Η κόρη. Έτσι θα προσδιόριζα, έχοντας ρουφήξει άφωνη και την τελευταία σελίδα του αποκαλυπτικού βιβλίου της, «Αναμνήσεις ενός κοριτσιού», στο εξής, αδιαπραγμάτευτα, τη Μαργαρίτα Θεοδωράκη. Την αδικημένη θυγατέρα που έχει απασχολήσει υπερβολικά τον εγχώριο Τύπο, πολύ πριν τον θάνατο του πατέρα της, για τους λάθους λόγους. Και με δική της υπαιτιότητα, κάποιες φορές. Ακουσίως, διαπιστώνω.
Μια κόρη, που έχει, μοιραία, ιδιαζόντως «βεβαρημένο» βιογραφικό. Και με την ιδιότητα της κόρης – επιμένω σε αυτό, παρότι έχει γίνει και μάνα – δεν μπορεί να κλειστεί μέσα σε μια έννοια, μονοδιάστατα.
Είναι η κόρη που προσπαθεί να βρει μια ταυτότητα, κάνοντας απόπειρες αυτοκτονίας, στη δύσκολη, ανεξήγητα παρατεταμένη ενηλικίωσή της, κάτω από τη σκιά ενός… πατέρα-Τιτάνα. Μεγαλώνοντας μέσα από τα συνεχή πηγαιν’ έλα του, σε φυλακές κι εξορίες, με ολοζώντανες πάντα τις αφηγήσεις του απ’ τα βασανιστήρια στη Μακρόνησο. Βιώνοντας, την περίοδο της Χούντας, αγκαλιά με ένα γατάκι, κρυμμένη πίσω από έπιπλα στο πατρικό της, στη Νέα Σμύρνη, τις τρομακτικές νυχτερινές εφόδους του Στρατού. Παρακολουθώντας τις συναυλίες του, την αποθέωσή του, ακολουθώντας τον και στα μεγάλα ταξίδια του, στη Ρώμη -μετά από πρόσκληση του γ.γ. του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος Ενρίκο Μπερλινγκουέρ-, και στη Μόσχα -τι ενθουσιασμός για την οικογενειακή φωτογραφία τους στην Κόκκινη Πλατεία!-, με οικοδεσπότη την κυβέρνηση της Ε.Σ.Σ.Δ.
Είναι η κόρη, που καθώς της έλαχε να ονομάζεται Μαργαρίτα Θεοδωράκη, έζησε την Ιστορία από την πρώτη γραμμή, λατρεύοντας τη μουσική («Γεννήθηκα μέσα στη μουσική. Μεγάλωσα μέσα στη μουσική», γράφει), τον χορό, το σινεμά, («Στο Παρίσι έγινα η μεγαλύτερη σινεφίλ του κόσμου και το καυχιέμαι») και τα ανυπεράσπιστα ζώα. Η οποία, όμως, εξόργισε άθελά της το πανελλήνιο μετά τον θάνατο του πατέρα της, του διεθνούς Μίκη, αφού αποδείχθηκε για ακόμη μια φορά πως εκείνος δεν χωράει πουθενά και δεν ανήκει σε κανέναν. Ούτε καν στην ίδια τη μοναχοκόρη του.
Είναι η κόρη που δεν είναι μόνο ένα τραγούδι, η «Μαργαρίτα η Μαργαρώ», όπως δηλώνει αμυνόμενη και σχεδόν θυμωμένη, παρόλο που προσθέτει πως για αυτό το τραγούδι «θα είμαι περήφανη έως ότου πεθάνω». Eίναι και «ένας άνθρωπος γεμάτος αισθήματα και πάθη, πλημμυρισμένη από απόλυτη αγάπη για τον πατέρα της, τον απλό άνθρωπο, όχι αυτόν με το φωτοστέφανο ενός αγίου». Για τον οποίο, ωστόσο, δεν διστάζει να γράψει δημοσίως ότι «την άδειασε», την «πέταξε σαν σκουπίδι», δημοσιεύοντας ακόμη και φωτογραφίες της, από την τελευταία απόπειρα αυτοκτονίας της, στη Σπάρτη, τον Αύγουστο του 2013.
