Categories: ΠΡΟΣΩΠΑ

Η Δανάη Λουκάκη νιώθει περήφανη που παίζει σε μια σειρά που αρθρώνεται η λέξη φασισμός

Με τη Δανάη Λουκάκη, βρεθήκαμε έξω από το πρώτο θέατρο του Xειμώνα, την ώρα που ψάχναμε το πιστοποιητικό εμβολιασμού, ενώ ταυτόχρονα μπλέκαμε τη μάσκα στα δάχτυλα μας. Της έπιασα την κουβέντα λέγοντας της ότι ελπίζω να τελειώσει η παράσταση πριν αρχίσουν οι  Άγριες Μέλισσες και τελικά βρεθήκαμε να λέμε για τα Χανιά, το Λονδίνο και το Διαφάνι.

«Γεννήθηκα στα Πατήσια, στο τέλος όμως του Δημοτικού οι γονείς μου αποφάσισαν να κατεβούμε στα Χανιά όπου και πέρασα τα πιο ανέμελα μου χρόνια, άρρηκτα συνδεδεμένα με τα πιο όμορφα μου καλοκαίρια, όπου μαζί με τους δικούς μου δεν σταμάταγα να παρακολουθώ παραστάσεις “για μεγάλους”. Ό,τι έχει παιχτεί τη δεκαετία του ‘90 σε Αρχαία Τραγωδία, τα έχω δει όλα σαν παιδί. Ξεκίνησα κολύμβηση στον Νηρέα Χαλανδρίου και έπειτα στα Χανιά, μέχρι που μεταπήδησα στο καγιάκ όπου έγινα και πρωταθλήτρια Ελλάδος. Απ’ όσο θυμάμαι, δεν είχα ποτέ καμία προσδοκία να ασχοληθώ με τις τέχνες, δεν είχα κάποιο άμεσο ερέθισμα, αν εξαιρέσεις την τακτικότητα με την οποία πήγαινα σινεμά με τη μητέρα μου, καθώς και στην παιδική σκηνή του Εθνικού.

Κάποια στιγμή γύρω στα 14, δηλαδή στη βαριά κι έντονη εφηβεία μου, είχα πάει σινεμά με την αδερφή μου και τη μαμά μας. Εκεί, μέσα στη φοβερή εφηβική μου θλίψη, είδα το Moulin Rouge και μέχρι και σήμερα πιστεύω ότι αυτό μάλλον εννοούν όταν λένε για κεραυνοβόλο έρωτα. Πήγαινα τρίτη Γυμνασίου, και πλέον η σκέψη του να γίνω ηθοποιός έμοιαζε με εμμονή. Από τότε μέχρι και σήμερα, είκοσι σχεδόν χρόνια μετά, η ηθοποιία παραμένει ο μόνιμος στόχος μου. Όλα στη ζωή μου έχουν γνώμονα το θέατρο και την τέχνη ευρύτερα, γιατί μόνο έτσι τα πράγματα αποκτούν νόημα για ‘μένα.

Είχα αποφασίσει ότι θέλω να μπω στο τμήμα θεάτρου. Οι γονείς μου δεν τρελάθηκαν με την ιδέα, μιας και ήμουν πολύ καλή μαθήτρια. Τελικά, μπήκα στο Καποδιστριακό, στο τμήμα Αγγλικής Φιλολογίας, τη δεύτερη μεγάλη μου αγάπη. Τη σχολή την τελείωσα αμέσως κι έπειτα έφυγα για το Λονδίνο και το Goldsmith όπου έκανα Performance making, ενώ παράλληλα δούλευα κι ερασιτεχνικά στο θέατρο.

Ο λόγος που γύρισα από την Αγγλία, είναι ότι είχα πολύ βαριά κατάθλιψη, χωρίς να το αντιλαμβάνομαι για καιρό. Ό,τι έκανα στη ζωή μου το έκανα με ένα αίσθημα μονιμότητας, οπότε όταν αποχαιρέτησα την Ελλάδα το 2010 για το Λονδίνο έχοντας πάρει μάλιστα και υποτροφία, είπα «Αντίο Ελλάδα, εγώ πλέον ζω στο εξωτερικό». Αυτό, μου προσέδωσε χωρίς φυσικά να το καταλάβω εκείνη τη στιγμή, ένα φοβερό βάρος. Στην αρχή ήταν πολύ δύσκολα, σπούδαζα και παράλληλα δούλευα ώστε να μπορέσω να ζήσω εκεί. Την επόμενη χρονιά κι ολοκληρώνοντας με άριστα τη σχολή, κατέρρευσα.

