ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Ο Αλέξανδρος Βαρδαξόγλου είδε στους Όρνιθες του Αριστοφάνη έναν δικό του Πίτερ Παν

Μεσημέρι, ζέστη, Κυψέλη, πόσο πιο κλασσικά. Πλατεία Αγίου Γεωργίου. Φτάνω πρώτος, ψάχνω για σκιά, βρίσκω ένα παγκάκι-φυγά, σωσμένο από την όποια ηλιακή επιθετικότητα. Τον βλέπω να έρχεται. Ο Αλέξανδρος Βαρδαξόγλου φοράει μαύρο σορτσάκι. Φοράει και μαύρο κοντομάνικο – στη φωτογράφιση την επόμενη θα το κάνει λευκό. Μαύρα ακουστικά. Για κάποιο λόγο μου φαίνεται εντελώς φυσιολογικό. Τον ρωτάω τι ακούει. Sonic Youth, λέει. Τι γράφει το μπράτσο σου, με ρωτά. Ένα στίχο από το I know its over των Smiths του λέω. Σωστός, απαντά. Τέλεια, συνεννοηθήκαμε.

Υπάρχουν πράγματα που σου κλειδώνουν χωρίς να ξέρεις και πολλά, πολλά. Μια σκηνή, μια κίνηση, ένα βλέμμα, ξανά μια κίνηση. Και το κουβαλάς για πάντα. Σε ένα από τα κουτάκια της μνήμης. Ήξερα πως είχε κάνει την κινησιολογία στους Παίκτες. Το λένε χορογραφία; Το λένε κινησιολογία; Μου λέει «πες το όπως θες». Εντάξει επιλέγω το νούμερο δύο. Δεν ήξερα όμως πως είχε κάνει και το άλλο του Γιώργου Κουτλή. Αυτό που είχε κάνει μεγάλο θόρυβο στο Φεστιβάλ Αθηνών, το «Ο σκύλος, η νύχτα και το μαχαίρι». Μάλλον επειδή ήμουν από τους άτυχους και ανόητους που χάζευαν και δεν το είδαν. «Αυτό είδε ο Μπινιάρης και με κάλεσε», μου λέει, «για το Σαλό». Κάτσε, ψιθυρίζω με σεβασμό, χτυπάς φλέβα, δεν νομίζω ποτέ να μου φύγει από το μυαλό αυτή η χορογραφία των κακοποιημένων παιδιών, τόσα άτομα σαν ένα, άστο να πάρουμε πρώτα καφέ και θα φτάσουμε και σε αυτό. Τελικά παραγγέλνουμε σπιτική λεμονάδα με τζίντζερ μετά από δική του προτροπή και ναι είχε απόλυτο δίκιο.. Το τζίντζερ στη λεμονάδα, ντάλα μεσημέρι, πάει πολύ.

Μέχρι να έρθει το σπιτικό δροσιστικό ρόφημα λέμε για την Ανάφη – άντε πάλι αυτή, παντού πάει και χώνεται. Ξέρω πως αυτό το καλοκαίρι το είχε σχεδιάσει αλλιώς. Να πάει διακοπές, να πάει και στον γάμο ενός φίλου του, να πάει και στη Ρώμη σε έναν άλλο. Ο τραυματισμός όμως του Μιχάλη Βαλάσογλου που τον έβγαλε εκτός χορού, έβαλε τον Αλέξανδρο εντός. Έστω μέχρι την Επίδαυρο, το επόμενο Σαββατοκύριακο δηλαδή, μετά θα αναλάβει άλλος. Έτσι ώστε να απελευθερωθεί και να πάει στον γάμο, άντε ίσως και στη Ρώμη.

