Βράδυ, χωμένος σε θεατρικά καθίσματα. Θέατρο Σφενδόνη, στην ωραία γειτονιά της Ακρόπολης. «Η κλειδαρότρυπα ανοίγει και η ανθρώπινη έκθεση δεν έχει τέλος: Live έρωτες, διασκέδαση, ταξίδια, φαγητό, δικαστήρια, ανθρώπινες τραγωδίες». Οι ηθοποιοί παραδομένοι στο ροκ όραμα της Άντζελας Μπρούσκου, αρχίζουν και κινούνται πάνω στη σκηνή. Τα φώτα γκριζάρουν. Και μια φωνή αλλούτερη, από άλλο γαλαξία, αποζητά επιτακτικά, άμεσα, την προσοχή μας. Το Swing with me, μια σύνθεση της Chrysta Bell και του κινηματογραφικού/τηλεοπτικού μαέστρου David Lynch, από το άλμπουμ This Train, δανείζεται τη DiamadaGalla-ική φωνή της Διακοπαναγιώτου για να μας καλωσορίσει και να σκορπίσει τα πρώτα ρίγη έκπληξης και απόλαυσης. Κάποια ώρα αργότερα ένα φωνητικό της «σεργιάνι» πάνω στο Madame Butterfly θα κάνει ακριβώς το ίδιο.
«Ήθελα πολύ να συνεργαστώ με την Άντζελα, μου αρέσει πολύ αυτό το ροκ στοιχείο που έχει και νομίζω πως μου πάει». Την επόμενη μέρα καθόμαστε στο όμορφο Pair της θεατρικής της γειτονιάς, πίνουμε καφέ, τρώμε γλυκό και κάνουμε «βόλτες» ανάμεσα στις εικόνες της παράστασης και σε αυτές της ζωής της. Της λέω πόσο μου άρεσε η φιγούρα της, η κίνηση των χεριών της αλλά και το περίτεχνο σκοτεινό τους βάψιμο. Μου λέει πως συνήθως όταν γνωρίζει νέους ανθρώπους αισθάνεται μια έντονη αμηχανία που πνίγει μέσα σε αυτοσχέδια αστεία. Της λέω πως αυτή η αντικοινωνική συμπεριφορά του Μισάνθρωπου σε μια συναισθηματική πραγματικότητα που όλα εξαργυρώνονται με οικονομικά οφέλη και χιλιάδες καρδούλες στην εικόνα του άλλου, μου μοιάζει έως και ανακουφιστική. Και ίσως απαραίτητη. Μου λέει πως είναι διπλός Αιγόκερως και πως την ελκύει και αυτή η δυσπιστία στο ανθρώπινο γένος: «εξάλλου αν δεν ταυτιστείς με αυτή τώρα, πότε θα το κάνεις;»
Το 2012 μια διαφήμιση γνωστής εταιρίας κινητής τηλεφωνίας, στην οποία η Μαρία Διακοπαναγιώτου συμπρωταγωνιστούσε με τον Νίκο Ορφανό, έσχισε το πέπλο της αφάνειας, κάπως ξαφνικά και απότομα, και τη σύστησε σε μία νύχτα σε όλη την Ελλάδα. Ο Κίτσος και η Τασούλα, μπήκαν στο κάθε ελληνικό σπίτι και στρογγυλοκάθισαν. «Με τη διαφήμιση είχα πάθει κοκομπλόκο αλλά ευτυχώς είχα τους δικούς μου ανθρώπους και το διακωμωδούσαμε, έτσι πέρασε. Ήταν κάπως πάντως. Σε κάποιους ανθρώπους όταν τους συμβαίνει κάτι ξαφνικό, είτε είναι για καλό είτε για κακό, τους κάθεται περίεργα. Όσο συνέβαινε, δεν το είχα στο μυαλό μου, αλλά όλοι οι άλλοι γύρω μου, έσπευδαν συχνά να μου το θυμίσουν. Δεν ξέρω πότε ξεθύμανε, πήρε όμως πολύ καιρό».
Κάποιοι θα ζήλευαν αυτή τη στιγμή: Είναι το τι θέλεις τελικά. Γιατί κάνεις αυτή τη δουλειά; Εγώ στα σαράντα μου κι ακόμη δεν έχω απαντήσει σε αυτό. Ξέρω, ότι κάτι μου κάνει μέσα μου. Αυτό μου φτάνει. Την αγάπη μπορεί να την εξηγήσεις; Να την βάλεις σε λόγια; Δεν μπορείς ουσιαστικά. Γιατί είσαι ερωτευμένος; Ξέρεις να απαντήσεις; Δεν ξέρεις, απλά νοιώθεις, και πέφτεις και τρως τα μούτρα σου. Αλλά αυτά είναι που μας ωριμάζουν, αυτά θα θυμόμαστε στον τάφο.
Είπες στον τάφο (γέλια); Ναι, μόλις (γέλια).
