με παρακολουθείτε;… Τέλεια… Τότε, το ’79, αποπειράθηκα κι εγώ να διαβρώσω το σύστημα, σατιρίζοντας πρώτα τα κοινωνικά στερεότυπα στον Ελληνικό Κινηματογράφο (σ.σ. με τις ταινίες «Ιδού η Μήλος» / «Milo Milo», 1979, η πρώτη –αγγλόφωνη– ταινία που γύρισε στην Ελλάδα και «Άρπα Colla»), κι αργότερα τον στόμφο του ξύλινου πολιτικού και στρατιωτικού λόγου και τον διδακτισμό που πέτυχαν να επιβάλλουν οι ιδεολογίες στις στρατευμένες ταινίες… κι όλα τα κακά της μοίρας μας, που είχαμε συνηθίσει να βλέπουμε και ν’ ακούμε χωρίς να αντιδρούμε.  

Ποιες ήταν οι πιο ευτυχισμένες στιγμές της επαγγελματικής σας ζωής και ποιες οι πιο στενάχωρες;

Οι ευτυχισμένες ήταν μάλλον πιο πολλές… και τις έχω ξεχάσει. Θυμάμαι μόνο την περσινή, όταν ο Schlöndorff, ήρθε καλεσμένος του Φεστιβάλ στην Θεσσαλονίκη (σ.σ. τον Νοέμβριο του 2023), για μια μόνο νύχτα, να μου παραδώσει έναν επίχρυσο Μεγαλέξανδρο για το έργο μου… Και θα ήταν κι αυτός πολύ πιο ευτυχής αν δεν τον είχαμε διακόψει στο παραληρηματικό του εγκώμιο λόγω της επόμενης προβολής ταινίας. Αρκετά πρόσφατη είναι και η… αυτή δεν θα την έλεγα στεναχώρια… αλλά την μεγαλύτερη ταπείνωση που έχω υποστεί σ’ αυτή την δουλειά… Ακούγεται στομφώδες, το ξέρω… όμως πέρσι τον Ιανουάριο, μέσα στα κρούσματα του covid και την απεργία των ηθοποιών, αναγκάστηκα να σταματήσω, πάνω στις πρόβες, την παραγωγή μιας ταινίας που είχα ξεκινήσει πριν το ξέσπασμα της πανδημίας. Είχα γράψει ένα σενάριο, το «Panik Gruppe» («Oμάδα Πανικού»), περιγραφή μιας διπλής συνεδρίας ομαδικής θεραπείας, με πολλά σύνδρομα, παράδοξα και δραματικά έως βίαια επεισόδια… Πάντως δεν σταμάτησα να προπονούμαι… βαράκια, διατάσεις, ελλειπτικό, ελεύθερο… Τα βαριέμαι όλα, αλλά τα κάνω γιατί αν δεν καταφέρω να γυρίσω την «Panik Gruppe» ούτε σαν κωμωδία, θ’ ανεβάσω το σενάριο στον ιστότοπό μου, μήπως ενδιαφερθεί κανένα κανάλι να την κάνει σειρά. Οι ηθοποιοί προτιμούν τα καθημερινά, αλλά και μια συνεδρία αυτογνωσίας την εβδομάδα δεν είναι κακή άσκηση. Δεν ξέρω μόνο αν θα προλάβω να τα κάνω όλα αυτά…