Να διευκρινίσω κάτι σε αυτό το σημείο πριν προχωρήσω. Είχα δει τη γενική πρόβα πριν βδομάδες, τον τρόπο δηλαδή που το ιδιαίτερο βλέμμα του Μπινιάρη πέφτει πάνω στο Αριστοφανικό κωμικό αριστούργημα, ένα βράδυ σε ένα σχολείο της Αγίας Βαρβάρας, και έψαχνα το στόμα μου για αρκετές ώρες μετά την επιστροφή μου στο σπίτι. Και πριν καταφέρω να βάλω σε τάξη αυτά που είχα δει, την επομένη δηλαδή, μη φανταστείς, αυτοί ξεκίνησαν για την περιοδεία που προηγείται της εμφάνισης στο αρχαίο αργολικό θέατρο και τους έχασα. Ή τον έχασα, αν θες. Γιατί από όλα αυτά τα ξεχωριστά που είδα, πιο πολύ το σμήνος μου έμεινε, ίσως γιατί δεν θυμάμαι να το έχω ξαναδεί τόσο περήφανο, έτσι όπως πηγαινοέρχεται επιθετικά αλλά όχι επικίνδυνα, αποφασιστικά αλλά όχι θυμικά. Οπότε, ο Αλέξανδρος Βαρδαξόγλου που αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή «Μοντέρνοι Καιροί» και την «Κρατική Σχολή Ορχηστικής Τέχνης», ο βασικός υπεύθυνος αυτής της κίνησης, ήταν και το βασικό μου «θέλω» για μια μέρα και μια συνάντηση προς ανταλλαγή λέξεων. Μια μέρα χωμένη στο σύντομο αθηναϊκό break της περιοδείας που συντρέχει. Στην ντάλα μεσημέρι, Πλατεία Αγίου Γεωργίου, με ζέστη πολύ.

Και να το ξεκαθαρίσω και ακόμη περισσότερο: η χορογραφία του σμήνους στις δικές του Όρνιθες είναι ένα masterclass. Όπως και η κινησιολογία γενικότερα, αλλά θα μείνω στο πρώτο. Γιατί αυτό επιθυμώ. Και αυτό έχει σφηνώσει στο κεφάλι μου.

Πώς ξεκίνησαν όλα; Πρώτα με θέατρο.

Μετά ο χορός; Ναι, μετά.

Περίεργο δεν είναι; Εννοώ, δεν το ακούς και συχνά. Για τους άνδρες είναι πιο σύνηθες από όσο πιστεύεις. Το θέατρο ήταν κάτι που μπορούσα να το δω στο σχολείο, με έβαλε ο πατέρας μου σε κάποιες θεατρικές ομάδες. Όταν προέκυψε αργότερα ο χορός, ήταν κάτι που δεν το είχα στο μυαλό μου. Εννοώ στα 21 μου, όταν ξεκίνησε.

Η περίπτωση του πατέρα, μάλλον όχι και τόσο συνηθισμένη; Ο μπαμπάς ήταν θεατρόφιλος, ανέβαζε και δικές του ερασιτεχνικές παραστάσεις όταν ήταν μικρός. Ήταν ο πρόεδρος του συλλόγου γονέων και κηδεμόνων στο σχολείο και είχε φτιάξει τμήματα διάφορα για τα παιδιά, πινγκ-πονγκ, σκάκι, ζωγραφικής, θεάτρου. Εμένα και την αδερφή μου μας είχε χώσει σε όλα, και τελικά ο καθένας μας έμεινε σε αυτά που τον ενδιέφεραν πιο πολύ.

Δεν υπήρχε καθόλου ο χορός τότε; Χόρευα στη σχολή θεάτρου σε κάτι αυτοσχεδιασμούς. Και με ρώταγαν αν έχω κάνει χορό. Δεν το καταλάβαινα. Μου λέγανε να ασχοληθώ με αυτό γιατί έβλεπαν πως το σώμα μου το απολαμβάνει. Όταν τελείωσα τη σχολή κι έκανα τη γύρα, ένιωθα πως ήμουν ένας ακόμη ηθοποιός που βγήκε από μια ακόμη θεατρική σχολή στις τόσες που υπάρχουν, κι έτσι το θυμήθηκα και πήγα να κάνω χορό, να βάλω κι αυτό μαζί – ποτέ δεν ξέρεις. Έκανα προετοιμασία το καλοκαίρι, πήγα στην κρατική και με πήρανε. Επειδή είδαν μια δυνατότητα.

