Βρίσκομαι στην περιοχή του Ταύρου, μερικά βήματα μακριά από τον ηλεκτρικό, και κατευθύνομαι σε ένα μέρος που δεν ξέρω αν θα πήγαινα εάν αφορμή δεν είχε σταθεί η γνωριμία μου με μία πρωταθλήτρια στην πυγμαχία. Για την Αγγελιάννα Κορωνιού όμως, ο Σύλλογος Πυγμαχίας Golden Corner, είναι το δεύτερο σπίτι της εδώ και δέκα περίπου χρόνια.
Στα 36 της, έχει υπάρξει πρωταθλήτρια κολύμβησης και πυγμαχίας, προσμένει τον ερχομό του δεύτερου παιδιού της, και εργάζεται ως μία από τις πιο επιτυχημένες tattoo artists στην Αθήνα που ακούει στο όνομα Foxy Lady.
Φορώντας τα άνετα ρούχα της και με τα μάτια της να λάμπουν από χαρά, με καλωσορίζει στον σύλλογο όπου προπονείται, λέγοντάς μου πόσο της έχει λείψει το box, καθώς λόγω της εγκυμοσύνης απέχει από τα ring. Μιλήσαμε για τη ζωή της ως αθλήτρια και για το επίπεδο της πυγμαχίας στην Ελλάδα, καταρρίπτοντας τα ταμπού που θέλουν τον πρωταθλητισμό να μην συνταιριάζει εύκολα με τη μητρότητα.
Αφού με ξεναγεί στον χώρο του γυμναστηρίου, καθόμαστε στο café του Golden Corner και η Αγγελιάννα αρχίζει να μου διηγείται πώς ήρθε ο αθλητισμός στη ζωή της. «Από την ηλικία των τεσσάρων άρχισα το μπαλέτο αλλά έβλεπα τον μικρότερο αδελφό μου που πήγαινε κολυμβητήριο και ήθελα να πάω κι εγώ. Έκανα λοιπόν μπαλέτο και κολυμβητήριο ταυτόχρονα από τα 9 μου χρόνια μέχρι τα 11. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησαν οι γονείς μου ότι κουραζόμουν πολύ και με παρότρυναν να διαλέξω. Στην αρχή στεναχωρήθηκα πολύ, αλλά αποφάσισα να συνεχίσω μόνο με την κολύμβηση, προστατεύοντας έτσι τον εαυτό μου από την εξουθένωση».
Στην κολύμβηση, η Αγγελιάννα έφτασε στο επίπεδο του πρωταθλητισμού, με τον οποίο ασχολήθηκε μέχρι τα 18 της χρόνια. Καθημερινά, έκανε διπλές και τριπλές προπονήσεις, καταφέρνοντας μεταξύ άλλων να μπει στο Κλιμάκιο της Εθνικής. «Εκείνα τα χρόνια έκανα την περισσότερη προπόνηση που έχω κάνει μέχρι σήμερα στη ζωή μου. Πήγαινα στο κολυμβητήριο δύο ώρες πριν το σχολείο, μετά το σχολείο πήγαινα στο γυμναστήριο, ύστερα είχα απογευματινή προπόνηση, επέστρεφα σπίτι και πήγαινα ξανά για προπόνηση το βράδυ. Ήμουν στο νερό σχεδόν όλη τη μέρα. Ήταν κάτι που επέλεξα, όμως, και θεωρώ πως ο αθλητισμός, αν και σκληρός, είναι το καλύτερο που μπορεί να παρέχει ένας γονιός στο παιδί του. Αν ένα παιδί στην πορεία επιλέξει συνειδητά τον πρωταθλητισμό, ένας γονιός οφείλει να το στηρίξει. Από εκεί και πέρα, υπάρχουν στιγμές που το παιδί μπορεί να κουραστεί, να μη θέλει να πάει στην προπόνηση, να βαρεθεί. Ο γονιός τότε πρέπει να δείξει κατανόηση, να μην το πιέσει εξαιτίας των δικών του απωθημένων, αλλά να το παρακινήσει και να του δώσει ώθηση να συνεχίσει», μου λέει η Αγγελιάννα με πάθος για το άθλημα που αγάπησε ως παιδί.
«Εκείνο το διάστημα χρειάστηκε επίσης να ακολουθήσω και συγκεκριμένη διατροφή από Αθλίατρο, γιατί δεν τρώγαμε πολύ σωστά στο σπίτι. Μάθαμε να τρώμε καλύτερα όταν εγώ, λόγω χαμηλών τιμών σιδήρου και φερριτίνης, αναγκάστηκα να αλλάξω τη διατροφή μου για να μην εξαντλούμαι στις προπονήσεις. Ήμουν από τα παιδιά που δεν έπαιρναν πράγματα από το κυλικείο, είχα πάντα μαζί μου ένα τοστ, ένα μήλο και μια μπανάνα».
