Categories: ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Η ιστορία της Μαρίας Εφίμοβα δεν τελείωσε με τη δολοφονία της Ντάφνι Καρουάνα Γκαλίζια

Μεταβαίνοντας στη Μάλτα, προκειμένου να εργαστεί στη μαλτεζική τράπεζα Pilatus Bank ως υπεύθυνη Κανονιστικής Συμμόρφωσης, η Μαρία Εφίμοβα σίγουρα δεν είχε φανταστεί ότι το όνομά της θα γινόταν γνωστό απ’ άκρη σ’ άκρη της γης ως whistleblower. Έχοντας φύγει από τη Ρωσία απ’ όπου και κατάγεται, για να ζήσει και να εργαστεί στην Κύπρο σε ρώσικη τράπεζα και δουλεύοντας αργότερα στην Ιρλανδία για την Google, αποφάσισε μαζί με τον σύζυγό της, Παντελή Βαρνάβα, να αναζητήσουν την τύχη τους στη Μάλτα.

Με σπουδές στη δημιουργία πληροφοριακών συστημάτων για χρηματοοικονομικές εταιρείες, βρέθηκε υπό την αρμοδιότητά της  ο έλεγχος των τραπεζικών συναλλαγών της Pilatus Bank και της συμμόρφωσης με το δίκαιο της Ένωσης. Η Pilatus ήταν μια μικρή ιδιωτική τράπεζα με 150 πελάτες, που ιδρύθηκε το 2014 από τον Seyed Ali Sadr Hashemi. Το 2018, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ανακάλεσε την άδεια τραπεζικής λειτουργίας της.

Έχοντας δουλέψει στην τράπεζα για σύντομο χρονικό διάστημα, το Μάρτη του 2017 ανακοίνωσαν ξαφνικά στην Εφίμοβα την απόλυσή της. Όταν ξεκίνησε να εργάζεται στην τράπεζα, η Μαρία Εφίμοβα είχε ήδη κάνει αίτηση για άδεια παραμονής η οποία δεν είχε εκδοθεί ακόμα. Το υπουργείο Εργασίας της επέτρεψε να εργαστεί όσο εκκρεμούσε η άδεια, δεδομένου ότι είναι παντρεμένη με Ευρωπαίο πολίτη. Η τράπεζα δέχτηκε, προσλαμβάνοντάς την ως πρακτικάρια παρόλο που εργαζόταν κανονικά, με τη διευκρίνηση ότι θα την πλήρωνε αναδρομικά αμέσως μόλις θα αποκτούσε την άδεια. Κάτι τέτοιο δε συνέβη ποτέ ύστερα από την απόλυσή της.

Η Μαρία αποφάσισε να διεκδικήσει τα δεδουλευμένα της, μέσα από ένα ταξίδι που την οδήγησε στην ανακάλυψη ότι η τράπεζα ξέπλενε χρήματα για Μαλτέζους πολιτικούς αλλά και πολιτικούς άλλων χωρών, ενώ συμμετείχε σε συναλλαγές με το Ιράν και τη Βενεζουέλα. Ήταν τότε που η μαλτέζα ρεπόρτερ Ντάφνι Καρουάνα Γκαλίζια είχε αρχίσει να αποκαλύπτει πράγματα για την Pilatus Bank.

Η Εφίμοβα ήρθε σ’ επαφή μαζί της και έγινε βασική πληροφοριοδότης της. Λόγω των γνώσεων που διέθετε πάνω στις συναλλαγές, ήταν σε θέση να τροφοδοτήσει με σημαντικές πληροφορίες την Ντάφνι, η οποία ερευνώντας τις δραστηριότητες της τράπεζας, διαπίστωσε ότι διευκόλυνε ύποπτες συναλλαγές της Egrant Inc., μιας παναμαϊκής εταιρίας που ανήκε στη σύζυγο του πρωθυπουργού της Μάλτας, Τζόζεφ Μουσκάτ.

Στις 16 Οκτωβρίου 2017, και ενώ οι αποκαλύψεις της έχουν ταράξει τα νερά της πολιτικής ζωή της Μάλτας, η δημοσιογράφος δολοφονείται. Το αυτοκίνητο της έχει παγιδευτεί με βόμβα.

