Categories: POP ID

Η Μαριαλένα Σπυροπούλου βαριέται πάρα πολύ όσους πιστεύουν ότι είναι έξυπνοι

ΜΟΥΣΙΚΗ: Έχω μια περίεργη σχέση με τη μουσική. Μπορεί να περάσουν ολόκληρες μέρες και να μην ακούσω και να καταλάβω την έλλειψή της όταν ηχήσει ξανά στα αυτιά μου. Μεγάλωσα σε ένα σπίτι όπου η μαμά ήταν πιο πολύ Το κορίτσι του Μάη, κουνιόταν ανάλαφρα με τους Olympians και σιγοτραγουδούσε Πάριο και Μαρινέλλα. Ο μπαμπάς, βαρύς, έθετε αυστηρές προδιαγραφές για το τι σημαίνει μουσική. Ήταν μόνον η κλασική. Η όπερα, η συμφωνική. Στο τσακίρ κέφι θα την έβρισκε με οπερέτες είτε με τα εφτανησιακά ακούσματα, (είχε μεγαλώσει στην πλευρά του Ιονίου), τις καντάδες του τότε. Μετά ήρθε και το λάτιν. Κάποτε σε οικογενειακές διακοπές στη Χαλκιδική κοντέψαμε εγώ και η αδερφή μου να κάνουμε εμετό με την κασέτα του Νταλάρα όταν κυκλοφόρησε τα λάτιν από τις πολλές φορές που την ακούσαμε.

Στο σπίτι χόρευα με τους Wham, τους Duran Duran, τους Culture club. Στο τέλος του δημοτικού άρχισε όμως η μαυρίλα. Ερωτεύτηκα τους Depeche mode και το Route66, και όλη η εφηβεία είχε από τότε Cure, David Bowie, Kate Bush, Morrissey. Λίγο αργότερα και παντοτινά οι Portishead με σημάδεψαν.

Αγάπησα πολύ το ελληνικό ροκ. Τον στίχο στα Διάφανα Κρίνα, τα Ξύλινα Σπαθιά, τις Τρύπες, είχα συνειδητοποιήσει από νωρίς ότι υπάρχουν αυτές οι τρύπες μέσα μου, είμαι διάτρητη και εκτεθειμένη σε ό,τι μου τρυπάει την καρδιά. Καλή εποχή για το ελληνικό ροκ. Σήμερα ακούω πολύ ορχηστρική μουσική, συνεχίζω να αγαπώ ετερόκλιτα ακούσματα, όπου υπάρχει ψυχή με συνεπαίρνει. Και κάτι αυθεντικό. Είμαι ίσως από τους λίγους Έλληνες που δεν έχω πάει ποτέ σε μπουζούκια, δεν έχω χορέψει ποτέ τσιφτετέλι και δεν τη βρήκα ποτέ με τα ρεμπέτικα ή τα λαϊκά. Θα ψηφίζω για πάντα Prodigy.

ΒΙΒΛΙΑ:  Τα βιβλία ήταν τα απρόσιτα βιβλία του πατέρα μου, ο κόσμος των κλασικών εικονογραφημένων στην παιδική μου ηλικία, η Άλκη Ζέη και πολύ γρήγορα τα άπαντα της Enid Blyton, ο Αόρατος Άνθρωπος και η Agatha Christie. Σήμερα δεν διαβάζω καθόλου αστυνομική λογοτεχνία. Οι αγαπημένοι μου συγγραφείς είναι Γάλλοι, Ιάπωνες, Αμερικάνοι, Ουελμπέκ, Ογκάουα, Ροθ, Γουλφ και άλλοι πολλοί, όπως και η ποίηση. Αγαπημένη μου ποιήτρια  είναι η Σιμπόρσκα. Έχει γράψει ένα ποίημα που νομίζω ότι το έγραψε για μένα. Πορτρέτο μιας γυναίκας, λέγεται. Γράφει σε έναν στίχο της «Απλοϊκή, αλλά με τις καλύτερες συμβουλές, αδύνατη, αλλά σηκώνοντας τα πιο βαριά φορτία, δεν έχει κεφάλι στους ώμους της, αλλά θα αποκτήσει».