Μόλις θυμήθηκα και μια πιο παλιά, αλλά μεγάλη χαρά… Το Αθηνόραμα, όταν γιόρταζε, το ’16, τα σαράντα χρόνια κυκλοφορίας του, ζήτησε από τους αναγνώστες του να ψηφίσουν την καλύτερη ελληνική ταινία της τεσσαρακονταετίας. Απ’ ότι κατάλαβα, έπρεπε να ψηφίσουν μία από 40 υποψηφιότητες που είχε προαποφασίσει μια ομάδα κριτικών… υποθέτω αυτή που βάζει και τ’ αστεράκια στο περιοδικό. Όπως τελικά φάνηκε, οι πωρωμένοι με τη «Λούφα» ήταν περισσότεροι από τους σινεφίλ των περασμένων δεκαετιών που δεν ψήφισαν την «Λούφα»… Στην αρχή δεν πίστεψα την κυρία που μου τηλεφώνησε σχετικά και την ρώτησα μήπως εννοεί το βραβείο καλύτερης στρατιωτικής κωμωδίας, αλλά εκείνη επέμεινε «όχι κωμωδίας, κανονικής ταινίας», λες και οι κωμωδίες δεν είναι κανονικές ταινίες. Προφανώς αυτό συνέβη επειδή οι φανατικοί σινεφίλ δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν ποια από τις υποψήφιες ταινίες του αγαπημένου τους σκηνοθέτη ήταν η καλύτερη… Παρεμπιπτόντως, η «Λούφα» μπορεί να είναι καλή κωμωδία λόγω του γελοίου της χούντας μέσα σ’ ένα δράμα, αλλά ο «ΒΙΟS» νομίζω ότι είναι καλύτερος γιατί παίζει μέσα βρώμικα και το σύστημα. Κάμερες, παρακολουθήσεις τηλεφώνων, Αμερικανοί ψυχολόγοι, ποδόσφαιρο…  

Σκηνή από τον “Προστάτη Οικογενείας”

Ποιες άλλες θα λέγατε ότι είναι οι πιο αγαπημένες σας ταινίες από όσες έχετε κάνει –είτε ως σκηνογράφος/production designer είτε ως σκηνοθέτης;

Θα τους  βάλουμε καρδούλες ή αστεράκια;

Ότι γουστάρετε… (χμμμ, ομολογώ εκείνος μου είπε να χρησιμοποιήσουμε την συγκεκριμένη έκφραση)

Τότε θ’ αρχίσω ανάποδα… Αν δεν είχα αγαπήσει «Tο Ταμπούρλο» του Grass περιμένοντας το σενάριο του Schlöndorff (σ.σ. «Die Blechtrommel» / «The Tin Drum», 1979, βασισμένο στο μυθιστόρημα του Günter Grass «Τενεκεδένιο Ταμπούρλο»), μετά από έξι μήνες δουλειάς θα είχα πηδήξει από το καμπαναριό της Αγίας Μαρίας του Gdansk… πριν το τέλος των γυρισμάτων. Τα γυρίσματα του «Ταμπούρλου», μάλλον ήταν μια περιπέτεια… Γι’ αυτό ίσως το αγάπησα… Αλλά το «Artherapy», κάτι σαν docufiction, μια πολύ μικρή ταινία αφιερωμένη σε μια front woman που τραγουδά με την μπάντα της στην Τεχνόπολη, έναν νέο, ταλαντούχο και φιλόδοξο τοιχογράφο (wall painter) πάνω σε μια σκαλωσιά κι έναν τριτοετή της Σχολής του Εθνικού με τους συμμαθητές και καθηγητές του στις πρόβες των πτυχιακών τους εξετάσεων… αυτό, τι το ήθελα;… Έγινε όπως το φαντάστηκα βέβαια, αυτό μου ήταν αρκετό. Το είδαν κάτι λιγότεροι από 11.000 φίλοι και περίεργοι το καλοκαίρι του 2010, αλλά ο ζήλος των νέων καλλιτεχνών με συγκινεί ακόμα… σαν την ανείπωτη πατρική αγάπη του Ζωνιανού φαντάρου για το πεντάχρονο Πακιστανάκι των Σειρηνών (σ.σ. στην ταινία «Λούφα και παραλλαγή: Σειρήνες στο Αιγαίο», 2005), με το ενάμισι εκατομμύριο θεατές.