Η Μαρία ως μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος, κατέθεσε υπό όρους ανωνυμίας για μια υπόθεση που είχε αποδειχθεί κυριολεκτικά δολοφονική. Οι όροι ανωνυμίας όμως δεν τηρήθηκαν. Παρά τα στοιχεία που έχει στη διάθεση της για το σύστημα διαφθοράς και ξεπλύματος μαύρου χρήματος, δεν αποτελεί προστατευόμενο πρόσωπο.

Σήμερα, ο Έλληνας σύζυγος της whistleblower, που πριν από ένα χρόνο συνελήφθη με ευρωπαϊκό ένταλμα το οποίο διαβιβάστηκε από την Interpol Κύπρου με αίτημα την έκδοση του, έχει δικαιωθεί σε σημαντικό βαθμό. Με την πολύτιμη βοήθεια της δικηγόρου τους, Εύας Αμπάζη, το ένταλμα σύλληψής του ακυρώθηκε για πολιτικούς λόγους, μετά από προσφυγή του στην Interpol Κύπρου. Με τις θετικές εξελίξεις να αποτυπώνονται στο χαμόγελό τους, συνάντησα διαδικτυακά τη Μαρία και τον Παντελή, οι οποίοι μου διηγήθηκαν το χρονικό του γολγοθά τους, ενάντια στο σύστημα διαφθοράς.


Βρισκόμαστε μαζί με την Εύα Αμπάζη, δικηγόρο του ζευγαριού, στο δικηγορικό της γραφείο στην Αθήνα. Καθώς περιμένουμε να συνδεθούμε με τη Μαρία και τον Παντελή, που εδώ και τέσσερα χρόνια ζουν στο Ηράκλειο της Κρήτης, η Εύα μοιράζεται τη χαρά της για τις θετικές εξελίξεις της υπόθεσης η οποία μετρά πλέον περισσότερα από τέσσερα χρόνια. 

Οι κάμερες ανοίγουν. Βλέπω να με χαιρετούν δύο χαμογελαστοί άνθρωποι, που μόλις τους αντικρίσεις, ο νους σου δύσκολα πηγαίνει στην περιπέτεια που έχουν βιώσει. Θέτω αρχικά το ερώτημα εάν από μικρή η Μαρία είχε μια σχέση αγάπης με το αίσθημα του καλού και του δικαίου.

«Ποτέ δεν έλεγα ότι θα γίνω ένα άτομο που πολεμάει για το καλό. Όταν ήμουν μικρή δεν είχα στόχο να κάνω κάτι τέτοιο, όμως δεδομένου ότι γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Ρωσία, πήρα κάποιες αρχές από τους γονείς μου και ήξερα ότι εάν κάποιος προσπαθεί να με βλάψει και να με αδικήσει, πρέπει να υπερασπίζομαι τον εαυτό μου», μου εξηγεί.

Η γνωριμία της Μαρίας και του Παντελή με την Εύα έγινε μέσω του ΜέΡΑ25 και του Γιάννη Βαρουφάκη, τον οποίο τους είχαν συστήσει στη Μάλτα μέλη του το κινήματος DiEM25. «Εκείνη την περίοδο ήμουν νομική σύμβουλος του κ. Βαρουφάκη και δεδομένου ότι δεν είχα εκλεγεί ακόμη στην Πολιτική Γραμματεία, επιτρεπόταν να συμβουλεύω τον Γραμματέα. Δεν θα μπορούσα λοιπόν παρά να βοηθήσω σε αυτή την υπόθεση», αναφέρει η Εύα. «Όσο βαθύτερα οικονομικά συμφέροντα αγγίζει κάποιος, τόσο σε πιο ευάλωτη θέση βρίσκεται σε τέτοιου είδους καταστάσεις. Κι αν δεν υπάρχει πραγματική αλληλεγγύη και βοήθεια από τον κόσμο, δεν είναι εύκολο να ανταπεξέλθει κάποιος μόνος του».

