Ο Ηλίας Μουλάς είναι από την Ικαρία. Όλοι ρωτάνε τον Ηλία για το νησί του. Τον ρώτησα κι εγώ. Με το καλημέρα. Όπως ανακάλυψα όμως κατά τη διάρκεια της συνομιλίας μας, τα ξεχασμένα ανοιχτά ακουστικά εμπόδιζαν σε σημεία την καταγραφή της, οπότε υπάρχει ένα κομμάτι της κουβέντας που πήγε τελικά από μνήμης. Συμβαίνουν αυτά; Σε μένα σίγουρα. Χάρισμα. Μέσα στο απολεσθέν κομμάτι ήταν και αυτό του νησιού. Θυμάμαι να μου λέει πως δεν μεγάλωσε εκεί και πως η καταγωγή των γονιών του είναι από την Ικαρία- αυτός γεννήθηκε στη Γερμανία όπου και έζησε μέχρι τα τέσσερα. Μετά, επιστροφή στην Ελλάδα και σχολείο, εφηβεία στου Γκύζη. Αλλά καλοκαίρι, Χριστούγεννα, Πάσχα, αυστηρά στο νησί. «Το σωστό κέφι κρύβεται στα μικρότερα, σε αυτά που ξέρουν λίγοι» θυμάμαι και να μου ξεκαθαρίζει πως η επιτυχία του σωστού πανηγυριού έγκειται στο καλό κρασί, τη σωστή παρέα και τους άπαιχτους οργανοπαίχτες.
Όσοι τον ρωτάνε για το πιο αγαπημένο του μέρος στον κόσμο όλο, ζητούν πρώτα-πρώτα αποκαλύψεις περί μακροζωίας των κατοίκων. Δεν τις έχει. Και να τις είχε δηλαδή, δεν τις δίνει. Νιώθει πάντως πως αν βοηθά κάτι, αυτό είναι η απομόνωση και η απουσία μιας κάποιας τουριστικής υστερίας πέραν του Αυγούστου: «Ιούνιο-Ιούλιο είσαι εσύ και τέσσερις κατσίκες». Αυτό μου έμεινε, γιατί γέλασα πολύ.
Ο Ηλίας φέτος το καλοκαίρι δεν βουτάει με την μάσκα του στην αγαπημένη του θάλασσα – στον βαθμό έστω που το κάνει άλλες χρονιές. Αυτό το καλοκαίρι θα είναι σε περιοδεία. Μετά από δύο αποθεωτικές χρονιές με αλλεπάλληλα sold out, οι Παίxτες του Ν.Β. Γκόγκολ, σε σκηνοθεσία του Γιώργου Κουτλή, αποφάσισαν να βγουν στα ανοιχτά για έντεκα τελευταίες παραστάσεις, «εξαπατώντας όποιον βρούνε μπροστά τους». Θα είναι κι αυτός εκεί στο πλάι του Γιάννη Νιάρρου, του Βασίλη Μαγουλιώτη, του Αλέξανδρου Χρυσανθόπουλου, του Γιώργου Τζαβάρα, του Γιώργο Μπουκαούρη και του Θανάση Δήμου. Θα προσπαθήσει να πάρει μερικές ακόμη πανηγυρικές τζούρες από μια παράσταση που μοιάζει με συναυλία, από μια κωμωδία που μοιάζει με (προσωπική) εξιλέωση. «Είναι λίγο σαν όνειρο», μου λέει για αυτή την απίθανη θεατρική εμπειρία. «Μοιάζει λίγο σαν να είσαι rock star. Ξεκινήσαμε κάποιοι φίλοι, με πολλή χαρά και τρέλα, χωρίς να μας ενδιαφέρει καθόλου το κομμάτι της επιτυχίας. Μας απασχολούσε μόνο πολύ το κομμάτι του να γουστάρει το κοινό. Κάνουμε θέατρο για αυτό. Δεν κάνουμε για να πορωθούμε εμείς. Θέλαμε ο κόσμος μετά τον Covid να έρθει και να γουστάρει τρελά. Στην αρχή βεβαίως τρέμαμε, οι πρώτες παραστάσεις είχαν ένα θέατρο στο 80% γεμάτο και μέσα σε έναν μήνα ζήσαμε κάτι συγκλονιστικό. Ένα τρελό κομμάτι αποδοχής και αγάπης. Ήταν λίγο σταριλίκι όλο αυτό με τα μηνύματα, τα τηλεφωνήματα, τις φωτογραφίσεις. Έρχονταν ακόμα και σελέμπριτι»…
Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας ήρθε; «Όχι, άλλα ήρθαν κάποια πολιτικά πρόσωπα. Δεν σου λέω όμως ποια». Γελάμε και σκέφτομαι πόσο περίεργο είναι να σε αναγνωρίζουν από το θέατρο και όχι από την τηλεόραση που κάνεις ούτως ή άλλως επιτυχία – το IQ 160 στο Star, στο οποίο συμμετέχει, είναι μια από τις εκπλήξεις της φετινής τηλεοπτικής σεζόν. Νιώθω πως αυτό συνέβη στην περίπτωση του. Μου το επιβεβαιώνει. «Με αναγνώριζαν στον δρόμο από το θέατρο, το οποίο μου φάνηκε κάπως έντονο γιατί δε συμβαίνει και συχνά. Με σταματούσε κόσμος και με ρωτούσε αν είμαι ηθοποιός και πίστευα ότι θα μου πουν μετά “σε είδαμε στην σειρά”. Όμως μου έλεγαν “σε είδα στο θέατρο, είσαι φοβερός” και αυτό, ναι, ήταν λίγο σοκαριστικό. Με χαιρετούν στον δρόμο νέα παιδιά, 20αρηδες, 25αρηδες -“Μπρο, σε είδα στο θέατρο, ωραίος”- και αυτό το respect από πιτσιρικάδες είναι κάτι που με συγκινεί πολύ».
Πολλή χαρά, οκ, πίεση όμως καμία; «Την είχαμε, πως δεν την είχαμε. Και άγχος. Γιατί περάσαμε και από το στάδιο όπου παίζαμε ξανά και ξανά – οπότε ξεχάσαμε κάπως τη διασκέδαση. Ήρθε μια τριβή με το έργο, ευτυχώς όμως δεν κράτησε, μέχρι έστω να ξαναβρούμε έναν τρόπο να πορωθούμε και πάλι». Σε ενάμιση χρόνο είναι σαν να κάνανε δέκα σεζόν. Τους θυμάμαι να ξεκινάνε δευτερότριτα και σχεδόν αμέσως να παίρνουν και τρίτη μέρα, τέταρτη και μετά φουλ εβδομαδιαία παρουσίαση – για να βρεις εισιτήριο δεν σε βοηθούσε ούτε το τάμα στους αγίους του θεάτρου. Κάποια στιγμή είχα την αίσθηση πως θα παίζει για πάντα. Όλη η ομάδα εγκλωβισμένη, αλυσοδεμένη στα έγκατα του Θέατρου Κιβωτός, να διεκδικεί μια θέση -στις πόσες χιλιάδες παραστάσεις καίγεστε;- δίπλα στην Ποντικοπαγίδα ή το Σεσουάρ για Δολοφόνους.
«Υπήρξε από κάποιο σημείο και μετά και πάρα πολλή κόπωση. Έχουμε φτιάξει μια παράσταση που δεν μπορείς ποτέ να την “κλέψεις “, να βρεις έναν τρόπο να πεις “σήμερα είμαι κουρασμένος, θα βγω πάνω στην σκηνή και…”. Απλώς δε γίνεται. Υπάρχει ένας αυστηρός μετρονόμος. Και οι μουσικοί παίζουν σε ένα beat που δεν σου επιτρέπει να ξεφύγεις. Ναι, υπάρχουν στιγμές που αναρωτιέσαι πώς θα το κάνεις, πάντα όμως κάνουμε συζητήσεις μεταξύ μας που βοηθούν και μας επιτρέπουν να «επανερχόμαστε». Προσπαθούμε να θυμίσουμε στον εαυτό μας τι είναι αυτό που βιώνουμε και να εκτιμάμε ότι δεν είναι αυτονόητο αυτό που συμβαίνει. Ότι είμαστε πολύ τυχεροί που παίζουμε σε μια τέτοια παράσταση – και μάλιστα σαν να είναι η πρώτη μας. Διεκδικούμε κάθε φορά να κερδίσουμε την αποδοχή του κόσμου από την αρχή, γιατί μετά από ένα σημείο το κοινό άλλαξε. Ενώ στην αρχή έρχονταν και δεν ήξεραν τι θα δουν, με αποτέλεσμα να παθαίνουν ένα πατατράκ, στη συνέχεια το έβλεπαν με άλλη ματιά και “γνώση”. Έλεγαν “είστε καταπληκτικοί, κάντε μας τώρα να εκπλαγούμε!”. Δεν ξέρω τι τους είχαν πει, αλλά εμείς αυτό που λέγαμε ήταν πως είναι απλώς μια παράσταση, ηρεμήστε για να περάσουμε ωραία».
