«Νομίζω ότι η σημαντικότερη προσφορά της στο dna της ανθρωπότητας ήταν οι αντιφάσεις της» έγραψε μεταξύ άλλων, λίγες ώρες μετά την ανακοίνωση του θανάτου της Sinéad O’Connor, στη φεισμπουκική του σελίδα, ο δημοσιογράφος Σάκης Δημητρακόπουλος. Και δεν νομίζω ότι θα μπορούσε να περιγράψει κανείς με περισσότερη ευκρίνεια αυτή τη σπουδαία ζωή.
Η τραγουδίστρια που γεννήθηκε στο Δουβλίνο μια μέρα του Δεκέμβρη και πέθανε μια μέρα του Ιουλίου -και βρισκόταν με τον τσαμπουκά της και την «με περνάνε και με ανατριχιάζουν σαράντα κύματα» φωνή της στο μπουκέτο με τις γυναίκες της εφηβείας μου- έγινε διάσημη για τις αντιφάσεις της και αγαπήθηκε για αυτές. Όπως και για μια σειρά από στίχους και τραγούδια που μπορεί να ξεκίνησαν από τα μαύρα σκοτάδια της, έριξαν, όμως, φως στον κόσμο και ζέσταναν με τρυφερότητα και αλήθειες τις “άκρες” του.
There is no other Troy/ For you to burn/ And I never meant to hurt you/ I swear/ I didn’t mean those things I said/ I never meant to do that to you/ Next time I ‘ll keep my hands to myself instead/ Does she need you like I do?/ Do you love her?/ Is she good for you/ Does she hold you like I do?
Η ζήλια, ο έρωτας, η καταπίεση, η απόγνωση, η ανάγκη, η απαίτηση, ο έρωτας-πάλι, η ζήλια-πάλι, έγιναν ανεμοστρόβιλος, έγιναν καταιγίδα και κεραυνός, έγιναν τραγούδι που τ0 πήρε και το ακούμπησε στο πρώτο της wtf-από-που-ξεπήδησε-τώρα-αυτό άλμπουμ, The Lion and the Cobra, του 1987. Για πολλούς το πιο δυνατό του δίσκου. Για μένα το πιο καταραμένο της ζωής μου τότε.
It’s been so lonely without you here/ Like a bird without a song/ Nothing can stop these lonely tears from falling/ Tell me baby, where did I go wrong?/ I could put my arms around every boy I see/ But they’d only remind me of you
Ένα βίντεο κλιπ που έγραψε ιστορία για ένα δάκρυ, δύο μάτια που σχεδίασαν το «γύρνα πίσω» με τον πιο ατίθασο και πονεμένο τρόπο και ένα τραγούδι που μάθαμε αργότερα πως ανήκε στον Prince. Πραγματικά δεν έχω ιδέα τι σκεφτόταν όταν το διασκεύαζε, κάτι μου λέει πάντως πως δεν πέρναγε από το μυαλό της αυτό που ακολούθησε. Κατάκτηση της κορυφής και πέρασμα για πάντα στο Βασίλειο της Κεντρικής Σκηνής. Κάτι που, όπως αποδείχθηκε, δεν ήθελε και δεν κατανόησε ποτέ.
All the lonely people / Where did they all come from/ Where did they belong
Μη σε μπερδεύει η γλυκιά απορία του ρεφρέν που κολλάει στο μυαλό και σε κυνηγάει όλη μέρα, είμαστε στο 1994 και το κορίτσι ραπάρει, πριν, μετά και κατά τη διάρκεια, για τα δεινά της πατρίδα της και το πώς ο καπιταλισμός τη διαβρώνει με τον πλέον επιθετικό τρόπο. Κάπου εκεί θα έρθουν και κάτι χριστιανικά απωθημένα που τη βασανίζουν παιδιόθεν («and we say we’re a Christian country /But we’ve lost contact with our history /See we used to worship God as a mother /We’re sufferin from post traumatic stress disorder) και όλα θα μπλέξουνε γλυκά. Το αγαπώ και το ψηφίζω για τοπ 3.
Don’t know what to want from this world/ I really don’t know what to want from this world/ I don’t know what it is you wouldn’t want from me/ You have no right to want anything from me at all
Κάτι μου λέει πως όταν το άκουσε για πρώτη φορά, το να το διασκευάσει αμέσως, γι’ αυτήν, ήταν μονόδρομος. Δεν ξέρω σε τι κατάσταση θα είναι ο John Grant όταν θα παίξει στην Αθήνα, ο τύπος που το έγραψε γι’ αυτή χωρίς να το ξέρει, αλλά ανυπομονώ για τη στιγμή που οι πρώτες νότες αυτού του αριστουργήματος με χτυπήσουν σαν ρεύμα στη σκηνή του Fuzz Club. Το Queen of Denmark κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στο ομώνυμο άλμπουμ του Grant το 2010, πρώτο του solo μετά τη παρουσία του στους The Czars. Η Sinéad O’Connorr το διασκεύασε δύο χρόνια αργότερα για τις ανάγκες του άλμπουμ How About I Be Me (And nYou Be You)?
