ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Γ. Χρονάς: «Ο Τσαρούχης είναι ένα μέτρημα εκτός μετρήματος. Ένας ζωγράφος της Δευτέρας Παρουσίας».

20 Ιουλίου, 1989. Το αγχωμένο τηλεφώνημα, με τη «σπασμένη» φωνή. «Ο Τσαρούχης πέθανε». Η «παγωμάρα». Φίλοι, μαθητές του, συγγενείς τρέξανε… Όλοι… Δεν μπορούσε να αλλάξει κάτι. Ο Γιάννης Τσαρούχης -είχε κλείσει τα 79  του χρόνια στις 13 Ιανουαρίου-, ήταν νεκρός. Είχε πάρκινσον. Έπασχε κι από διαβήτη –έκανε διαρκείς «παρασπονδίες», σαν άτακτο παιδί, γεμάτος ενοχές, με τη ζάχαρη που λάτρευε. Μέχρι την τελευταία του πνοή ζούσε, συναντούσε φίλους, ζωγράφιζε παστέλ, με χέρι τρεμάμενο, γραμμές ακαθόριστες συχνά, που ενέπιπταν στο μεταφυσικό, σκηνογραφούσε, ντυμένος πάντα στο αγαπημένο του αμόλυντο λευκό. Σκηνοθετούσε για τη σκηνή, απέναντι από την οποία στεκόταν πάντα ωσάν ο πιο αθώος θεατρόφιλος.

Το μοιραίο, στην «καρδιά» του καλοκαιριού, ήταν αναπάντεχο, αναπότρεπτο και άφησε ένα κενό. Αυτό το κενό, 34 χρόνια ακριβώς μετά, δεν είναι εύκολο να αποτιμηθεί. Ο Γιάννης Τσαρούχης δεν ήταν απλώς ένα πράγμα – ζωγράφος-μάγος, σκηνογράφος, με θεατρικό ένστικτο στο DNA, δάσκαλος, πνευματικό κεφάλαιο, που με ένα λακωνικό σχόλιό του μπορούσε να συμπεριλάβει, να αποτυπώσει, να αποδομήσει κάθε παθογένεια-παθολογία της νεοελληνικής πολιτείας.

Ο ποιητής κι εκδότης Γιώργος Χρονάς τον έζησε. «Γραμματέα με έλεγε, τιμητικά», αναφέρει σήμερα. Του ζητήσαμε να μας μιλήσει για το ζωντανό αυτόφωτο πνεύμα που άφησε ανεξίτηλο αποτύπωμα στην ελληνική τέχνη και σκέψη. «Νομίζω ότι είναι ένα μέτρημα εκτός μετρήματος στη ζωγραφική, στον λόγο, στη σκέψη, στα σκηνικά που έκανε, την ενδυματολογία. Μάθημα τέχνης, κουλτούρας σπάνιας, μοναδικής. Ένας ζωγράφος, όπως του έλεγα, της Δευτέρας Παρουσίας. Ερωτευόταν και θαύμαζε την ομορφιά. Και παρεδίδετο. Αρχαιοπρεπώς. Η ιδέα του Πλάτωνος εμφανίζετο μπροστά του ως ολόγραμμα», αποκαλύπτει ο ποιητής, κατά τη συνομιλία μας.

O Γιώργος Χρονάς με τον Τσαρούχη στην Ρώμη, Άνοιξη του 1975. Η μοναδική κοινή φωτογραφία τους.

Σαν σήμερα, πριν από 3 δεκαετίες, πέθανε ο Γιάννης Τσαρούχης. Είναι τεράστιο το διάστημα. Ποιο είναι το βασικό κενό που απορρέει από την απουσία του; Τι λείπει από τον Γιάννη Τσαρούχη πραγματικά, κύριε Χρονά;

Όταν φύγει ένας άνθρωπος σαν τον Τσαρούχη, φτωχαίνει ο τόπος. Ανοίγει η γη στα πόδια μας. Πήγα στο τελευταίο ταξίδι του. Ήταν ο Χορν, ο Χατζιδάκις, φίλοι και γνωστοί του. Ήταν Αύγουστος και η πόλη ήταν άδεια. Όλοι σε διακοπές. Μου είχε πει «όταν πάω στα εγκαίνια μιας έκθεσής μου, είναι σαν να πηγαίνω στην κηδεία μου. Αφού τότε δεν θα μπορώ να δω τον κόσμο, το πλήθος που ήρθε για να δει τα έργα μου! Έχω προετοιμασθεί…».