Ρωτώντας την αν στερήθηκε την κοινωνικοποίησή της λόγω των εντατικών προπονήσεων, η αθλήτρια μου εξηγεί: «Ήμουν ένα παιδί που προσπαθούσα να είμαι μέσα σ’ όλα, οπότε δεν βίωσα περιθωριοποίηση από τους συμμαθητές μου. Τα Σαββατοκύριακα μου άρεσε πάντα να βγαίνω όταν δεν είχα προπόνηση – ή να πίνω έναν καφέ αν προλάβαινα μετά το σχολείο. Οι φίλες μου ήταν υποστηρικτικές, δεν με έκαναν πέρα επειδή δεν είχα πολύ ελεύθερο χρόνο ή επειδή στο σχολείο είχα πιο αθλητικό στυλ και ήμουν πάντα με βρεγμένα μαλλιά από το κολυμβητήριο».
Όσο κι αν αγαπάει τον αθλητισμό και τον πρωταθλητισμό, η Αγγελιάννα ήθελε από μικρή να σπουδάσει και να βιοποριστεί από ένα πιο καλλιτεχνικό επάγγελμα. «Ο πρωταθλητισμός με βοήθησε δίνοντάς μου μόρια για να μπω σε μία σχολή με πολύ καλό βαθμό. Έχω σπουδάσει Αρχιτεκτονική Εσωτερικών Χώρων και τώρα δουλεύω ως tattoo artist. Ήθελα να βρω εργασία σε έναν πιο καλλιτεχνικό χώρο και να ασχολούμαι παράλληλα με τον αθλητισμό. Το ταμπού της εποχής ωστόσο (όχι πως δεν υφίστανται ακόμη) ήθελε τα καλλιτεχνικά επαγγέλματα, τα αθλήματα ή ό,τι σχετιζόταν με τη μόδα κ.λπ., να αποτελούν χόμπι και όχι κάτι που θα μπορούσε να φέρει καταξίωση σ’ έναν άνθρωπο. Επίσης, το κομμάτι της γυμναστικής σε επαγγελματικό επίπεδο δεν το σκεφτόμουν μεγαλώνοντας γιατί είχα κουραστεί πολύ ως παιδί».
Κλείνοντας τα 18, επέλεξε να σταματήσει τον πρωταθλητισμό και να συνεχίσει να ασχολείται με την κολύμβηση χωρίς να συμμετέχει σε αγώνες. Στα 22 της αποσύρθηκε οριστικά και μεσολάβησαν αρκετά χρόνια ωσότου αποφασίσει να κολυμπήσει ξανά σε πισίνα – πράγμα το οποίο τελικά συνέβη μετά την πρώτη της εγκυμοσύνη πριν από δύο περίπου χρόνια.
Η συζήτησή μας φτάνει στον ερχομό της πυγμαχίας στη ζωή της. «Σταματώντας την κολύμβηση, ήθελα να αφιερωθώ στη σχολή, να ξενυχτήσω με τις φίλες μου, να μην κάνω τίποτα! Κάποια στιγμή κοντά στα 26 μου, αφού είχα γεμίσει μπαταρίες, μου λέει ένας φίλος να πάμε εκεί που κάνει προπόνηση στο μποξ. Έτσι πήγαμε στον Σύλλογο, ο οποίος τότε δεν βρισκόταν ακόμη στον Ταύρο, και ξεκίνησα κι εγώ προπονήσεις. Η ζωή τα έφερε έτσι, και ερωτευτήκαμε με τον προπονητή μου, τον Ρίκο (Δημήτρη Ξερικό), με τον οποίο σήμερα περιμένουμε το δεύτερό μας παιδί. Η γνωριμία μας έπαιξε ρόλο στο να αφοσιωθώ στο άθλημα και να μην χάνω μαθήματα. Επειδή είχα μάθει να αθλούμαι από παιδί, αγάπησα πολύ γρήγορα το άθλημα, και όσον αφορά στο κομμάτι της σχέσης μας, πάντα υπήρχε η διάκριση μεταξύ προσωπικής ζωής και αθλητισμού. Στην προπόνηση ο Ρίκο ήταν αποκλειστικά ο προπονητής μου. Στο πλευρό μου μέχρι σήμερα είναι και ο Νίκος Γιδάκος που μαζί με τον Ρίκο, είναι ιδιοκτήτες του Συλλόγου. Ξεκίνησα λοιπόν με τους πρώτους αγώνες Sparring για να δούμε πού βρίσκομαι (σ.σ. η προσομοίωση του αγώνα, κατά τον οποίο ο αθλητής δεν ακολουθεί συγκεκριμένη τεχνική και γίνεται πάντα ελεγχόμενα με την καθοδήγηση του προπονητή), και στη συνέχεια άρχισα να συμμετέχω στα πρωταθλήματα».