Το αυτοβιογραφικό βιβλίο «Αναμνήσεις ενός κοριτσιού» (εκδ. Ιανός), στο οποίο η 63χρονη σήμερα Μαργαρίτα Θεοδωράκη, χωρίς να κρατάει το παραμικρό πρόσχημα, χωρίς ίχνος αυτολογοκρισίας ή ρετούς, βγάζει στο φως ελεύθερα, θαρρετά, ενίοτε παραληρηματικά, τα εσώψυχά της, παραδεχόμενη πολύ γενναία ότι δίπλα στον πατέρα της «μια μετριότητα είμαι, αλλά δεν φαίνομαι (…). Μόνη, μηδέν, μίζερη, μια ολόκληρη ζωή χωρίς φαντασία», γίνεται αναπάντεχα, ένα ακριβώς χρόνο μετά το θάνατο του Μίκη Θεοδωράκη, η πρώτη ύλη της ομώνυμης μουσικής παράστασης που παρουσιάζεται απόψε και αύριο στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος). Η ίδια επί σκηνής διαβάζει αποσπάσματα του βιβλίου. Τη συνοδεύει το μουσικό σύνολο Λιποτάκτες – μικρό σχήμα, βγαλμένο μέσα από την Ορχήστρα «Μίκης Θεοδωράκης».
Είναι ασύλληπτος ο χείμαρρος των εκρηκτικών, ενίοτε οριακά αντιφατικών συναισθημάτων και των αποκαλύψεων, που πυρακτώνουν τις χωρίς αυστηρό ειρμό, σχεδόν γραμμένες δια της αυτόματης γραφής, πυκνές, γλαφυρές 249 σελίδες του βιβλίου.
Σελίδες στις οποίες περιστατικά που σημάδεψαν τη ζωή της περιπλέκονται με τις περιπέτειες του Μίκη και των Μικρασιατών προγόνων της. Η οικογενειακή βιογραφία μεταγγίζεται στη χοάνη της μεγάλης Ιστορίας, ενώ παρακολουθούμε να εναλλάσσονται, να ανακατεύονται ασθματικά τα πάντα: Ποιήματά της. Ανεπίδοτες (;) ερωτικές επιστολές. Ο σοβαρός αυτοκτονικός ιδεασμός της. Η παρ‘ ολίγον μοιραία πτώση της σε γεώτρηση. Τα βασανιστήρια του πατέρα της στη Μακρόνησο (τα γράφει αναλυτικότατα, όπως της τα περιέγραφε ο ίδιος). Η αναπάντεχη επίσκεψη του σουπερστάρ Al Bano, στο Βραχάτι, το 1968, όπου ο Μίκης ήταν σε κατ’οίκον περιορισμό, η οποία έπιασε εξ απήνης τους χωροφύλακες. Η εξορία του πατέρα της στη Ζάτουνα, που είναι συνώνυμη για την ίδια, με ένα τραγούδι, που μου το τραγουδά ολόσωστα, σήμερα: το Delilah. Στο τέλος αυτού του ανοικονόμητου αλλά de profundis στρόβιλου-βιβλίου, η Μαργαρίτα Θεοδωράκη «κλείνει» αυτοσαρκαστικά, αφοπλιστικά δηλώνοντας: «Άνεργη βιβλιοφάγος». Όμως, «ελπίζει»!
Τι ακριβώς από το σώμα ενός τόσο χειμαρρώδους, ειλικρινούς κι ετερόκλητου υλικού θα δούμε τελικά στη σκηνή της Λυρικής, απόψε και αύριο, κυρία Θεοδωράκη;
Έχει περάσει ένας χρόνος από τον θάνατο του πατέρα σας. Έχετε συμφιλιωθεί πλέον με τον θάνατό του; Σε ποια κατάσταση είστε σήμερα; Έχετε ισορροπήσει με την απώλεια; Πάντα ισορροπημένη ήμουνα με τον θάνατο. Είμαι καλά. Με τη μητέρα μας, η οποία είναι κατάκοιτη, σε δύσκολη κατάσταση, είμαστε τώρα, μαζί με τον αδελφό μου τον Γιώργο, πολύ κοντά.
Έχετε αποδεχτεί πλήρως, δηλαδή, το ότι ο πατέρας σας έχει πεθάνει. Όλοι δεν το έχουν αποδεχτεί;
Θέλω να μου μιλήσετε για την παράσταση που ετοιμάσατε και βασίζεται στο αυτοβιογραφικό βιβλίο σας «Αναμνήσεις ενός κοριτσιού». Ένα βιβλίο, με ποιήματά σας, αφηγήσεις για τις μικρασιατικές καταβολές σας (ο παππούς σας, μαθαίνουμε, ήταν στη Σμύρνη καθηγητής του Σεφέρη) και τα βασανιστήρια του μπαμπά σας (που συγχώρεσε τον αρχιβασανιστή του Λώρη, τον οποίο συνάντησε μεταγενέστερα σπίτι του). Το διάβασες;
Το διάβασα κι έχω, ομολογώ, μείνει άναυδη με κάποια σημεία του. Αλλά, θα ήθελα προηγουμένως να μου πείτε πώς ένα τέτοιο υλικό έγινε το σκηνικό υλικό της αποψινής μουσικής παράστασης; Τι το έχετε κάνει; Δεν το έχουμε κάνει! Είμαι πάνω στη σκηνή και διαβάζω αποσπάσματα από το βιβλίο μπροστά από ένα τραπέζι. Βέβαια, είναι ο τρόπος που διαβάζω πια, τραγουδάω και σε κάποια σημεία, όπως το Delilah, a capella. Στην παράσταση αυτή αρχίζω κι εγώ με τον λόγο και τη φωνή μου να παίζω κάπως.
