«Κάτσε να σου πω τι έγινε χτες με τον Χριστόφορο και τη Ζούνη». Κάπως έτσι ξεκινούσαν οι Τρίτες μου στην Πρώτη Γυμνασίου. Η Διονυσία, διπλανή μου στο θρανίο και φίλη μου στη ζωή, ένιωθε την υποχρέωση να με ενημερώνει για το όσα είχαν περάσει το προηγούμενο βράδυ οι ήρωες που είχε πλάσει ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης στο «Κλείσε τα Μάτια», όσες αντιστάσεις κι αν πρόβαλλε ο 12χρονος εαυτός μου. Ήξερα όλες τις εξελίξεις στη σειρά κι ας μην την έβλεπα. Έτσι, όταν μετά από χρόνια την πέτυχα σε επανάληψη, δεν υπήρχαν εκπλήξεις πια για μένα.
Από τότε έχουν περάσει είκοσι χρόνια, η σειρά όμως παραμένει ορόσημο για μια ολόκληρη γενιά, όπως και οι περισσότερες δουλειές που έχει κάνει τις τελευταίες δύο (και κάτι) δεκαετίες ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης.
Μετά από δύο πολύ επιτυχημένες κινηματογραφικές ταινίες και δώδεκα χρόνια μετά την προβολή του «4» της τελευταίας του τηλεοπτικής σειράς, ο σεναριογράφος, σκηνοθέτης και ηθοποιός, επέστρεψε στην τηλεόραση με το Maestro. Μια σειρά που απ’ ότι φαίνεται την περίμεναν πολλοί και άρχισε να συζητιέται πολύ πριν από την προβολή του πρώτου επεισοδίου. Και σ’ αυτή, όπως και στις προηγούμενες δουλειές του, ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης έχει φτιάξει ένα σύμπαν από ξεχωριστούς χαρακτήρες, ενώ ρίχνει και πάλι φως σε κοινωνικά ζητήματα όπως είναι αυτό της ενδοοικογενειακής βίας, αλλά και του γκέι έρωτα.
Ήταν ένα Σαββατιάτικο μεσημέρι, όταν βρέθηκα στο σπίτι του ταλαντούχου δημιουργού. Η κουβέντα ξεκίνησε από την αγάπη του για τα δέντρα και τα φυτά και πολύ γρήγορα έφτασε στον Χάρη της Ντόλτσε Βίτα, τις ιστορίες που κρύβονται στα εικονικά συρτάρια του υπολογιστή του, αλλά και τη ματαιοδοξία.
Πώς γεννήθηκε ο Maestro; Ζούσε καιρό στο μυαλό σου;
Δεν ζούσε πολύ καιρό στο μυαλό μου, δεδομένου ότι ετοίμαζα την επόμενη ταινία. Όταν όμως άρχισα να βλέπω ότι η ταινία θα καθυστερήσει, προκειμένου να είμαι δημιουργικός, ξεκίνησα να γράφω για εμένα ένα πρώτο επεισόδιο. Ήταν θυμάμαι στο πρώτο lockdown, ένα βράδυ που ήθελα να γράψω κάτι. Έτσι αποφάσισα και ανέσυρα από ένα ψηφιακό συρτάρι την αρχή μιας ταινίας που θα ήταν στους Παξούς και αφορούσε έναν μουσικό που μετακόμιζε εκεί. Είχα γράψει περίπου 30 σελίδες του σεναρίου πριν από δέκα χρόνια και το είχα αφήσει στην άκρη. Άρχισα λοιπόν να το ξαναγράφω αυτή τη φορά με μορφή σειράς.
Σου συμβαίνει συχνά να έχεις σενάρια στο συρτάρι;
Δεν συμβαίνει συχνά, απλά έπειτα από κάποια χρόνια σίγουρα έχεις γράψει αρκετά πράγματα, τα οποία όμως μπορεί να μην έχουν υλοποιηθεί. Τα έχεις γράψει πιο πολύ για τον εαυτό σου και τα έχεις αφήσει γιατί δεν έχει έρθει η ώρα τους. Πριν το Maestro, είχα έτοιμη την επόμενη ταινία μεγάλου μήκους και μια ακόμα ταινία μεγάλου μήκους σαν ιδέα, έτοιμη, φτιαγμένη. Έχω πολλά πράγματα ακόμα που θέλω να κάνω.
