To Kennedy είναι ένα biannual περιοδικό, για την ακρίβεια είναι το εγχείρημα ενός επαγγελματία φωτογράφου που πλέον δηλώνει ερασιτέχνης δημοσιογράφος και δραστήριος εκδότης. Ο Χρήστος Κοντός και οι συνεργάτες του ταξιδεύουν για τις ανάγκες κάθε τεύχους σε δύο με τρία μέρη ανά τον κόσμο, μιλούν με ανθρώπους της τέχνης, δίνουν έμφαση στο αντρικό ντύσιμο και στην καλή μουσική. Η φιλοσοφία του περιοδικού έγκειται στο να κρατάει ο αναγνώστης στα χέρια του ένα curated ημερολόγιο σε ταξιδιωτικό μέγεθος, για να μπορεί να το κουβαλά παντού μαζί του αλλά και  για να το συμπεριλάβει αργότερα στη συλλογή του σαν βιβλίο. Ο δημιουργός του πιστεύει πως στην Αθήνα απευθύνεται σε ανθρώπους που έχουν τις ίδιες ανησυχίες με εκείνον και δεν έτυχε ποτέ να τους γνωρίσει προσωπικά, στον κόσμο που διψάει για κάτι νέο και διαφορετικό από ότι έχει συνηθίσει να διαβάζει μέχρι σήμερα στις προθήκες των περιπτέρων και των βιβλιοπωλείων.

H ιδέα προέκυψε σε μια συζήτηση με φίλους για την πληθώρα των φανζίν που κυκλοφορούσαν όταν ήταν έφηβοι. Η κουβέντα τους οδήγησε στο ότι θα έπρεπε να βγάλει ο ίδιος ένα με τις φωτογραφίες του και κάπως έτσι αποφάσισε να πάει ένα βήμα παραπέρα την σκέψη αυτή στήνοντας ένα περιοδικό με παγκόσμια εμβέλεια. Η ενασχόλησή του με τη φωτογραφία άλλωστε προέκυψε σε πολύ μικρή ηλικία, όταν με μια ρώσικη Zenit μηχανή του πατέρα του αποθανάτιζε την παρέα του σε σιδηροδρομικούς σταθμούς και στα χαλάσματα της Δραπετσώνας. Όταν αποφοίτησε από το Λύκειο παρακολούθησε μαθήματα σε μια ιδιωτική σχολή φωτογραφίας και από τότε δεν σκέφτηκε να κάνει κάποια άλλη δουλειά. Φτάνοντας στο 2013, πρότεινε στον γραφίστα Άγγελο Παντελίδη να συνεργαστούν και εκείνος είπε αμέσως το ναι. Ξεκίνησαν λοιπόν έχοντας σαν εχέγγυο μόνο την ορμή τους για κάτι καινούργιο και όταν είχαν πλέον στα χέρια τους ένα προσχέδιο του περιοδικού απευθύνθηκαν στον τυπογράφο και εκδότη Κώστα Λιναρδόπουλο προκειμένου να πιστέψει στο όραμα τους και να συμμετάσχει και εκείνος στην ομάδα, όπως και τελικά έγινε.