«Success Story ή Άρπα Colla; Η Ελλάδα του Νίκου Περάκη», ήταν ο τίτλος της αφιερωμένης στο έργο σας ημερίδας που διοργάνωσε το Εργαστήριο Μελέτης Ελληνικού Κινηματογράφου & Τηλεόρασης (EMEKT) του Τμήματος Κινηματογράφου ΑΠΘ στη Θεσσαλονίκη. Τι είναι λοιπόν, με δυο λόγια, η Ελλάδα για εσάς: Success Story ή Άρπα Colla;

Με ρωτάτε να σας πω τι είναι η πατρίδα μας; Εμένα ρωτάτε; Δέκα καθηγητές πέρασαν από το πάνελ και δεν βγάλαμε άκρη. Ίσως επειδή βλέπουμε την χώρα μέσα από τις ταινίες… Και τα δύο λοιπόν θα έλεγα. Success Story και άρπα κόλλα. Οι πολιτικοί μας την θεωρούν χώρα δύο ταχυτήτων… Εγώ θα πρόσθετα και την όπισθεν… Προσπαθώ συχνά να αξιολογήσω τα στραβά που ακούω και βλέπω… Τότε είναι που απελπίζομαι… Ψάχνω μια ιδέα για να γυρίσω ένα δράμα με κωμικούς χαρακτήρες, αλλά τα χρόνια της αθωότητας έχουν περάσει. Το επιχείρησα, όπως είπα, με μια ομαδική ψυχοθεραπευτική συνεδρία, αλλά προφανώς υποτίμησα μερικούς παράγοντες, όπως την επιστροφή της πανδημίας, τις συνέπειες του lockdown στην οικονομική κατάσταση που διαμόρφωσε δίκαιες απαιτήσεις ηθοποιών και τεχνικών, την ξαφνική αύξηση των ξένων και τηλεοπτικών παραγωγών και την έλλειψη εκπαιδευμένου προσωπικού, το χάσμα μεταξύ ντόπιων και ξένων budget παραγωγής και μισθοδοσίας και μερικά παράδοξα στον κανονισμό του cash rebate. Με άλλα λόγια, δουλεύουμε σε ένα περιβάλλον εχθρικό για την παραγωγή ελληνικών ταινιών.

Σκηνή από την ταινία Λούφα και Παραλλαγή. Διακρίνονται οι Γεράσιμος Σκιαδαρέσης, Γιώργος Κιμούλης, Νίκος Καλογερόπουλος και Τάκης Σπυριδάκης.

Οπότε τι ήταν αυτό που σας έκανε τελικά να ξαναγυρίσετε εδώ μετά από αρκετά χρόνια πήγαινε-έλα και δουλειάς στη Γερμανία, αν και θα μπορούσατε να συνεχίσετε εκεί την πορεία σας και να μείνετε για πάντα;

Γιατί δεν συνέχισα την πορεία μου στην Γερμανία; Μπορείτε να φαντασθείτε έναν Τούρκο παραγωγό και τον σκηνοθέτη του να συμπαράγουν με το ΕΚΚ και την ΕΡΤ μια κωμωδία με παράλληλη δράση στο Μέγαρο Μαξίμου –όπου έχει μετακομίσει ο μωαμεθανός πρωθυπουργός μας με τις δύο συζύγους του και τα 7 παιδιά του–, στην Μονή Πετράκη –όπου ο μαύρος Αρχιεπίσκοπός μας ευλογεί τον βαφτισιμιό του, γιο του αρχηγού του Εργατικού Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος– και στην έπαυλη της ομοφυλόφιλης προέδρου της αξιωματικής αντιπολίτευσης –όπου ζει κατόπιν συμφώνου συμβίωσης με την δεύτερη σύζυγό της και την κόρη της από πρώτο καθολικό γάμο; Εγώ στη θέση τους θα φοβόμουν ότι θα με επαναπροωθήσουν…

Εξάλλου ήθελα να κάνω κωμωδίες και με το γερμανικό χιούμορ θα είχα πρόβλημα. Ένας κριτικός έγραψε για το «Bomber und Paganini» (σ.σ. τρίτη ταινία του σκηνοθέτη, γυρισμένη στην Γερμανία, 1976), ότι ήταν η πρώτη γερμανική κωμωδία μετά τον πόλεμο. Ένα κατάμαυρο, γκροτέσκο και πολιτικά απαράδεκτο δράμα ενός τυφλού κι ενός παραπληγικού που προσπαθούν να επιβιώσουν απατώντας μια παρακμάζουσα μεταπολεμική κοινωνία.

