ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Αρασέλη Λαιμού: «Τα κορίτσια της ιστορίας μου έχουν ένα καλά κρυμμένο μυστικό»

Η ζωή μας είναι γεμάτη αλλόκοτες μικρές στιγμές που μπορεί να καθορίσουν πολλές επόμενες. Μία Κυριακή στην Καθολική εκκλησία του Πειραιά, κοντά στην Φιλιππινέζικη κοινότητα, γέννησε μία από τις καλύτερες ταινίες της φετινής σοδειάς του ελληνικού κινηματογράφου. Η «Αγία Έμυ», ντεμπούτο της Αρασέλης Λαιμού -σκηνοθέτιδας, σεναριογράφου και μοντέζ, με βάση στο Λος Άντζελες-, παίζεται για δεύτερη εβδομάδα τώρα στις αίθουσες. Και είναι, δικαίως, ένα από τα μεγάλα φαβορί για τα φετινά βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, έχοντας ήδη πίσω της ειδική μνεία καλύτερης πρώτης ταινίας στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο, Βραβείο WIFT, Βραβείο Ιωάννου Φ. Κωστόπουλου (εξ ημισείας) στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και, πριν λίγες μέρες, το βραβείο Emerging Greeks Award, στο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου του Βερολίνου/The Greek Film Festival in Berlin.

Μπορεί να  ξεκίνησε πριν χρόνια στο μυαλό της νεαρής δημιουργού ως μια ιστορία ενηλικίωσης δύο αδερφών με ένα μυστικό, αλλά έφθασε να δώσει έναν κόσμο ολόκληρο που ζει δίπλα μας, στις γειτονιές του Πειραιά κι εμείς δεν τον γνωρίζουμε. Έναν κόσμο που ζει και δουλεύει ήσυχα και σιωπηλά, χωρίς να δηλώνει την παρουσία του -και όμως είναι εκεί, τόσα μα τόσα χιλιάδες μίλια και δυο ωκεανούς μακριά από την πατρίδα του, κρατώντας ζωντανές τις παραδόσεις και τα έθιμά του, προσπαθώντας, παράλληλα, να ακουμπήσει στα δικά μας.

Πήγα να δω την ταινία χωρίς να με έλκει, οφείλω να παραδεχθώ, ιδιαίτερα το θέμα της. Και βγήκα συγκινημένη, δακρυσμένη, αναστατωμένη, ταραγμένη αλλά πάνω από όλα χαρούμενη που είδα μια ιστορία τόσο γεμάτη, μεστή και άρτια στη μεγάλη οθόνη. Γιατί η «Αγία Έμυ» της Αρασέλης Λαιμού, διαθέτει πολλά χαρίσματα: υπέροχη σκηνοθεσία, φωτογραφία και μουσική, πολύ καλό σενάριο που σε κρατάει διαρκώς μαζί του, ιδιαίτερα δουλεμένο μοντάζ και κάστινγκ, άψογο μακιγιάζ και εφέ –και, βέβαια, ερμηνείες, κατά κύριο λόγο από ερασιτέχνες ηθοποιούς, που τους βγάζεις το καπέλο. Οι δύο πρωταγωνίστριες, εξαιρετικές. Το πρόσωπο, το βλέμμα για να ακριβολογώ, της “Έμυ”-Abigael Loma, δεν θα μπορούσε να είναι πιο ταιριαστό στο στόρι που ξετυλίγεται.

«Αγία Έμυ» σε σκηνοθεσία Αρασέλης Λαιμού.