Multitasking δηλαδή;
Δε θα το έλεγα. Όταν ξεκινάω ένα project δεν μπορώ να ασχοληθώ παράλληλα με άλλο. Όμως έχω ιδέες συνέχεια. Και όταν έρχεται η ώρα, τότε τις βάζω μπρος. Η Αμερική με βοήθησε πολύ σε αυτό. Μου έδωσε χώρο και χρόνο για να γράψω.
Αυτή είναι η δεύτερη φορά που μια ιστορία σου διαδραματίζεται στο νησί των Παξών. Τι σημαίνει αυτός ο τόπος για εσένα;
Ό,τι σημαίνει για κάποιον το νησί του, όπου έχει περάσει όλα τα παιδικά του καλοκαίρια. Βέβαια, να τονίσω ότι δεν είναι μόνο οι Παξοί το νησί μου. Είναι και η Κρήτη. Στους Παξούς είναι το σπίτι της προ-προ-προγιαγιάς, όπου πηγαίναμε κάθε καλοκαίρι με την μητέρα μου και τον αδελφό μου.
Πόσο μοιάζει ο Χριστόφορος των Παξών του «Να με Προσέχεις» με τον Χριστόφορο των Παξών του Maestro;
Στο «Να με Προσέχεις» ήμουν 25. Στο Maestro είμαι 46. Νομίζω ότι οι διαφορές είναι αρκετές. Κάποια πράγματα όμως είναι σταθερά και μένουν ίδια. Θεωρώ ότι το ίδιο το νησί δεν έχει αλλάξει σε πολύ μεγάλο βαθμό, δεν έχει κακοποιηθεί.
Εσύ στη ζωή σου ψάχνεις σταθερές ή αναζητάς συνέχεια την αλλαγή;
Έχω σταθερές στη ζωή μου, δεν τις ψάχνω. Έχω ανθρώπους στη ζωή μου, έχω τους φίλους μου, την οικογένειά μου, τους συνεργάτες μου.
Σε αντίθεση με τις περισσότερες από τις προηγούμενες σειρές σου, το Maestro θα έχει μόλις 9 επεισόδια. Τι σε έκανε να πάρεις την απόφαση αυτή;
Γενικά ποτέ δεν εξαντλούσα μια ολόκληρη σεζόν στις σειρές μου, με εξαίρεση τους «4», όπου τα γυρίσματα όμως κράτησαν δύο χρόνια. Το «Κλείσε τα Μάτια», για παράδειγμα, ήταν τρεις κύκλοι. Ο πρώτος ήταν 14 επεισόδια, ο δεύτερος 11 και ο τρίτος 6. Δεν ήμουν ποτέ ο άνθρωπος που γράφει non stop κάθε σεζόν. Και να θέλω, δεν θα μπορούσα πρακτικά, με τόσα πράγματα που είχα να κάνω. Η διαφορά εδώ, σε σχέση με τις υπόλοιπες δουλειές, ήταν ότι επρόκειτο για μια σειρά πολύ υψηλότερων απαιτήσεων. Από την αρχή, ο τρόπος που το έγραψα και ήθελα να το αντιμετωπίσω ήταν σαν ταινία. Είναι άλλη η γλώσσα του τηλεοπτικού σεναρίου, άλλη η γλώσσα του κινηματογραφικού, από τη φύση τους. Αλλιώς λες μια ιστορία σε δύο ώρες, αλλιώς λες μια ιστορία σε 15-20 ώρες. Στο “Maestro”, η ιστορία που ήθελα να πω θεώρησα ότι μπορεί να «ειπωθεί» σε 8, άντε 9 μέρη.
Είχες εξαρχής στο μυαλό σου ότι θα πάτε και για δεύτερη σεζόν;
Όταν έκανα τα γυρίσματα, έβλεπα ότι αυτοί οι ήρωες και οι ηθοποιοί που τους ενσαρκώνουν, μπορούν να μου δώσουν πάρα πολλά πράγματα. Σεναριακά, αν και έχω γράψει μόνο το πρώτο επεισόδιο (του δεύτερου κύκλου), περιμένω πώς και τι να φύγει όλος αυτός ο όγκος των παραδόσεων, των υποχρεώσεων, της παραγωγής, προκειμένου να ηρεμήσω και να καθίσω να γράψω και τα επόμενα επεισόδια.