Αναρωτιέμαι πως ξεκίνησαν όλα για αυτόν. Ποια ήταν αυτή η στιγμή που ένας μικρός ή μεγάλος Ηλίας είπε στον εαυτό του «να ένα ωραίο επάγγελμα για μένα». Ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Λέει: «Από το σχολείο το είχα αποφασίσει και ο λόγος ήταν αρκετά ρηχός, αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα. Είμαι ένα παιδί που έχει διάσπαση προσοχής, το έχω φτιάξει πάρα πολύ, ταυτόχρονα όμως έχω και δυσλεξία την οποία επίσης έχω δουλέψει πολύ ώστε να μπορώ να διαβάζω κείμενα. Στο σχολείο ήμουν σε δύσκολη κατάσταση γιατί δεν μπορούσα να κάτσω ακίνητος, δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ. Σηκωνόμουν όλη την ώρα του μαθήματος από το θρανίο. Ο άλλος λόγος ήταν πως σαν παιδί, έψαχνα απεγνωσμένα μέσα από την ανταγωνιστικότητα, να βρω σε τι είμαι καλύτερος στην τάξη. Ήμουν καλύτερος στο ποδόσφαιρο; Δεν ήμουν, ο Γιώργος ήταν. Στο μπάσκετ; Ούτε. Κάποια στιγμή νόμιζα ότι ήμουν ο καλύτερος στο τρέξιμο μέχρι που εμφανίστηκε ο Στέφανος και άρχισε να με κερδίζει ξανά και ξανά. Αναγκαστικά, για να υπάρχεις στο σχολείο, σου φορούσαν “ταμπέλες” και εγώ δεν έβρισκα τη δική μου και κάπως με έτρωγε αυτό. ‘Ωσπου έγινε μια σχολική γιορτή και μας έβαλαν οι καθηγήτριες με το ζόρι να παίξουμε Καραγκιόζη. Εγώ έκανα τον Σταύρακα. Θυμάμαι να φτάνει η μέρα της παρουσίασης στους γονείς και να είναι όλοι οι φίλοι μου από πίσω, οι οποίοι έτρεμαν. Είχαν πάθει μεγάλο τρακ. Εγώ ανέβηκα στη σκηνή πολύ ήρεμος, είπα μια-δυο ατάκες που είχα και άρχισαν όλοι να γελούν. Παρότι δεν καταλάβαινα γιατί, κοίταξα γύρω μου και ένιωσα πολύ ήσυχος, πολύ συγκεντρωμένος. Ένιωσα καλά. Και έτσι άρχισα να παίζω, να τους πειράζω πάνω στη σκηνή, να προκαλώ γέλιο στο κοινό και αυτό μου έδινε μια περίεργη, γαργαλιστική ευχαρίστηση. Και ναι, τότε ήταν που είπα “Τι είναι αυτό; Ότι και να ‘ναι, αυτό θα κάνω!”.
Και δεν παραστράτησε ποτέ; «Ποτέ. Πήγα στη μαμά μου και της είπα ότι θα γίνω ηθοποιός και αμέσως μου είπε: “Αμέ!”. Άρχισε να με πηγαίνει στο θέατρο, στο σχολείο ήμουν πάρα πολύ κακός μαθητής, με αγαπούσαν όμως οι καθηγητές γιατί ήμουν πολύ ευγενικός, αλλά δεν διάβαζα καθόλου. Η μητέρα μου, ως έξυπνη γυναίκα, μου λέει “Δεν θα διαβάζεις; Εντάξει. Θες να γίνεις ηθοποιός; Θα διαβάζεις όμως για να γίνεις αυτό”. Πήγε λοιπόν και μου αγόρασε, στην πρώτη λυκείου, τα άπαντα του Στανισλάφσκι και μου έλεγε να τα διαβάζω στο σχολείο. Και επειδή όλοι οι καθηγητές ήξεραν ότι θέλω να γίνω ηθοποιός, με άφηναν να διαβάζω ακόμη και στην ώρα των μαθηματικών».