Δεν ήταν καθόλου εύκολο να διακρίνει κανείς τι ακριβώς μου συνέβαινε, μιας και ήμουν μονίμως υπερκοινωνική, έκανα πλάκες, έβγαινα και χωρίς να πίνω ήμουν στο πικ του κεφιού. Την επόμενη ημέρα, το πιθανότερο ήταν να ξυπνήσω μετά από δέκα ώρες σε ένα Λονδίνο χωρίς ήλιο και χωρίς να μπορώ να πάρω τα πόδια μου. Έτσι λοιπόν, 29 Αυγούστου του 2013, ήρθα στην Ελλάδα με μια τεράστια βαλίτσα για έναν γάμο στη Ζάκυνθο και δεν επέστρεψα ποτέ ξανά. Όταν η αδερφή μου πήγε για το Master της στην Αγγλία, πήγε στο σπίτι μου και μαζί με τους συγκατοίκους μου, έστειλαν τα πράγματα μου. Παλαιότερα, θα το έφερα βαρέως που έφυγα χωρίς να χαιρετήσω τους φίλους και το δωμάτιο μου, θα βίωνα έντονα και ενοχικά το ανολοκλήρωτο της εκεί ζωής μου».

Είμαι απόλυτα σίγουρη, πως αν υπάρχει κάτι πολύ πιο σοβαρό απ’ όλα αυτά, είναι η ψυχική μας υγεία και η ανάγκη του να νιώσουμε ασφαλείς, έχοντας στήριξη απ’ τους δικούς μας ανθρώπους και διατηρώντας τη σκέψη ότι αν τέλος πάντων θες να βλέπεις κάθε μέρα λουσμένη στο φως την Ακρόπολη, είναι εντελώς ok.

Η Δανάη μου λέει ότι πρώτη φορά μιλάει για εκείνη την εμπειρία που την τραυμάτισε για να την ενδυναμώσει στη συνέχεια, παίρνοντας την απόφαση να φέρει τούμπα τη ζωή της, πιάνοντας ξανά το νήμα απ’ την αρχή. «Όταν επέστρεψα δεν ήξερα κανέναν στον χώρο, κι έτσι πήρα την απόφαση και πήγα στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης, αρχίζοντας αμέσως να δουλεύω στη Φρυνίχου. Δεν είχα χρήματα, ήμουν 25 χρονών και χωρίς πλέον τη στήριξη των γονιών μου. Εκείνος που με πίστεψε και με βοήθησε πολύ τότε, ήταν ο Διαγόρας Χρονόπουλος. Τη Φρυνίχου, νιώθω πως την έχω ανακαινίσει, μιας και την έχω ξύσει και βάψει, έχω κόψει εισιτήρια, έχω πουλήσει προγράμματα, έχω σηκώσει σκηνικά, μετατρέποντας τη τελικά στο πιο μεγάλο σχολείο για μένα, ένα σχολείο που πέρασα σε αυτό τρία ολόκληρα χρόνια. Πλέον, τα πράγματα με πάνε, διατηρώντας στο ακέραιο την ένταση της αγάπη μου για το θέατρο, όχι μόνο σαν ηθοποιός αλλά και σαν θεατής. Η δεύτερη αυτή ιδιότητα με γοητεύει πολύ, γι’ αυτό σε κάθε ευκαιρία αποζητώ τη γνώμη του μέσου θεατή για τις δουλειές μου. Πιστεύω ότι από αυτόν έχω να πάρω πολλά, όχι μόνο απ’ τους ειδήμονες του θεάτρου».