Στην εφηβεία μου διάβαζα μετά μανίας Έλληνες συγγραφείς. Τους έχω διαβάσει μάλλον όλους. Έχω διαβάσει και συγκαιρινούς, θεωρώ ότι η ελληνική λογοτεχνία διαθέτει μικρά διαμαντάκια, όχι απαραίτητα αυτά που πολύ προβάλλονται αλλά και άλλα ήσυχα, ταπεινά που διαγραφούν την πορεία τους στο χρόνο. Θα ήθελα η ελληνική λογοτεχνία να ξεφύγει από το «χωριό» και τον Εμφύλιο. Να γίνουμε επιτέλους και λίγο πιο ανοιχτοί στην επικοινωνία μας με τον κόσμο. Η γενιά μου το προσπαθεί.

ΤΑΙΝΙΕΣ: Θα μπορούσα να ζω σε σκοτεινές αίθουσες. Στα 8 μου έτη η μαμά μου κατά λάθος μας πήγε να δούμε τον Αόρατο Εραστή του Γούντι Άλεν, ο πατέρας μου από πεποίθηση λίγο πιο μετά τον Τελευταίο Αυτοκράτορα του Μπερτολούτσι. Είμαι του ευρωπαϊκού κινηματογράφου περισσότερο από το αμερικανικό, αν και βλέπω ό,τι κυκλοφορεί. Από παλιά έβλεπα πολύ τον ασιατικό, πριν γίνει μόδα. Είμαι από αυτούς που θα μπορούσαν να ψηφίζουν για τα Όσκαρ, θέλω να τα έχω δει πριν δοθούν τα βραβεία. Πάω και μόνη μου αν χρειαστεί. Αν και πάντα βρίσκω παρέα στα δύσκολα. Είμαι φοβερή φυσιογνωμίστρια με τους ηθοποιούς, αναγνωρίζω τους δευτερορολίστες ακόμα και μεταμφιεσμένους, θυμάμαι ακόμα και αυτούς που κάνουν πέρασμα σε ποια ταινία είχαν ξαναπαίξει. Σε αυτό το παιχνίδι πάντα κερδίζω.

Δεν μου άρεσαν τα Παράσιτα. Κουράστηκα πια με το σπλάτερ και τη βία. Είναι τόσο βίαιη η ζωή μας. Έτσι έχει γίνει πια και το σινεμά. Για μένα οι Κλέφτες Καταστημάτων ήταν μακράν πολύ πιο ποιητική ταινία. Αναζητώ την ποίηση στο σινεμά, στη ζωή, στα αισθήματα. Έναν κάποιο λυγμό, ίσως κάτι που υπονοείται και δεν λέγεται. Ο Πάτερσον του Τζάρμους με συγκίνησε βαθιά. Όπως και αγάπησα τόσο πολύ τον Ιναρίτου με το Amores Perros. Όσο μεγαλώνω πιάνω τον εαυτό μου να θέλω να βλέπω κομεντί. Ωραίες ρομαντικές ιστορίες. Είναι τόσο σκληρή η ζωή μας. Γέλασα με τη νέα ταινία του Οικονομίδη, σε ένα κατάμεστο σινεμά, μια μέρα πριν το lockdown, πώς δεν αρρωστήσαμε όλοι εκεί μέσα, ακόμα απορώ.

Πολλοί μου λένε ότι τα βιβλία μου θα μπορούσαν να γίνουν κινηματογραφικές μεταφορές. Είναι το πιο ωραίο κοπλιμέντο που έχω ακούσει για τη γραφή μου.

ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ: Εγώ και η τηλεόραση είμαστε σε διαζύγιο. Ιδίως ως παιδί έβλεπα πολύ λίγο και από όταν βγήκαν όλα αυτά τα νετφλιξ κλπ. δεν ξέρω μόνη μου να τα βάζω. Ευτυχώς που ο άνδρας μου και η κόρη μου τα κατέχουν και βλέπω καμία σειρά. Χωρίς τον Δημήτρη θα ήμουν τηλεοπτικά αναλφάβητη. Αγαπώ όμως πολύ τις σειρές! Τώρα βλέπουμε το Mrs America. Αγαπώ ό,τι και αν κάνει η Kate Blanchet. Είναι πολύ σπουδαία τύπισσα.

ΙΝΤΕΡΝΕΤ: Τα βασικά. Ήμουν εκτός fb τα τελευταία τέσσερα χρόνια, και στο ίνσταγκραμ τα πολύ βασικά. Το χρησιμοποιώ κυρίως για δουλειά, διαβάζω πολύ, αναζητώντας πράγματα αλλά αν δεν συνέβαινε η πανδημία δεν θα ξανά έμπαινα ενεργά στα σόσιαλ. Τα σόσιαλ μίντια είναι ένας σημαντικός τρόπος να προωθήσεις τα βιβλία και τα άρθρα σου. Τη δουλειά σου. Μέχρις εκεί. Ανήκω σε μια γενιά που δεν το έχουμε ίσως πολύ με τις σέλφις. Είμαι ακόμα αμήχανη όταν φωτογραφίζομαι. Ντρέπομαι.

ΣΠΟΡ:  Κατά βάθος είμαι τεμπέλα. Όπως και υπέρβαρη. Μέσα μου ζει ένας άλλος άνθρωπος από αυτόν που βλέπουν έξω οι άλλοι. Ήμουν για πολλά χρόνια μπαλαρίνα. Έκανα ενόργανη γυμναστική, έπαιζα μπάσκετ και έκανα στίβο. Γρήγορη γενικά. Στο λύκειο κόπηκαν όλα. Μπήκα σε μια φάση εντατικού διαβάσματος. Παλιά η γυμναστική για μένα ήταν ο χορός, φρόντιζα να βγαίνω συχνά. Τα καλοκαιρινά βράδια είχαν δυνατά κλαμπ. Έζησα την ωραία δεκαετία του ’90 και των αρχών του 00s, ο χορός ήταν στα καλύτερά του. Δεν έβγαινα ποτέ για να φλερτάρω, μόνο για να χορέψω σαν τρελή.

Τα τελευταία χρόνια έβαλα αναγκαστικά στη ζωή μου το pilates. Κάνω και λίγο διάδρομο στο σπίτι. Βαριέμαι όμως. Ο λόγος που τα κάνω δεν είναι κυρίως το σώμα. Αλλά η ψυχή. Με διασώζει από τη θλίψη μου κατά περιόδους και τη δύσκολη και απαιτητική δουλειά μου. Έχω διαλέξει πλέον να κάνω πολύ καθιστικές δουλειές. Και το γράψιμο και η ψυχοθεραπεία είναι τέτοιες. Ευτυχώς το σώμα έχει μνήμη. Αν ζούσα όμως κοντά σε θάλασσα, θα ήμουν χειμερινή κολυμβήτρια. Βλέπω και την κόρη μου να ακολουθεί τα ίδια χνάρια με τη θάλασσα.

ΤΑΞΙΔΙΑ:  «Το πιο μακρύ ταξίδι μου είσαι εσύ» λέει ο Θηβαίος. Έχω ταξιδέψει παρά πολύ σχεδόν παντού στην Ευρώπη, στη Νέα Υόρκη, στο Ισραήλ, στην Αλεξάνδρεια και στην Ελλάδα αλλά μάλλον τα πιο σημαντικά μου ταξίδια τα έχω κάνει μέσα σε ανθρώπους, όχι σε μέρη. Θα μπορούσα να μείνω κολλημένη σε ένα μέρος για πάντα. Αρκεί να μπορώ να γράφω και να κολυμπάω. Αρκεί να υπάρχουν άνθρωποι που να με εμπνέουν. Έχω σκεφτεί πολλές φορές τους ανθρώπους με όρους γεωγραφίας. Βουνά, κοιλάδες, λίμνες…