Όσο πιο μαύρο το χιούμορ, τόσο καλύτερο; Πολύ σημαντικό. Ότι χρώμα κι αν είναι. Και στον έρωτα, και στη φιλία, και σε μια συνεργασία. Το πιο σημαντικό είναι να παίρνεις με τον άλλον τα ίδια χάπια.
Τι ξεπερνάς με το χιούμορ; Τις φοβίες μου. Τις ξορκίζω με τον αυτοσαρκασμό, έτσι ο άλλος δίπλα μου περνάει μια χαρά και εγώ μέσα μου, σκέτη μαυρίλα.
Έχεις άγχος για την εικόνα σου: Όχι, έχω άγχος για την επαγγελματική μου μόνο, να είμαι καλή στη δουλειά μου. Όταν γινόταν ο χαμός με τη διαφήμιση, δεν μπήκα σε αυτή τη διαδικασία ποτέ, δεν το σκεφτόμουν, θυμάμαι για παράδειγμα πως συνέχιζα να κάνω γυμνισμό και αυτό είχε γίνει ένα κάποιο θέμα.
Νομίζω πως το θυμάμαι. Για κάποιο λόγο τους είχε εντυπωσιάσει: Ναι πολύ εντυπωσιακό όντως να βγάζω τον πισινό μου έξω και να κάνω μπάνιο στη Νίσυρο.
Είναι από τα αγαπημένα σου νησιά; Είμαι από τη Κω, οπότε το να πηγαίνω εκεί, ήταν εύκολο. Πηγαίνω στη Νίσυρο από πέντε χρονών.
Αγαπάω πολύ την “Ηλικιωμένη” (η κεντρική πλατανοσκέπαστη πλατεία, στο Μανδράκι): Άρα με καταλαβαίνεις, ξέρω το κάθε μαύρο πετραδάκι της!
Ήθελες να γίνεις ηθοποιός από μικρή; Εγώ χορεύτρια ξεκίνησα να γίνω. Έκανα πολλά χρόνια μπαλέτο. Στην Κω αρχικά και μετά στην Αθήνα.
Ήσουν δηλαδή το κλασσικό χαριτωμένο κορίτσι με το ροζ φορεματάκι; Όχι, όχι, σκέψου πως μικρή είχα ακόμη πιο μπάσα φωνή και ήμουν και πιο πρωτόγονη.
Τι σου άρεσε περισσότερο στο χορό; Πως έβρισκα τον εαυτό μου στο σώμα μου. Με το σώμα μου έχω πολύ καλή σχέση, σε αντίθεση με τον εγκέφαλο μου. Τα τελευταία χρόνια είναι που μαθαίνω πως να είμαι μαζί και με τα δύο. Τώρα είναι που ανακαλύπτω πως αυτά τα δύο πρέπει να συνεργάζονται.
Όταν ήρθες στην Αθήνα πως ήταν; Μείναμε σε διάφορες περιοχές. Ελληνικό, Ηλιούπολη, Άνω Γλυφάδα, Εξάρχεια, Γκύζη. Και κάποια στιγμή σταμάτησε όλο αυτό, ο χορός δηλαδή, γιατί δεν πέρναγα πολύ καλά σαν έφηβη και ξέσπαγα όπου έβρισκα, παντού. Η μητέρα μου είχε τότε ένα φίλο σκηνογράφο και αυτός με σύστησε σε μια θεατρική ομάδα και μπήκα. Είχα σταματήσει το χορό γιατί με ενοχλούσαν τα πάντα. Το θέατρο με βοήθησε να καταλάβω ποια είμαι.
Πρώτη παράσταση με κοινό; Στο θέατρο του Κυρίου Μιχαηλίδη, η «Μύριελ Παντρεύεται» σε σκηνοθεσία Νίκου Καραγεώργου. Ήταν για εννιά παραστάσεις και ένοιωθα λες και είχα ανακαλύψει την Αμερική.
Ένιωσες κατευθείαν αυτό το «ώπα, εδώ είμαι»; Ένιωθα μια ολοκλήρωση. Θυμάμαι εκείνη την περίοδο μου άρεσε ένα αγόρι και αυτό ήρθε και με προσέγγισε και ήθελε να τα φτιάξουμε, ήμουν και μικρή και του είπα, αχ όχι, δεν μπορώ έχω θέατρο (γέλια). Δεν μπορούσα να δω τίποτα άλλο!.
Πόσο «εύκολο» είναι το θέατρο; Πως με βλέπεις; Είμαι καλά; Όταν το κάνεις με ανθρώπους που αγαπάς, βοηθάει.
Ο χώρος σας ήταν και αυτός από τα επαγγέλματα που δεν περάσαν καλά τα τελευταία δύο χρόνια της πανδημίας: Εμένα με επηρέασε πολύ. Μετά από εικοσιδύο χρόνια συνεχόμενης δουλειάς έμεινα χωρίς τίποτα και όλο αυτό μου βγήκε σε μια διαταραχή. Και έτσι ξεκίνησα ψυχοθεραπεία Δεν πέρασα καλά. Μου συμβαίναν και πολλά, αρρώστησε το σκυλί μου, αρρώστησα κι εγώ, είχα και θέματα οικονομικά.