Μιλάμε για το άνοιγμα των θεάτρων, την αμηχανία της εποχής, το προχώρημα της ζωής μέσα από τον φόβο, με κατεύθυνση την ελπίδα. «Δεν μου αρέσει καθόλου η λέξη κανονικότητα, ποτέ δεν μου άρεσε. Προτιμώ να σκέφτομαι ότι τα πράγματα θα επανέλθουν σε μια προηγούμενη κατάσταση, μέχρι που συνειδητοποιώ ότι η κατάσταση αυτή είναι άνευ προηγουμένου. Σπάνια πλέον αγκαλιάζω ακόμη και τους πιο δικούς μου ανθρώπους, ενώ έχει χαραχτεί μέσα μου η περίοδος της έντονης μοναξιάς που βίωσα όταν όλοι οι αγαπημένοι μου άνθρωποι δεν βρίσκονται στην Αθήνα κι εγώ δεν επιτρεπόταν να πάω να τους δω, κάνοντας με να αναπτύσσω φοβερό στρες κι εκνευρισμό. Εννοείται ότι το συναίσθημα αυτό ήταν ένα απ’ τα βασικά ζητήματα που διαπραγματευόμουν στην ψυχοθεραπεία μου, αποτελώντας σημείο αναφοράς για όλη την ομάδα στην οποία συμμετέχω. Αναρωτιέμαι αν θα ξεχάσω ποτέ τα προηγούμενα Χριστούγεννα, τότε που με επισκέφθηκε ένα μέλος της οικογένειας μου κι είχε κορονοϊό. Περάσαμε τις γιορτές έγκλειστες, χωρίς να μπορούμε να συναντηθούμε ούτε καν μέσα στο σπίτι, γνωρίζοντας με τον χειρότερο τρόπο τα όρια μου. Η συνθήκη αυτή μας έχει επηρεάσει πολυεπίπεδα, τόσο συναισθηματικά όσο και κοινωνικά. Όλη αυτή η τρομολαγνεία και η διαρκής μεταβίβαση της ευθύνης της πολιτείας στους πολίτες, δεν αφήνει κανένα περιθώριο ψυχραιμίας. Το μόνο καλό που μπορώ να σκεφτώ ότι προέκυψε μέσα σε αυτή την πανδημία, είναι ότι οι άνθρωποι αρχίσαμε να συμπαραστεκόμαστε περισσότερο ο ένας στον άλλον, νιώθοντας συμπόνια, αναπτύσσοντας το αντανακλαστικό να μη μείνει κανείς μόνος και καμία μόνη σε όλο αυτό.

Όσον αφορά τώρα το θέατρο και γενικότερα την τέχνη, ας πάρουμε σαν δεδομένο ότι δεν φέρει τη γνωστή σφραγίδα της βαριάς βιομηχανίας την Ελλάδας, αυτής του τουρισμού, οπότε γιατί να ασχοληθεί η πολιτεία μαζί μας; Πολλές φορές σκέφτομαι την Επίδαυρο. Δεν ξέρω αν υπάρχει παγκοσμίως άλλος τέτοιος χώρος, που να βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση, ικανός να φιλοξενήσει παραστάσεις απ’ όλα τα μέρη της γης και κανείς δεν επενδύει σε αυτό. Κανείς δεν έχει σκεφτεί ότι μέσω της Τέχνης, μπορείς να προσεγγίσεις κόσμο. Άνθρωποι πάνε στο Λονδίνο μόνο και μόνο για να δουν παραστάσεις. Εδώ, με τόσα θέατρα και ηθοποιούς, κανείς ποτέ δεν αντιμετώπισε τον τομέα αυτό ως πόλο έλξης. Όλα είναι θέμα κέρδους και δεν πιστεύουν ότι κάτι τέτοιο θα είναι στο τέλος κερδοφόρο. Υπάρχουμε και δεν ξέρει κανείς τι να μας κάνει. Επικρατεί μια αμηχανία στην αντιμετώπιση μας και μια υποτίμηση.

Απ’ την άλλη, δεν μπορεί να μην αναγνωρίσει κανείς ότι υπάρχει ζήτημα και στο πώς εμείς διεκδικούμε πράγματα. Δεν γίνεται να είμαστε μόνο η πάρτη μας, γιατί όταν χρειαστεί να προσπαθήσουμε και να διεκδικήσουμε κάτι συλλογικά, κάποιου το προσωπικό συμφέρον θα υπερισχύσει και δεν θα πάμε παρακάτω. Εμείς οι ίδιοι πρέπει πρώτα να σταματήσουμε να αντιμετωπίζουμε τη δουλειά μας σαν χόμπι. Πρέπει να έχουμε κάποια αδιαπραγμάτευτα στάνταρ, δεν γίνεται να κάνουμε όλοι λίγο απ’ όλα, πώς να το κάνουμε τώρα δηλαδή; Αναγνωρίζω ότι η δική μας εργασία εξαρτάται άμεσα απ’ την προσωπική μας ανάγκη που μας κατευθύνει, με αποτέλεσμα πολλές φορές να υποχωρούμε για να παραμείνουμε στον χώρο, με αποτέλεσμα πολλοί να το εκμεταλλεύονται, μιας και γνωρίζουν καλά, ότι χιλιάδες άνθρωποι εκεί έξω περιμένουν μια ευκαιρία.