Πώς είναι να ανακαλύπτεις κάτι τέτοιο σε αυτή την ηλικία, με άλλο μυαλό; Ήταν αποκάλυψη για μένα. Τότε δεν ήξερα τι μπορεί να κάνει το σώμα μου. Είσαι ένας άνθρωπος που δυνάμει έχει κάτι που δεν γνωρίζεις, μια δύναμη που αγνοείς – δεν ήξερα τις δυνατότητες μου. Δεν ήξερα καν πως είχα ευλύγιστο κορμί, δεν ήξερα ότι μπορώ να κάνω όλα αυτά τα πράγματα. Δούλευα, σαν άνθρωπος, σε πολύ χαμηλό ποσοστό δυνατοτήτων, ο χορός μου έβγαλες όλες τις δυνατότητες και μου έδειξε το ό,τι άλλο.

Τελικά είναι καλό να ανακαλύπτεις αυτά τα πράγματα μικρός ή μεγάλος; Αν έμπαινες στην κρατική μικρός, την πάταγες, είναι πολύ αυστηροί, δεν καταλάβαινες τι σου γινόταν, σε αυτή την ηλικία δεν έχεις φίλτρο να κρίνεις και να αποφασίζεις κάποια πράγματα. Όταν μπήκα στη σχολή χορού, είχα ήδη μια σχολή πίσω μου και πλέον μπορούσα να συγκεντρωθώ, ήξερα τι θα με βοηθήσει, δεν είχα τις ανασφάλειες ενός παιδιού που ακόμη ψάχνει τον εαυτό του επαγγελματικά, ήξερα πως «θέλω να κάνω αυτό ακριβώς, τώρα»!

Έκανες όμως ήδη γυμναστική, δεν έπεσες από το φεγγάρι… Ναι οκ, έκανα, πάντα είχα αθλητικό σκαρί. Τον πρώτο καιρό όμως, το κορμί μου έτρεμε. Έφευγα από τη σχολή, έμπαινα στο λεωφορείο και έτρεμε όλο μου το κορμί χωρίς να μπορώ να το σταματήσω.

Είναι τύχη αυτό να σου συμβεί; Είναι ναι, όπως βεβαίως και ότι άκουσα τους ανθρώπους που μου το είπαν. Ότι τους εμπιστεύτηκα. Κάλυψα πολύ γρήγορα τον χρόνο, γιατί το σώμα μου τελικά ήταν έτοιμο. Τον πρώτο χρόνο ήμουν χάλια, τραυματίστηκα, ήθελαν να με διώξουν, δεν πήγε καλά (γελάει).

Τώρα το θυμάσαι και σε βλέπω μια χαρά. Τότε όμως μέσα σε τέτοιο χαμό, δεν μπλόκαρες; Δεν είχα άλλη επιλογή, είχα μπει εκεί μέσα. Φαντάσου, έσπασα τον μετατάρσιο μου σχεδόν με το καλημέρα, έμεινα δύο μήνες εκτός, αλλά αυτό ήταν το καλύτερο που μπορούσε να μου συμβεί γιατί ήμουν τόσο πολύ χαωμένος στο να τρέξω μπροστά χωρίς έλεγχο. Έμπαιναν παιδιά πολύ έτοιμα και άλλα, όπως εγώ, όχι τόσο έτοιμα  Ήμουν στρεσαρισμένος, όσο μυαλό κι αν είχα, ο ανταγωνισμός ήταν μεγάλος. Δεν μπορούσα να παρακολουθήσω, να ακούσω τι λένε. Δύο μήνες κάθισα με τον γύψο και έκανα στρέτσινγκ μόνος μου, ξεχείλωσα, ήμουν ένα παιδί με γύψο και έκανα κάθε μέρα σπαγκάτ στον τοίχο, ήμουν σαν τον τρελό. Τους κοιτούσα, τους παρακολουθούσα και αυτό ήταν το καλύτερο που θα μπορούσα να κάνω. Μετά από πέντε έξι μήνες που ήμουν εκεί, κατάλαβα τι ζητούσαν.