Λίγες μέρες μετά την κυκλοφορία του πρώτου τεύχους και την χαρά που τους έδωσε, ο Άγγελος έφυγε από την ζωή. Πέρα από συνεργάτης όμως ήταν ο πιο στενός του φίλος. «Δεν θα μπορούσε να μου συμβεί κάτι χειρότερο εκείνη την περίοδο τόσο σε προσωπικό όσο και σε επαγγελματικό επίπεδο, ήταν για μένα σαν σφαίρα στην καρδιά. Πέρα από φίλοι ήμασταν πλέον συνεργάτες και η πρώτη σκέψη που μου πέρασε από το μυαλό ήταν το αν θα συνεχίσω το περιοδικό μετά από αυτή την δυσάρεστη εξέλιξη. Έφυγε αφήνοντας ένα μεγάλο κενό πίσω του, αφού ο ίδιος είχε αναλάβει εξ ολοκλήρου τον σχεδιασμό του περιοδικού. Σκέφτηκα πως δεν πρέπει να εγκαταλείψω το κοινό μας εγχείρημα γιατί το πρώτο του δείγμα ήταν αρκετά καλό και έβλεπα πλέον σε αυτό μια άλλη προοπτική. Δεν μου αρέσει να τα παρατάω, γι’ αυτό αποφάσισα πως ο θάνατος δεν θα σταθεί ικανός να με σταματήσει. Αυτός ήταν και ο λόγος που καθυστέρησε να βγει το δεύτερο τεύχος, παρότι θα έπρεπε να κυκλοφορήσουν ήδη δύο την χρονιά που μας πέρασε. Πλέον τον σχεδιασμό έχουμε αναλάβει δύο φίλοι μου από το Λονδίνο, οι Commission, οι οποίοι ευτυχώς γνώριζαν τον Άγγελο προσωπικά και θαύμαζαν τη δουλειά του  γι’ αυτό και προθυμοποιήθηκαν να με βοηθήσουν. Το ότι καταφέραμε τελικά να βγάλουμε το δεύτερο τεύχος είναι για μένα ένα  κερδισμένο στοίχημα.»

Τον ενθουσιάζει το γεγονός ότι εξάγει ένα αμιγώς ελληνικό προϊόν, made in Athens μάλιστα, και προσπαθεί να παρουσιάζει τον τόπο του μέσα από τις σελίδες του περιοδικού. Στο προηγούμενο τεύχος υπήρχε ένα φωτογραφικό αφιέρωμα στην Σαντορίνη και σε αυτό που κυκλοφορεί τώρα υπάρχει ένα παρόμοιο θέμα για την Ανάφη, ενώ και στα δύο τεύχη οι τελευταίες σελίδες περιλαμβάνουν μια φωτογράφιση στο κέντρο της Αθήνας. «Γκρινιάζω πολλά χρόνια για τα άσχημα της Αθήνας αλλά τελευταία έχω κατανοήσει τη δυναμική που εκπέμπει. Με ενοχλεί ότι το κοινό που καταναλώνει αυτή τη στιγμή πολιτισμό στην πόλη είναι πολύ περιορισμένο. Η νυχτερινή ζωή βρίσκεται σε καθίζηση και αυτό φαίνεται από το ότι όταν γίνεται ένα μεγάλο πάρτι τα μαγαζιά είναι ασύλληπτα γεμάτα, οι κάτοικοι της πόλης θέλουν να διασκεδάζουν. Τα φεστιβάλ μειώνονται, τα λαϊβάδικα που γνωρίζαμε κλείνουν και έχουμε γίνει ένα ατελείωτο μπαροκομείο, βλέπεις παντού μπαρ και τυρόπιτες. Είναι πολύ δύσκολο να βρεις καλό φαγητό στο κέντρο της Αθήνας. Όταν τρώω έξω επιλέγω αποκλειστικά ταβέρνες αφού στα δήθεν καλά εστιατόρια το φαγητό δεν λέει. Ορόσημο στην Αθήνα για μένα ήταν το Pop που έκλεισε πριν δυο χρόνια, υπήρξε κοιτίδα ενός κόσμου που άκουγε καλή μουσική. Σε αυτή την πόλη αγαπώ την φολκλόρ πλευρά της. Δεν θα άλλαζα την παλαιάς κοπής αρχιτεκτονική που συναντάς στο κέντρο, την Ακρόπολη, το παραλιακό μέτωπο και τη διαδρομή μέχρι το Σούνιο. Η δουλειά του πατέρα μου ήταν στην 3ης Σεπτεμβρίου και η Πατησίων είναι για μένα ένας από τους αγαπημένους μου δρόμους από μικρό παιδί, παρότι πλέον βιώνει μια καθημερινή παρακμή. Η στοά Φέξη επίσης είναι ένα πολύ σημαντικό σημείο για μένα αφού από εκεί αγόραζα τα πρώτα μου ηλεκτρονικά. Νιώθω όμως σαν να έχω παραμεγαλώσει και να μην έχω πλέον σημεία αναφοράς στην πόλη, με στενοχωρεί που έχει αλλάξει τόσο πολύ το σκηνικό που αντικρίζω περπατώντας την μέσα στα χρόνια. 