Δεν είμαι ένας άνθρωπος που του αρέσει να τοποθετείται δημόσια επί παντός επιστητού.
Όλα αυτά τα χρόνια που δημιουργείς στην τηλεόραση, έχεις καταφέρει και έχεις συνδυάσει συγκεκριμένους ηθοποιούς με τη δουλειά σου. Στο Maestro βλέπουμε και πάλι ένα σπουδαίο καστ, τόσο από τους πιο έμπειρους, όσο και από τους νεότερους ηθοποιούς. Πώς επιλέγεις τα πρόσωπα που θα ενσαρκώσουν τους χαρακτήρες σου;
Υπάρχει κάθε φορά μια διαδικασία μέχρι να βρεθούν τα πρόσωπα. Δεν είναι βέβαια σε όλες τις περιπτώσεις το ίδιο. Δεν υπάρχει ένας κανόνας. Εγώ, ως δημιουργός και σκηνοθέτης, πάντα θέλω να επιλέγω βάσει ταλέντου, χημείας και σεναριακών απαιτήσεων. Για μένα όλα ξεκινούν και τελειώνουν στο σενάριο. Όταν πρόκειται για νέους ηθοποιούς, φυσικά γίνεται κάστινγκ, μια συζήτηση και μια διαδικασία. Όσον αφορά τους πιο έμπειρους ηθοποιούς, κάποιες φορές τους έχω ήδη στο μυαλό μου. Τον Φάνη Μουρατίδη για παράδειγμα, τον είχα στο μυαλό μου όταν έγραφα τον ρόλο, το ίδιο και τη Μαρία Καβογιάννη.
Κάθε φορά που ετοιμάζεις μια νέα δουλειά, αυτή συζητιέται από τα γυρίσματα κιόλας. Σε αγχώνουν οι μεγάλες προσδοκίες που έχει το κοινό από τις δουλειές σου;
Όταν είσαι ένας άνθρωπος που φτιάχνει κάτι, όταν δημιουργείς κάτι, το αγαπάς πάρα πολύ. Είναι λίγο σαν το παιδάκι σου, οπότε μοιραία αποκτάς μια προσωπική επαφή με αυτό. Το στέλνεις σχολείο και έχεις αγωνία τι θα κάνει εκεί και πώς θα είναι. Αυτή η αγωνία όμως δεν έχει να κάνει με την τηλεθέαση μιας και στην εποχή μας η μέτρησή της γίνεται διαφορετικά. Πλέον μπορείς να δεις μια σειρά on demand και την επόμενη μέρα. Άρα αν έχω κάποια αγωνία, αυτή είναι κυρίως αν θα μπορέσω να περάσω στους θεατές όσα βίωσα εγώ την ώρα που το έγραφα.
Στις σειρές σου έχεις τον πρωταγωνιστικό ρόλο…
Εδώ δεν θεωρώ ότι έχω μόνο εγώ τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Θεωρώ ότι πρόκειται για δέκα ισάξιους ρόλους. Σε κάθε επεισόδιο, τον πρώτο ρόλο έχει και ένας άλλος ήρωας. Ειδικά σε αυτή τη δουλειά δεν πρωταγωνιστεί μόνο ένα ερωτικό ζευγάρι. Ακολούθησα μια διαφορετική τακτική σεναριακά. Έχει αλλάξει η εποχή και με ενδιέφερε να σκηνοθετήσω και να πω κάποια πράγματα με όχημα όχι εμένα, αλλά 10 διαφορετικούς χαρακτήρες σε μια ενιαία πλοκή. Και στην προηγούμενη ταινία το ίδιο πράγμα είχα κάνει.