Αυτό θέλει τελικά πολύ δύναμη ή πολύ τρέλα; Ήμουν πολύ αποφασισμένος. Όταν έβγαλα τον γύψο και μου είπε η καθηγήτρια να επαναλάβω το έτος, είπα όχι, θα μου δώσετε το καλοκαίρι να δουλέψω και θα δώσω εξετάσεις μαζί με τους άλλους για το έτος – και όντως αυτό έκανα, μπαλέτο κλασικό, σύγχρονο, τα πάντα. Και έκανα πολύ μεγάλη πρόοδο, και δεν έχασα και τη χρονιά.

Θυμάσαι τη μέρα που μπήκες στην Κρατική; Ήταν όλα λάθος εκείνη τη μέρα, είχα χάσει τα παπούτσια μου, έχει προηγηθεί το απόλυτο χάος, αλλά ανέβηκα ρε συ τα σκαλοπάτια, κοιτάω και λέω, για να είσαι εδώ, ένα σημαίνει, όλα έχουν κουμπώσει σωστά.

Και όταν βγήκες από αυτή; Τι βρήκες εκεί έξω; Συνέβησαν γρήγορα ευτυχώς τα πράγματα, δεν μπορώ να σου πω πως βγήκα από την σχολή και ψάχτηκα πολύ, κάποιοι άνθρωποι με είδαν στις εξετάσεις και στις παραστάσεις της σχολής και άρχισαν μετά να με ζητάνε σαν χορευτή. Μετά έφυγα στη Γερμανία για δουλειά και μετά με είδε σε μια παράσταση ένας κινηματογραφικός σκηνοθέτης, ο Γιώργος Ζώης, κι έτσι προέκυψε η ταινία Interruption που προβλήθηκε στο 72ο  Φεστιβάλ της Βενετίας. Μετά η Αγγλία για το μεταπτυχιακό από τη RADA πάνω στην υποκριτική και το physical theatre. Ο χορός πάντα παράλληλα, δεν σταμάτησε ποτέ.

Είναι δύο κόσμοι διαφορετικοί, αυτός και το θέατρο; Ένας κόσμος είναι. 

Σου ζητάνε πάντα να τους συνδυάζεις; Είναι το σύνηθες, αλλά έχω υπάρξει και μόνο ηθοποιός. Επειδή κάνω θέατρο από παιδί, είναι σαν να κάνω ένα κλικ στο σώμα μου. Αλλά θέλω χρόνο μετάβασης. Αν κάνω θέατρο χωρίς χορό, θέλω ένα διάστημα ώστε να αλλάξω τον τρόπο που κινούμαι, που στέκομαι, που τοποθετώ το κορμί μου, γιατί μπαίνεις σε άλλη λειτουργία. Μπαινοβγαίνω, ο ίδιος κόσμος είναι πάντως.

Και η κινησιολογία πώς ξεκίνησε; Ποια ήταν η πρώτη δουλειά; Μια ταινία μικρού μήκους, το «Brutalia, Εργάσιμες Ημέρες» του Μανώλη Μαυρή.

Ήμουν στο Φεστιβάλ Δράμας τότε που είχε κάνει την επίσημη πρώτη της, φοβερή ταινία, είχε σαρώσει τα βραβεία, πού να φανταστώ πως κρυβόσουν και εσύ κάπου εκεί μέσα. Ναι, αξέχαστη εμπειρία.

Και μετά; Βρέθηκα στους Παίχτες κι έτσι γνώρισα τον Κουτλή. Οι δύο βασικοί μου σκηνοθέτες είναι ο Κουτλής και ο Μπινιάρης.