Οι συγκλονιστικές σκηνές της γέννας του παιδιού της “Τερέζας”-Hasmine Kilip, της “θεραπείας” των πονεμένων κορμιών και ψυχών, της βάπτισης της “ανόσιας” Έμυ και η στιγμή που, επιτέλους, αφήνει ελεύθερο να πετάξει από τη “φυλακή” του το χάρισμά της. Τα άγνωστα έθιμα και “πάρτι” της κοινότητας, η συνεύρεση των μελών της στην εκκλησία η οποία προσφέρει παρηγορητική δύναμη στο ποίμνιο που βρίσκεται τόσο μακριά από την πατρίδα του, η περιφορά του δικού μας Επιταφίου κάτω από τους ήχους του ύμνου «Ω Γλυκύ μου Έαρ» στους δρόμους του Πειραιά, η ψαραγορά του που δεν ξέρω αν έχει καταγραφεί ποτέ έτσι ξανά. Όλα αυτά και πολλά ακόμη, κομμάτια ενός παζλ που μέσα από τις διαφορετικές διαστάσεις τους -κοινωνικό δράμα, μεταφυσικό σινεμά, ψυχολογικό θρίλερ- σχηματίζουν την εικόνα της «Αγίας Έμυ» που επιχειρεί παράλληλη βουτιά σε τρεις διαφορετικούς κόσμους: στον γυναικείο ψυχισμό, στην διαφορετικότητα, στον κοινωνικό συντηρητισμό. Και τα καταφέρνει. Ο πρώτος καταγράφεται μέσα από την ψυχολογία της ατίθασης –για τους πολλούς–, χαρισματικής κι ανήσυχης έφηβης Έμυ που ενηλικιώνεται κρατώντας ένα μυστικό σε μία κλειστή κοινωνία με έλλειψη κατανόησης και νιώθοντας έντονα την απουσία της μητέρας. Αλλά και της νεαρής αδερφής της που μπαίνει ξαφνικά και άθελά της από τον κύκλο της σεξουαλικότητας και του έρωτα σε εκείνον της μητρότητας –ίχνη της οποίας όμως ασυνείδητα ήδη νιώθει, προστατεύοντας την μικρότερη και το μυστικό τους.

Η δεύτερη απεικονίζεται με πολλούς τρόπους -ακριβώς επειδή η διαφορετικότητα έχει χιλιάδες “πρόσωπα”: το χάρισμα της Έμυ που δεν είναι αποδεκτό και μάλλον τρομοκρατεί την θρησκευόμενη φιλιππινέζικη κοινότητα που πιστεύει ακόμη στα κακά πνεύματα. Τα ευαίσθητα άτομα με σοβαρά κι ανίατα προβλήματα που περνούν τον δικό τους Γολγοθά και προσβλέπουν σε ένα θαύμα, σε μια κοινωνία η οποία δυστυχώς δεν συμπλέει συχνά μαζί τους. Η ίδια η κοινότητα μεταναστών που αντιμετωπίζει τον ελληνικό αφανή “ρατσισμό” ή “ψίθυρο” απέναντί της. Τέλος, ο κοινωνικός συντηρητισμός, εμφανέστατος τόσο στη Φιλιππινέζικη όσο και στην ελληνική κοινωνία. Στην τελευταία μάλιστα και πριν από όλα, στο πρόσωπο των νεαρών “παραδοσιακών” αρσενικών Ελλήνων που μεγάλωσαν με τις γνωστές σεξιστικές αντιλήψεις και τις –έστω και ασυνείδητες– κρυφορατσιστικές τάσεις. Η Αρασέλη Λαιμού μπορεί να αγαπά τους ήρωές της αλλά δεν χαρίζεται σε κανέναν, “σκάβοντας” βαθιά στις ψυχές τους.

Εκεί λοιπόν, σε μία άκρη του Πειραιά, στις γειτονιές όπου φυσάει η αύρα του Ειρηνικού και ξεχύνονται από τα παράθυρα μυρωδιές μαγειρεμένου ψαριού σε σάλτσα καρύδας που ποτέ δεν φθάνουν στα ρουθούνια μας, εκεί, συντελείται ένα μικρό θαύμα. Τόσο κινηματογραφικό όσο και πραγματικό. Καθώς η Αρασέλη Λαιμού, με ένα συνεργείο διεθνές, μια γλώσσα τρυφερή και μια ματιά διεισδυτική καταφέρνει να μας γνωρίσει με τον καλύτερο τρόπο “γείτονες” για τους οποίους ίσως δεν θα μαθαίναμε ποτέ κι ας μένουν δίπλα. Και να μας διηγηθεί μια ιστορία μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, γεμάτη θαύματα, δύναμη και, πάνω από όλα, αγάπη.  