Δημιουργείς ρόλους και καταστάσεις για τον εαυτό σου που, σε ένα παράλληλο σύμπαν, θα ήθελες, ίσως, να έχεις βιώσει; Έχεις την περιέργεια να δεις πως θα λειτουργούσες μέσα σε αυτές τις καταστάσεις;
Νομίζω ότι όποιος γράφει, επηρεάζεται από αυτά που ακούει, από αυτά που βλέπει, από αυτά που διαβάζει, από αυτά που βιώνει και από αυτά θα που ήθελε να βιώσει. Όλα ισχύουν, δεν υπάρχει ένας συγκεκριμένος κανόνας.
Μια από τις πιο ευχάριστες εκπλήξεις του Maestro, είναι και η συμμετοχή της Χαρούλας Αλεξίου. Είχες φτιάξει τον ρόλο έχοντάς την ήδη στο μυαλό σου;
Την ημέρα που έγραφα το δεύτερο επεισόδιο, όταν ακόμα ήμασταν σε lockdown, θυμάμαι άκουσα το τραγούδι «Προσευχή». Ενθουσιάστηκα, και είδα ότι οι στίχοι και η μουσική ήταν της Χαρούλας Αλεξίου. Έφαγα κόλλημα με το συγκεκριμένο τραγούδι και το άκουγα συνέχεια για 2-3 ημέρες. Έτσι όπως το άκουγα λοιπόν, έφτιαχνα εικόνες στο μυαλό μου και αναρωτήθηκα αν θα της άρεσε να παίξει τον ρόλο. Της έστειλα τα δύο πρώτα επεισόδια και… τα υπόλοιπα τα βλέπετε στην οθόνη.
Στα έργα σου φαίνεται ότι όταν γράφεις το σενάριο έχεις ήδη στο μυαλό σου ακόμα και τη μουσική επένδυση. Ακόμα και τη φωτογραφία. Και αν ναι, πως έχεις καταφέρει να υλοποιήσεις αυτό το σχεδόν ακατόρθωτο, να μεταφέρεις στην οθόνη ακριβώς αυτό που σκεφτόσουν;
Νομίζω ότι έτσι είμαι σαν άνθρωπος. Είναι κάτι τόσο δικό μου αυτό που έχω γράψει το βράδυ στο σπίτι μόνος μου, που είναι σαν κομμάτι της ζωής μου. Κι εγώ τα κομμάτια της ζωής μου τα φροντίζω πάρα πολύ, τα αγαπώ. Όπως φροντίζω και τους ανθρώπους της ζωής μου.
Στο Maestro επιλέγεις να θίξεις και το θέμα της ενδοοικογενειακής βίας. Στο δεύτερο επεισόδιο μάλιστα, είδαμε και κάποιες πολύ σκληρές σκηνές. Πόσο εύκολο ήταν να γυριστούν;
Αυτό ήταν ένα γύρισμα το οποίο φοβόμουν και με άγχωνε πάρα πολύ. Δεν είχα ξανακάνει ποτέ κάτι τόσο έντονο. Επειδή αυτή η σκηνή είχε με έναν τρόπο ωμή βία, είχα μεγάλη αγωνία για το πώς θα την καταγράψω και πώς θα το αφηγηθώ όλο αυτό. Ελπίζω να τα κατάφερα. Είχα αγωνία, αλλά δεν μπορούσα ένα τόσο σκληρό θέμα να το περάσω επιδερμικά, γιατί θα έχανε τον στόχο του, το αποτέλεσμα. Θεωρώ ότι έπρεπε να το γυρίσω τόσο σκληρά όσο άντεχα, όσο αντέχαμε, προκειμένου να δείξω πόσο ακραία κακό είναι. Ευτυχώς είχα τη Μαρία Καβογιάννη, τον Γιάννη Τσορτέκη και τον Γιώργο Μπένο, με τους οποίους είχαμε κάνει πρόβες και είχαν χορογραφηθεί όλα. Πρέπει να σου πω, όμως, ότι κάθε φορά που έβλεπα αυτή τη σκηνή στο μοντάζ, ένιωθα περίεργα, ένιωθα άβολα. Ήταν κάτι δύσκολο, αλλά ήταν απαραίτητο.