Πόσες παραστάσεις έχεις κάνει ως κινησιολόγος; Εφτά, οχτώ, δεν τις μετράω.

Πόσες μπορεί ή πρέπει να κάνει κάποιος μέσα σε ένα χρόνο; Δύο είναι καλά, παραπάνω δεν χρειάζονται.

Πώς είναι αυτός ο κόσμος; Άλλοτε ευχάριστος και άλλοτε…

Εσύ πως συντονίζεσαι μέσα σε αυτόν; Είναι μια περίεργη σχέση, είναι ανάμεικτα τα συναισθήματα. Πρέπει να προσαρμοστείς σε κάθε σκηνοθέτη, θέλει μια άλφα διαχείριση. Μου αρέσει βεβαίως ο κόσμος του χορού λίγο περισσότερο, έχει λιγότερο ντράμα και φλυαρία από αυτόν του θεάτρου. Βεβαίως, για να πω και την αλήθεια, στο θέατρο το μάτι μου ανοίγει με έναν πολύ ξεχωριστό τρόπο. Όταν κάνεις κινησιολογία σε θέατρο, εξυπηρετείς όνειρα και έργα άλλων και θέλει ανάσες, θέλει προσοχή, θέλει να καλλιεργείς ταυτόχρονα το δικό σου κομμάτι που θα τροφοδοτεί και τους άλλους. Είναι πολύ όμορφο να βοηθάς τους άλλους να πραγματοποιήσουν το όνειρο τους, αλλά κάποιες φορές πρέπει να λες: κάτσε ένα λεπτάκι, πρέπει να βρω κι εγώ τον δικό μου κόσμο, να μην απορροφώμαι συνέχεια από τους άλλους κόσμους.

Πόσο εύκολο είναι αυτό; Δύσκολο πολλές φορές. Δεν το καταφέρνω πάντα.

Στα έργα του Μπινιάρη πάντως το καταφέρνεις. Κράτα τον, σου πάει πολύ (γέλια). Μου δίνει χώρο.

Μου κάνει φοβερή εντύπωση πως ο Άρης Μπινιάρης επέλεξε κάποιον που δεν είχε συνεργαστεί μαζί του ξανά, σε μια θέση κλειδί και μάλιστα σε ένα τόσο σημαντικό project. Ειδικά αν σκεφτείς κι όλας πόσοι τον περιμέναν στη γωνία. Νομίζω ότι είχε δει μόνο την παράσταση του Κουτλή στο Φεστιβάλ Αθηνών. Αυτό ήταν η αιτία. Με πήρε τηλέφωνο την επόμενη μέρα και όταν ξεκινήσαμε να δουλεύουμε επιβεβαιώθηκε πως είχε πράξει σωστά. Έχουμε μια κοινή ματιά στα πράγματα. Υπάρχει και από τις δύο πλευρές πάθος. Τότε, στην πρώτη φορά, από το τρόπο που παθιαζόταν για συγκεκριμένα πράγματα κατάλαβα πως μοιραζόμαστε την ίδια τρέλα, την ίδια ενέργεια.  Στις πρόβες επιβεβαιώθηκε και καλλιεργήθηκε περισσότερο. Ταιριάζουν αυτά που ψάχνουμε και αυτά που θέλουμε να δούμε. Μου δίνει χώρο για να δει πράγματα. Εμπιστεύεται τους συνεργάτες του, είναι γενναιόδωρος, δίνει πληροφορίες απλόχερα. Τα ίδια κάνω κι εγώ.  