Τι άνθρωπος ήταν; Εργασιομανής, γενναιόδωρος; Αυτοκαταστροφικός; Πεισματάρης; Ήταν όλα όσα λέτε. Βαθιά εργατικός. Κάθε φθινόπωρο που έφευγε για τη Γαλλία, έπεφτα κάτω, από τη δουλειά μου κοντά του.

Τι δουλειά είχατε επωμιστεί δίπλα του; Δεν ήμουν ζωγράφος. Ήμουν βοηθός του σε όλα. Γραμματέα με έλεγε, τιμητικά.

Πώς αποφάσισε να γίνει ζωγράφος; Φαντάζομαι να του το είπε η φωνή μέσα του. Ήταν γεννημένος ζωγράφος. Και μέγας ποιητής των όλων. Και ο Πειραιάς που τον γέννησε τον διαμόρφωσε.

Τι άλλο θα μπορούσε να είχε γίνει εξίσου επιτυχημένα; Ήταν τα πάντα, δεν χρειαζόταν άλλα πτυχία. Και επαγγέλματα.

Στη ζωγραφική του από πού είχε κυρίως εμπνευστεί; Από Άγγλους, Γάλλους, τον Θεόφιλο, τον Σωτήρη Σπαθάρη. Από το μέγα και το ελάχιστο του βίου μας. Αυτό μαρτυρούν οι ακουαρέλες του και μετά τα λάδια του.

Ποιος ήταν ο αγαπημένος του ζωγράφος; (Θυμάμαι αμυδρώς τον Βερμέερ). Νομίζω αυτός το ήξερε. Μπερδευόταν από τον θρίαμβο των μυστικών της ζωγραφικής του κόσμου. Και σιωπούσε, ζωγραφίζοντας τα δικά του. Δεν είναι αντιγραφέας κανενός.

Ποιες ήταν οι αρετές του ως ζωγράφου; Η ζεστή του σχέση με τη ζωή και τον έρωτα όλων. Αρχαιότης και θρίαμβος του τώρα που εκλείπει.  Όταν τον ρώτησα γιατί δεν ζωγραφίζει πια ναύτες μου απάντησε «βλέπεις πουθενά ναύτες;». Βγαίνανε με πολιτικά τα ναυτάκια, οι στρατιώτες, οι αεροπόροι.

Αγάπησε τη σκηνογραφία. Πώς την αντιλαμβανόταν; Ποια ήταν η σημαντικότερη σκηνογραφική δουλειά του; Και μόνο την Κάλλας να είχε ντύσει και σκηνογραφήσει θα ήταν μέγας. Αλλά δούλευε την τέχνη του σκηνικά-κοστούμια, μέχρι το τέλος του. Είδα τον Μινωτή, σε έργο του Μπέκετ, μεγάλοι και οι δύο, στο Εθνικό Θέατρο. Όταν άνοιξε η σκηνή… Έμεινε ακίνητη σε διάφανο φως μπλε, γαλάζιο του ουρανού, του θεού που αναζητεί ο Μπέκετ, ο ηθοποιός, ο σκηνογράφος του έργου.

Η σχέση του με το θέατρο ποια ήταν; Πώς θα την περιγράφατε; Το ήξερε απέξω. Η κουζίνα που βγαίνει στον «Γυάλινο κόσμο», του Τένεσι Ουίλιαμς, η μάνα που θέλει να παντρέψει την ασθενική, φευγάτη – σαν Κασσάνδρα – κόρη της είναι το σχήμα των Αιγυπτιακών τάφων. Ιερών νεκρών. Που αναπαύονται για πάντα, δυστυχώς.