Όπως με πληροφορεί η Αγγελιάννα για τα πρωταθλήματα, «κάθε χρόνο διεξάγεται στην Ελλάδα ένα πρωτάθλημα ερασιτεχνικής πυγμαχίας, στο οποίο δηλώνεις τα κιλά στα οποία θέλεις να παίξεις. Εγώ για παράδειγμα που συμμετείχα στα 57 κιλά, δεν θα μπορούσα να παίξω με μία κοπέλα που ήταν στα 60. Οι αντίπαλοι πρέπει να αγωνίζονται ακριβώς στα ίδια κιλά. Αν είσαι για 100 γραμμάρια πάνω από την κατηγορία και παίζεις, τότε παίρνει πρόστιμο η ομάδα με την οποία έχεις κατέβει στους αγώνες. Επίσης, είναι σημαντικό να διευκρινίσουμε ότι το box είναι ένα στυλ πυγμαχίας, δηλαδή η πάλη μεταξύ των αθλητών γίνεται μόνο με τα χέρια. Στο kick boxing από την άλλη, χρησιμοποιείς και τα πόδια. Ο δικός μας Σύλλογος είναι αμιγώς πυγμαχικός».
Συζητώντας για το επίπεδο της πυγμαχίας στην Ελλάδα, μαθαίνω πως, αν και το άθλημα έχει προσελκύσει πολλές γυναίκες, στα πρωταθλήματα οι συμμετοχές είναι λιγοστές. «Μπορεί δηλαδή να θεωρείσαι πρωταθλήτρια ανάμεσα σε 3 με 5 γυναίκες στην κατηγορία σου, όπως εγώ. Δυστυχώς είναι τόσο λίγες οι συμμετοχές. Στους άντρες αντίστοιχα, υπάρχουν μέχρι και 40 συμμετοχές σε μία κατηγορία. Βέβαια, μετά την καραντίνα οι συμμετοχές των ανδρών ήταν πολύ λίγες σε σχέση με άλλες χρονιές που διεξάγονταν δύο πρωταθλήματα τον χρόνο. Η καραντίνα επηρέασε πολύ τη ψυχολογία των αθλητών. Για να ανέβεις να παίξεις, πρέπει “να το λέει” η καρδούλα σου. Ο φόβος είναι το χειρότερο πράγμα στο άθλημά μας. Σίγουρα θα υπάρξεις φοβισμένος ανά στιγμές, είναι ανθρώπινο, όμως δεν πρέπει να σε κατακλύζει. Βέβαια, ένας άνθρωπος με φόβους και φοβίες που ξεκινάει να αθλείται σε μαζικό επίπεδο, μπορεί να ενδυναμωθεί, να αισθανθεί καλύτερα».
Ρωτώντας τη για τη διαφορά μεταξύ ερασιτεχνικής και επαγγελματικής πυγμαχίας, η αθλήτρια μου εξηγεί πως «Η ερασιτεχνική πυγμαχία διεξάγεται σε πανελλήνιο, πανευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο αγώνων, όπως η Ολυμπιάδα. Οι αγώνες διαρκούν για 3 τρίλεπτα και δεν υπάρχουν χρηματικές απολαβές για τους αθλητές πέρα από την καταξίωση. Οι κανόνες φυσικά είναι πιο αυστηροί στο ερασιτεχνικό επίπεδο και δίνεται μεγάλη προσοχή στην αθλητική συμπεριφορά των αθλητών. Οι αγώνες για πρόκριση μπορεί να είναι αρκετοί μέσα σε λίγες μέρες στη διάρκεια ενός τουρνουά. Στην επαγγελματική πυγμαχία, ο αθλητής ζει αποκλειστικά από αυτή. Έχει μεγάλες χρηματικές απολαβές και οι κανόνες είναι διαφορετικοί. Δίνεται περισσότερη έμφαση στο θέαμα – με ό,τι αυτό συνεπάγεται – και γίνονται πολλοί τρίλεπτοι γύροι. Επίσης, δεν χρησιμοποιούνται προστατευτικές κάσκες, παρά μόνο σπασουάρ».