Στις σειρές σου καταπιάνεσαι πάντα με θέματα ίσως δύσκολα για την κοινωνία, π.χ. τρανς, γκέι, πρόσφυγες. Τι είναι που σε τραβάει σε αυτές τις ιστορίες;
Οι ιστορίες αυτών των ανθρώπων είναι κομμάτι της πραγματικότητας κι εγώ είμαι ένας άνθρωπος που κινητοποιούμαι να γράψω επηρεαζόμενος από όσα συμβαίνουν γύρω μας. Πάντα προσέγγιζα κοινωνικά θέματα στις δουλειές μου, με μια διαφορετική ματιά, σε μια διαφορετική εποχή, σε μια διαφορετική ηλικία και σε μια διαφορετική κοινωνική κατάσταση τότε. Σήμερα, που τα πράγματα είναι πολύ πιο έντονα, μοιραία θα είναι και το σενάριο.
Τις τυχόν αντιδράσεις δεν τις φοβάσαι;
Δεν φοβάμαι, γιατί αν φοβόμουν δεν θα έγραφα τέτοιες ιστορίες. Αγχώνομαι είναι η σωστή λέξη. Όταν γυρίζαμε το «Ένας άλλος κόσμος» για παράδειγμα, όπου είχαμε καταπιαστεί με το προσφυγικό και τη Χρυσή Αυγή, αγχωνόμουν πάρα πολύ. Δεν ήμουν τόσο σίγουρος στα βήματά μου, αλλά κάτι σε τρώει μέσα σου και λες «θέλω να πω μια ιστορία». Προσπαθώ να είμαι όσο πιο συνεπής απέναντι σε αυτή, αλλά και στους ήρωές της.
Στη σειρά βλέπουμε τον έρωτα μιας 19χρονης για έναν 46χρονο. Έχουμε δει να γίνεται πολύς λόγος τελευταία, και κυρίως στο εξωτερικό – όπου, όπως ειπώθηκε στην συνέντευηξη τύπου, θα ήθελες να προβληθεί η σειρά – για τις σχέσεις με διαφορά ηλικίας και κατά πόσο αυτές είναι όντως συναινετικές, δεδομένου ότι υπάρχει διαφορετικό power balance. Υπήρξε κάποια στιγμή στη δημιουργία της σειράς, που να σε προβλημάτισαν οι τυχόν αντιδράσεις που μοιραία ή όχι θα προκύψουν;
Όχι, γιατί δεν υπάρχει τίποτα το κακοποιητικό στη σχέση των δύο. Δεν υπάρχει τίποτα το ενοχλητικό. Η Κλέλια είναι μια κοπέλα ενήλικη, που ετοιμάζεται να πάει για σπουδές και ξαφνικά γνωρίζει έναν 46χρονο άντρα, τον Ορέστη. Δεν υπάρχει εκμετάλλευση σε αυτή τη σχέση. Υπάρχουν μόνο συναισθήματα, έρωτας, και μια διαφορά ηλικίας που ναι μεν δυσκολεύει τα πράγματα, αλλά που είναι στα πλαίσια της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και σεβασμού.
Στο μυαλό όλων είσαι συνδυασμένος με δραματικούς ρόλους, αν και σε πολλές σκηνές στις σειρές και τις ταινίες σου, υπάρχει έντονο το στοιχείο του χιούμορ και του αυτοσαρκασμού. Επίσης, ένας από τους πιο εμβληματικούς ρόλους σου είναι εκείνος του Χάρη στην Ντόλτσε Βίτα, που ήταν κατεξοχήν κωμικός. Υπάρχει πιθανότητα να σε ξαναδούμε στο μέλλον σε έναν τέτοιο ρόλο ή να δημιουργήσεις μια κωμική σειρά/ταινία;
Εκείνη την εποχή δεν μπορούσα καθόλου να φανταστώ ότι θα μιλούσαμε για τον Χάρη 27 χρόνια μετά, ούτε φανταζόμουν ότι όλες αυτές οι σκηνές θα γίνονταν viral σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά. Αυτό δείχνει βέβαια, πόσο καλό ήταν το σενάριο και πόσο καλό ήταν το καστ. Εγώ έχω προσπαθήσει πολλές φορές να γράψω μόνο κωμωδία, αλλά δεν νομίζω ότι έχω τόσο ταλέντο για κάτι τέτοιο. Δεν νομίζω ότι μπορώ να είμαι τόσο συνεπής. Μόλις αρχίσω να γράφω μια κωμωδία, λίγο μετά, θα πάω σε πιο μαύρες περιοχές. Μόλις πάω στις μαύρες περιοχές, από ανάγκη, σαν άνθρωπος, θα θελήσω λίγο φως και θα πάω στο πιο φωτεινό. Τα γραπτά μου είναι με έναν τρόπο και ο ψυχισμός μου. Τείνω πάντα, ευτυχώς, προς την ισορροπία.