Αν και εντός της χώρας το ελληνικό σινεμά υποφέρει, εκτός δοξάζεται –με αποκορύφωμα φέτος τη νέα υποψηφιότητα για Όσκαρ, έστω και για διεθνή παραγωγή, των Γιώργου Λάνθιμου και Γιώργου Μαυροψαρίδη, με τον οποίο μάλιστα συχνά συνεργαστήκατε… 

Κάνω μεγάλη προσπάθεια να καταλάβω τι ακριβώς συμβαίνει με τον Ελληνικό Κινηματογράφο και πού θέλει να πάει. Χρειάστηκε να κάνω μια απόπειρα παραγωγής για να καταλάβω ότι τα μισά απ’ όσα γράφονται στον Τύπο και στα ηλεκτρονικά μέσα είναι και η μισή αλήθεια, κι αυτή κρυμμένη μεταξύ των σειρών ενός κειμένου. Μεταξύ διαφόρων fake news στο διαδίκτυο διαβάζω ότι τα δύο τελευταία χρόνια υπήρξαν παγκοσμίως 3.000 ενεργά φεστιβάλ και ότι 9.706 λειτούργησαν, τα 15 τελευταία χρόνια, μόνο μία φορά. Δεν ξέρω την εξίσωση. Το ίδιο συμβαίνει με επιδοτήσεις, budgets, ύψος χρηματοδοτήσεων, αριθμούς σειρών και ταινιών ή χρεών φορέων του δημοσίου… Το μόνο σίγουρο είναι ότι o Γιώργος Λάνθιμος γύρισε και μοντάρισε το «Poor Things» όπως ήθελε ο ίδιος και οι παραγωγοί του απλά χαίρονται για τις πολλές υποψηφιότητες στα Oscar. Εύχομαι και στους δύο Γιώργηδες να πάρουν 5-6 από τα πρωτοκλασάτα βραβεία, οπωσδήποτε κι ένα για το design της ταινίας, για τους εικαστικούς και μάστορες που δούλεψαν στα ντεκόρ και τα ονειρικά τοπία…

Σχέδιο του Ν. Περάκη από την ταινία “Engel Aus Eisen” (“Άγγελοι Από Σίδερο”-1980) του Thomas Brasch

Εσάς τι ήταν εκείνο που σας έβγαλε τίνι τρόπω από τον δρόμο της σκηνογραφίας και σας οδήγησε στον δρόμο της σκηνοθεσίας; Ήταν εξαρχής προδιαγεγραμμένη πορεία ή προέκυψε;

Δεν χρειάστηκε να αφήσω την σκηνογραφία ούτε να μεταπηδήσω. Στην πρώτη ταινία «Das Goldene Ding»  (σ.σ. «Το Χρυσό Πράγμα», 1971, συν-σεναριογράφος και συν-σκηνοθέτης) όπου βρέθηκα στους τίτλους αρχής και τέλους ως auteur με άλλους τρεις δημιουργούς, είχα ασκήσει και το πρώτο μου επάγγελμα… είχα κάνει τα σκηνικά και τα κοστούμια. Τον τίτλο τον όφειλα τότε στην γενναιοδωρία της σεναριογράφου, του σκηνοθέτη και του διευθυντή φωτογραφίας, που εκτίμησαν την συμβολή μου στην ταινία: μερικές οικονομικές λύσεις σε δαπανηρές σκηνές και το σενάριο εικονογραφημένο σαν comic story. Μετά το γύρισμα το θεώρησα άχρηστο για μένα και το χάρισα στον Alf (σ.σ. Alf Brustellin, ένας από τους τέσσερεις auteurs της ταινίας). Δυο χρόνια αργότερα, του έκανα το design για μια δύσκολη ταινία, με τίτλο «Berlinger»… μια άσπονδη ανδρική φιλία, μια γυναίκα και η συλλογική ευθύνη στο 3ο Ράιχ. Tον Alf τον χάσαμε νωρίς, μέσα σ’ ένα ταξί (σ.σ. όπως γράφει ο Νίκος Περάκης στο site, το 1981, από δυστύχημα με το ταξί που πήρε, «για να μην οδηγήσει πιωμένος»…). Την επόμενη, ταινία “δωματίου” για μια εκπαιδευμένη σοσιαλίστρια, την τιτλοφόρησα «Die Wohngenossin» ή «Συντρόφισσα Συγκάτοικος». Την γύρισα το 1972, με χρηματοδότη το ZDF και ήταν η πρώτη μου ταινία ως σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός.