Η θέση της Μαρίας Εφίμοβα στην Pilatus Bank

Πρώτος είχε αναζητήσει δουλειά στη συγκεκριμένη Τράπεζα ο Παντελής. Έχοντας στο βιογραφικό του προϋπηρεσία σε τράπεζα,  μια εταιρεία εύρεσης εργασίας του πρότεινε να πάει στην Pilatus για συνέντευξη. «Βρέθηκα σε έναν χώρο που σε τίποτα δεν θύμιζε τράπεζα. Ήταν ένα διαμέρισμα με γραφεία, σε ένα κτίριο που βρισκόταν ανάμεσα σε δύο πρεσβείες. Μετά την τρίτη συνέντευξη, μου είπαν ότι δεν έχουν front office role και πως δεν είναι εφικτό να συνεργαστούμε. Μου είπαν επίσης, αν γνωρίζω κάποιον που μπορεί να ασχοληθεί με το back office, να τους τον προτείνω. Η Μαρία είχε σχετική εμπειρία, και έτσι την πρότεινα. Πού να είχα φανταστεί τότε τι θα συνέβαινε». 

Από την πρώτη στιγμή που βρέθηκε στην τράπεζα για να εργαστεί, η Μαρία είδε κινήσεις που της φάνηκαν ύποπτες. «Από την αρχή είχα καταλάβει τι συμβαίνει και γι’ αυτό δεν είχα σκοπό να παραμείνω για πολύ. Δεδομένου ότι έχω ειδικευτεί στον τομέα της Κανονιστικής Συμμόρφωσης, βρισκόταν στη δικαιοδοσία μου το κομμάτι της διαφάνειας στην Pilatus. Μια μέρα πραγματοποιήθηκε στην Τράπεζα ένας έλεγχος από τις Κρατικές Αρχές της Τράπεζας. Οι διευθυντές μου ζήτησαν να πλαστογραφήσω κάποια έγγραφα για να τα παρουσιάσουν στον έλεγχο και να ελέγξω εάν λείπουν υπογραφές». 

«Τους εξήγησα πως μόλις είχα έρθει στη χώρα και εάν κάτι δεν πήγαινε καλά, θα αντιμετώπιζα πρόβλημα με την απόκτηση της άδειας παραμονής. Κάνοντας τη δουλειά μου, τους ανέφερα πως όντως έλειπαν ορισμένες υπογραφές και κάποια έγγραφα, με αποτέλεσμα να κατηγορήσουν εμένα γι’ αυτό. Μου είπαν πως αν δεν διευθετήσω την κατάσταση, θα είναι δικό μου πρόβλημα. Φυσικά και αρνήθηκα. Μια βδομάδα μετά από το συμβάν, και έχοντας εργαστεί συνολικά για τρεις μήνες, με έδιωξαν».

Για να προστατεύσει τον εαυτό της, στο ενδεχόμενο που αργότερα βρεθεί έκθετη για πλαστογραφία, η Μαρία κράτησε αντίγραφα από τα έγγραφα της Τράπεζας ως είχαν τη στιγμή εκείνη.

Η διεκδίκηση των δεδουλευμένων της και η μήνυση της Τράπεζας

Μετά από επανειλημμένες προσπάθειες να επικοινωνήσει με τους αρμόδιους της τράπεζας για να ζητήσει τα δεδουλευμένα της, η Μαρία απευθύνθηκε στις αρχές και έκανε καταγγελία στο Σώμα Εργασίας. «Η καταγγελία μου έγινε δεκτή από τις αρχές, όμως η Τράπεζα με τη σειρά της έκανε καταγγελία εναντίον μου, ισχυριζόμενη πως είχα κλέψει 2.000 ευρώ, με τα οποία διατείνονταν ότι είχα αγοράσει εισιτήρια για να ταξιδέψουμε οικογενειακά στη Γερμανία! Μέσα σε τρεις μήνες, από τους 12 υπαλλήλους είχαν απολύσει εμένα και άλλους δύο. Ήταν συνήθης πρακτική τους να αλλάζουν το 30% περίπου των υπαλλήλων ανά διαστήματα». 

Όταν στη συνέχεια η Μαρία πήγε στο Labor Office και της ανακοίνωσαν ότι η καταγγελία της δεν προχωρούσε, αποφάσισε να απευθυνθεί στο αρμόδιο Υπουργείο. «Ρωτώντας γιατί δεν προχώρησε η καταγγελία, μου απάντησαν πως η Τράπεζα ισχυριζόταν ότι με είχε πληρώσει, δίνοντάς μου τα λεφτά σε μετρητά, μέσα σ’ ένα φάκελο. Ζήτησα λοιπόν τις αποδείξεις πληρωμής και το υλικό από τις κάμερες. Μου έδειξαν ένα βίντεο στο οποίο μου έδιναν μεν ένα φάκελο, όμως αυτός ήταν της δουλειάς και μου τον είχαν εμπιστευτεί για να τον παραδώσω σε έναν πελάτη τους. Δεν γνώριζα τι υπήρχε σε αυτόν και εκείνοι ισχυρίστηκαν ότι μέσα βρίσκονταν τα λεφτά της δουλειάς μου!».