Έχετε καλή φωνή; Έχω δυνατή, σταθερή φωνή. Έχω μάθει πια να είμαι αργή. Γιατί στην αρχή όταν δεν ξέρεις, πάνω στη σκηνή τα λες γρήγορα. Έχω εξελιχθεί.
Θέλατε και παλαιότερα να τραγουδήσετε; Δεν τραγουδάω. Διαβάζω.
Τραγουδάτε το Delilah. Όταν αναφέρομαι στη Ζάτουνα το τραγουδάω (σ.σ.: μου το τραγουδάει).
Περιγράφετε πως είχατε πάθει ψύχωση με το συγκεκριμένο τραγούδι, όσο ήσασταν οικογενειακώς εκεί, με τον εξόριστο πατέρα σας. Ήμασταν ένα κοριτσάκι κι ένα αγοράκι, με τον αδελφο μου, 10 και 9 χρονών, που είχαμε ένα πικ-απ και βάζαμε δίσκους. Κι είχαμε ένα δίσκο του Τομ Τζόουνς, το Congratulations, έναν του Χατζή, 3-4 πλάκες όλες κι όλες, μην φαντάζεσαι, δεν ήταν η εποχή της καταναλώσεως, και βάζαμε τον Τομ Τζόουνς με τον Γιώργο και χορεύαμε. Χορεύαμε τουίστ. Με τους Beatles και πριν μαθαίναμε το τουίστ. Οι μεγάλες ξαδέλφες μου που ήταν 16άρες, 17άρες κοπελίτσες, με τα ωραία τους φορέματα, χορεύανε κι εγώ ακολουθούσα κι ας ήμουνα πολύ μικρή.
Από το βιβλίο σας προκύπτει ότι είστε μεγάλη χορευταρού, εκτός από σινεφίλ. Πάρα πολύ. Ήταν και ο μπαμπάς μου. Ο μπαμπάς μου χόρευε και πάνω στη σκηνή, βεβαίως, όταν διηύθυνε. Έχω κι ένα κείμενο που λέω πως χόρευαν όλοι, ο Κακογιάννης, η Καρέζη. Το σινεμά, ναι, είναι πάθος μου. Έχω δει τα πάντα. Με έχουν σημαδέψει ο Μπέργκμαν και ο Φελίνι, αν και για μένα μεγαλύτερος όλων είναι ο Γούντι Αλεν. Μου αρέσει πολύ και ο γαλλικός κινηματογράφος. Είδα πολύ γαλλικό σινεμά, ήδη από τον βωβό. Σιμόν Σινιορέ, Υβ Μοντάν… Τα πάντα!
«Ο πατέρας μου, μου ζήτησε συγγνώμη. Γιατί κατάλαβε ότι είχε λάθος γνώμη για την κόρη του από αυτή που του είχανε περάσει»
Σας χόρευε ο Κακογιάννης στα γυρίσματα του «Ζορμπά»; Ναι. Στο σπίτι του Νότη Περγιάλη, ο Κούρκουλος, η Καρέζη, η Βουγιουκλάκη χόρευαν, χόρευα κι εγώ. Έτσι μεγάλωσα. Και τώρα χορεύω, η αλήθεια είναι. Πολλές φορές και ζεϊμπέκικα. Χορεύω και ελληνικά και καλαματιανούς, όλους τους δημοτικούς χορούς. Έχω εδώ πέρα (σ.σ: Βραχάτι) το τζουκ μποξ και ακούω ό,τι μπορείς να φανταστείς. Καρσιλαμάδες… Έχω και μια γάτα επάνω μου και τη χορεύω κι αυτή. Χορεύουμε και τζαζ.