Πέρσι ήταν πάλι σε περιοδεία. Με τους Πέρσες του Δημήτρη Καραντζά. Αναρωτιέμαι αν, αυτό το παιδί που διάβαζε Στανισλάφσκι την ώρα του μαθήματος σε ένα σχολείο του Γκύζη, σκεφτόταν πως κάποια χρόνια αργότερα θα αγκάλιαζε τη σκηνή της Επιδαύρου και αυτή θα τον έπνιγε με ένα σκασμό φιλιά. «Για να πω την αλήθεια, εγώ δεν είχα ποτέ αυτή την τρέλα του χώρου εκεί, αλλά θα ήμουν ψεύτης αν πω ότι όταν πάτησα για πρώτη φορά το πόδι μου δεν έπαθα κάτι. Έχει κάτι πολύ τρελό αυτός ο χώρος. Ενώ είναι τεράστιος, για κάποιον παράξενο λόγο η ενέργεια που νιώθεις είναι πολύ φιλόξενη. Και η ιδέα πως υπάρχει τόσες χιλιάδες χρόνια και έχουν παιχτεί σε αυτό τόσες παραστάσεις και θάφτηκε μέσα σε ένα βουνό και το ξεθάψανε και είμαστε εμείς εδώ και παίζουμε… Θεωρώ ότι είναι συγκινητικό. Ήταν πολύ ωραία εμπειρία, μου άρεσε πάρα πολύ που πήγα με αυτό το έργο, πάρα πολύ με αυτόν τον σκηνοθέτη. Μου αρέσει πάρα πολύ να δουλεύω μαζί του. Είναι από αυτά τα άτομα που θέλω να είμαι κοντά τους. Ένας πολύ έξυπνος άνθρωπος, πολύ διαβασμένος, πολύ ωραίος να συνυπάρχεις στην παρέα, αλλά και μόνος μαζί του».
Τι μπορεί να είναι, άραγε, τελικά, ο ταλαντούχος αυτός τύπος που θα οργώσει και πάλι φέτος τα θερινά θέατρα; Δέκτης ή πομπός; «Μου αρέσει να είμαι κοντά σε ανθρώπους που γνωρίζουν περισσότερα, να κλέβω γνώσεις. Είσαι ψαράς; Έχεις ενδιαφέρον. Μαθαίνω για το πώς ψαρεύεις. Αν βρεθώ σε ένα δωμάτιο και πω ότι είμαι ο πιο έξυπνος από όλους σε οποιοδήποτε θέμα, θα βαρεθώ γιατί δεν θα έχω κάτι να μάθω. Τι να κάτσω να κάνω; Διάλεξη; Μου αρέσει να ρωτάω, πάρα πολύ».
Ανάγκη για bedtime stories. Και όχι απαραίτητα εκείνη μόνο τη στιγμή. «Η δουλειά μου είναι να είμαστε storytellers, προτιμώ όμως να τις ακούω από το να τις λέω. Θέλω να ακούω ιστορίες από τους άλλους γιατί με εμπνέουν. Πεθαίνω, λατρεύω, μπορώ να ακούω για ώρες ιστορίες. Μου αρέσει να είμαι ακροατής. Μου αρέσει να μπαίνω στο μετρό για να παρατηρώ τους άλλους και να τους ακούω να μιλάνε». Ο ίδιος, όμως, πώς νιώθει ως αφηγητής όταν πρέπει; «Με βαριέμαι. Δεν νιώθω πως έχω τόσο φοβερές ιστορίες να πω. Συνήθως πιστεύετε ότι οι άνθρωποι του θεάματος έχουν φοβερά πράγματα να πουν. Εγώ δεν έχω». Γελάει. Εγώ πάλι, του λέω, θα έλεγα το αντίθετο, πως προσφέρεις στις ιστορίες σου ωραίες εικόνες με άψογο σέρβις. «Αυτό σε μπερδεύει, στο delivery είμαι καλός» λέει και συνεχίζει να γελάει.