Το όνομα του περιοδικού αποφασίστηκε εν τάχει και παραπέμπει στον τίτλο ενός τραγουδιού των Wedding Present. Θέλοντας όμως να δημιουργήσει κάτι διαχρονικό, σκέφτηκε πως ένας τίτλος που στην κοινή λογική συνάδει απευθείας με τη γνωστή πολιτική δυναστεία θα κέντριζε ακόμη πιο εύκολα το ενδιαφέρον των αναγνωστών. Όπως σε εκείνον δεν κινούν την περιέργεια τα περιεχόμενα των τωρινών ελληνικών εντύπων, έτσι ακριβώς πιστεύει ότι συμβαίνει και σε ένα μεγάλο μέρος του αναγνωστικού κοινού, που αναζητά κάτι φρέσκο και πρωτότυπο. «Προτιμώ να μην ενημερώνομαι από τον ελληνικό τύπο. Είχα περάσει μια φρενίτιδα στην αρχή της κρίσης παρακολουθώντας την ελληνική πολιτική σκηνή, πλέον δεν βρίσκω ποιο είναι το νόημα στο να ασχοληθώ και περιορίζομαι στο να διαβάζω μπλογκς που μεταφέρουν την είδηση με χιουμοριστικό τρόπο και το περιοδικό Dapper Dan. Όσοι ψάχνουν να βρουν αποκούμπια στην πολιτική είναι σαν να περιμένουν από τον θεό να τους δώσει απαντήσεις για τη ζωή μετά θάνατον. Από τον ξένο τύπο προτιμώ το Travel Almanac, το Apartamento, το Gourmand, το Inventory, το Kaleidoscope και το Purple.» Πριν το περιοδικό δεν είχε ξανακάνει συνέντευξη σε κάποιον και η διαδικασία αυτή ήταν μια πρόκληση για εκείνον. Μέσα στον πυρετό που ζούσε προκειμένου να εκδοθεί το πρώτο τεύχος έριχνε ματιές σε ξένα περιοδικά και αυτό που παρατηρούσε είναι ότι δεν γίνονται πια καλές συνεντεύξεις που να έχουν ενδιαφέρον για κάποιον που θα τις διαβάσει. Τότε έθεσε σαν στόχο να κάνει ουσιαστικές κουβέντες με ανθρώπους των τεχνών αλλά η κουβέντα να ξεφεύγει από τη δουλειά του καθενός από αυτούς και να αποκτά μια πιο προσωπική χροιά. «Θέλω να διαβάζεις μια συνέντευξη και να πιστεύεις πως μιλάω με έναν φίλο μου. Η πιο ενδιαφέρουσες κουβέντες που έχω κάνει μέχρι στιγμής είναι με το Αndrew weatherall, ο οποίος αποτελεί ένα μουσικό είδωλο για μένα, με τον Ed Templeton που τον συνάντησα τυχαία στο Λος Άντζελες και η συνέντευξή του περιλαμβάνεται στο δεύτερο τεύχος του Kennedy ενώ αξέχαστη θα μου μείνει και η φωτογράφιση με τον Ryan Mc Ginley. Σημαντικές προσωπικές μου στιγμές είναι όταν είδα για πρώτη φορά δουλειές μου δημοσιευμένες στο Purple και στο Oyster Magazine.