ΓΕΙΤΟΝΙΑ:  Μεγάλωσα σε γειτονιά αν και τα Άνω Πατησια που μεγάλωσα, με την Πατησίων και την Αχαρνών πάνω και κάτω, δεν ήταν ακριβώς γειτονιά. Εντούτοις επειδή οι γονείς μου είχαν επιχειρήσεις στην περιοχή και ήταν γνωστοί κυκλοφορούσα ελεύθερη. Δεν κρατιόμουν εύκολα μέσα. Αγόρι. Έπαιζα στους δρόμους και αλήτευα. Αυτό είχε και τα αρνητικά του γιατί με αναγνώριζαν, προ κινητών, και έλεγαν στον πατέρα μου, «είδα την κόρη σου εκεί». Παίρναμε από παιδιά το τρένο και βρισκόμασταν κρυφά στο Κολωνάκι και στο Μοναστηράκι. Από τα δεκατρία μου κυκλοφορούσα μόνη με όλα τα μέσα μεταφοράς. Βλέπω τα σημερινά παιδιά προστατευμένα και κάπως με ξενίζει σε σχέση με τις ελευθερίες που είχε η γενιά μου.

Στην εφηβεία μου η γειτονιά μου έγινε το σχολείο μου τα Ανάβρυτα και η Κηφισιά. Εκεί μεταφέρθηκε η ανθρωπογεωγραφία μου. Τα τελευταία δεκατρία χρόνια ζω στο Πολύδροσο στο Χαλάνδρι. Το γραφείο μου είναι στο κέντρο του Χαλανδρίου. Και μεγαλώνουμε εδώ την κόρη μας. Το αγαπώ το Χαλάνδρι, το περπατώ συνέχεια. Τους κήπους του, τις μυρωδιές του, τον “Ευριπίδη”, τα καφέ του, τη δική μου ενήλικη ζωή. Τις νύχτες όμως ονειρεύομαι ξανά ότι επιστρέφω ελεύθερη πάλι στο κέντρο. Στα μπαρ της, στα κλαμπ που δεν υπάρχουν πια. Τώρα με την πανδημία μού έλειψαν ακόμα και οι νυχτερινές φαντασιώσεις. Μου έλειψε η μπάρα ενός μπαρ και το dance floor ενός ωραίου κλαμπ. Παρότι τα έχω προδώσει από χρόνια. Και άλλαξε η εποχή.

ΤΩΡΑ: Τώρα είμαι η εμφάνιση του ενηλίκου υπεύθυνου εαυτού μου, διατηρώντας την αναρχική μου φύση καλά κρυμμένη. Ονειρεύομαι ερωτικές επαναστάσεις, σκωπτικές ρήξεις του κατεστημένου, αναβρασμούς με μειδιάματα και υπόκωφα γέλια. Πιστεύω πολύ στη σοβαρότητα και όχι στη σοβαροφάνεια. Βαριέμαι παρά πολύ όσους πιστεύουν ότι είναι έξυπνοι. Βαριέμαι όσους κινούνται σε θολά νερά, τους διαβάζω με τη μία πια. Βαριέμαι τους δήθεν, όσους θέλουν διακαώς να πουλήσουν κάτι που δεν είναι. Χαμογελώ. Όπως επίσης βαριέμαι πλέον να εξηγώ. Αγαπώ ολοένα και περισσότερο τη διττή μου φύση και συγχωρώ περισσότερα στους ανθρώπους και σε μένα. Η ζωή είναι ωραία μόνο με ωραία πλάσματα στη ζωή. Είμαι τυχερή από αυτή την άποψη. Και στον έρωτα και στη φιλία. Τα τιμώ και τα δύο. Τυχερή που έχω τις λέξεις μου, ό,τι και να γίνει, όσο και να φτωχύνει ο κόσμος. Αισθάνομαι τυχερή για την κόρη που αποκτήσαμε.

Λίνα Ρόκου

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κέρκυρα. Το 1998 ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει στο τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού. Από το 2001 εργάζεται ως δημοσιογράφος.