Η πρώτη αντίδραση της Κορίννας, όταν της ζήτησα να βρεθούμε για να κάνουμε αυτή την κουβέντα, ήταν: «Είσαι σίγουρη; Εγώ, απλά μακιγιάζ κάνω». Έτσι λοιπόν, με εμένα να μη ξέρω να βάζω ούτε σκιά στα βλέφαρα μου, συναντηθήκαμε στο Θησείο, περπατήσαμε κάμποσο για να μη βρούμε τελικά μέχρι και την ώρα που χωριστήκαμε, το ιδανικό παγκάκι. Η Κορίννα, κάνει μακιγιάζ, όμως οι χιλιάδες άνθρωποι που την ακολουθούν στα social media, έχουν σίγουρα περισσότερους λόγους απ’ αυτό, για να το κάνουν.
«Ήμουν ακόμη στο σχολείο όταν σκέφτηκα πως θέλω να φύγω απ’ την Ελλάδα και να προσπαθήσω να γίνω ζωγράφος στην Αγγλία, οπότε και αποφάσισα να μην κάνω «κανονικό» λύκειο, αλλά IB, παίρνοντας Art κατεύθυνση. Δεν άργησα όμως να καταλάβω ότι δεν μου ταιριάζει τόσο αυτή η επιλογή, αλλάζοντας τελικά κάποια μαθήματα σε εκείνα που είχαν σχέση με τη φιλοσοφία και την κοινωνιολογία.
Η ιδέα της Αγγλίας όμως ναυάγησε σχετικά γρήγορα, μιας και συνέπεσε με την είσοδο της Χρυσής Αυγής στη Βουλή και ένα γενικότερο κλίμα εκφασισμού της Ευρώπης, που με έκανε να φρικάρω και να αηδιάσω μαζί. Το μόνο που σκεφτόμουν, ήταν πως ήθελα να βρεθώ όσο πιο μακριά γινόταν απ’ αυτό που συνέβαινε. Έτσι, εντελώς σπασμωδικά άλλαξα μέσα σε ένα βράδυ τις αιτήσεις και βρέθηκα στον Καναδά.
Έτσι, το 2013 έφυγα για τον Καναδά, αρχίζοντας σπουδές στην Κοινωνική Ανθρωπολογία, σε Πανεπιστήμιο του Μόντρεαλ. Μου έμενε ένας χρόνος για να τελειώσω τις σπουδές μου εκεί, όταν τα παράτησα όλα, συνειδητοποιώντας πως στον Καναδά δεν πήγα γιατί ήθελα να είμαι εκεί, αλλά γιατί δεν ήθελα να είμαι εδώ, κάτι που δεν ήταν τόσο σοφό τελικά. Κάπως έτσι, μπήκα σε μια περίοδο κατάθλιψης και τροφικών διαταραχών. Πιεζόμουν που ήμουν μόνη μου εκεί, ενώ παράλληλα δεν μπορούσα να διαχειριστώ εύκολα ότι ήθελα να παρατήσω το Πανεπιστήμιο για να γίνω Make up artist. Παράλληλα, σκεφτόμουν πως και οι δυο μου γονείς μου έχουν τελειώσει Πανεπιστήμιο, πως η μητέρα μου είναι πανεπιστημιακός και ένιωθα ευθύνη και βάρος».
Η Κορίννα είναι 26 χρονών, ήταν και μάλλον παραμένει – όπως όλοι μας σε αυτήν την ηλικία – ένας ανοιχτός πομπός αναζήτησης και αμφισβήτησης ακόμη και των ίδιων της των επιλογών, ανοίγοντας διαρκώς νέους δρόμους. «Πάντα μου άρεσε το μακιγιάζ, οπότε στον Καναδά άρχισα να δουλεύω πάνω σε αυτό part time. Είδα ότι η διαδικασία αυτή με ηρεμεί και με κάνει ευτυχισμένη. Με συνεπαίρνει μέχρι και σήμερα πώς κάτι τόσο χρωματιστό και όμορφο είναι ταυτόχρονα και τόσο απλό, που με ένα μωρομάντηλο μπορεί να σβήσει.
Έτσι, αποφάσισα να επιστρέψω στην Ελλάδα. Οι δικοί μου ήταν απόλυτα υποστηρικτικοί, τους χρωστάω τα πάντα, μιας και δεν έχασα καθόλου χρόνο σε εξηγήσεις και ψυχοφθόρες δικαιολογίες. Πήγα σε μια σχολή, αν και τότε το επίπεδο σχολών στην Ελλάδα δεν ήταν πολύ καλό. Κυρίως, θεωρώ τον εαυτό μου αυτοδίδακτο.
Τα τελευταία χρόνια διδάσκω και κάνω ιδιαίτερα, έχοντας μπει στο κομμάτι της εκπαίδευσης. Αυτό που έχω καταλάβει είναι ότι είναι θέμα αντίληψης και πόσο θες να είσαι τελικά καλός σε κάτι. Δυστυχώς, το μακιγιάζ στην Ελλάδα έχει τη νοοτροπία του πεταματού σαν δουλειά».