Το προσωπικό στυλ αποτελεί ένα πολύ σημαντικό κομμάτι στην καθημερινότητα του Χρήστου. Θεωρεί πως οι Ελληνίδες προσπαθούν για την εμφάνιση τους σε αντίθεση με τους άντρες που αρνούνται να ενηλικιωθούν στο θέμα του ντυσίματος και θεωρούν το πουκάμισο επίσημο ένδυμα. «Το να είσαι ευπαρουσίαστος δεν απαιτεί τεράστια χρηματικά ποσά, αλλά γούστο. Είναι μια πόλη φτηνή σε σχέση με πολλές πόλεις στις οποίες έχω ταξιδέψει κατά περιόδους, θα μπορούσαμε όλοι να έχουμε μια καλή ποιότητα ζωής εδώ, αλλά δουλειές και λεφτά δεν υπάρχουν. Σχεδιαστές όμως υπάρχουν ακόμα για να διαμορφώσουν στυλ, το θέμα είναι πως η Αθήνα είναι μια κλειστή θάλασσα ενώ ο κόσμος γύρω της μοιάζει με τεράστιο ωκεανό. Είναι σαν να ζούμε σε ένα γαλατικό χωριό, στο περιθώριο χωρίς να έχουμε επαφή με το τι συμβαίνει έξω από εδώ. Η πόλη της καρδιάς μου είναι το Λονδίνο παρότι δεν θα μπορούσα να ζήσω για πάντα εκεί. Ό,τι συμβαίνει και δημιουργείται εκεί εξάγεται παγκοσμίως, είναι μια πόλη ζωντανή. Εδώ πέρα έχουμε τη δυνατότητα να παρακολουθήσουμε μια international έκθεση κάθε εξάμηνο και αν, ενώ οι γκαλερί σιγά σιγά κλείνουν. Σίγουρα υπάρχουν άνθρωποι με ανησυχίες σε αυτή την πόλη ωστόσο πιστεύω πως δεν τους δίνεται ο κατάλληλος χώρος για να τις ικανοποιήσουν, γιατί η πρώτη τους έννοια είναι να έχουν μια συμβατική δουλειά, την οποία όμως είναι δύσκολο να βρουν».

Αγαπημένοι του φωτογράφοι είναι οι Philip Lorca dicorcia, Tim Barber, William Eggleston και Harry Gruyaert. Δεν θαυμάζει τους επαγγελματίες εκείνους που αυτοχαρακτηρίζονται ως ειδήμονες της τέχνης ή μόδας, αλλά προτιμά εκείνους που έχουν γράψει ιστορία στον τομέα τους – όπως ο Mario Sorrenti – χωρίς να είναι «ψαγμένοι» και γνωστοί σε έναν περιορισμένο κύκλο. «Παλαιότερα εργαζόμουν ως φωτογράφος σε έντυπα που αποτελούσαν μέρος της ελληνικής φούσκας. Νιώθω δηλαδή πως υπήρξα και εγώ μέρος αυτού του μηχανισμού που έκοβε χρήματα και αποτελέσουμε παραπολιτικό μαγαζάκι. Ήμουν ικανοποιημένος με τις απολαβές αλλά σε δημιουργικό επίπεδο  δεν παρατηρούσα κάποια εξέλιξη. Από τη στιγμή που έμεινα άνεργος και έφυγα από αυτόν τον κύκλο άρχισα να ζω και να δημιουργώ, βρήκα το μυαλό και τον χρόνο να καταπιαστώ με αυτό που πραγματικά ήθελα. Έβγαλα τις παρωπίδες που απαιτούσε η προηγούμενη σταθερή μου εργασία και άλλαξε ο τρόπος που βλέπω τον κόσμο μου μέσα από τη μηχανή μου. Τρία χρόνια μετά νιώθω πως είμαι ένας άλλος φωτογράφος, σαφώς βελτιωμένος».

Την Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου, το Kennedy magazine σας περιμένει στο launch party  για την κυκλοφορία του δεύτερου τεύχους στο Ρομάντσο (Αναξαγόρα 3 – 5). Καλεσμένος θα είναι ο Hugo Capablanca και μαζί του οι Outro (αλλιώς βασίλισσες της νύχτας) Ώρα έναρξης : 21:00. Είσοδος ελεύθερη.

 

 

Ζωή Παρασίδη

Η Ζωή Παρασίδη γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1990 στην Αθήνα. Σπούδασε στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου και από το 2009 εργάζεται ως δημοσιογράφος.

Share
Published by
Ζωή Παρασίδη