Η σκηνοθέτις Αρασέλη Λαιμού

Πώς γεννήθηκε η ιδέα να ασχοληθείς με την Φιλιππινέζικη κοινότητα του Πειραιά; Ασχολήθηκες χρόνια με το θέμα… Τα κορίτσια της ιστορίας μου έχουν ένα καλά κρυμμένο μυστικό, και λειτουργούσε σωστά σεναριακά να ανήκουν σε μια μικρή κοινότητα μεταναστών, που ήδη κουβαλάει τα δικά της μυστικά. Αποφάσισα μια Κυριακή να πάω στην Καθολική Εκκλησία του Πειραιά, και ανακάλυψα έναν κόσμο ολόκληρο!

Πόσο δύσκολο ήταν να γυρίσεις την ταινία σου σε μία τόσο κλειστή κοινότητα; Σε εμπιστεύτηκαν εύκολα ή δύσκολα; Δίστασα για κάποιο καιρό να τους μιλήσω για την ταινία γιατί φοβόμουν ότι δεν θα τους ενδιέφερε. Ταυτόχρονα δεν ήθελα να τους την “επιβάλλω”, αν δεν υπήρχε ενδιαφέρον από τους ίδιους. Ευτυχώς, βρήκα συνεργάτες που είχαν την ίδια ευαισθησία με εμένα και προσέγγισαν την κοινότητα με σεβασμό και αγάπη κι έτσι δημιουργήθηκε σταδιακά μια ζεστή σχέση εμπιστοσύνης. Ξεκινώντας από τον φωτογράφο μου τον Ki Jin Kim και τη συν-σεναριογράφο μου τη Giulia Caruso, που ήρθαν από τις πρώτες μέρες στην εκκλησία μαζί μου, αργότερα την Ελένη Τσέκερη και την Κλεοπάτρα Αμπατζόγλου που αναλάβανε να οργανώσουν το κάστινγκ, και βέβαια όλη την ομάδα παραγωγής με βασικό μου συνεργάτη τον Κωνσταντίνο Βασίλαρο και την διευθύντρια παραγωγής Άννα Ζωγράφου. Γενικά κάθε μέλος του συνεργείου και, στη συνέχεια, του καστ είχε την ίδια διάθεση με μένα, να συνεργαστούμε στενά και δημιουργικά με τη Φιλιππινέζικη κοινότητα. Αυτό ήταν το βασικότερο στοιχείο για να μπορέσει να γίνει πραγματικότητα η ταινία.

Πόσο δύσκολο ήταν να διδάξεις τους ερασιτέχνες ηθοποιούς σου και πάνω από όλα την “Έμυ”- Abigael Loma; Επέλεξα την Abigael γιατί είχαμε καλή επικοινωνία, αβίαστα και οργανικά. Κατόπιν, έχτισα γύρω της το υπόλοιπο καστ. Δηλαδή, κάθε άλλος ηθοποιός έκανε οντισιόν/πρόβα με την Abigael, ώστε όλο το καστ να την υποστηρίζει ερμηνευτικά. Παράλληλα όλοι οι πιο έμπειροι ηθοποιοί έπρεπε να νιώθουν άνετα να παίξουν και με άτομα που δεν ήταν ηθοποιοί, ώστε να λειτουργήσει η ταινία. 