I don’t know no shame/ I feel no pain/ I can’t see the flame
Ήταν η πρώτη εμφάνιση και γι’ αυτό αιώνια αγαπημένη και, παραδόξως, με ότι ακολούθησε, αυτή ήταν και εντελώς εξωστρεφής, επιθετική, έξω άγρια καρδιά, με «άρωμα» Αφρικής στο banshee ξεπέταγμα του ρεφρέν και attitude “χέστηκα και συγνώμη για το λεξιλόγιο μου αλλά αυτή είμαι και σε όποιον αρέσω». Ακόμη θυμάμαι το walkman, τα Σεπόλια, τον έφηβο επαρχιώτη στη νέα-μεγάλη-πόλη και αυτό το τεράστιο «I have refused to take part /I told them “drink something new”» να πλανιέται από πάνω. Να ‘νιωθε μόνο το κορίτσι, τι βάλσαμο ήταν στις καρδιές του κόσμου, μόνο να ‘νιωθε.
Summer time, winter time/ Spring and autumn too/ Monday, Tuesday, everyday/ I think of you/ Dances, romances/ Things of the night/ Sunshine and holidays/ Postcards to write
Θες αυτό το γλυκανάλατο που δεν της πάει και το παλεύει τόσο, θες που είναι με τον άλλο τον προσφάτως εκλιπόντα, θες που βλέπω τους ουρανούς πιο ανάλαφρους και ζαχαρωμένους, θες που ότι κι αν λέω, που ότι και αν σκέφτομαι, έτσι θέλω να τη σκέφτομαι τώρα πια, θες με αυτά και με αυτά, μπήκε δεκάδα και πολύ καλά έκανε αν με ρωτάτε.
I will live by my own policies/ I will sleep with a clear conscience/ I will sleep in peace/ Maybe it sounds mean/ But I really don’t think so
Ένα κάλεσμα για δράση σε όσους αρνούνται να αποδεχτούν την τρέχουσα κατάσταση πραγμάτων ή απλώς ένα κομμάτι Αγίας Ψυχοθεραπείας για λίγους και εκλεκτούς που ζητά και απαιτεί το κάτι παραπάνω; Θα ποντάρω στο δεύτερο. Όπως πάντα.
She’s taken everything I liked/ She’s taken every lover oh/ And all along she gave me lies/ Just to make me think I loved her/ Fire on babylon/ Yes a change has come/ Look what she did to her son
H ωμή αυτή κατάθεση ψυχής για την κακοποίησή της από τη μητέρα της κυκλοφόρησε το 1994, ως δεύτερο σίνγκλ από το τέταρτο άλμπουμ της Universal Mother. Περιέχει ένα sample από το Dr Jekyll του Miles Davis. To ανατριχιαστικό clip του τραγουδιού σκηνοθέτησε ο Michel Gondry – άρτι αφιχθείς από την μεγαλοσύνη των Human Behaviour (Bjork) και Protection (Massive Attack). Δεν μπήκε ποτέ στα charts της Αγγλίας και της Αμερικής.
God grant me the serenity to accept the things I cannot change/ Courage to change the things I can/ And the wisdom to know the difference/ I am not like I was before/ I thought that nothing would change me/ I was not listening anymore/ Still you continued to affect me
Οι λέξεις της, έτσι όπως ξεπηδούσαν ανάμεσα στους ήχους, ήταν πάντα σαν ιχνογραφία της εκάστοτε ψυχολογίας της. To 1990 και με το δεύτερο άλμπουμ της I Do Not Want What I Haven’t Got θα ξεκινούσε τα πρώτα ξεκαθαρίσματα με τους θεούς της και με ό,τι τέλος πάντων υπάρχει εκεί πάνω.
Χωρίς στίχους, χωρίς λόγια. Σκέψου μόνο να αντιδράς στη σεξουαλική κακοποίηση που ασκεί σημαντικό κομμάτι της καθολικής εκκλησίας -την οποία παρεπιπτόντως dnaικα ασπάζεσαι- σχίζοντας την φωτογραφία του Πάπα σε ζωντανή εκπομπή και λίγες μέρες μετά να εισπράττεις αυτό. Στο Madison Square Garden. Σε ένα αφιέρωμα για τα 30 χρόνια πρωτιάς του Bob Dylan. Και να επιμένεις. Να λυγίζεις. Να σηκώνεσαι όρθια και να τραγουδάς -ξανά, όπως τότε στην εκπομπή του SNL που ξεκίνησαν όλα- το War του Bob Morley. Και μετά να χάνεσαι σε μια αγκαλιά για να αντέξεις. Την απόρριψη. Και ας ξέρεις πως αυτό έπρεπε να κάνεις. Αυτό. Και τίποτα άλλο.