Μέχρι και σήμερα με δυσκολεύει πολύ να μιλήσω για όσα αποκαλύφθηκαν για τον χώρο του θέατρο, κι αυτό συμβαίνει γιατί μου προκαλεί ακόμη φοβερό θυμό. Όσα έγιναν, είναι απ’ τα λίγα πράγματα που μπορούν να με εξοργίσουν και να με πληγώσουν παράλληλα τόσο πολύ. Σεξισμός υπάρχει παντού, είτε είσαι εργάτρια είτε είσαι στέλεχος, όλες το έχουμε αντιμετωπίσει. Άλλες φορές σωπάσαμε, κι άλλες μιλήσαμε. Είμαι απ’ τις τυχερές που δεν μου έχει συμβεί να με παρενοχλήσει κάποιος, έχω όμως δεχτεί bullying. Προσπαθώ να είμαι όσο πιο προσεκτική και παρατηρητική γίνεται, κάτι που δεν σημαίνει ότι είναι υποχρεωμένες να το κάνουν όλες οι γυναίκες, ούτε ότι όσες το κάνουμε απαλλασσόμαστε διαπαντός απ’ την θέση του θύματος. Είναι απόλυτα εξαντλητικό να μεγαλώνουμε από μικρές με την έννοια του να προσέχουμε.

Ας ξεκαθαρίσουμε κάτι. Κανένας δεν είναι ο φοβερός εκείνος καλλιτέχνης που του συγχωρούνται τα “πάθη του”. Δεν ζούμε στα “Άνθη του κακού” του Baudelaire, μην τρελαθούμε τελείως. Μπήκε εδώ και πόσα χρόνια τώρα η ψυχανάλυση στη ζωή μας, ας λύσουν όπως κι εμείς προσπαθούμε να λύσουμε τόσα χρόνια τα προβλήματα τους. Η μπανάλ ατάκα του στυλ «είναι καλλιτέχνης μωρέ» δεν περνάει πουθενά πια. Τόσοι υγιείς καλλιτέχνες υπάρχουν, δεν ζούμε στον μεσαίωνα. Κανένα ελαφρυντικό σε κανέναν και είμαι κάθετη σε αυτό. Καλώς γκρεμίστηκαν όλα, για να τα ξαναφτιάξουμε ξανά απ’ την αρχή με περισσότερη ασφάλεια για όλες κι όλους μας.

Τη μέρα που μίλησε η Σοφία Μπεκατώρου, πρέπει να τη μνημονεύουμε κάθε χρόνο.

Όταν ξέσπασε το #metoo, στις Άγριες Μέλισσες βιώναμε τα ίδια ακριβώς γεγονότα στα επεισόδια που προβάλλονταν, με την τηλεοπτική μου κόρη να δέχεται ακραία κακοποίηση και εκφοβισμό απ’ τον σύζυγο της. Η Μελίνα Τσαμπάνη κι ο Πέτρος Καλκόβαλης, οι βασικοί σεναριογράφοι της σειράς, είχαν προοικονομήσει μ’ έναν τρόπο το τι θα συνέβαινε, με το σενάριο να έχει γραφτεί αρκετά πριν τις αποκαλύψεις.

Η σκηνή που ξεχωρίζω και που ήμουν σε αυτήν, είναι όταν χαστούκισα τον Βόσκαρη στη σειρά, μια σκηνή η οποία δεν ήταν στο σενάριο, τη ζήτησα όμως απ’ τη Μελίνα γιατί αισθανόμουν ότι κάτι λείπει απ’ αυτήν τη γυναίκα ώστε να ‘ναι ο πραγματικός της χαρακτήρας, αυτός που έχει δείξει τόσο καιρό στο κοινό. Η κόρη της ήταν επιζώσα έμφυλης βίας, δεν γινόταν να μην του ορμήσει σαν ύαινα όταν αυτός έβγαινε απ’ το δικαστήριο. Είχε πολύ ένταση από πλευράς μου αυτή η σκηνή, ενώ παράλληλα φοβόμουν μη χτυπήσω δυνατά τον Βασίλη Μπισμπίκη, ο οποίος έβαζε ψεύτικο αίμα στο αφτί του για να με τρομάξει κι εγώ τον πίστευα.