Η περιπέτεια της Μαρίας και του Παντελή, δεν τελείωσε εκεί. Μετά από ενάμιση μήνα, η Pilatus της έκανε μήνυση για υπεξαίρεση χρημάτων με σκοπό να κάνει ταξίδια. «Στην πραγματικότητα είχαν διοργανώσει ένα workshop στη Γερμανία στο οποίο ήθελαν να παραβρεθώ. Τους εξήγησα πως δεν μπορούσα να ταξιδέψω καθώς δεν διέθετα ακόμη άδεια παραμονής και έτσι πλήρωσαν τα εισιτήρια όλης της οικογένειας για να μπορέσω να ταξιδέψω. Αυτά δηλαδή τα χρήματα επικαλέστηκαν ότι έκλεψα για ταξίδι αναψυχής. Όμως διαθέταμε αποδείξεις, είχαμε τα σχετικά emails με τα χρονοδιαγράμματα του workshop».

Έπειτα από τη μήνυση, ακολούθησε η εκδίκαση της υπόθεσης. «Ο δικηγόρος που είχε αναλάβει την υπόθεσή μου στην αρχή, μας έλεγε να μην ανησυχούμε και ότι είναι φανερό πως την έχουμε κερδίσει. Μετά από τη δεύτερη ακρόαση, μας λέει, “καλά, δεν τη λυπάστε την Τράπεζα και της κάνετε αυτό το πράγμα;”. Είχαμε αναγκαστεί να αλλάξουμε πάνω από πέντε δικηγόρους στη Μάλτα, καθώς δεν υπήρχε αξιοπιστία».

Η γνωριμία της Μαρίας με τη Ντάφνι

Έπειτα από αυτές τις εξελίξεις, η Μαρία άρχισε να αναζητά στο Internet όλο και περισσότερες πληροφορίες για την τράπεζα, διαπιστώνοντας πως σχετιζόταν άμεσα με την Κυβέρνηση της Μάλτας. «Τότε κατάλαβα πως μόνη δεν θα μπορούσα να κάνω κάτι και διάβασα πως η Ντάφνι ερευνούσε διάφορες υποθέσεις που αφορούσαν την Τράπεζα. Ήρθα σε επαφή μαζί της μέσω email και μου απάντησε έπειτα από μερικούς μήνες. Όταν βρεθήκαμε από κοντά, της έδειξα τα έγγραφα – ντοκουμέντα, των οποίων είχα βγάλει αντίγραφα προτού φύγω από την τράπεζα».

Κάνοντας τη δημοσιογραφική της έρευνα, η Ντάφνι Καρουάνα Γκαλίζια προέβη σε αποκαλύψεις για τον Πρωθυπουργό της Μάλτας, γνωστοποιώντας επίσης πως η Τράπεζα ξέπλενε χρήματα για τον Πρόεδρο του Αζερμπαϊτζάν. «Αφότου κατέθεσα κι ενώ ο Εισαγγελέας μου εγγυήθηκε ότι τα στοιχεία μου δεν θα γνωστοποιηθούν, καθώς αποτελούσα μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος, την ίδια μέρα διέρρευσαν παγκοσμίως. Μου είπε πως αν δεν του εξηγούσα πώς απέσπασα τα έγγραφα και αν το έκανα με νόμιμο τρόπο, θα αντιμετώπιζα πρόβλημα.

Στον Τύπο της Μάλτας άρχισε να γράφεται ότι ήμουν κατάσκοπος σταλμένη από τη Ρωσία και με αποκαλούσαν The Bond Girl και Γυναίκα-Αράχνη. Με κατηγόρησαν ακόμη και για τη δολοφονία της Ντάφνι.

Ύστερα από τις αποκαλύψεις της Ντάφνι, ο Πρωθυπουργός κάλεσε πρόωρα σε εκλογές τις οποίες κέρδισε με μεγάλη διαφορά, τον Ιούνιο του 2017. Όταν ανέλαβε και πάλι την εξουσία, κατάλαβα πως δεν είμαι πια ασφαλής στη Μάλτα. Στην προεκλογική του εκστρατεία μάλιστα, τόνιζε και ο ίδιος πως είμαι κατάσκοπος.