Σταμάτησα να σκηνογραφώ την δεκαετία του ’90, μετά από την ταινία «Voyager» του Schlöndorff, βασισμένη στο μυθιστόρημα «Homo Faber» του Max Frisch. Ψέματα, άρχισα τότε και την προεργασία για μια ταινία του Helmut Dietl, με θέμα τα πλαστά ημερολόγια  του Χίτλερ («Schtonk, 1991), αλλά γύρισα στην Αθήνα για ένα ντοκιμαντέρ με τον μεγαλεπήβολο τίτλο «Αθήνα, το λίκνο της Δημοκρατίας». Ήταν μια σειρά ταινιών του ΒR (σ.σ. Βαυαρική τηλεόραση), με ιστορικές πόλεις και σπουδαίους χώρους πολιτισμού, με σενάρια γραμμένα και σκηνοθετημένα από ιθαγενείς auteur, τους δημιουργούς που λέγαμε πριν. Γυρίζανε στο Κάιρο, το Κιότο, το Τεοτιχουακάν και την Περσέπολη… Κι εγώ στη Βουλή, στη μεγάλη ανασκαφή του Μετρό στο Σύνταγμα και στην Πνύκα, όπου γύρισα τα ελικόπτερα των καναλιών, ψηλοκρεμαστά πάνω από το Ερεχθείο να κάνουν ζωντανό το ρεπορτάζ από την κηδεία της Μελίνας. Ευτυχώς δεν έπεσε τίποτε πάνω στην ιστορία μας…

Σχέδιο του Νίκου Περάκη για το παιχνιδάδικο του Markus που προμηθεύει τα ταμπούρλα στον μικρό Oskar – «Die Blechtrommel» («Τhe Tin Drum»/«Το Ταμπούρλο» -1978), του Volker Schlöndorff

Σχέδιο του Νίκου Περάκη για το διαμέρισμα του Walter Faber (Sam Sheppard) –«Voyager» (1991), του Volker Schlöndorff

Ζωγραφίζετε ή σχεδιάζετε καθόλου ακόμη; Τα shooting board (ή storyboard) των ταινιών σας αποκαλύπτουν ένα αξιοσημείωτο ζωγραφικό ταλέντο. Πώς λοιπόν και δεν ασχοληθήκατε περισσότερο με την ζωγραφική;

Αν είχα ταλέντο στην ζωγραφική θα με είχαν πάρει στο διπλανό ατελιέ. Δεν άφηναν κανένα ταλέντο να πάει στράφι. Το είχε καταλάβει πρώτος ο πατέρας μου και μου ’λεγε για τον θείο του… έναν ζωγράφο και κουλουρά που πέθανε από ασιτία στην κατοχή. Τότε σταμάτησα να σχεδιάζω γύψινες κεφαλές αλόγων για τις εισαγωγικές στην αρχιτεκτονική και πήρα το τρένο για το Μόναχο μ’ ένα ντοσιέ μακέτες για να βρω καθηγητή και δουλειά. Είχα μαζέψει λίγα λεφτά από τις μακέτες που έφτιαχνα για τον Βασίλη Φωτόπουλο που είχε αναλάβει τα σκηνικά για το «Αμέρικα-Αμέρικα» του Ελία Καζάν. Νόμιζα ότι είμαι τυχερός γιατί ένας φίλος του πατέρα μου, που δούλευε στο Voice of America (σ.σ. VOA / «Η Φωνή της Αμερικής», αμερικανικό δίκτυο μεταδόσεων εκπομπών σε πολλές γλώσσες –στα ελληνικά ως το 2014), μου είχε βρει μια δουλειά σ’ ένα εργοστάσιο ντιζελομηχανών στο Dahau κι ένα δωμάτιο, 5 λεπτά από το κρεματόριο του στρατοπέδου. Γερμανικά είχα μάθει στη Γερμανική Σχολή… στην Μετσόβου… Στα storyboards εξασκήθηκα όταν ήμουν δώδεκα κι αντέγραφα Κολοκοτρώνηδες και Αμαζόνες από τα κόμικς, μετά μελέτησα για λίγο το ανθρώπινο σώμα από το Playboy… ανέβηκα και δυο φορές στον εξώστη της αίθουσας ανατομίας της Ιατρικής του Μονάχου… φρίκη…