Είναι η Μαρία Καβογιάννη η μούσα σου;
Είναι ένα πλάσμα που αγαπώ πάρα πολύ. Ένα πλάσμα με το οποίο έχουμε συνεργαστεί πολλές φορές και από ένα σημείο και μετά είμαστε λίγο σαν οικογένεια. Ξέρουμε πολύ καλά ο ένας τον άλλο και αυτό σε ένα γύρισμα είναι πολύ ανακουφιστικό.
Είσαι στα φώτα της δημοσιότητας από πολύ μικρός. Έχουν υπάρξει στιγμές που έχεις αισθανθεί ότι δεν θα ήθελες να σε γνωρίζει κανείς;
Ναι έχουν υπάρξει, όμως αυτό δε λέει κάτι. Το να με αναγνωρίσει κάποιος έξω δεν με αγχώνει, είναι κάτι με το οποίο έχω μεγαλώσει, το έχω συνηθίσει και τις περισσότερες φορές μου είναι και ευχάριστο, ειδικά όταν κάποιοι άνθρωποι σε βλέπουν και χαμογελούν. Μεγαλώνοντας, διακρίνω και την εκτίμηση απέναντι στη δουλειά μου, κάτι που είναι εξίσου ωραίο και σου δίνει δύναμη, σε εμπνέει.
Πιστεύεις πως σου έχουν έρθει εύκολα τα πράγματα;
Φαινομενικά ναι, υπήρξα τυχερός σε πολλά πράγματα. Ουσιαστικά όμως όχι. Έχω δουλέψει πάρα πολύ γι’ αυτό που έχω κάνει. Κοιτάζω πίσω και τίποτα δεν έγινε χωρίς πολύ κόπο. Είμαι ένας άνθρωπος ο οποίος από την ώρα που μπαίνει σε ένα πρότζεκτ, αυτό γίνεται η ζωή του. Απλά υπήρξα τυχερός γιατί ξεκίνησα σε μια εποχή όπου δίνονταν πολλές ευκαιρίες. Έπεσα πάνω σε καλούς ανθρώπους και αυτό είναι πολύ σημαντικό όταν ξεκινάς σε τόσο μικρή ηλικία. Υπήρξα τυχερός που δούλεψα με ταλαντούχους ανθρώπους και έμαθα στο πλευρό τους, και που είχα ένα περιβάλλον και μια οικογένεια πολύ υποστηρικτική και προστατευτική.
Είμαι ένας άνθρωπος που λέει ιστορίες.
Έχεις καλλιτεχνικά απωθημένα;
Κανένα απωθημένο δεν έχω. Αλλά έχω πολλά όνειρα. Ακόμα και τώρα που μιλάμε σκέφτομαι τα επόμενα επεισόδια ή την επόμενη ταινία που θέλω να κάνω. Δεν σταματάω να σκέφτομαι. Νομίζω ότι θα σταματήσω την ώρα που δεν θα έχω κάτι άλλο να πω. Μέχρι στιγμής έχω.
Όταν δεν δουλεύεις, τι κάνεις;
Ζω όπως όλοι οι άνθρωποι. Βέβαια, το γράψιμο είναι πάντα κάτι που κάνω όπου και αν είμαι.
Πολλές σκηνές από τις σειρές σου έχουν γίνει memes. Πώς αντιδράς σε αυτό;
Με χιούμορ. Γελάω κι εγώ πάρα πολύ. Το παρατηρώ από μακριά όλο αυτό.
Υπάρχουν εκείνοι που λένε ότι οι σειρές σου παρουσιάζουν μια κοινωνική αφθονία που δεν συναντάμε συχνά στην Ελλάδα. Θεωρείς ότι είναι δίκαιη αυτή η «κριτική»;
Αυτό το έλεγαν στις πρώτες σειρές. Δεν μου λέει κάτι όμως αυτό. Στόχος μου εμένα τότε με τις δουλειές μου δεν ήταν να λειτουργώ σαν αντικατοπτρισμός μιας κοινωνίας. Δεν με αφορούσε να γίνω καθρέφτης μιας πραγματικότητας.