Επομένως, στην μουσική παράσταση στη Λυρική εσείς διαβάζετε αποσπάσματα από το βιβλίο σας. Επιλέξατε τις αναφορές στα βασανιστήρια του πατέρα σας; Τα εξομολογητικά κείμενα-«κραυγές»; Όχι, δεν μπαίνω καθόλου στις απόπειρες αυτοκτονίας και στα υπαρξιακά μου.
Ήδη από τις πρώτες σελίδες αναφέρεστε στην απόπειρα αυτοκτονίας που κάνατε στη Σπάρτη. Αρπάζετε τον αναγνώστη από τα μούτρα. Γιατί επιλέξατε να ξεκινάει το βιβλίο με ένα τόσο άγριο περιστατικό; Ουσιαστικά, η απόπειρα στη Σπάρτη είναι το βασικότερο από τα αυτοβιογραφικά στοιχεία στο βιβλίο. Γιατί εγώ άρχισα να ενηλικιώνομαι μετά τα 53. Μετά από αυτό το συμβάν, στην Σπάρτη, δηλαδή.
Γιατί αργήσατε τόσο; Δεν θεωρώ ότι έφταιξε κάποιος. Αλλά μέχρι τα 53 μου είχα αυτό το κόλλημα να θέλω να κάνω αυτοκτονίες.
«Όταν πας να θάψεις τον δικό σου πατέρα και τη δική σου μάνα είναι θέμα δικό σου, είναι θέμα προσωπικό. Κι εμείς γίναμε βούκινο!»
Από ποια ηλικία ξεκίνησε; Από το Παρίσι.
Σε ποια ηλικία; Από τα 18, που έφυγα από τους γονείς μου και πήγα και σπούδασα και ζούσα μόνη μου.
Ζητήσατε βοήθεια από ειδικό, ψυχολόγο, ψυχίατρο; Στους γιατρούς που πήγαινα σε τακτά διαστήματα πάντα το συζητάγαμε. Τις απόπειρες τις διέκοψα πριν από 10 χρόνια με αυτό το περιστατικό το grandiose στη Σπάρτη, με το οποίο ξεκινάω και το βιβλίο. Που με αρπάξανε οι μπάτσοι και με πήγαν στο τρελάδικο της Τρίπολης.
Δεν έχω καταλάβει το αίτιο για αυτή την τάση, ούτε εξηγείτε το γιατί. Η κόντρα μου με τον πατέρα μου. Στην ουσία έχω μια κόντρα με τον μπαμπά μου.
Γράφετε για τον «έρμο» τον πατέρα σας, που «νόμιζε πώς έχω τελείως αποτρελαθεί» και «στα «δύσκολα τα γεράματά του με αντιμαχόταν απελπισμένα και αντιδρούσε χειρότερος, αδιάφορος (…) με άδειασε, με πέταξε σαν σκουπίδι, με έδιωχνε όλο και πιο μακριά, κι εγώ του έστελνα μηνύματα απελπισίας, άλλοτε απειλητικά, άλλοτε παρακαλετά». Πότε συνέβησαν αυτά; Αυτό γινόταν από το 2010 μέχρι το 2016. Υπήρχε τότε πολύ μεγάλη κόντρα με τον μπαμπά μου.
Πώς ξεκίνησε; Όταν αρρώστησε η μάνα μου, η οποία τα οργάνωνε και τα ήλεγχε όλα, έπαψε να υπάρχει ο αρχηγός και να είμαστε όλοι ως οικογένεια ίσοι. Κι εγώ ένιωσα ότι μέσα στην οικογένεια υποβιβάστηκα.
«Οι ιστορίες μου είναι κοινές σαν όλων των άλλων, που είναι άνθρωποι κατεστραμμένοι και δεν έχουν να φάνε»
Η μητέρα σας ήταν η εγγυήτρια των οικογενειακών ισορροπιών; Η μαμά μου ήταν τα πάντα! Η μάνα μου προστάτευε και τη δουλειά μου. Γιατί η δουλειά μου ήταν ο μπαμπάς μου. Οι σχέσεις μου με τον πατέρα μου ήταν πάντοτε πολύ ομαλές, χάρη στη μάνα μου. Όταν απουσίασε η μάνα μου και ο πατέρας μου άκουγε από δεξιά κι αριστερά κακόβουλους, γιατί αυτό έγινε, αλλάξαν τα πράγματα.
Όταν πέθανε είπατε ότι σας πληγώνουν, σας ματώνουν «αδυσώπητα τσιμπούρια». Στα ίδια πρόσωπα αναφερόσασταν; Ναι. Και δεν σταματάει. Εγώ είμαι η κόρη του Θεοδωράκη και ανακαλύπτω ότι είμαι ο χειρότερος άνθρωπος της γης, με εμφανίζουν τον χειρότερο άνθρωπο. Δεν μπορείς να φανταστείς τι λένε για μένα.