Πως το λένε; Τη λένε Νόμπα. Είναι οχτώ χρονών, ημίαιμο μαλινουά. Την είχα βρει στον Ασπρόπυργο. Είχα ξυπνήσει μια μέρα με χανγκόβερ, μετά από νύχτα κρεπάλης με τρεις φίλες και την είδα στο facebook. Είπα την θέλω, έβαλα το αγόρι που είχα τότε να με πάει, και περίμενα να δω τι θα γίνει. Ήθελα να δω αν με θέλει. Αυτό σκεφτόμουν, αν με θέλει. Ευτυχώς με συμπάθησε. Και με έσωσε από ένα βούρκο. Τότε ήμουν επιρρεπής στην κατρακύλα, στα σκοτάδια, στη θλίψη, στην γκρίνια, στην ματαιότητα. Πες το όπως θες. Μπορεί να έφταιγε και το στρες που δεν το καταλάβαινα. Η Νόμπα με σήκωσε όρθια. Και εγώ δεν άφησα τον εαυτό μου να πέσει μετά ούτε στιγμή γι αυτήν, οπότε ναι, της χρωστάω πάρα πολλά.
Είχες άλλα ζώα στο παρελθόν; Τα φοβόμουν πάρα πολύ, γιατί ένα λυκόσκυλο είχε δαγκώσει κάποια στιγμή τη μαμά μου.
Και παρόλα αυτά πήρες αυτή την απόφαση ένα πρωί με χανγκόβερ. Είδες; Ακόμη και τώρα δεν ξέρω πως, αλλά έγινε.
Η Μαρία Διακοπαναγιώτου είναι από τις γυναίκες που τα τελευταία χρόνια δεν κρύφτηκαν πίσω από τις αναθυμιάσεις των κακοποιητικών συμπεριφορών αλλά στάθηκαν μπροστά με άποψη και σθένος. Όπως βεβαίως και στις προσβλητικές συμπεριφορές που αφορούν την μητρότητα και το ageing. Το βλέμμα της, όταν η κουβέντα αγγίζει αυτά τα θέματα, αλλάζει, σκοτεινιάζει. Την ρωτάω αν την έχει κουράσει να τη ρωτούν τα ίδια κάθε φορά: αν θέλει να αποκτήσει παιδιά, αν έχει δεχτεί κακοποίηση στη δουλειά της. «Προφανώς και δεν πρέπει να ξεχάσουμε όλο αυτό που έγινε με το #metoo. Προφανώς και δεν πρέπει να γυρίσουμε σε μια εποχή που δεν μιλάγαμε. Ξέρεις πόσες φόρες έχω ακούσει αυτό το περιβόητο, «έλα τώρα μη μιλάς, κάνε τη δουλειά σου»; Ευτυχώς από μικρή ήμουν ενάντια σε όλο αυτό, είχα ένα #metoo μέσα μου. Από την άλλη το ότι δεν έχω παιδιά δεν ξέρω αν είναι θέμα επιλογής μου. Ακόμη δεν την έχω την απάντηση. Δεν με έχουν αφήσει να καταλάβω αν θέλω ή δεν θέλω να κάνω παιδί. Και μετά βλέπω όλα αυτά που γίνεται και λέω τι παιδί τώρα, ας πάμε πρώτα στον ψυχίατρο για να το επιτρέψει. Όταν σε κατακεραυνώνουν από το πρωί ως το βράδυ με τα πρέπει τους, δεν σε αφήνουν να δεις αυτό το «αν θες» Από το πολύ μπλα μπλά σου δημιουργείται μια άλφα τσίτα, και άντε τώρα μετά εσύ να την πάρεις και να την πας σε μια σχέση. Το μόνο που βλέπω τριγύρω είναι φοβισμένους άνθρωπος που βγάζουν νύχια ο ένας στον άλλο, δεν κάνουν παιδιά δεν αγαπιούνται δεν παίρνουν τηλέφωνο ακόμη και για να πούνε, ρε φίλε μου έκανες αυτό, έλα να τα βρούμε. Αλλά το μέσα σου ξέρει τι σου λέει. Τι να κάνεις. Αλλά δεν το ακούς. Εγώ πάω όπου με πάει το σώμα μου».
Η ώρα περνά και μιλάμε λίγο κάπου εκεί προς το τέλος για την εμφάνιση της στην Γκόλφω του Καραθάνου. «Από τα πιο μεγάλα δώρα που μου έχουν κάνει» μου λέει, «γνώρισα αυτόν τον υπέροχο άνθρωπο, αυτούς τους υπέροχους ανθρώπους βασικά, είναι μέσα μου γραμμένη σαν τατουτάζ». Την αποχαιρετώ και λίγο πριν στρίψει στο δρόμο προς το θέατρο, της φωνάζω «τι θέλεις τελικά από τη ζωή, ξέρεις;» «Λίγη χαρά» μου φωνάζει πίσω και γελά «λίγη χαρά ρε παιδί μου, έτσι να την παίρνω σιγά σιγά, ψηλαφιστά, με πράγματα απλά»!