Αυτό ίσως να ενδιαφέρει τους αναγνώστες σας που διαβάζουν ανατομία στο ίντερνετ: Εκεί άκουσα ότι οι ιστοί του ανθρώπου μοιάζουν πολύ με του χοίρου κι όταν χρειάστηκε να χτίσω σ’ ένα studio της Βavaria, για την ταινία «Zwei Frauen» (σ.σ. «Σιωπή Σαν Γυαλί» του Carl Schenkel, 1989), τον 1ο όροφο κλινικής με χειρουργείο και κήπο με χριστουγεννιάτικο έλατο, πήγα στο νοσοκομείο Mount Sinai στη Νέα Υόρκη και το DanaFarber Cancer Institute στην Βοστόνη, να δω κλινικές “από μέσα”. Εκεί ρώτησα αν ισχύουν αυτά που άκουσα στο Μόναχο, γιατί έπρεπε να ψευτο-εγχειρήσουμε την Martha Plimpton, μια συμπατριώτισσά τους που πρωταγωνιστούσε στην ταινία. Τελικά το Αμερικανικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο του Μονάχου μας έστειλε μια ομάδα πέντε χειρουργών, που έκανε την επέμβαση σε μισό γουρουνόπουλο… και όλα στ’ αγγλικά!… Ξέφυγα πάλι… περί shooting boards δεν μιλούσαμε;

Ακόμη δεν προλάβαμε…

Προτείνω να αποζημιώσουμε τους αναγνώστες σας κι αν υπάρχει χώρος να βάλουμε σ’ αυτή τη θέση ένα σκίτσο του δωματίου των πρωταγωνιστριών στην ταινία. Η Jami Gerz, πρίμα μπαλαρίνα της Metropolitan Opera στο σενάριο, επέζησε. Η Martha, φιλοσοφημένη μεταφεμινίστρια στο σενάριο… και οπαδός του Schopenhauer, όπως πίστευα εγώ, δεν τα κατάφερε… Είμαι κι εγώ φύσει απαισιόδοξος…

Στις πρώτες ταινίες σας, αποτελούσατε τίνι τρόπω “ομάδα” με τον Τσεμπερόπουλο και τον Πανουσόπουλο –που μάλιστα οι δυο τους είχαν την εταιρεία παραγωγής «Φιλμική». Ο ένας “έμπαινε” μέσα στις ταινίες του άλλου, στο ρεπεράζ παρέα κλπ. κλπ. Το ίδιο –όπως καταθέτετε στο site– συνέβαινε και στη Γερμανία. Φιλία και συνεργασία βάδισαν παρέα στην ζωή σας… Κάτι που απέδειξε άλλωστε και η άφιξη του Schlöndorff στο Φεστιβάλ για να σας απονείμει ο ίδιος –φανερά συγκινημένος– τον Χρυσό Αλέξανδρο…