Ένας κόσμος έχει θυμώσει για τον τρόπο που συμπεριφερθήκατε μετά τον θάνατο του πατέρα σας. Ναι! Δηλαδή, εγώ δεν έχω το δικαίωμα να θάψω τον πατέρα μου! Μα δεν ντρέπονται λιγάκι; Έχει έρθει κανείς τους στη θέση τη δική μου και του αδελφού μου; Να ορίζουν με διαθήκη πού θα ταφεί και πώς; Και βέβαια η επιθυμία του είναι τα ταφεί εκεί! Άσε μας, ρε φίλε, όμως να τον θάψουμε κι εμείς τον άνθρωπό μας! Ο πατέρας μου είχε βάλει «χωροφύλακα» κάποιους που ήταν υπεύθυνοι – δεν θα πω ονόματα- να με κυνηγάνε και να κάνουνε ασφαλιστικά μέτρα πριν την κηδεία. Αυτά τα πράγματα δεν έχουν ξαναγίνει. Εγώ και το κατάπια και έχω και καλές σχέσεις με αυτούς τους ανθρώπους πλέον. Αλλά όσα συνέβησαν είναι ανήκουστα. Όταν πας να θάψεις τον δικό σου πατέρα και τη δική σου μάνα είναι θέμα δικό σου, θέμα προσωπικό. Κι εμείς γίναμε βούκινο!
Πάντως, βγήκε προς τα έξω ότι εσείς κάνετε του κεφαλιού σας, παραβιάζοντας την τελευταία επιθυμία του πατέρα σας. Δεν είναι αλήθεια; Τι να πω; Ότι εγώ ήθελα να κρατήσω τον πατέρα μου εδώ, που ζω μαζί με τον αδελφό μου, έστω δυο χρόνια, όσο γινόταν; Να πηγαίνω στον τάφο, να τον κλαίω, να του βάζω λουλουδάκια, να του τραγουδάω, να του χορεύω, όπως κάνουνε όλοι οι άνθρωποι; Πώς θα τρέχω εγώ στα Χανιά; Ποιο είναι το έγκλημά μου; Που ήθελα να φτιάξω όπως θέλω τον τάφο; Όχι άλλοι; Μιλάμε για τον μπαμπά μου. Είναι δυνατόν για τον τάφο του πατέρα σου να ασχολείται ένας τρίτος; Και να περνά αυτό και μέσα από διαθήκες; Γιατί βεβαίως όλα αυτά είναι φτιαχτά. Διαθήκη για το πώς θα είναι το μάρμαρο; Έλα, βρε Ιωάννα. Αυτά έπρεπε να μου τα πει προφορικά.
Γράφετε ότι δεν μπορούσατε καν να μιλήσετε μαζί του από ένα σημείο και μετά. Δηλαδή; Υπήρχε μεγάλη δυσπιστία και κόντρα. Σου το εξήγησα. Όταν η μαμά μου αρρώστησε, άλλοι ορίζανε την οικογένεια.
Το βιβλίο σας το διάβασε ο πατέρας σας; Ήταν σύμφωνος με το υλικό που δημοσιεύετε; Το διάβασε και ήταν παθιασμένος. Κι όταν το εξέδωσα το Δεκέμβρη του 2020 και το πήρε και το διάβασε 5 φορές, άλλαξε τελείως.
Άλλαξε ως προς τι; Τότε με ανακάλυψε. Και μου ζήτησε «συγγνώμη». Πρέπει να στο πω. Μου ζήτησε 100 φορές συγγνώμη. Μου έλεγε να προσέχω τον τάδε, τον δείνα. Ήταν πολύ φοβισμένος. Και μου ζήτησε συγγνώμη. Γιατί κατάλαβε ότι είχε λάθος γνώμη για την κόρη του από αυτή που του είχανε περάσει. Και δεν τα λέω αυτά γιατί είμαι μουρλή. Το περιβάλλον μου ξέρει τα γεγονότα. Τελοσπάντων, ό,τι γράφω στο βιβλίο το έβρισκε καταπληκτικό και του άρεσε πολύ.