Ο Ηλίας έχει κάνει αρκετή τηλεόραση. Τον θυμάμαι στον Αστέρα της Ραχούλας. Και μετά στο Πέτα τη Φριτέζα. Έχει κάνει και κινηματογράφο. Μια ταινία με τον Γιώργο Τσεμπερόπουλο, Ο Εχθρός μου, όταν ήταν 19 ετών. Έχει κάνει και ταινίες μικρού μήκους. Η τελευταία ήταν του Αλέξη Κουκιά το Afrernoon, που κέρδισε βραβεία στις Νύχτες Πρεμιέρας. Για αυτόν το πρώτο ανδρικό και για τον εαυτό της την καλύτερη του διαγωνιστικού τμήματος. Μπορεί να τον πετύχεις σε θερινά του κέντρου να κυνηγά ταινίες του Χίτσκοκ. Ο Ηλίας είναι απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Ωδείου Αθηνών: «Θεωρώ πως είναι στο επίπεδο του Εθνικού. Έχουμε το Εθνικό και το Ωδείο. Ήρθε ο Κωνσταντίνος Αρβανιτάκης από την Αμερική με πολλή όρεξη και έφτιαξε μια πολύ καλή δραματική σχολή. Ήταν το τελευταίο των τελευταίων, δεν πήγαινε κανείς. Σχεδόν, δεν ήξεραν ότι υπήρχε. Και με πολλή δουλειά, ο Αρβανιτάκης τα κατάφερε. Άρχισε να μαζεύει και τα σωστά άτομα γιατί μια καλή σχολή τη διαμορφωθούν τα άτομα, οι καθηγητές της».
Μετά από δέκα χρόνια, το κομμάτι της δουλειάς, του θεάτρου, του επαγγέλματος, είναι πολύ λιγότερο τρομακτικό πλέον, μου λέει. Φαντάζομαι πως για κάποιον που ξεκινά σε κάτι άγνωστο, το άπιαστο, το τεράστιο, το αγχωτικό είναι μια κάποια μορφή καθημερινότητας. Συμπληρώνει: «Για μένα το θέατρο είναι μια φούσκα προστασίας, είναι το καταφύγιο μου. Πάω εκεί και το αγαπώ, με ηρεμεί. Με κάνει να ξεχνιέμαι για τη ζωή, πόσο σκληρή είναι κάποιες φορές. Είμαι workaholic, αυτό όμως αρχίζει και λειτουργεί από κάποια στιγμή και μετά σαν ναρκωτικό. Σε βοηθά να ξεχνιέσαι και να χάνεσαι από την πραγματικότητα. Ενώ ξεκινάς να κάνεις θέατρο για να μιλήσεις για το τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή στην κοινωνία, στις ζωές μας, στον τόπο μας, κι ενώ αυτός είναι ο στόχος, μέσα από αυτή τη διαδικασία εσύ ξεχνιέσαι και κλείνεσαι και ασχολείσαι πολύ με το γεγονός ότι δε θες να γυρίσεις σπίτι και να έρθεις αντιμέτωπος με τις σκέψεις σου και με το τι έχεις να διαχειριστείς. Με το που βγεις, είτε από την πρόβα είτε την παράσταση, και πάρεις τα συγχαρητήρια σου, και συζητήσεις για το έργο και τον ρόλο σου, μετά η διαδρομή για το σπίτι είναι δύσκολη. Είναι πολύ δύσκολη».
Μοναχικές διαδρομές μοναχικών ανθρώπων; «Όπως και στο σχολείο έτσι και στη σχολή, πολλά είναι αυτά για τα οποία δεν μας προετοιμάζουν. Για παράδειγμα, για τη ζωή την ίδια. Θα ήθελα να υπάρχουν μαθήματα πρακτικά, να σου πουν “οκ, βγαίνεις, ξέρεις τι είναι ο κλειδάριθμος; Ξέρεις πως να κάνεις φορολογική δήλωση; Ξέρεις το ΑΦΜ σου; Ξέρεις τι είναι η ανεργία, ο εργαζόμενος, οι κοινωνικές τάξεις…;”. Θα ήθελα να ξέραμε πως να χειριζόμαστε τα πράγματα της καθημερινής ζωής. Βγαίνεις ένα αθώο παιδί και σε πάει η ζωή όπου θέλει και δεν σου έχει πει κανείς τίποτα. Στις σχολές μελετάμε πολλούς συγγραφείς, σκηνοθέτες, καλλιτέχνες, πίνακες, έργα, μουσικές, αναλύουμε τα πάντα αλλά δεν μας λένε τίποτα πρακτικό – ευτυχώς κάποιοι καθηγητές άρχισαν να το κάνουν, για το τι είναι το βιογραφικό, πώς να το φτιάξουμε, τι συμβαίνει στις οντισιόν. Σε μας υπήρχε ευτυχώς η Τζο Κακουδάκη – μας έκανε αυτό το μάθημα, μας έλεγε ευθέως πόσο χάλια ήμασταν, τι έπρεπε να προσέχουμε, τι να φτιάξουμε. Πλέον ξέρω ότι ο Κωνσταντίνος Αρβανιτάκης τους κάνει και προσομοίωση οντισιόν. Έχεις μόνο ένα λεπτό να εντυπωσιάσεις».