Έχει βάρος, μεγάλη ευθύνη, αγωνία, το κομμάτι της παρουσίας σου σε μια παράσταση; Έχει πολύ δουλειά (γελάει). Δεν αγωνιώ για το αν θα πάει καλά μια δουλειά. Η αγωνία μου είναι αν θα καταφέρω να βγάλω αυτό που φαντασιακά έχω στο κεφάλι μου. Θέλω να βοηθήσω τον σκηνοθέτη να μπει όσο βαθύτερα μπορεί μέσα στο έργο, το ίδιο να κάνω και γω, γι’ αυτό και χρειάζομαι χώρο. Να με αφήσει ο άλλος να κάνω τη  τρέλα μου. Ο Άρης, που τον ενδιαφέρει το κινησιολογικό πάρα πολύ, είναι ξεκάθαρος. Σε ένα άλλο θέατρο θα πνιγόμουν.

Όλες αυτές οι ωραίες ιδέες που είδα στο Σαλό στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ, αλλά κυρίως που είδα ακόμη πιο «απλωμένες» και σίγουρες στους Όρνιθες, από πού ξεπηδάνε; Πρώτα από την παρατήρηση, μετά από τη σκέψη και τη φαντασία – και φυσικά τα όνειρα, κυρίως αυτά που κάνεις όταν δεν κοιμάσαι.

Έβλεπα το χορό στους Όρνιθες και ήταν σαν να έβλεπα σκίτσα να ζωντανεύουν. Περίεργο που το λες (γελάει). Είναι η πρώτη φορά που το κάνω, πράγματι, αν κοιτάξεις τα τετράδια μου, θα δεις πολύ υλικό. Πήγαινα σαν τη γραμματέα με το τετραδιάκι. Εδώ είχα τη δυνατότητα, να δουλέψω με συγκεκριμένα σχήματα και συνθέσεις που δεν είχα ξαναδουλέψει – αν τα δεις από ψηλά θα απολαύσεις τα σχήματα, τις γραμμές που δημιουργούνται, θα δεις όλο το παιχνίδι που γίνεται, τις αλλαγές που συμβαίνουν σε έναν χώρο που αλλάζει συνέχεις μορφή. Οπότε ναι, καθόμουν από πριν και ζωγράφιζα αυτές τις διαδρομές.

Πώς προσαρμόζεται αυτή η χορογραφία στην περιοδεία; Δύσκολα, το κυκλικό μικραίνει σε πολλά θέατρα. Αυτό όμως είναι το πρόβλημα όλων των παραστάσεων, υπάρχουν θέατρα που αδικούν τα έργα. 

Ένιωσα μια ορμή διαφορετική στο σμήνος. Σχεδόν πιο ανθρώπινη. Ήταν αυτοσκοπός; Μας έδωσε πολύ στίγμα και κατεύθυνση η εξαιρετική μουσική του Αλέξανδρου Δράκου Κτιστάκη. Ψάχναμε να βρούμε έναν τρόπο να μη κοροϊδέψουμε τα πουλιά, αλλά να δείξουμε την αληθινή τους φύση. Αρχίσαμε να ψάχνουμε τις σχέσεις ανάμεσα τους, η δύναμη του σμήνους ανήκει σε όλα τα πουλιά, όταν έρχονται και νιώθεις πόσο δυνατά και εύθραυστα είναι ταυτόχρονα. Στις πρόβες τους έλεγα: είστε superheroes. Είστε ανάμεσα στους θεούς και τους ανθρώπους, έχετε αυτές τις αδιανόητες δυνατότητες που κανείς άλλος δεν έχει.

Μελέτησες άλλες παραστάσεις πάνω στους Όρνιθες; Είδα και άκουσα ελάχιστα πράγματα. Οι πολλές αναφορές και συγκρίσεις δεν βοηθούν, αντιθέτως σε μπλοκάρουν. Έπρεπε να βγει κάτι από το δικό μας το ένστικτο, τη δική μας διαδικασία. Οι όροι εδώ σχεδόν αγγίζουν ένα action movie της σημερινής εποχής.