«Δηλαδή, εγώ δεν έχω το δικαίωμα να θάψω τον πατέρα μου! Μα δεν ντρέπονται λιγάκι; Έχει έρθει κανείς τους στη θέση τη δική μου και του αδελφού μου;»
Εξομολογείστε από την πρώτη σελίδα του «εγώ που μόνο συγγραφέας ήθελα να γίνω». Τι σας εμπόδισε να το κάνετε; Ο καημός μου ήταν αυτός. Δεν ξέρω γιατί δεν συνέβη. Μου αρέσει να γράφω. Μπορώ να γράφω τα βιώματά μου. Σε αυτά είμαι μανούλα. Δώσε μου μια φωτογραφία οικογενειακή να καθίσω να στην αναπτύξω. Έχω γράψει και ποιήματα, δέκα ποιήματα που είναι στο βιβλίο.
Προτάσσετε ωστόσο το «Κι αν έσβησε σαν ίσκιος το όνειρό μου» του Καρυωτάκη. Αυτό το ποίημα είναι η ζωή μου.
Παίζει ρόλο το ότι ήταν αυτόχειρας ο δημιουργός του; Τι ωραία που τα λες! Γιατί δεν έγινες ψυχαναλύτρια; Αυτό το ποίημα είναι η ζωή μας, αν διαβάσεις το βιβλίο. Το διάβασες!
Κόρη του Μίκη. Συναυλίες, ταξίδια. Στη Ρώμη με τον Μπερλινγκουέρ, στη Μόσχα, στο Παρίσι. Ταξίδια παντού. Αλλά στη μεγάλη σούμα προκύπτει, και το παραδέχεστε, ότι μεγαλώνατε μέσα στη μοναξιά. Δεν ήσασταν ευτυχισμένη; Σας συνέθλιψε το μέγεθος του Μίκη Θεοδωράκη; Δεν με έχει συνθλίψει. Είμαι περήφανη και τυχερή που είμαι κόρη του. Και η ζωή μου δεν είναι μόνο απόπειρες, επειδή το έγραψα και έβαλα και τις φωτογραφίες στο βιβλίο. Αν οι αυτοκτονίες ήταν 30 μέρες στη ζωή μου, πόσες έχω ζήσει συνολικά, που είμαι 63 χρονών; Τίποτα δεν είναι ο αριθμός 30. Είναι σταγόνα στο νερό. Εντάξει, δραματοποιώ λίγο παραπάνω τη μοναξιά μου και τη ζωή μου. Κοίταξε να δεις. Οι άνθρωποι είναι πολύ πιο ευαίσθητοι στη δυστυχία και στα άσχημα συμβάντα. Θέλατε να καθίσω να αφηγηθώ την ιστορία μιας οικογένειας που ζει, όπως βλέπουμε σε ταινίες του Χόλιγουντ, τραλαλά- τραλαλά; Εγώ μεγάλωσα με τον πατέρα και τη μάνα μου μέσα στην ευτυχία. Έπειτα, οι γονείς μου ήταν δυο άνθρωποι πολύ μορφωμένοι. Ξέρεις τι είναι ο μπαμπάς μου για την Ελλάδα. Είναι ο άνθρωπος που έβαλε τον ελληνικό λαό να διαβάσει ποίηση. Όχι μόνο έβαλε μέσα στα τραγούδια του τον Σεφέρη, τον Ρίτσο, τον Ελύτη κ.ο.κ. Έβαλε τον ελληνικό λαό να διαβάζει, τον μόρφωσε. Ο μπαμπάς διάβαζε ποίηση, την πέρναγε στον λαό κι ο λαός άρχισε να διαβάζει. Αυτό εμείς το είχαμε στο σπίτι.
Περιγράφετε πώς καθόταν και ανέλυε σε εσάς και στον Γιώργο στίχο-στίχο τον «Ήλιο και τον χρόνο», στο Βραχάτι, το 1968. Το έκανε συχνά; Ανέλυε τη δικιά του ποίηση. Την άλλη την καταλαβαίναμε. Τον Σικελιανό, όταν τον μελοποιούσε στη Ζάτουνα και τον τραγουδάγαμε, τον καταλαβαίναμε όλο. Και όλα ήταν συνδεδεμένα με την ιστορία, γιατί το Πνευματικό Εμβατήριο έχει να κάνει με τον Εμφύλιο Πόλεμο. Τον στίχο «Ομπρός βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα», εγώ τον καταλάβαινα από μόνη μου.
Κατά καιρούς, έχετε δημοσίως εκπέμψει SOS. Συνέβη κι όταν σας κόψανε το ρεύμα και δεν είχατε να το πληρώσετε. Πώς φτάσατε σε τέτοιο σημείο; Λογικό είναι. Πόσοι άνθρωποι αυτοκτόνησαν με το ΔΝΤ. Ναι, έφτασα στο σημείο να μου κόψουν το ρεύμα. Τι να κάνω! Δεν είμαι η μόνη. Χιλιάδες άνθρωποι ήταν σε απελπισία. Ένας από αυτούς ήμουνα κι εγώ.