Πώς υποδέχθηκε η Φιλιππινέζικη κοινότητα την ταινία, όταν την είδε για πρώτη φορά; Μία από τις κοπέλες που συμμετείχαν και ήρθε να δει την ταινία φώναξε βγαίνοντας από την προβολή, γελώντας «Μα τώρα θα μας φοβούνται οι Έλληνες!». Μια νεότερη κοπέλα, με καταγωγή από τις Φιλιππίνες που έχει ζήσει όλη της τη ζωή στην Ελλάδα, μου έγραψε ότι στην ταινία είδε πράγματα για τα οποία άκουγε ιστορίες μεγαλώνοντας. Νομίζω γενικά η κοινότητα την υποδέχτηκε εορταστικά! 

Υπάρχει όντως τόσο έντονα στην πραγματικότητά τους το μεταφυσικό στοιχείο; Ναι. Πολλοί έχουν μια έντονη σχέση με τον Θεό, με την πίστη τους. Αλλά και με το υπερφυσικό, τα φαντάσματα, την κακή ενέργεια, τη θεραπεία. Μοιραστήκαμε πολλές ιστορίες και συζητήσεις γύρω από αυτά.

Πώς θα χαρακτήριζες εσύ η ίδια την ταινία; Ψυχολογικό ή μεταφυσικό θρίλερ, φαντασίας, κοινωνικό δράμα, κάτι άλλο; Συνυπάρχουν πολλά στοιχεία, μάλλον θα την ονόμαζα ένα ψυχολογικό δράμα με suspense. Είναι μια ταινία ενηλικίωσης. Το μαγικό της στοιχείο μου είναι δύσκολο να το ταξινομήσω.

Περίμενες αυτήν την ενθουσιώδη υποδοχή της ταινίας και τις βραβεύσεις της; Δεν είχα κάποιες συγκεκριμένες προσδοκίες σχετικά με την αποδοχή της ταινίας. Γενικά είναι δύσκολος καιρός για το σινεμά, οπότε δεν ήξερα καν αν θα παιχτεί σε αίθουσα. Ευτυχώς καταφέραμε να κάνουμε την πρεμιέρα μας στο Λοκάρνο με κόσμο κι όχι online. Μήνα-μήνα περιμέναμε να δούμε πώς θα πάει το πράγμα. Ακόμη και τώρα που προβάλλεται στις αίθουσες στην Ελλάδα, ξέρω πως είναι δύσκολο για τον κόσμο να επιστρέψει στο σινεμά. 

Ο κόσμος του Πειραιά γενικότερα φαίνεται να σε γοητεύει. Οι εικόνες του από ψηλά, στην ψαραγορά κλπ. είναι από τις πιο εντυπωσιακές της ταινίας. Πάντα με γοήτευε ο Πειραιάς και με την ταινία κατάφερα να τον ανακαλύψω περισσότερο και να βρω άλλες γωνιές του. Τα πλοία που πηγαινο-έρχονται στον ορίζοντα, οι τουρίστες που πάνε στα νησιά, τα ψαράδικα, η Καστέλα, ο Προφήτης- Ηλίας…

Γενικώς η ταινία έχει στους συντελεστές της ένα διεθνές στοιχείο –ξένη συν-σεναριογράφο, ξένο διευθυντή φωτογραφίας, ξένους μουσικούς. Είναι συνεργάτες που έχεις αποκτήσει με τα χρόνια ή τους επέλεξες τώρα; Με τη Giulia τη συν-σεναριογράφο μου, τον Ki Jin τον φωτογράφο μου και την Καλλιόπη Ανδρεάδη τη σκηνογράφο μου, γνωριστήκαμε στο Λος Άντζελες κατά τη διάρκεια των σπουδών μας εκεί. Οπότε αποτελούν “μέρος” της ταινίας εδώ και χρόνια. Με την συνεργάτιδά μου στο μοντάζ, την Raphaelle Martin-Holger και τους Γάλλους μουσικούς, τη μπάντα Oiseaux Tempête, γνωριστήκαμε ειδικά για τις ανάγκες της ταινίας, μέσω του Γάλλου παραγωγού μας. Από γεννησιμιού της αυτή η ταινία είχε διεθνή χαρακτήρα- διεθνές καστ και συνεργείο και φυσικά ήταν και συμπαραγωγή… οπότε όλη την ώρα μεταφράζαμε το σενάριο στις διαφορετικές γλώσσες. Θεωρώ πως με βοήθησε να δω τους διαλόγους με πολλούς διαφορετικούς τρόπους και την ιστορία μέσα από πολλά πρίσματα.