Πώς δούλεψες πάνω στους ηθοποιούς; Πώς «ανέδειξες» κινησιολογικά τον αριστοφανικό χαρακτήρα; Μέσα από αυτοσχεδιασμούς. Θυμήσου το σημείο με τα λεγόμενα παρατράγουδα (γελάει). Ξεκινήσαμε κάνοντας τέτοιους. Και μετά κλέβαμε κομμάτια. Και μετά τους οδηγούσαμε σε νέους, μέχρι να βγάλουμε το αποτέλεσμα που θέλαμε. Αφήναμε να γεννιέται το πράγμα μέσα από αλληλοεπίδραση. Αφήσαμε τις σχέσεις των παιδιών, σωματικές, χορικές, χωροταξικές να ξεδιπλώνονται μέσα από την επικοινωνία και τα παιχνίδια. Πολλές, πάρα πολλές ώρες αυτοσχεδιασμού. Τα παιδιά έχουν ρίξει πάρα πολύ δουλειά, όπως βεβαίως και οι δύο κεντρικοί μας, o Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος και ο Γιώργος Χρυσοστόμου, στους ρόλους του Πεισθέταιρου και του Ευελπίδη, έχουν κάνει μεγάλη διαδρομή, έχουν δουλέψει πολύ, έχουν ανακαλύψει νέο σώμα.

Ποια η ανάγκη να πιάσει κάποιος αυτή την αρχαία κωμωδία; Εμένα με συγκινεί πολύ αυτό το έργο, με συγκινεί η ιδέα του πώς δύο άνθρωποι φεύγουν και ψάχνουν έναν νέο τόπο και συναντάνε αυτά τα πουλιά και βρίσκουν έναν τόπο όπου θα μπορούσαν να μείνουν. Μου αρέσουν αυτά τα ερωτήματα ηθικής και κοινωνικής φύσεως που τίθενται. Πόσο μεγάλη είναι η μάχη για να φτιάξεις κάτι που ονειρεύεσαι; Και μετά πόσο δύσκολο είναι να το διατηρήσεις, πόσο εύθραυστο είναι από όλους αυτούς που έρχονται παρεισφρέοντας προς ίδιον όφελος. Και μετά βλέπεις και τη βία των ανθρώπων στα ζώα.

Τι βλέπεις εσύ μέσα στους Όρνιθες; Ένα πολύ ωραίο έργο για παιδιά. Και τη χώρα του Ποτέ. Ο Πίτερ Παν είναι ένα παιδί που μεγάλωσε από τα πουλιά και μαζί με τα άλλα παιδιά που συναντά πετάνε, όπως περιγράφεται στο βιβλίο. Είναι παιδί-πουλί, οπότε αυτό ήταν και κάτι που σκεφτόμουν, κάτι στο οποίο ακούμπησα, ένα επιπρόσθετο διαφορετικό ζητούμενο στην κινησιολογία, να προστατευθεί αυτή η παιδικότητα.

Τελικά το αποτέλεσμα ήταν κοντά σε αυτό που σκεφτόσουν από πριν; Δεν σκέφτομαι πολλά πριν ξεκινήσω. Καθώς περνάει ο καιρός μπαίνω με όλο και λιγότερες σκέψεις. Θα κάνω μια άλφα προετοιμασία, θα διαβάσω αυτά που πρέπει, θα κοιτάξω αυτά που πρέπει, θα αρχίσω να ανοίγω διάφορα κανάλια, αλλά μπαίνω πια όσο το λιγότερο προετοιμασμένος για να αρπάξω όσα περισσότερα μπορώ αργότερα. Ευτυχώς αγχώνομαι λιγότερο πια.

Αν θα ήσουν πουλί, τι θα ήσουν; Δεν θα ήμουν κάτι πολύ μεγάλο ή κάτι πολύ μικρό. Γεράκι ίσως, ναι, αυτό θα ήμουν. Ένα από τα αγαπημένα μου παιδικά βιβλία εξάλλου ήταν τα «Γεράκια του Τζένγκις Χαν».

Όρνιθες του Αριστοφάνη, σε σκηνοθεσία Άρη Μπινιάρη
Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, 9 – 10 Αυγούστου.
Εισιτήρια εδώ.

Δημήτρης Πάντσος