Τον βλέπω απέναντι μου, δείχνει άνθρωπος που σκέφτεται δέκα πράγματα ταυτόχρονα. «Σκέφτομαι πάρα πολύ» μου λέει «και πολύ εύκολα τα θάβω όλα. Μου είναι πολύ εύκολο να τα ξεχνάω. Μου είναι εύκολο να βγω στην επιφάνεια, στις μπουρμπουλήθρες και στον αφρό και αντίστοιχα πολύ εύκολο να βουτάω μετά στον βυθό. Είμαι σε διαρκή αναζήτηση του ποιος είμαι. Αυτό δεν είναι πάντα βοηθητικό, όπως καταλαβαίνεις. Γιατί δεν ανακαλύπτεις πάντα υπέροχα πράγματα. Πόσο γαμάτος είσαι. Βρίσκεις και άλλα, βρωμιές και κόμπλεξ».
Τον ρωτάω τι τον ξεκουράζει; «Το διάστημα» απαντά. «Τρελαίνομαι για την επιστήμη του σύμπαντος, την αστροφυσική, πάω συχνά στο Πλανητάριο, βλέπω ντοκιμαντέρ, διαβάζω βιβλία γύρω από αυτό. Κάθε μέρα και κάθε βράδυ το σκέφτομαι πολύ, κοιμάμαι ακούγοντας podcast της NASA. Έχω τρέλα, Σκέφτομαι ότι είμαι σε αυτόν τον βράχο που αιωρείται, ότι εντελώς τυχαία υπάρχουμε και εντελώς τυχαία συνέβησαν όλα, εντελώς τυχαία γεννηθήκαμε, άρα ό,τι και να κάνεις, δεν πέτυχε ο ρόλος, δεν έχει απαραίτητα και κανένα νόημα. Όπως βλέπεις, στο τσακ μπορείς να γίνεις μηδενιστής αλλά η αλήθεια είναι ότι κάποια στιγμή θα εξαφανιστούμε, ούτε η αγάπη θα τα σώσει όλα. Είναι υπέροχο απλά που είμαστε κομμάτι μιας τεράστιας ιστορίας που ξετυλίγεται».
Εσύ, που μελετάς το διάστημα, πες μας ποια θα μπορούσε να είναι η αλήθεια εκεί έξω.. «Σίγουρα υπάρχει ζωή, ακόμη και μαθηματικά να το βάλεις κάτω». Τον ρωτάω αν θα ήθελε να είναι στο Hollywood μέγας σταρ σε διαστημικά μπλοκμπάστερ: «Θα ήθελα να είμαι στο ίδιο το διάστημα» μου λέει και γελάμε. «Δε με νοιάζει το Hollywood. Άμα μου έλεγες να πάω στο διάστημα, να μπορούσα να γίνω αστροναύτης… Θα το ήθελα πολύ. Μακάρι να μπορούσα να ταξιδεύω στον γαλαξία και να έφευγα, να έβλεπα μαύρες τρύπες από κοντά, διαφορετικά αστέρια, τεράστιου ήλιους. Θα μου φαινόταν ανατριχιαστικά πανέμορφο και τρομακτικό. Θα ήθελα πάρα πολύ να φύγω. Μπορώ να σκάσω μέσα μου, στην ιδέα και μόνο ότι αυτό είναι τόσο τεράστιο και εμείς είμαστε τόσο παγιδευμένοι στη Γη. Θα σκάσω που δε μπορώ να δω τι υπάρχει πιο πέρα, να δω κόκκινους γίγαντες, να δω λευκούς νάνους».
Του λέω πως όλο αυτό μου θυμίζει το υπέροχο Tears in the Rain, τον σπαραχτικό μονόλογο του Rutger Hauer που ως ρέπλικα Roy Batty στην βροχερή ταράτσα του Blade Runner θυμάται τους γαλαξίες που ταξίδεψε. Και πόσο μέσα από αυτές τις 42 λέξεις του μας έκανε να δούμε και εμείς όλα αυτά τα θαυμαστά που είχε ανακαλύψει: «Αυτό θέλω κι εγώ» μου λέει «Πάρα πολύ. Με φοβίζει και με ιντριγκάρει ταυτόχρονα. Να δω αυτό το αχανές μαύρο που είναι τόσο τρομακτικό. Θα ήθελα να είμαι εκεί».