Την Κορίννα ή Coreinna, ακολουθούν χιλιάδες άνθρωποι στο Instagram, μέσω του οποίου καθημερινά αλληλεπιδρά όχι μόνο για θέματα που αφορούν τη δουλειά της, αλλά μιας ευρύτερης κοινωνικής πραγματικότητας. «Το Instagram, προέκυψε στη ζωή μου το 2017, μετά από έναν μεγάλο χωρισμό, που έμεινα μόνη μου. Το ξεκίνησα σαν ψυχοθεραπεία, μιλώντας για μακιγιάζ και είδα ότι υπήρχε ανταπόκριση. Το κοινό που με ακολουθεί θεωρώ πως είναι συγκεκριμένο, μιας και αγκαλιάζει ακριβώς τον τρόπο που αντιλαμβάνομαι τα πράγματα, κάτι που με ικανοποιεί και με ευχαριστεί πολύ.
Από εκεί και πέρα, ο κάθε ένας έχει την ευθύνη του τι παρακολουθεί και τι ερεθίσματα επιτρέπει να εισέρχονται στη ζωή του. Εγώ, από τη μεριά μου, προσπαθώ να βάζω ένα φίλτρο, όχι στην ουσία των πραγμάτων που λέω, αλλά στον τρόπο που τα εκφράζω».
Δεν είναι λίγες οι φορές που στα στόριζ της η Κορίννα θα δεχτεί και θα απαντήσει, ερωτήσεις που αφορούν τη ζωή και τα βιώματα της. «Πολύ συχνά, μου στέλνουν μηνύματα που σχετίζονται με τις τροφικές διαταραχές και την ψυχική υγεία, μιας και είναι θέματα που απ’ την αρχή ήμουν πολύ ανοιχτή στο να το συζητήσω, καθώς και για τη μετέπειτα απώλεια βάρους. Όπως έχω ξαναμοιραστεί, τον Μάρτιο του 2017, ήμουν 120 κιλά και μέσα σε ενάμιση χρόνο και κάνοντας το αντίστοιχο χειρουργείο, έφτασα τα 52. Όλο αυτό, ξεκίνησε στον Καναδά και κλιμακώθηκε. Θέμα με το φαγητό είχε και ο τότε σύντροφος μου, οπότε επηρεάζαμε ο ένας τον άλλον. Μέχρι που κάποια στιγμή είπα ότι δεν αντέχω άλλο».
Κάθε μέρα, πολλοί από εμάς επιλέγουμε την περιορισμένη ή μη έκθεση μας στα social media. Το παιχνίδι της εικόνας, μοιάζει να μην έχει κανόνες, ενώ η σκηνοθετημένη ευτυχία μοιάζει αφόρητη. «Το πρώτο και πιο σημαντικό που πρέπει να φροντίσουμε, είναι να μάθουμε στη συμπεριληπτικότητα. Να μάθουμε, να πλησιάσουμε η μια την άλλη. Άμα δεν θελήσεις να γνωρίσεις μόνη η μόνος σου, κάτι που δεν σου μοιάζει, δεν πρόκειται να το αναγνωρίσεις και να το αποδεχτείς, όσο και αν στο περιγράψω εγώ.
Πρέπει να πλησιάσουμε, να επεξεργαστούμε και τελικά να αγαπήσουμε. Είναι εντελώς σάπιο το κομμάτι των προτύπων, είναι ένα δίπολο που εμπεριέχει το πολύ παλιό μοτίβο με τους αψεγάδιαστους και ατσαλάκωτους ανθρώπους, φτάνοντας τελικά σήμερα άγαρμπα και βίαια στο άλλο άκρο που προσπαθεί αυτό να το κλωτσήσει τόσο άτσαλα, που τελικά η αλήθεια κάπου χάνεται. Δεν μπορείς να ελέγξεις το κοινό, μόνο αυτό που λες, οπότε αν μπορείς να τσαλακώσεις την ψευτιά έστω και λίγο, είναι κέρδος δεδομένου του πώς έχουμε μεγαλώσει και εκπαιδευτεί τόσα χρόνια.
Τώρα, αν λόγω προσωπικής αισθητικής ή ανασφάλειας, θέλω να φαίνομαι αψεγάδιαστη, πρέπει να είναι σεβαστό, αρκεί να είμαι ειλικρινής στο ότι έτσι είμαι και προσπαθώ να το δουλέψω. Οπότε, αυτό που βλέπετε δεν είναι 100% αλήθεια, αλλά έτσι νιώθω καλά για την ώρα. Το να είμαι 45 κιλά, να λέω all bodies are beautiful και να προωθώ παραδείγματος χάρη outfits τα οποία δείχνουν καλά μόνο σε έναν τέτοιο σωματότυπο, είναι κάπως αναντίστοιχο».