Περάσαμε πολύ δύσκολα. Για μεγάλο διάστημα δεν μπορούσαμε να βρούμε δουλειά, τα παιδιά μας αναγκάζονταν να αλλάζουν σχολεία, η οικογένειά μας ανησυχούσε πολύ».

Η μετάβαση από τη Μάλτα στην Ελλάδα και το ένταλμα σύλληψης

Η Μαρία και ο Παντελής ήρθαν στην Ελλάδα δύο μήνες πριν δολοφονηθεί η Ντάφνι και αποφάσισαν να ζήσουν στο Ηράκλειο Κρήτης καθώς εκεί βρίσκεται το μοναδικό δωρεάν αγγλόφωνο σχολείο για τα παιδιά τους. 

«Στις 16 Οκτωβρίου του 2017 δολοφόνησαν τη Ντάφνι και στις 30 Οκτωβρίου η Μάλτα εξέδωσε δύο διεθνή εντάλματα σύλληψης εναντίον μου. Πήγαινα συχνά στις ελληνικές αρχές στο Ηράκλειο και ρωτούσα εάν υπάρχει στ’ αλήθεια ένταλμα σύλληψης. Μου έλεγαν ότι δεν υπάρχει γιατί μάλλον δεν είχε περαστεί ακόμα στο σύστημα. Πήγα λοιπόν στην Αθήνα για να μάθω τι συμβαίνει και εκεί μου είπαν ότι υπήρχε ένταλμα. Αποφάσισα να παραδοθώ με όποιο κόστος».

Το 2018, η Μαρία παρέμεινε για τρεις εβδομάδες στις φυλακές Κορυδαλλού και Θήβας μέχρι να αποφασιστεί ότι δεν θα εκδοθεί στην Μάλτα, όπως ζητούσε η χώρα.

Όπως λέει η Εύα, «οι Δικαστές στην Αθήνα στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων. Το Συμβούλιο Εφετών όπως και ο Άρειος Πάγος αποφάσισε ότι δεν πρέπει να εκδοθεί η Μαρία, με αποτέλεσμα να μην την εκδώσουν. Εν συνεχεία η Interpol ακύρωσε τα εντάλματα καθώς θεωρήθηκε ότι εκδόθηκαν λόγω πολιτικών σκοπιμοτήτων». 

«Αργότερα προσπάθησαν να κάνουν το ίδιο και σε μένα», επισημαίνει ο Παντελής. «Μια μέρα ήρθαν δύο αστυνομικοί στο σπίτι μας στο Ηράκλειο και μου ζήτησαν να μπω στο περιπολικό. Μόλις μπήκα κατέβασαν τις ασφάλειες και μου ανακοίνωσαν πως υπάρχει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εναντίον μου. Επί 7-8 ώρες κάθισα στην απομόνωση δίχως να μου εξηγούν τι συμβαίνει. Οι ψευδείς κατηγορίες που μου απέδιδαν έφταναν τα 206 χρόνια φυλάκισης βάσει της μέγιστης ποινής και χωρίς ελαφρυντικά! Οι μηνύσεις που είχαν κατατεθεί στις κυπριακές αρχές, είχαν συγκεκριμένο σκεπτικό και ήταν όμοιες με εκείνες της Μαρίας». 

«Οι άνθρωποι από την Κύπρο που έκαναν τις μηνύσεις στη Μαρία και στον Παντελή, έχουν άμεση σχέση με τον Τζόζεφ Μουσκάτ, τον πρωθυπουργό της Μάλτας, αλλά και με τον Νίκο Αναστασιάδη, τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας. Πρόκειται για δύο χώρες οι οποίες σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι πρώτες στο σύστημα διαφθοράς. Αποτελούν τα ”πλυντήρια” της Ευρώπης, με αποτέλεσμα λόγω κοινών συμφερόντων να έχουν στενή επαφή μεταξύ τους», εξηγεί η Εύα. 

Βάσει της Ελληνικής νομοθεσίας, οι εκτιμώμενες πράξεις για τις οποίες ζητήθηκε από τον Παντελή να εκδοθεί, είναι η υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, η απάτη από κοινού και κατ’ εξακολούθηση, η πλαστογραφία μετά χρήσεως από κοινού και κατ’ εξακολούθηση, η κλοπή από κοινού και κατ’ εξακολούθηση και η νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. 