«Ξέρεις τι είναι ο μπαμπάς μου για την Ελλάδα. Είναι ο άνθρωπος που έβαλε τον ελληνικό λαό να διαβάσει ποίηση. ‘Εβαλε τον ελληνικό λαό να διαβάζει, τον μόρφωσε»
Ήσασταν, αλλά δεν σας συγχωρείται ότι, όντας κόρη του Μίκη Θεοδωράκη, βγήκατε να ζητήσετε δημοσίως λεφτά. Είπα στο facebook πως θέλω βοήθεια, γιατί μου έκοψαν το ρεύμα. Τι δεν θα μου συγχωρήσεις; Είναι σαν να χτύπαγα την πόρτα του γείτονα. Τώρα είναι το facebook. Πολύ απλά. Δεν είχα ούτε τηλέφωνο να πάρω να σου πω «Ιωάννα, στείλε μου 50 ευρώ». Όταν είσαι σε απόγνωση, όταν δεν έχεις να φας, όποιος και να είσαι, τι να κάνεις; Να καθίσεις άγαλμα; Επειδή είμαι δημόσιο πρόσωπο με κράξανε. Να είναι καλά οι χιλιάδες άνθρωποι που με βοήθησαν τότε. Χιλιάδες με βοηθήσαν, με κάθε τρόπο. Να το ξέρεις αυτό. Δεν έλεγα ψέματα. Γιατί λέγανε «Μαργαρίτα, τα σπίτια που πούλησες τι έγιναν;». Μα τι ντροπή ήταν αυτή. Μόνο κουτσομπολιά!
Υπάρχει δυστυχώς πολύ έντονα αυτή η κανιβαλιστική διάσταση, γιατί ακριβώς είστε η κόρη του Μίκη Θεοδωράκη. Οι ιστορίες μου είναι κοινές σαν όλων των άλλων, που είναι άνθρωποι κατεστραμμένοι και δεν έχουν να φάνε.
Μετά τη διάσωσή σας από την πτώση στη γεώτρηση, θέλατε όντως να φύγετε σε στρατιωτική αποστολή στο Αφγανιστάν και το Ιράκ; Και αυτό το είχατε μάλιστα ανακοινώσει και στον μπαμπά σας; Ναι, το είπα, και είναι αλήθεια. Είχε ανεβεί η αδρεναλίνη μου σε τέτοια επίπεδα, που αν με έστελνες στο Αφγανιστάν, θα έφευγα την ίδια στιγμή. Ήμουνα χτυπημένη από την πτώση, αλλά είχα τρομερή ένταση για να κάνω κάτι, αφού ήμουνα ακόμα ζωντανή. Και είπα το πιο απίθανο. Μου βγήκε μια τεράστια δύναμη, επειδή επέζησα μέσα από το πηγάδι.
Ιδεολογικά πώς αυτοπροσδιορίζεστε; Προοδευτική.
Θα παίρνατε ποτέ το όπλο να πάτε με τους αντάρτες; Γιατί τους αντάρτες θέλατε, γράφετε στο βιβλίο, να πάτε να βρείτε στο Αφγανιστάν. Αν ήμουνα στην Κατοχή σίγουρα θα πήγαινα με τους αντάρτες. Τώρα πού να πάω, όμως;
Στο βιβλίο σας ελλοχεύει, ξέρετε, ένας μικρός κίνδυνος να σας χαρακτηρίσουν κρυφο-βασιλόφρονα. Στο κεφάλαιο που αναφέρεστε με ενθουσιασμό στη συνάντησή σας με τον Κων/νο Γλύξμπουργκ, λέτε πως σας σεβάστηκε «όπως κανένας άλλος άνθρωπος στην Ελλάδα». Είναι δυνατόν; Να πω την αλήθεια μου, από όλους τους διάσημους που έχω ζήσει, αυτός με σεβάστηκε πιο πολύ. Ήταν ευγενέστατος, κύριος, λόρδος, gentleman. Βασιλόφρων όμως εγώ δεν είμαι. Είναι δυνατόν να με χαρακτηρίσουν εμένα έτσι;