Η μουσική παίζει καταλυτικό ρόλο στην ατμόσφαιρα. Ποιοι είναι οι Γάλλοι Oiseaux Tempête και πώς τους επέλεξες; Μου τους πρότεινε ο Γάλλος συμπαραγωγός μας, Matthieu Bompoint και αμέσως άκουσα στα κομμάτια τους ήχους και ηχοτοπία που θα ταίριαζαν στην ταινία. Συμπωματικά, η μπάντα είχε κάνει το πρώτο της άλμπουμ συλλέγοντας ήχους στην Ελλάδα. Όταν συζητήσαμε, θέλαμε η μουσική να είναι οργανική με τα άλλα στοιχεία της ταινίας: να μοιάζει πως προέρχεται από τις εικόνες αλλά ταυτόχρονα να μεταφράζει σε ήχο και το τι συμβαίνει μέσα στο μυαλό της Έμυ.

Επέλεξες να ζεις στο Λος Άντζελες. Πόσο δύσκολο είναι για έναν Έλληνα δημιουργό/σκηνοθέτη να πετύχει στην πόλη του Χόλλυγουντ και των σούπερ σταρ; Πόσο ακόμη πιο δύσκολο για μια γυναίκα –και νεαρή μητέρα επίσης, όπως εσύ; Έχεις σκοπό να μείνεις εκεί και να γυρίσεις και ταινία ίσως; Πήγα στο Λος Άντζελες για να σπουδάσω σε ένα ιδιαίτερο πανεπιστήμιο, το CALARTS,  που δεν σε οδηγεί στο Χόλυγουντ, σε στηρίζει να βρεις τη δική σου φωνή, να πεις τις δικές σου ιστορίες χωρίς να προσπαθεί να σε «διοχετεύσει στη βιομηχανία του σινεμά». Και έμεινα επειδή γνώρισα τον σύντροφό μου κι έχουμε παιδιά. Είναι δύσκολο να στήσεις μια ζωή μακριά από εκεί που μεγάλωσες και παίρνει χρόνο να καταλάβεις πώς λειτουργούν τα πράγματα. Τις δικές μου ιστορίες νομίζω είναι πιο εύκολο να τις κάνω στην Ελλάδα, παρόλο που παίρνει πολύ χρόνο. Στην Αμερική δεν μου έχει δοθεί ακόμη μια τέτοια ευκαιρία. 

Τι σε ώθησε να γίνεις σκηνοθέτης; Όταν πρωτοσκέφτηκα να ασχοληθώ με το σινεμά, ο λόγος ήταν πως μου άρεσε να μελετώ τους ανθρώπους -και ιδιαίτερα ανθρώπους που ζουν κάτι διαφορετικό από μένα. Η κάμερά μου μού άνοιγε πόρτες σε ζωές άλλων. Βέβαια οι άνθρωποι και οι ιστορίες που θα σε τραβήξουν σου αποκαλύπτουν πράγματα για σένα, κι έτσι άρχισα να γράφω πιο προσωπικές ιστορίες και να κάνω ταινίες μυθοπλασίας.