Σε λίγες ημέρες, λεπτά και δευτερόλεπτα, η πόλη ξανανοίγει τις κάνουλες της κρύας μπύρας, ξεβιδώνει καπάκια από μπουκάλια αλκοόλ, ανάβει τα μάτια της κουζίνας, σε μια προσπάθεια επανένταξης μας στη ζωή, σε μια προσομοίωση κανονικότητας. «Περιμένω με λαχτάρα να ανοίξει το BEqueer, να συρθώ στα πατώματα. Θυμάμαι όταν πρωτοάνοιξε ήμουν στην Αγγλία για ένα σεμινάριο, οπότε έβλεπα φωτογραφίες που μου έστελνε ο κολλητός μου που πήγαινε και είχα τρελαθεί. Όταν επέστρεψα ερωτεύτηκα, πρόκειται για το πιο συμπεριληπτικό μαγαζί που υπάρχει στην Ελλάδα, ένα safe place για όλα μας. Δεν είναι απλά ένα μαγαζί, αλλά ένας χώρος που έχει φωνή και επικοινωνεί με τον πιο χρωματιστό και σαρκαστικό τρόπο, την πολιτική στην καθημερινότητα. Είναι σαν την αρχαία αγορά. Πάμε όλα, εντελώς διαφορετικά μεταξύ μας και ονειρευόμαστε σε ποιον κόσμο θα θέλαμε να ζούμε. Επίσης, τρελαίνομαι για το underground drag, που στεγάζει το BEqueer. Στις σχολές που πηγαίνω για να διδάξω προσπαθώ να εντάξω το μάθημα του drag, μιας και δεν υπάρχει και δεν γίνεται απλά να μην υπάρχει».
Μιλάμε για drag, για την πολιτική παρέμβαση που κάνει το γκλίτερ καθώς γδέρνει, μέχρι να γιατρέψει τις πληγές μας, μιλάμε για τον άνθρωπο που φωτίζει ακόμη και με την απουσία του, την πόλη. «Με τον Ζακ, είχαμε μια πολύ όμορφη σχέση, τον είχα βάψει μάλιστα τρεις φορές, καθώς και το 2017 για το Pride. Τον γνώρισα ενώ βρισκόμουν ακόμη στον Καναδά, μέσω Internet. Είχα πει τότε σε όλους μου τους φίλους εκεί, να τον παρακολουθούν, ήταν ένας άνθρωπος που τα έλεγε όπως έπρεπε να τα πει. Ήμουν γκρούπι του.
Δυστυχώς, δεν μπορώ ακόμη να διακρίνω καλά, αν η δολοφονία του ήταν αφορμή για περισσότερη ορατότητα, ξέρω όμως με σιγουριά ότι εξαιτίας αυτής της φρίκης ο οποιοσδήποτε πλέον βρέθηκε σε άμεση επαφή με τη βαρβαρότητα που υπάρχει στον κόσμο, σπάζοντας επιτέλους η φούσκα που θέλει τα «κακά πράγματα» να γίνονται βράδυ, κάπου μακριά από όλους και από όλα και που κανείς τελικά δεν ξέρει ποιος φταίει και τι ακριβώς έγινε. Εδώ τα ξέρουμε όλα, υπάρχει βίντεο, δες το επιτέλους, έχεις ευθύνη.
Οι εξελίξεις στην υπόθεση καθυστερούν προκλητικά ενώ υπάρχουν αδιάσειστα στοιχεία, με τους αρμόδιους να γυρνάνε το βλέμμα τους αλλού. Προφανώς και αυτό απογοητεύει και καταβάλει την κοινότητα μας. Θα μας ενώνει πάντα το κοινό τραύμα και εκείνο το απίθανο συναίσθημα του να βλέπεις drag queens στην πρώτη γραμμή να κλαίνε και να φωνάζουν, σπάζοντας τον φόβο, διεκδικώντας τον δημόσιο χώρο που αναλογεί σε όλα μας. Όλα αυτά τα κατάφερε ο Ζακ, γιατί ήταν όπως θα έπρεπε όλοι οι άνθρωποι να είναι.
Στο πίσω μέρος του χεριού της, η Κορίννα έχει τατουάζ τη Zackie. Φοράει ροζ και μπλε περούκα, έχει πράσινα βαμμένα βλέφαρα. «Πρέπει να παίρνουμε θέση, κουραστήκαμε τόσα χρόνια από τον ισοαποστακισμό. Πλέον, αν δεν ζεις σε ένα βουνό αποκομμένος απ’ όλους, έχεις υποχρέωση να μιλάς, να διεκδικείς ισότητα, να σε νοιάζει. Επιλέγω συνειδητά να μην κάνω εκπτώσεις σε αυτά που πιστεύω. Αν σε κάποιον δεν αρέσουν, μπορεί να αποχωρήσει. Και ξέρεις κάτι Χρύσα; Λίγα πράγματα θα μας σώσουν απ’ τη σαπίλα. Ένα από αυτά, είναι το βιοδιασπώμενο γκλίτερ».