Είχε αγαπημένο συγγραφέα; Όταν πήγα στο Παρίσι, το 1975, διάβαζε, στα γαλλικά, τα άπαντα του Νίτσε. Είχε απίστευτη βιβλιοθήκη λογοτεχνών και ζωγράφων. Κάποτε με ρώτησε για τον Γιώργο Χειμωνά, που είχε έρθει για να αγοράσει ένα έργο του με τη Λούλα Αναγνωστάκη. Και τους το χάρισε. Αρνήθηκε την πληρωμή.

Τι τον είχε καθορίσει περισσότερο ως άνθρωπο, ως ζωγράφο και διανοούμενο; Νομίζω η οικογενειακή ζωή – αδέλφια και ο Πειραιάς. Η διεθνής σκηνή τέχνης. Διάβαζε 10 εφημερίδες την ημέρα. Τις αγόραζε όλες. Ο Κόντογλου, ίσως, ως άνθρωπος σκέψης και ζωγράφος αρχικά. Ο Παρθένης…

Τι αγάπησε περισσότερο; Τη ζωή και την τέχνη του. Που περιείχε ό,τι αγαπούσε. Με τη δύση του ήλιου, άναβε λιβάνι και καντήλι ψυχών.

Τι δεν άντεχε; Την αχαριστία και το ψεύδος. Αυστηρός δάσκαλος και κριτής. Ακολούθησε το: Ο μισείς ετέρω μη ποιήσεις.

Αφιέρωση του Γιάννη Τσαρούχη στη φωτογραφία αυτή:
«Για τον Γεώργο,
Και τα τραγούδια λόγια ’ναι / τα λένε οι παθιασμένοι / θέλουν να διώξουν το κακό / μα το κακό δε βγαίνει, Μαρούσι, 20/8/1977»
Απο το αρχείο του Γιώργου Χρονά

Πώς γνωριστήκατε; Ο Χατζιδάκις με ρώτησε, τότε στου Φλόκα, στην Πανεπιστημίου, ποιος ζωγράφος να συνοδεύσει τα ποιήματά μου, «Οι λάμπες», του 1975. Εγώ, ως Σαλώμη, απάντησα, ευθέως: Ο Ιωάννης Τσαρούχης. Και εγένετο. Μας έστειλε σχέδιά του, από το Παρίσι, και είπε για μένα στον Χατζιδάκι: «Πίσω από την σουρεαλιστική γραφή υπάρχει ένα βαθύ τραγικό πνεύμα». Αυτή η φράση του με καθόρισε στον βίο μου. Μέχρι τώρα που σας ομολογώ.

Πώς ήταν ως φίλος; Αρχαίος φίλος. Όπως στον Πλάτωνα, στην Παλατινή Ανθολογία. Έτοιμος να κάνει τα ίδια λάθη της ζωής του στο πρόσωπό μου. Μου έδωσε 20.000 δρχ. να καταθέσω στον λογαριασμό του στην Εμπορική Τράπεζα, μέσω της Κυρίας Καλογεροπούλου, που συνεργάζοντο, με μοναδικά σχέδιά του, για τις ανάγκες της Τραπέζης. Αυτά στον Σταθμό Λαρίσης, πριν μπει στο τραίνο – που μόνο ταξίδευε – για τη Γαλλία.

Πώς ήταν στον έρωτα; Σαν μωρό που ζητά το καλύτερο. Αυθεντικά. Λαϊκά. Αδιάφορα.

Είχε αδυναμίες; Ερωτευόταν και θαύμαζε την ομορφιά. Και παρεδίδετο. Αρχαιοπρεπώς. Η ιδέα του Πλάτωνος εμφανίζετο μπροστά του ως ολόγραμμα.

Ποια φράση του θυμάστε; «Άει στο καλό». «Να αγιάσεις».

Θυμίστε μας μερικά ανεκδοτολογικά περιστατικά από τη ζωή του; Όταν η Κάλλας, τον ρώτησε στη «Μήδεια», να την ντύσει, ως μουσουλμάνα θα λέγαμε, «βάρβαρη», που μόνο τα μοναδικά μάτια της φαίνονται. Της απάντησε, φέρεται ειπών «Θα το φορέσεις και θα πεις κι ένα τραγούδι!» – μάλλον δεν της το είπε ποτέ, γιατί είχε πει στον Μόραλη ότι η Κάλλας είναι μεγάλη σαν τον Γκρέκο. «Έθαβε» εύκολα πολλές διασημότητες των Αθηνών και της εποχής του. Ήταν πολύ αυστηρός κριτής. Πρώτα των μαθητών του.