Στην Γερμανία απέκτησα πείρα συνεργασιών. Η πρώτη συνεργασία εξελίχθηκε σε μια κοινοπραξία των τεσσάρων auteur-παραγωγών του «Χρυσού Πράγματος», στην οποία προστέθηκαν και δυο νομικοί που είχαν κάνει ταινίες, ο Alexander Kluge είχε μάλιστα ήδη διαπρέψει στην «νέα» κινηματογραφική πολιτική. Στην πατρίδα τα πράγματα ήταν ακόμη λίγο πρωτόγονα. Όταν το 1979 πήγα στο Υπουργείο Βιομηχανίας να ενημερωθώ για τις διευκολύνσεις αλλοδαπών παραγωγών, γιατί ξένη ήταν η εταιρεία μου που θα έφερνε στη χώρα συνάλλαγμα (σ.σ. με την ταινία «Ιδού η Μήλος» / «Milo Milo»), με έστειλαν στη Διεύθυνση Αλυκών, στην οποία θα υπαγόταν η κινηματογραφική παραγωγή, αφού είχε καταργηθεί το μονοπώλιο του αλατιού και οι υπάλληλοι δεν είχαν άλλη δουλειά…

Ο Γιώργος Πανουσόπουλος είχε γυρίσει τότε τρεις ταινίες στην Γερμανία σαν διευθυντής φωτογραφίας και περίμενε για να με βοηθήσει όπου τον χρειαστώ. Του ζήτησα να γυρίσει σαν οπερατέρ του Υπουργείου Προεδρίας της Κυβερνήσεως, τον Υπουργό Βιομηχανίας που θα έφθανε με ελικόπτερο στην Μήλο για να παραστεί στον αγιασμό μιας μπουλντόζας αμερικανικής εταιρείας. Χρειάσθηκε να πείσω και τον καχύποπτο εκπρόσωπο του σωματείου τεχνικών ΕΤΕΚΤ, για το τρισυπόστατο του Γιώργου. Φίλος, οπερατέρ και ηθοποιός. Τον άλλο Γιώργο τον γνώρισα δυο χρόνια αργότερα στο ρεπεράζ της ταινίας «Ταξίδι του Μέλιτος» του Πανουσόπουλου, στην Λίμνη Καϊάφα. Είμαστε ακόμα φίλοι, σχεδόν συγγενείς, γιατί τους βάφτισα την «Φιλμική Εταιρεία» και του Τσεμπερόπουλου τον «Ξαφνικό Έρωτα». Ούτε αυτός γλύτωσε το casting όταν οι Γερμανοί έπρεπε να κρεμάσουν έναν αντάρτη στον πλάτανο του χωριού (σ.σ. στην ταινία «Άρπα Κόλλα»). Πέντε χρόνια αργότερα, υποδύθηκε ανώτερο στέλεχος Κομμουνιστικού Κόμματος πολύ πειστικά… (σ.σ. στην ταινία «BIOS και Πολιτεία»).

Μιας και τον έφερε η κουβέντα, μάθατε τι ετοιμάζεται να κάνει τώρα; Θα γυρίσει ταινία τον Καζαντζίδη. Δεν θα τον ερμηνεύσει… θα τον σκηνοθετήσει! (“διευκρινίζει” αστειευόμενος όλο χαρά για τον φίλο του.)

Ο Ν. Περάκης καθοδηγεί τους Π. Κοντογιαννίδη, Τ. Μόσχο, Δ. Πουλικάκο και Β. Μπάρμπα στα γυρίσματα του «BIOS + Πολιτεία»

Κρίνοντας τον εαυτό σας “αυστηρά” ποια θεωρείτε ότι είναι η μεγαλύτερη συμβολή σας, το “αποτύπωμά” σας, στα ελληνικά και ευρωπαϊκά κινηματογραφικά δρώμενα;