Φέτος, στον τρίτο κύκλο της σειράς ασχολούμαστε με τον φασισμό. Όλη η οικογένεια της μητέρας μου ήταν αριστεροί εξόριστοι, κι όλα αυτά που παίζουμε, τα ξέρω απ’ τις αφηγήσεις τους. Είναι βαθιά συγκινητικό αυτό που βιώνουμε εξιστορώντας τη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας. Τα επεισόδια αυτά, τα έχουμε στα χέρια μας απ’ τον Ιούνιο, προτού δηλαδή ξεκινήσει η επανεμφάνιση της ακροδεξιάς στη δημόσια σφαίρα, μόλις έναν χρόνο μετά απ’ το Εφετείο. Σε αυτό το σημείο πρέπει να παραδεχτούμε ότι το να βγαίνει μια σειρά που παίζεται στην τηλεόραση χωρίς να φοβάται να αρθρώσει τη λέξη φασίστας, είναι πολύ μεγάλο πράγμα. Θυμάμαι όταν το συζητούσαμε με τον σκηνοθέτη της σειράς, Λευτέρη Χαρίτο, ο οποίος μας είπε πως η φετινή σεζόν θα είναι δύσκολη, μιας και πάμε να κάνουμε κάτι το οποίο δεν έχει ξανασυμβεί, πάνω σ’ ένα θέμα που δεν έχει τολμήσει κανείς να πιάσει με σοβαρότητα στην ελληνική τηλεοπτική μυθοπλασία.

Η επιτυχία της σειράς οφείλεται στο ότι αφουγκράζεται διαχρονικά θέματα, στον παρόντα χρόνο. Οι «Άγριες Μέλισσες», χάραξαν έναν νέο δρόμο στη μυθοπλασία και μακάρι όλο αυτό να οδηγήσει σε ακόμη πιο όμορφες δουλειές. Έχουμε όλες τις πρώτες ύλες για να το κάνουμε κι είναι κρίμα η τηλεόραση να βυθίζεται στην τρύπα των ριάλιτι».

Η κουβέντα μας φτάνει στο τέλος της, όταν τη ρωτάω αν της λείπει κάτι απ’ το Λονδίνο που άφησε, για να μου απαντήσει πως όλα εκεί ήταν διαφορετικά σε σχέση με το πόσο παρεμβατικοί είναι οι άνθρωποι στις ζωές των άλλων. «Κοινωνικά, είμαστε εξωφρενικά πολύ πίσω σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, κάνοντας διαρκώς θέμα τα αυτονόητα, έχοντας άποψη από το χρώμα των μαλλιών ή των νυχιών κάποιου μέχρι του ποιος ή ποια είναι ο/η σύντροφος κάποιου. Τα θέματα φύλου και σεξουαλικότητας πρέπει σιγά-σιγά να ωριμάσουν κοινωνικά, απενοχοποιώντας επιτέλους όσα συμβαίνουν γύρω μας. Χρειαζόμαστε μεγαλύτερη ορατότητα και απαγκίστρωση από στερεοτυπικές εικόνες και πρότυπα. Δεν μπορώ να τα κατανοήσω όλα αυτά, ειδικά έχοντας ζήσει πλέον στο εξωτερικό, εκεί όπου οι άνθρωποι τα έχουν κάπως λυμένα όλα αυτά και δεν κάνουν ζήτημα τη ζωή του άλλου, κι αν έχει σχέση με κροκόδειλο. Προσωπικά, θεωρώ ότι είναι καλό είναι μιλήσουν κάποια στιγμή εκείνοι κι εκείνες που το κοινωνικό τους στάτους τους επιτρέπει μια τέτοια παραδοχή στον δημόσιο λόγο, ώστε να βοηθήσουν κι εκείνα τα παιδιά που παλεύουν στην επαρχία να βρουν χώρο που να τους αποδέχεται. Προφανώς δεν έχω την απαίτηση να γίνει με τρόπο καταναγκαστικό, πιστεύω όμως πως σίγουρα θα βοηθούσε πολύ. Πρέπει να φτάσουμε στην εποχή εκείνη που δεν θα χρειάζεται θάρρος να είσαι αυτή ή αυτός που θες να είσαι».

Χρύσα Λύκου

Share
Published by
Χρύσα Λύκου