Την κριτική πως την αντιλαμβάνεσαι; Σε επηρεάζει;
Φυσικά. Εννοείται. Είναι ανθρώπινο να επηρεάζεσαι. Επειδή όμως έχω πια μεγαλώσει, ξέρω ότι όλα αυτά επί της ουσίας δεν σημαίνουν τίποτα. Σημασία έχει να έχω καταφέρει να πω την ιστορία έτσι όπως θέλω, με τα δικά μου στάνταρ, να είμαι εγώ εντάξει απέναντι στους θεατές, τους ηθοποιούς και το θέμα. Μέχρι στιγμής πιστεύω ότι είμαι ok απέναντι σε όλο αυτό. Μια αρνητική κριτική θα με επηρεάσει, αλλά στιγμιαία, όπως και στιγμιαία θα χαρώ με μια καλή κριτική. Δεν έχουν διάρκεια αυτά τα πράγματα. Προτιμώ να κρατάω κάτι που έχει διάρκεια.
Έχουν υπάρξει δουλειές άλλων συναδέλφων, Ελλήνων ή ξένων, που να σε έχουν σημαδέψει; Έχεις αναφορές;
Φυσικά. Δεν ήμουν όμως ποτέ πωρωμένος με κάτι συγκεκριμένο. Είχα πάντα αναφορές από σκηνοθέτες, ταινίες και βιβλία, ποτέ όμως κάτι τόσο συγκεκριμένο, το οποίο να το κουβαλάω σαν Βίβλο.
Αισθάνεσαι ποτέ την ανάγκη να τοποθετηθείς για κοινωνικά ή πολιτικά θέματα;
Αισθάνομαι την ανάγκη να έχω την άποψή μου και να την εκφράζω, αλλά αυτό θα το κάνω μέσα από την τέχνη μου. Δεν είμαι ένας άνθρωπος που του αρέσει να τοποθετείται δημόσια επί παντός επιστητού.
Έχεις υπάρξει ματαιόδοξος;
Όχι. Νομίζω πως η ματαιοδοξία δεν είναι χαρακτηριστικό των έξυπνων ανθρώπων και νομίζω ότι δεν έχω υπάρξει χαζός, οπότε δεν υπήρξα και ματαιόδοξος. Υπήρξα όμως, και είμαι ακόμα, φιλόδοξος.
Είσαι σχεδόν άρρηκτα συνδεδεμένος με το Mega…
Ο λόγος για τον οποίο ξαναγύρισα στο Mega δεν είναι συναισθηματικός, είναι πρακτικός. Απ’ όλες τις προτάσεις που είχα, το κανάλι αυτό μου έκανε την πιο σωστή για το έργο που είχα γράψει και μου έδωσε την ελευθερία να πω την ιστορία όπως εγώ ήθελα, με όλο αυτό το τεράστιο κόστος που έχει η παραγωγή του Maestro. Είναι πολύ σημαντικό που το κανάλι μου έδωσε το budget που χρειαζόταν για τα γυρίσματα.
Όταν δημιουργείς μια σειρά/ταινία, γράφεις, σκηνοθετείς, παίζεις. Με τι απ’ όλα αυτά ταυτίζεσαι περισσότερο;
Εγώ θεωρώ τον εαυτό μου έναν άνθρωπο που γράφει και λέει ιστορίες. Δηλαδή, το σενάριο και η σκηνοθεσία είναι περισσότερο κοντά μου τώρα πια. Κάποια στιγμή στο μέλλον, νομίζω πως θα είμαι και μόνιμα πίσω από την κάμερα. Είχα πάντα αυτούς τους τρεις διαφορετικούς ρόλους, οι οποίοι είναι τρομερά εξουθενωτικοί, αλληλοσυμπληρώνονται όμως. Αν όμως έπρεπε οπωσδήποτε να μου δώσω έναν τίτλο, θα έλεγα απλά πως είμαι ένας άνθρωπος που λέει ιστορίες.