Η Αγγελιάννα διευκρινίζει ακόμα ότι «στο επίπεδο του πρωταθλητισμού δεν “χτυπιόμαστε” κάθε μέρα, όπως νομίζει ο περισσότερος κόσμος. Έχουμε το τρέξιμο, το γυμναστήριο, την ενδυνάμωση, τις τεχνικές στις οποίες οι κινήσεις είναι ελεγχόμενες από τους προπονητές, και μία φορά την εβδομάδα μπορεί να κάνουμε και κάποιο Sparring. Στους αγώνες οι αθλητές φορούν γάντια, κάσκα και το προστατευτικό σπασουάρ για τους άντρες. Οι γυναίκες φορούν σπασουάρ στο στήθος μόνο στους επαγγελματικούς αγώνες, γιατί τα χτυπήματα στην περιοχή αυτή δεν είναι συνηθισμένα στο ερασιτεχνικό επίπεδο. Εγώ συμμετείχα σε ερασιτεχνικά πρωταθλήματα πριν την καραντίνα, και μετά αποφάσισα να μην συμμετάσχω ξανά σε αγώνες. Στην ερασιτεχνική πυγμαχία υπάρχουν ανήθικες καταστάσεις που δεν με εξέφραζαν, καθώς ποτέ δεν ήμουν αντιαθλητική. Έτσι ένιωθα πως δεν είχα κάποιον σοβαρό λόγο για να προετοιμαστώ, να κοπιάσω τόσο πολύ και τελικά να αδικηθώ. Κουράστηκα να δίνω όλο μου τον εαυτό και να αδικούμαι».
Βασικός λόγος για τον οποίο το επίπεδο του αθλήματος στην Ελλάδα δεν είναι υψηλό, αποτελεί η γενικότερη οπαδική κουλτούρα του Έλληνα, όπως θα μου εξηγήσει η πρωταθλήτρια. «Στο μποξ δεν υπάρχει το επίπεδο λατρείας που υπάρχει για το ποδόσφαιρο και το μπάσκετ στην Ελλάδα, οπότε η χώρα δεν επενδύει στην πυγμαχία. Εδώ υπάρχει η νοοτροπία “πηγαίνω μαθαίνω δύο μπουνιές και το παίζω μάγκας”. Δεν είναι όμως αυτή η ουσία του αθλήματος. Σκοπός του είναι να ιδρώσεις, να εκτονωθείς σωματικά και ψυχικά, να αποκτήσεις αδρεναλίνη και να βγεις ανανεωμένος από την προπόνηση. Είναι βέβαια και ένα άθλημα που, ξεκινώντας το κάποιος, μπορεί να συνειδητοποιήσει ότι δεν θέλει να υποστεί τα χτυπήματα. Ειδικότερα για τις γυναίκες αθλήτριες, δεν υπάρχει η κατάλληλη προετοιμασία στην Ελλάδα ώστε ένα κορίτσι να νιώσει ασφάλεια και να κάνει το βήμα να πάει σε ένα πρωτάθλημα».
Η πυγμάχος έχει ήδη θέσει τους επόμενους στόχους που θέλει να κατακτήσει αφότου φέρει στον κόσμο το δεύτερο παιδί της. «Μετά τη γέννα σκέφτομαι να ξεκινήσω εντατικά τρέξιμο γιατί θα ήθελα να συμμετάσχω σ’ έναν μαραθώνιο. Τώρα που είμαι 36, επειδή αθλούμαι από μικρή, έχω αρκετές αντοχές και μπορώ να κάνω αρκετά πράγματα ακόμη στον αθλητισμό, και το να ξεκινήσεις ξανά προπόνηση μετά την εγκυμοσύνη είναι πολύ πιο εύκολο απ’ όσο πιστεύει ο κόσμος. Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, είναι σημαντικό μία αθλήτρια να γυμνάζεται έστω και λίγο, με την καθοδήγηση του γιατρού της, εκτός αν υπάρχουν σοβαροί λόγοι που δεν το επιτρέπουν. Μετά τη γέννα, για έναν περίπου μήνα δεν πρέπει να γυμναζόμαστε ωσότου επανέλθουν τα όργανά μας στη φυσιολογική τους κατάσταση και σταματήσει η αιμορραγία. Έχω δει γυναίκες που μετά την εγκυμοσύνη καταφέρνουν να χτίσουν πολύ καλύτερο σώμα από αυτό που είχαν».