Όλα αυτά τα κεφάλαια από το βιβλίο σας, απόπειρες αυτοκτονίας, πηγάδια, Αφγανιστάν, για τα οποία συζητάμε απουσιάζουν από την παράσταση στη Λυρική, εστιάζετε σε όσα αφορούν στον πατέρα σας. Η συγκεκριμένη πρόζα, οι περιπέτειες του πατέρα σας, πώς δένουν με τη μουσική; Αυτό δεν το αναφέρατε; Εγώ αφηγούμαι, και το σχήμα μας, που λέγεται «Λιποτάκτες», δηλαδή, ο Παναγιώτης Πετράκης και ο Άγγελος Θεοδωράκης, που είναι οι τραγουδιστές, η Ευαγγελία Μαυρίδου στο πιάνο, ο Νίκος Γκιόλας στην κιθάρα, ο Στέφανος Θεοδωράκης στα κρουστά και ο Θόδωρος Κουέλης στο κοντραμπάσο, ερμηνεύουν μουσικές της ορχήστρας Μίκης Θεοδωράκης, απ΄ την οποία φτιάξαμε και τους «Λιποτάκτες», που είναι μικρότερο σχήμα. Έχουμε επιλέξει 18-19 τραγούδια του πατέρα μου, τα ωραιότερα, με στίχους του Αναγνωστάκη, του Λόρκα, του Γκάτσου, του Μάνου Ελευθερίου, του Ελύτη, του Σεφέρη, του Γιάννη Θεοδωράκη, του Κάλβου, του Λειβαδίτη, του Περγιάλη, του Τριπολίτη. Εγώ διαβάζω τρία λεπτά. Βγαίνει ο Πετράκης με την ορχήστρα και παίζουν ένα τραγούδι άλλα τρία. Κι από πίσω προβάλλουμε με προτζέκτορα πάνω από 300 φωτογραφίες του Θεοδωράκη και της οικογένειάς μου, χρονολογικά. Από τότε που ήταν παιδιά οι γονείς μου, κατόπιν που γεννιόμαστε εμείς, μέχρι που ο μπαμπάς μου είναι πια πολύ γέρος. Είναι πολύ ωραίες. Και τι δεν έχει μέσα! Είναι και πολύ προσωπικές, είναι και με σημαντικά πρόσωπα.
«Επειδή είμαι δημόσιο πρόσωπο με κράξανε. Να είναι καλά οι χιλιάδες άνθρωποι που με βοήθησαν τότε. Χιλιάδες με βοηθήσαν, με κάθε τρόπο. Να το ξέρεις αυτό»
Τους «Λιποτάκτες» θα τους ξαναδούμε; Θα πάρουν μπροστά; Δεν είναι εύκολο. Προσπαθούμε.
Μετά την Εναλλακτική Σκηνή, τι ετοιμάζετε; Θα πάμε στην Κύπρο, 12-13 Δεκεμβρίου, για ένα αφιέρωμα στους Τόκα-Θεοδωράκη, με την Ορχήστρα Μίκης Θεοδωράκης. Θα ακολουθήσουν κι άλλα πολλά. Δυστυχώς, έχουμε μόνο δύο παραστάσεις στη Λυρική με τους Λιποτάκτες. Είχαμε κάνει κι άλλες προτάσεις και με την Ορχήστρα Μίκης Θεοδωράκης, αλλά μας την κόψανε. Είναι λυπηρό.
Επειδή είπαμε πολλά για εσάς, και για να μην υπάρξει παρανόηση, εν κατακλείδι, πώς θα αυτοπροσδιοριζόσασταν; Θα ήθελα να τελειώσουμε λέγοντάς μας ποια είναι η Μαργαρίτα η Μαργαρώ. Είμαι αυτή που είμαι και θέλει πολύ μεγάλη κουβέντα. Όλοι δεν νιώθουν σε μια στιγμή της ζωής τους αποτυχία; Σήμερα είμαι ένας άνθρωπος ταμένος στα ζώα. Η μόνη μου έγνοια, εκτός από τη μανούλα μου, είναι το πώς θα φροντίζω τα ζωάκια μου. Έχω 22 σκυλιά και 40 γάτες. Πήρα άλλα 4, που τα είχαν πετάξει στα σκουπίδια, μικρούλια τόσα δα! Με ενδιαφέρει πώς θα σώζω τα ανυπεράσπιστα αυτά ζωάκια. Αυτό έχει γίνει ο σκοπός της ζωής μου. Κάναμε και μια συναυλία για τα ζώα. Πήγα στη Ρόδο στις 28 του μηνός, ημέρα του Τουρισμού. Είδα ότι οι γάτες είναι βασίλισσες στο νησί. Έχουνε παντού νερό και ξηρά τροφή. Και στη συναυλία είπα «Είδα στην πόλης σας ευτυχισμένες γάτες». Και χειροκροτήθηκα. Είναι τόσο απλό να συμβαίνει αυτό.