«Είχαμε φτάσει στα όριά μας. Τρία χρόνια αυτό το πράγμα δεν αντέχεται. Μπορεί να είμαι χαμογελαστός σαν άνθρωπος, όμως όλη αυτή η κατάσταση με έχει κάνει πολύ νευρικό. Φοβόμουν για τη Μαρία και τα παιδιά μας».

Πού βρισκόμαστε τώρα;

Φτάνοντας στο σήμερα, αυτό που προέχει νομικά, είναι να βρεθεί η Εύα στην Κρήτη προκειμένου να σβήσουν το ένταλμα σύλληψης από τον Εισαγγελέα Ακροάσεως. «Θα πάμε στον Εισαγγελέα Εκτέλεσης Ποινών με το επίσημο έγγραφο που μας έστειλε η Interpol, ζητώντας να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη και να αρθούν οι περιοριστικοί όροι που έχουν τεθεί στον Παντελή, ο οποίος είναι μέχρι σήμερα υποχρεωμένος να παρουσιάζεται κάθε μήνα στο αστυνομικό Τμήμα στο Ηράκλειο. Αυτή τη στιγμή η δίωξη είναι άνευ αντικειμένου». 

«Από εκεί και ύστερα θέλουμε να ξεκινήσουμε μια διαδικασία για την εξασφάλιση της ουσιαστικής ασυλίας των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος. Πρόκειται για μια πρωτοβουλία του DiEM25, που αφορά τόσο την υπόθεση του Ασάνζ, αλλά κυρίως εκείνη της Μαρίας. Παρόλο που βλέπουμε ότι η Ευρωπαϊκή οδηγία έχει ενσωματωθεί και από τη Μάλτα και από την Κύπρο, πρακτικά αποδεικνύεται ότι καμία προστασία δεν υπάρχει. Μάλιστα, είναι οι δύο πρώτες χώρες και από τις λίγες που έχουν ενσωματώσει την οδηγία, χωρίς ωστόσο να την εφαρμόζουν».

Μέσα από την υπόθεση της Μαρίας Εφίμοβα και του Παντελή Βαρνάβα, αποδείχτηκε ότι υπάρχουν σοβαρά κενά σχετικά με το ποιους προστατεύει η ευρωπαϊκή οδηγία, αλλά και το ποιες είναι οι συνθήκες προστασίας τους. «Ξεκινήσαμε μια διαδικασία τροποποίησης της οδηγίας και κατάθεσης της πρότασης απ’ όλα τα ευρωπαϊκά κινήματα που αυτή τη στιγμή έχουν φωνή στην Ευρώπη. Σε συνεργασία με οργανισμούς και φορείς που προστατεύουν και στέκονται αλληλέγγυα σε αυτές τις κινήσεις, προσπαθούμε να αλλάξουμε ουσιαστικά κάτι».

Όσον αφορά στο ελληνικό πλαίσιο, η Μαρία και ο Παντελής είναι ασφαλείς στην Ελλάδα. Δεν χρήζουν ασύλου, καθώς είναι ελεύθεροι να κινούνται και να ταξιδεύουν όπου επιθυμούν, με εξαίρεση τη Μάλτα και την Κύπρο – ένας περιορισμός ο οποίος εμπόδισε τον Παντελή να βρεθεί στην κηδεία του πατέρα του στην Κύπρο.

Λίγο πριν οι κάμερες κλείσουν, τους ρωτώ για την καθημερινότητά τους και για όσα ονειρεύονται να αλλάξουν μέσα από τον δικό τους αγώνα. «Αυτή την περίοδο δεν εργαζόμαστε, κάνουμε περιστασιακές δουλειές διαδικτυακά. Με τις ειδικότητες που έχω θα μπορούσα να βρω δουλειά, όμως μόλις η συζήτηση πηγαίνει στο πεδίο της διαφάνειας, μου λένε, συγγνώμη, δεν μπορούμε να σε προσλάβουμε γιατί έχεις ιστορικό. Θέλουμε ο αγώνας μας για δικαίωση να δώσει ελπίδα και σε άλλους ανθρώπους», καταλήγει η Μαρία.

Λουίζα Σολομών-Πάντα