Ρωτάω την Αγγελιάννα για τις εξετάσεις στις οποίες πρέπει να υποβληθεί ένας αθλητής που συμμετέχει σε αγώνες, αλλά και για το πόσο σημαντικό είναι οι προπονητές να αφουγκράζονται την πίεση που μπορεί να νιώθουν οι αθλητές.
«Για να μπορέσεις να βγάλεις ένα δελτίο συμμετοχής στους αγώνες του εξωτερικού, πρέπει να επιδείξεις όλες τις απαραίτητες εξετάσεις – πέρα από τις αιματολογικές – όπως αξονικές, μαγνητικές, εγκεφαλογράφημα κ.α. Σε εγχώριους όμως αγώνες, ζητούν δυστυχώς μόνο ένα καρδιογράφημα. Αντίστοιχα λοιπόν, όταν ένας αθλητής επιστρέφει από ένα πρωτάθλημα στο εξωτερικό στο οποίο μπορεί να παίξει σε 3-4 αγώνες μέσα σε λίγες μέρες (μετά από κάθε αγώνα υπάρχει υποχρεωτικά ένα day off), σημαίνει ότι έχει χτυπηθεί. Έτσι, σε αυτού του επιπέδου τους αγώνες, είναι σημαντικό όταν γυρνάς να κάνεις και πάλι τους απαραίτητους ελέγχους και εξετάσεις, πράγμα το οποίο είχα κάνει κι εγώ. Είναι αναγκαίο να υπάρχει συστηματική παρακολούθηση της υγείας του αθλητή, και ακόμη περισσότερο εάν δηλώσει πως αισθάνεται κάποια δυσφορία».
Όσον αφορά στην αντιμετώπιση που είχε από τους προπονητές της όλα τα χρόνια που ασχολείται με τον αθλητισμό, η ίδια μου δηλώνει πως δεν είχε έρθει ποτέ αντιμέτωπη με περιστατικά κακοποίησης ή παρενόχλησης ως κορίτσι. «Προσωπικά από τους προπονητές μου ήμουν πολύ ικανοποιημένη. Όταν έκανα κολύμβηση, είχα έναν σκληρό προπονητή για ένα διάστημα, αλλά εκ των υστέρων κατάλαβα ότι με πίεζε γιατί πίστευε πολύ στις δυνατότητές μου. Τότε μπορεί να έκλαιγα μέσα από τα γυαλάκια στην πισίνα γιατί δεν άντεχα άλλο, όμως του χρωστάω πολλά γιατί με έφτασε εκεί που πήγα. Όταν είσαι παιδί και ασχολείσαι με τον πρωταθλητισμό, πρέπει κάποιος να σε συγκρατεί ώστε να μην λοξοδρομήσεις από τον στόχο σου – εκτός αν συνειδητά πει το παιδί ότι δεν αντέχει άλλο και θέλει να σταματήσει. Θυμάμαι συγκεκριμένα για εκείνον τον προπονητή, πως δεν μας άφηνε να φοράμε κοντά μπλουζάκια για να μην κρυώνει η κοιλιά μας και να μην χάνουμε προπονήσεις. Δεν ήταν αισθητικοί οι λόγοι στις παρεμβάσεις του».
Λίγο πριν αφήσω την Αγγελιάννα να συνεχίσει με τις υποχρεώσεις της, μου εξηγεί κάνοντας έναν αναστοχασμό, πως, δεν της αρέσει στη ζωή της να έχει απωθημένα. «Θέλω, με ό,τι καταπιάνομαι, να νιώθω πως έχει κάνει τον κύκλο του για να μπορέσω να το αφήσω. Θέλω να τα δίνω όλα για όσο αντέχω και να ξέρω πως αν κάτι δεν πάει καλά, τουλάχιστον το προσπάθησα. Στην κολύμβηση, αποφάσισα προτού εγκαταλείψω το άθλημα να επανέλθω στους κορυφαίους χρόνους που είχα σημειώσει, και να σταματήσω εκεί. Από την πυγμαχία δεν νιώθω ότι έχω πάρει αυτό που μου άξιζε σε αγωνιστικό επίπεδο, όμως θέλω να συνεχίσω σε επίπεδο πρωταθλητισμού για να νιώθω εγώ καλά. Έχω ακόμη αρκετά πράγματα να πάρω από την πυγμαχία. Είναι από τα καλύτερα αθλήματα που έχω κάνει στη ζωή μου, γιατί με έμαθε αυτό που αντιμετωπίζω στο ring, να το αξιοποιώ ως μία γενικότερη στάση ζωής στην καθημερινότητά μου», καταλήγει χαμογελώντας.