Το πρωί διάβασα σε πρωτοσέλιδο άρθρο της εφημερίδας μου για την μαφία του Βορρά και τα εγκλήματα που φέρουν το “αποτύπωμά” της… και τώρα, έτσι όπως το… θέτετε, ανατρίχιασα… (γελάει). Γιατί πριν από την ψηφιακή μετάβαση αφήναμε μουτζαλιές στις κόπιες ή δαχτυλιές στα αρνητικά όταν τα πιάναμε χωρίς γάντια… Οι κυρίες αφήνανε ακόμα και γρατζουνιές στην εμουλσιόν… (σ.σ. επίστρωση). Τώρα που οι ταινίες είναι άυλες, σαν τις συνταγές της ΗΔΙΚΑ, μεταφέρονται και μέσα σ’ ένα στικάκι ή σκληρό δίσκο τσέπης. Γι’ αυτό στο εξής πρέπει να χρησιμοποιούμε πιο χειροπιαστές μεταφορές, όπως “τις ψηφίδες που προσθέτουμε στο μωσαϊκό της τέχνης” ή “το πετραδάκι που βάζουμε στο δόμημα του πολιτισμού”. Τα “αποτυπώματα” που αφήνουν οι ταινίες υπάρχουν μόνο στα μυαλά μας και είναι τόσα πολλά που δεν χωράνε ούτε στην συλλογική μνήμη –ίσως στο iCloud… Τι να σου κάνει όμως το σύννεφο όταν οι γέροι πάσχουν από αμνησία ή άνοια. Κι εγώ ξεχνάω ό,τι δεν σημειώνω –και ψάχνω στο IMDb να βρω τον ελληνικό τίτλο μιας ταινίας ή τ’ όνομα ενός γνωστού σκηνοθέτη, χρησιμοποιώντας τα ονόματα ηθοποιών ή συγγραφέων… Ας πούμε, Ελίζαμπεθ Τέιλορ και Σαίξπηρ… Θα μου πείτε ότι στην ηλικία μου αυτό είναι φυσιολογικό…  

Μπα, δεν νομίζω ότι ισχύει η λέξη “ηλικία” για εσάς, επιτρέψτε μου να πω, κ. Περάκη…

Υπάρχωωωω… 

Ο Νίκος Περάκης φαντάρος, φωτογραφημένος για το φύλλο πορείας του. Όπως ο ίδιος, γράφει «Η έκφρασή μου τα λέει όλα». Η αναγκαστική θητεία του στο στρατό εν μέσω χούντας, και μάλιστα στην Τηλεόραση Ενόπλων Δυνάμεων (ΤΕΔ), το κρατικό τηλεοπτικό κανάλι που ανήκε στις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, τον ενέπνευσε για την αξεπέραστη «Λούφα».


Το site του Νίκου Περάκη –τα «εικονογραφημένα διαδικτυακά απομνημονεύματά» του, όπως το αποκαλεί– αποτελεί πραγματικό θησαυρό για κάποιον που ενδιαφέρεται αποκλειστικά για το προσωπικό έργο του δημιουργού, αλλά και για ερευνητές, μελετητές, φοιτητές ή φίλους του κινηματογράφου γενικώς, καθώς ειδικά οι προ διαδικτύου καταστάσεις και εποχές του Νέου Γερμανικού Κινηματογράφου και του Ελληνικού που καταγράφει, είναι πολύτιμες. Ή, ίσως, όπως γράφει ο ίδιος με τη γνωστή σαρκαστική του διάθεση κάπου στα ηλεκτρονικά “χειρόγραφά” του για την «Φούσκα» (2001), φανεί χρήσιμο για «έναν φοιτητή που κάνει το 2050 το μεταπτυχιακό του με ένα εξειδικευμένο θέμα όπως “Η αποστροφή του Ελληνικού κινηματογράφου –και του κοινού του– από την πολιτική κατά την 1η δεκαετία του 21ου αιώνα”». Μετά, δηλαδή, τα δεινά του χρηματιστηρίου και τη γενικότερη “σήψη” του συστήματος που διαρκώς μεγάλωνε και ο δημιουργός διαρκώς κατέγραφε με τον δικό του τρόπο στις ταινίες του, με αφετηρία, στον «Προστάτη Οικογενείας» (1997), την fake ευμάρεια των ’90ς όπου «η λέξη lifestyle δεν σήμαινε πλέον κάποιο τρόπο ζωής, αλλά μια συγκεκριμένη επιδεικτικά πολυτελή διαβίωση που προπαγάνδιζε μια τάξη νεόπλουτων επιχειρηματιών και επαγγελματιών, συμπεριλαμβανόμενων και των πολιτικών…», όπως σημειώνει.

Εφη Παπαζαχαρίου