Έχει πάρει τη θέση που του ανήκει στον χώρο της ζωγραφικής και της σκηνογραφίας; Γιατί δεν γίνονται εκθέσεις κι αφιερώματα για τον Τσαρούχη; Νομίζω ότι είναι ένα μέτρημα εκτός μετρήματος στη ζωγραφική, στον λόγο, στη σκέψη, στα σκηνικά που έκανε, την ενδυματολογία. Μάθημα τέχνης, κουλτούρας σπάνιας, μοναδικής. Ένας ζωγράφος, όπως του έλεγα, της Δευτέρας Παρουσίας. Νομίζω πως έγιναν κάποια αφιερώματα και εκθέσεις. Όλα είναι πια στο «Όσοι πιστοί της τέχνης του, προσέλθετε…». Εύχομαι να συνεχίσουν με το άγρυπνο πνεύμα της ανιψιάς του, Νίκης. Κλείνω με ένα τίτλο ενός έργου του «Το πνεύμα της πλήξης υπερίπταται του λιμένος Πειραιώς» – είδα τον νέο Δαβίδ, ήταν ο ίδιος, να του βγάζει τα σκουπίδια, από το σπίτι του, πολλά χρόνια μετά. Μοντέλο του θανάτου και του έρωτος της τέχνης. Της ζωής μας όλης.

Τι θα έλεγε, πιστεύετε, για την πολιτική σκηνή και τον Νεοέλληνα αν ζούσε σήμερα; Είχε προβλέψει τη σημερινή κατάντια; Πάντα μιλούσε για το μέλλον του κόσμου βλέποντας, σαν ποιητής των όλων, τα μέλλοντα να συμβούν. Ο ίδιος ζούσε μόνο για τη ζωγραφική και την τέχνη, για να προστατευτεί. Βαθύς γνώστης τους. Με μεγάλη κουλτούρα. Αλλά και απέραντα κοινωνικός. Με γνώμη για όλα. Μάλλον θα ’πεφτε σε μελαγχολία και θα ’λεγε πως συναισθανότανε όσα ήταν να έρθουν ή συμβαίνουν τώρα, αυτό που φαίνεται να είπε ο τελευταίος αυτοκράτωρ του Βυζαντίου, όταν έπεφτε η Πόλη: «Αποθάνειν θέλω, παρά ζειν».

Θα θέλατε να προσθέσετε κάτι για τον Γιάννη Τσαρούχη; Όταν ήρθε στην κάμαρά μου, της Οδού Πανός 17, στην Πλάκα, το 1975, ένας νέος, από τους 15 που είχα καλέσει και ήρθαν για να τον γνωρίσουν, ο Χάρης Μεγαλυνός, του είπε ότι ο Σεφέρης στα «Ημερολόγιά» του γράφει ότι «πήγα στον Τσαρούχη για να του ζητήσω σχέδια για το νέο μου βιβλίο και έμεινα έκπληκτος από την ακαταστασία του σπιτιού του, του ατελιέ του». Απάντησε ευθέως στον Χάρη «Και στο Μπάκιγχαμ να έμενα θα έκανα το ίδιο…». Για το δωμάτιο και τους νέους που γνώρισε εκείνη την ημέρα, είπε: «Η οδός Πανός 17 είναι το μεγαλύτερο σαλόνι της Μέσης Ανατολής…». Και μας έκανε τραπέζι σε ταβέρνες της Πλάκας, περιμένοντας να συνέλθει από τη δίκη του κλέφτη των 300 έργων του. Όπου όλη η καλλιτεχνική Αθήνα πήρε το μέρος του κλέφτη. Και ο Ηλίας Πετρόπουλος του είπε ευθέως: Θέλεις καθάρισμα. Φέρνεις την αστυνομία και τους εισαγγελείς σε έναν νέο παραστρατήσαντα…

Ιωάννα Κλεφτόγιαννη

Share
Published by
Ιωάννα Κλεφτόγιαννη