Πόσο πολύ θεωρείς ότι σε βοήθησε η εμπειρία σου στο μοντάζ στη σκηνοθεσία αυτής της πρώτης ταινίας σου; Έμαθα πρώτα μοντάζ και μετά σκηνοθεσία. Πρέπει να πω ότι έμαθα πολλά από τη σχέση μου με τον σκηνοθέτη Παναγιώτη Ευαγγελίδη για τον οποίο μόνταρα τρία από τα ντοκιμαντέρ του -όλα τους διεισδυτικά πορτρέτα αντισυμβατικών χαρακτήρων και μοναδικών σχέσεων. Γενικότερα, το μοντάζ μου έμαθε πώς να αφηγούμαι ιστορίες με εικόνες, να σκέφτομαι στο γύρισμα πώς θα χρησιμοποιηθούν τελικά τα πλάνα, να έχω καλύτερη αίσθηση του κινηματογραφικού χρόνου. Μου έμαθε πώς να «κόβω» την δράση σε πλάνα, πώς να δημιουργώ ρυθμό, αφήγηση –και, ελπίζω, συναίσθημα.

Νομίζω είναι χαρακτηριστικό της γενιάς μου, πολλοί σκηνοθέτες να ασχολούμαστε και με το μοντάζ, μιας και έγινε προσιτό κι εύκολο σε εμάς να μάθουμε σινεμά μοντάροντας μικρές ταινίες στον υπολογιστή μας.

Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σου σκηνοθέτες; Μπορώ να πω ποιες είναι οι αγαπημένες μου ταινίες της χρονιάς; Όλο αλλάζω αγαπημένες ταινίες και σκηνοθέτες, δεν είμαι καθόλου αφοσιωμένη. Σίγουρα φέτος με συγκίνησε το «Drive My Car» του Ryusuke Hamaguchi περισσότερο από κάθε ταινία που είδα και προσπαθώ να δω το «Memoria» του Apichatpong Weerasethakul που είναι ένας από τους αγαπημένους μου.

Τι ετοιμάζεις για το μέλλον; Αυτό τον καιρό αποφασίζω ποια θα είναι η επόμενη ταινία μου. Δεν είναι εύκολη απόφαση, επειδή ξέρω πως θα είναι κάτι που θα κουβαλάω στο μυαλό μου για αρκετά από τα επόμενα χρόνια.

«Αγία Έμυ»/«Holy Emy», της Αρασέλης Λαιμού
https://www.facebook.com/HolyEmyFilm

Συντελεστές
Σκηνοθεσία: Αρασέλη Λαιμού / Σενάριο: Αρασέλη Λαιμού, Giulia Caruso / Διεύθυνση φωτογραφίας: Ki Jin Kim / Μοντάζ: Raphaëlle Martin-Hölger, Αρασέλη Λαιμού / Ήχος: Δημήτρης Κανελλόπουλος, Περσεφόνη Μήλιου, Κώστας Βαρυμπομπιώτης / Μουσική: Oiseaux Tempête / Κοστούμια: Εύα Γουλάκου / Σκηνικά: Καλλιόπη Ανδρεάδη  / Μακιγιάζ: Ιωάννα Λυγίζου 
Ηθοποιοί: Abigael Loma, Hasmine Kilip, Μιχάλης Συριόπουλος, Angeli Bayani, Ειρήνη Ιγγλέση, Ku Aquino 
Παραγωγή: StudioBauhaus, Utopie Films, Nonetheless, Ginedo Films  / Παραγωγοί: Κωνσταντίνος Βασίλαρος, Mathieu Bompoint, Giulia Caruso, Ki Jin Kim, Mattia Bogianchino /  Συμπαραγωγή: ΕΚΚ, ΕΡΤ, ΕΚΟΜΕ, Centre National du Cinéma et de l’Image Animée, Aide à la Coproduction d’Œuvres Cinématographiques Franco-Grecques, Île de France, Eurimages, Sacem / Ελληνική διανομή: Weird Wave Distribution  
DCP / Έγχρωμο / 111′ / Ελλάδα, Γαλλία, ΗΠΑ / 2021

Εφη Παπαζαχαρίου

Share
Published by
Εφη Παπαζαχαρίου